ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2021:33
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 7/2019
20 Δεκεμβρίου 2021
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,Δ/στές]
Μ.Κ.Τ.,
Εφεσείουσας,
ν.
Ι.Χ.Z,
Εφεσίβλητου.
____________________
Μ. Μαρκουλλή (κα) για Γ.Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Ν.Γ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:Με τρείς λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας συζύγου του το ποσό των €106.986, πλέον τόκους από την καταχώριση της αίτησης του, όση και η διαπιστωθείσα συνεισφορά του στην ανέγερση κατοικίας ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας. Επρόκειτο για το άθροισμα επιμέρους ποσών, που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξεύρει ότι ο Εφεσίβλητος πράγματι πλήρωσε έναντι των εξόδων ανοικοδόμησης της κατοικίας.
Με το λόγο έφεσης 1, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα του επιδίκασε το ποσό που είχε πληρώσει, αντί οποιοδήποτε ποσό ή ποσοστό στην επαύξηση της περιουσίας της Εφεσείουσας, κατά παράβαση της νομοθεσίας και της νομολογίας, ενώ με το λόγο έφεσης 2, ότι παραγνώρισε το γεγονός ότι δεν υφίστατο πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής αναφορικά με την επίδικη κατοικία. Κατά τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, η οικοδομή ήταν παράνομη,δεν μπορούσε να εξασφαλίσει άδεια και θα πρέπει επομένως να κατεδαφιστεί.
Με το λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα,με ενδιάμεση απόφαση του ημερ.11.5.2017, απέρριψε μερικώς την αίτηση τροποποίησης της Εφεσείουσας ημερ.14.3.2017.
Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης 3, αφού αφορά στο δικογραφημένο υπόβαθρο στη βάση του οποίου τροχοδρομήθηκε η δίκη.
Η αίτηση τροποποίησης είχε καταχωριστεί μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, προτού ολοκληρωθεί η κυρίως εξέταση του Εφεσίβλητου, που ήταν και ο πρώτος μάρτυρας στη δίκη. Είχε τότε δοθεί ημερομηνία συνέχισης της ακρόασης και η Εφεσείουσα άλλαξε δικηγόρους διορίζοντας τους νυν δικηγόρους της. Δύο εβδομάδες μετά καταχώρησε την αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης της.
Αυτό που είχε επικαλεστεί η Εφεσείουσα για να δικαιολογήσει το αίτημα της ήταν πως μετά από μελέτη της υπόθεσης με τους νέους δικηγόρους της και προετοιμασίας τους για την ακρόαση της υπόθεσης, αντιλήφθηκε ότι στην Έκθεση Υπεράσπισης της είχαν προβληθεί λανθασμένοι ισχυρισμοί, ενώ κάποια άλλα σοβαρά γεγονότα και ισχυρισμοί δεν είχαν δικογραφηθεί. Το κείμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης της, ανάφερε, ήλθε στη γνώση της για πρώτη φορά κατά την προετοιμασία της υπόθεσης με τους νέους δικηγόρους της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε αριθμό παραγράφων της αίτησης τροποποίησης και απέρριψε την τροποποίηση ως προς τις υπόλοιπες παραγράφους. Για κάθε μια από τις παραγράφους που δεν επιτράπηκαν δόθηκε αιτιολογία. Εξηγήθηκε ότι συγκεκριμένες τροποποιήσεις ήταν αχρείαστες και για άλλες ότι καμιά επεξήγηση για την αλλαγή δεν υπήρχε στην ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας. Ειδικά για την απόρριψη της παρ. Η που αφορούσε στην τροποποίηση του ισχυρισμού ότι η αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση ήταν €110.000 και αντικατάσταση του με ισχυρισμό ότι η αξία ήταν πολύ μικρή ή και μηδενική, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι η Εφεσείουσα δεν εξήγησε στην ένορκη της δήλωση πώς κατέληγε στη θέση που ήθελε να προωθήσει. Αναφερόμαστε ειδικά στην απόρριψη της τροποποίησης αυτής, λόγω της σημασίας της στην έκβαση της έφεσης, όπως θα εξηγήσουμε στην συνέχεια.
Δεν αφορούν την έφεση οι λόγοι για τους οποίους επιτράπηκε η τροποποίηση στην έκταση που αυτό είχε γίνει και ότι εκτροχιάστηκε η ακρόαση της υπόθεσης, δεν αποτελούσε λόγο για να επιτραπούν τροποποιήσεις που δεν δικαιολογούνταν από τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Και είναι γεγονός ότι καμιά εξήγηση δεν προσφέρθηκε για τις τροποποιήσεις εκείνες που δεν επιτράπηκαν.
Η αιτιολόγηση για τροποποίηση δεν μπορεί να εδράζεται στην, απογυμνωμένη από μαρτυρία γεγονότων, διαπίστωση του διαδίκου που αιτείται την τροποποίηση ή του δικηγόρου του ότι αυτή είναι χρήσιμη ή και αναγκαία. Πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η διαπίστωση, ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο, αφού τα διέλθει, να κρίνει κατά πόσο μπορεί η διαπίστωση να δικαιολογείται. Είναι συνεπώς απαραίτητο να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται το κάθε επιμέρους αίτημα τροποποίησης, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα για δικαστική κρίση. Διαφορετικά καλείται το Δικαστήριο, χωρίς να ασκήσει δικαστική κρίση, να σφραγίσει τη γνώμη του διαδίκου ή του δικηγόρου του και χωρίς να μπορεί να διακρίνει κατά πόσο το αίτημα προωθείται καλόπιστα, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό.
Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα ορθά πλαίσια και δικαιολογημένα κατέληξε στην απόρριψη των τροποποιήσεων για τις οποίες παραπονείται η Εφεσείουσα. Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 2 στη βάση της δικογραφίας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατ' ακολουθία της προσβαλλόμενης Ενδιάμεσης Απόφασης, δοσμένης πλέον της ορθότητας της.
Αυτό που θα πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί είναι ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος διέθεσε το ποσό των€106.986για την ανέγερση της κατοικίας ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας, δεν προσβάλλεται με την έφεση. Και με την επιφύλαξη του λόγου έφεσης 2, ούτε ότι η κατοικία ως οικοδομή συνιστούσε αύξηση της περιουσίας της Εφεσείουσας στην έννοια του νόμου, έχοντας προσδώσει αξία στο τεμάχιο της μέσα στο οποίο είχε ανοικοδομηθεί, δηλαδή ότι η κατοικία ανεγέρθηκε και συνεπώς αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του αρραβώνα των διαδίκων με προοπτική το γάμο και κατά το γάμο.
Σύζυγος που συνεισφέρει στην απόκτηση περιουσίας από τον άλλο σύζυγο, δικαιούται στην απόδοση σε αυτόν του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή,[1] με την αύξηση να καθορίζεται ως η αξία της περιουσίας του άλλου κατά τη διάσταση μείον την αξία της περιουσίας του κατά το γάμο ή από το χρονικό στάδιο της προοπτικής του γάμου. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε κατά την δίκη, δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθούν τα στοιχεία εκείνα που θα επέτρεπαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει τη συνήθη μεθοδολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε τεκμηριώσει πόσο κόστισε η ανέγερση της κατοικίας, ώστε να καταδειχτεί το ποσοστό της συνεισφοράς του, στο οποίο και θα αντιστοιχούσε το ποσό των€106.986 που είχε πληρώσει και περαιτέρω, είχε αποτύχει να αποδείξει την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση, ώστε να διαφανεί η επαύξηση στην περιουσία της Εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πείστηκε για την ορθότητα της εκτίμησης του εκτιμητή του Εφεσίβλητου, που αφορούσε στη διαπίστωση της αξίας της κατοικίας κατά τη διάσταση. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, ο λόγος για τον οποίο απέρριψε τη μαρτυρία του ήταν γιατί δεν είχε αναφέρει στην εκτίμηση του ότι η κατοικία δεν είχε άδεια οικοδομής. Σημειώνεται ότι: «Παρέλειψε δηλαδή να συνεκτιμήσει αυτό το δεδομένο. Είναι φανερό ότι σκοπίμως δεν συμπεριέλαβε στην έκθεση ότι δεν υπάρχει άδεια οικοδομής, για να καταλήξει σε ψηλότερη αξία από την πραγματική, παρόλο που όπως παραδέχτηκε στην αντεξέταση του, το γνώριζε». Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τη μαρτυρία του εκτιμητή της Εφεσείουσας, αναφέροντας ότι: «Η απόλυτη αυτή θέση του να μην προσδώσει κάποια αξία έστω και αρκετά μειωμένη λόγω της μη ύπαρξης άδειας οικοδομής δεν πείθει το Δικαστήριο».
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι όταν μια οικοδομή δεν έχει άδεια οικοδομής έχει μικρότερη αξία από αυτή που θα είχε εφόσον είχε εξασφαλισμένη την άδεια. Η θέση που προβάλλεται στο λόγο έφεσης 2, ότι η κατοικία δεν είναι δυνατόν να εξασφαλίσει άδεια οικοδομής και ότι πρέπει να κατεδαφιστεί, δεν είχε γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε καλυπτόταν δικογραφικά. Άλλωστε, ο ίδιος ο εκτιμητής της Εφεσείουσας συζήτησε την πιθανότητα αίτησης για άδεια κατά παρέκκλιση, επισημαίνοντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις και τα συναφή προς το σκοπό έξοδα, μιλώντας για το «ρίσκο» που θα αναλάμβανε κάποιος αγοράζοντας τέτοια κατοικία.
Τα μόνα δεδομένα που εξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο από την ενώπιον του διαδικασία ήταν ότι ο Εφεσίβλητος είχε συνεισφέρει €106.986 για την ανέγερση μιας κατοικίας μέσα σε τεμάχιο ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας. Έτσι, έχοντας ορθά αναφερθεί στη νομική πτυχή του ζητήματος, παραπέμποντας στα σχετικά Άρθρα 2 και 14 τουπερί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν.232/1991 και τη σχετική νομολογία (Ο. ν. Ο. (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, 187 και 189 και Κ. ν. Π. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1867, 1873) διαπίστωσε ότι η κατοικία που είχε αναγερθεί είχε προσδώσει αξία στο τεμάχιο μέσα στο οποίο κτίστηκε.
