ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Π. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα στην 31/2018 και Εφεσίβλητο στην 32/2018. Δ. Παπαχρυσοστόμου, για την Εφεσίβλητη στην 31/2018 και Εφεσείουσα στην 32/2018. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2021-12-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Η.Κ. κ.α. v. Ε.Π. κ.α., Έφεση Αρ. 31/2018, 32/2018, 15/12/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2021:35

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

 (Έφεση Αρ. 31/2018)

(σχ. με 32/2018)

 

15 Δεκεμβρίου 2021

 

 

 [ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

 

Η.Κ.,

Εφεσείων,

ν.

 

Ε.Π.,

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

(Έφεση Αρ. 32/2018)

(σχ. με 31/2018)

 

 

Ε.Π.,

Εφεσείουσα,

ν.

 

Η.Κ.,

Εφεσίβλητου.

____________________

 

 

Π. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα στην 31/2018 και Εφεσίβλητο στην 32/2018.

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για την Εφεσίβλητη στην 31/2018 και Εφεσείουσα στην 32/2018.

   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Κύριο αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η αξίωση του συζύγου ώστε να του αποδοθεί μέρος της περιουσίας της συζύγου του στη βάση της συνεισφοράς του στην απόκτηση της.  Η αξίωση περιορίστηκε στην απόδοση του 1/3 στην επαύξηση της αξίας της, με αναφορά στην εγγεγραμμένη στο όνομα της συζύγου κατοικία (με το περιεχόμενο της) στην οποία διέμεναν οι σύζυγοι.  Η διάσταση τους επήλθε τον Ιούλιο του 2010 και ο σύζυγος έπαψε να διαμένει εκεί το Μάρτιο του 2011, μετά την έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος αποκλειστικής χρήσης της από τη σύζυγο.

 

Η κατοικία αγοράστηκε από τη σύζυγο τον Ιούλιο του 1999, πριν το γάμο των διαδίκων που έγινε τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου, με την προοπτική του γάμου αυτού, για το ποσό των €119.602 (ΛΚ70.000).  Ποσό €54.675 (ΛΚ32.000) πληρώθηκε από τη σύζυγο, με χρήματα που είχε εισπράξει από την πώληση οικοπέδου που της είχαν δωρίσει οι γονείς της, για το δε υπόλοιπο ποσό έγινε δάνειο €68.344 (ΛΚ40.000) και από τους δύο συζύγους από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης.  Έναντι του δανείου αυτού ποσό €35.880 (ΛΚ21.000) καταβλήθηκε από τον πατέρα της συζύγου.  Κατά τη διάσταση των διαδίκων το 2011, η αξία της κατοικίας ήταν €336.000, που περιλάμβανε και οικιακό εξοπλισμό αξίας €7.000, ενώ το υπόλοιπο του τελευταίου δανείου, προς εξόφληση διαδοχικών προηγουμένων δανείων προς εξόφληση του αρχικού δανείου, για την αγορά της κατοικίας, που επωμίστηκε η σύζυγος, ήταν €51.865.  Είχαν γίνει διάφορες πληρωμές έναντι των δανείων, για τις οποίες υπήρξαν αντικρουόμενες θέσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αποδεχτεί ότι ο σύζυγος είχε συνεισφέρει στην αύξηση της περιουσίας της συζύγου του,[1] μη μπορώντας να βασιστεί στη μαρτυρία είτε του συζύγου είτε της συζύγου για να καθορίσει το ποσοστό της συνεισφοράς του, κατέφυγε στο τεκμήριο του νόμου,[2] αποδίδοντας του το 1/3 της επαύξησης, δηλαδή της αξίας της κατοικίας κατά τη διάσταση, από την οποία αφαίρεσε την αρχική πληρωμή της ιδίας και του πατέρα της καθώς και το υφιστάμενο χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου.  Η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι το αντικείμενο της έφεσης 32/2018 που καταχώρισε η σύζυγος.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σύζυγος είχε συνεισφέρει στην αύξηση της περιουσίας της συζύγου προσβάλλεται ως λανθασμένη με το λόγο έφεσης 3.  Η απόδοση του 1/3 δεν προσβάλλεται αυτοτελώς.  Εάν επικυρωθεί η κατάληξη ότι υπήρξε επαύξηση και συνεισφορά, ο σύζυγος θα δικαιούται στο 1/3 της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά την έγγαμη συμβίωση και οι δύο σύζυγοι εργάζονταν και πλήρωναν για τη συντήρηση της οικογένειας που είχαν δημιουργήσει.  Και οι δύο κατέθεταν ποσά στον κοινό τους λογαριασμό από τον οποίο καταβάλλονταν οι δόσεις για την αποπληρωμή των δανείων, ενώ και οι δύο είχαν διαθέσει χρήματα για ανακαινίσεις της κατοικίας.  Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, πέραν από διάφορα ποσά από εργασίες στις οποίες εργαζόταν, ο σύζυγος είχε καταθέσει στον κοινό λογαριασμό €7.365 που είχε εισπράξει από το Ταμείο Προνοίας του και €2.858 που είχε εισπράξει από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