Επομένως, δεν ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε αύξηση της περιουσίας της Εφεσείουσας. Το παράπονο της Εφεσείουσας ότι δεν έγινε υπολογισμός του συνόλου της περιουσίας της είναι άτοπο, αφού η αντιδικία είχε προσδιοριστεί με αναφορά στην κατοικία και ένα αυτοκίνητο της, με την αξίωση ως προς το τελευταίο να απορρίπτεται. Ούτε ήταν επίδικο ζήτημα η όποια περιουσία του Εφεσίβλητου, αφού δεν είχε προβληθεί οιαδήποτε ανταξίωση εκ μέρους της.
Το γεγονός είναι ότι από τη μαρτυρία η αύξηση της περιουσίας της Εφεσείουσας δεν προσδιορίστηκε σε χρήμα, προσδιοριζόμενη περιγραφικά ως η αξία που προσέδωσε η, χωρίς άδεια, οικοδομή στο τεμάχιο της.
Η μείωση της αξίας της κατοικίας λόγω του ότι δεν είχε πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής ήταν κάτι που θα αφαιρείτο από την «κανονική» τιμή της οικοδομής κατά τη διάσταση εφόσον είχε τις άδειες. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ανευρέθηκε η «κανονική» αξία κατά τη διάσταση, όμως το γεγονός εξακολουθούσε να έχει τη σημασία του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσπάθησε με τα δεδομένα που είχαν ενώπιον του αποδειχτεί να απονέμει δικαιοσύνη. Σε μια άλλη περίπτωση, θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κάποιος ότι στον Εφεσίβλητο αποδόθηκε το ελάχιστο που θα δικαιούτο. Συνήθως, η αξία ακίνητης περιουσίας επαυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και μειώνεται σχεδόν μόνο όπου τα ωφέλημα χρόνια του ακινήτου πλησιάζουν να τελειώσουν. Το σύνηθες μπορεί όμως να μην συμβαίνειόταν το ακίνητο είναι προβληματικό. Είτε τεχνικά, είτε νομικά, όπως ήταν εδώ η περίπτωση. Μπορεί για τέτοιους λόγους το ακίνητο να αξίζει λιγότερα από όσο κόστισε η ανέγερση του. Σε τέτοια περίπτωσηο συνεισφορέας δεν δικαιούται σε ολόκληρο το ποσό που συνείσφερε, ωσάν να επρόκειτο για δανεισμό, αλλά θα επωμιστεί μέρος της ζημιάς, όπως και ο ιδιοκτήτης σύζυγος το υπόλοιπο της μέρος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε στοιχεία ότι αυτό δεν συνέβαινε. Ο Εφεσίβλητος δεν είχε αποδείξει ότι η αξία της οικοδομής ήταν συγκεκριμένη και δεν ήταν μικρότερη από το κόστος ανέγερσης της και επομένως, το ποσό που του είχε επιδικαστεί μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο από όσο πράγματι δικαιούτο.
Όμως, είχε στη διάθεση του κάποια περαιτέρω στοιχεία τα οποία μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Στη τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης της Εφεσείουσας παρέμενε ο ισχυρισμός ότι κατά τη διάσταση η κατοικία άξιζε €110.000 και αυτό συνιστούσε εκ μέρους της παραδοχή, σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό του Εφεσίβλητου ότι η κατοικία άξιζε πολύ περισσότερο. Έτσι, για σκοπούς της αξίωσης του Εφεσίβλητου και εφόσον αυτός απέτυχε να αποδείξει τη μεγαλύτερη αξία της, μπορούσε να ληφθεί υπόψη ότι η αξία της κατά τη διάσταση ήταν €110.000.Όσον αφορά το κόστος ανέγερσης της κατοικίας, ο Εφεσίβλητος δικογράφησε ότι ανερχόταν σε €187.946. Δεν απόδειξε τη θέση του αυτή, όμως υπήρχε η δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας ότι κόστισε €145.231.12. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι είχε πληρώσει €106.986. Με αυτό το δεδομένο, στη βάση της θέσης της Εφεσείουσας είχε πληρώσει το 74% του κόστους ανέγερσης, ενώ στη βάση της δικής του θέσης ότι το κόστος ανέγερσης ήταν€187.946 το 57% του κόστους ανέγερσης. Η θέση του για κόστος ανέγερσης €187.946 συνιστά αποδοχή ότι η Εφεσείουσα είχε καταβάλει το υπόλοιπο. Επομένως σε αυτή τη βάση και στη βάση της παραδοχής της Εφεσείουσας, ό,τι θα έπρεπε να του είχε επιδικαστεί ήταν €62.700, δηλαδή το 57% της αξίας της κατοικίας κατά τη διάσταση, πλέον τόκους από την καταχώριση της αίτησης του. Κατ' ακολουθία, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.
Η έφεση επιτυγχάνει και το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας μειώνεται από €106.986 σε €62.700. Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης €2.500 υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
[1]Άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/1991).