 

Όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδράζονταν στη μαρτυρία που είχε αποδεχτεί και αδιάσειστα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του και ήταν απόλυτα δικαιολογημένες.  Επομένως, ότι ο σύζυγος είχε συνεισφέρει για την απόκτηση της κατοικίας ήταν το αναπόδραστο συμπέρασμα των πιο πάνω διαπιστώσεων και δεν βρίσκουμε να υπάρχει το παραμικρό περιθώριο επέμβασης στην επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Ό,τι εισηγήθηκε ο δικηγόρος του συζύγου ήταν όπως το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο αφαιρεθεί από την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση, από την οποία να αφαιρεθεί και το ποσό της προκαταβολής, όπως και το ποσό που πλήρωσε ο πατέρας της Εφεσείουσας και αποδοθεί στον Εφεσίβλητο το 1/3 του καθαρού υπολοίπου.  Η θέση αυτή έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που επιδίκασε υπέρ του συζύγου και εναντίον της συζύγου το ποσό των €64.526, το 1/3 δηλαδή των €193.850 που ήταν το αποτέλεσμα των σχετικών αφαιρέσεων από την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση (€336.000 μείον €51.865, μείον €54.675, μείον €35.880). 

 

Με το λόγο έφεσης 1 η σύζυγος προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το πιο πάνω καθαρό υπόλοιπο αποτελεί επαύξηση της αξίας της κατοικίας της.  Κατά την εισήγηση της, η διάσταση μεταξύ της τιμής αγοράς της κατοικίας και της αξίας της κατά το χρόνο της διάστασης συνιστά τη φυσική υπεραξία της λόγω αύξησης της τιμής των ακινήτων και σε αυτή ουδεμία συνεισφορά μπορούσε να έχει ο Εφεσίβλητος.  Άλλωστε, αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα ότι στην αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση περιέχεται αύξηση συνεπεία ανακαινίσεων.

 

Η αξία των  €336.000 ήταν το ποσό που δηλώθηκε ως παραδεχτό γεγονός ότι ήταν η αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση, χωρίς να διευκρινιστεί κατά πόσο μέρος της αύξησης της αξίας της, σε σχέση με την τιμή απόκτησης της, οφειλόταν σε βελτιώσεις που είχαν γίνει σε αυτή ή επρόκειτο μόνο για υπεραξία λόγω αύξησης των τιμών των ακινήτων.

 

   Η δικογραφημένη θέση του Εφεσίβλητου (παρ.10 των «Γεγονότων») σε σχέση με ανακαινίσεις στην κατοικία, ήταν ότι ποσό €18.195 (Λ.Κ.10.650) «διατέθηκε για ανακαίνιση της συζυγικής στέγης καθώς και για έπιπλα και εξοπλισμό της οικίας».  Δεν δικογραφείται ποιο μέρος αφορούσε τις ανακαινίσεις ή πότε είχε γίνει αυτό.  Τη θέση αυτή αρνήθηκε η Εφεσείουσα στην Έκθεση Υπεράσπισης της.  Η μαρτυρία του αναφορικά με ανακαινίσεις δεν ήταν ευθυγραμμισμένη με τη δικογραφία του.  Και κλονίστηκε, όπως αναδεικνύεται από τα αποσπάσματα της αντεξέτασης του που μεταφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που έχοντας διαπιστώσει ότι έγιναν κάποιες εργασίες δεν προέβηκε σε εύρημα ότι οποιοδήποτε μέρος της αξίας της κατοικίας κατά τη διάσταση οφειλόταν σε ανακαινίσεις.

 

Υπήρξε επομένως υπεραξία η οποία  δεν θα μπορούσε παρά να αποδοθεί στην αύξηση των τιμών των ακινήτων.  Η κατοικία αγοράστηκε το 1999 για €119.602 και το 2011 άξιζε (χωρίς το περιεχόμενο της) €329.000.  Όμως, σε αυτή την υπεραξία δικαιούται και αυτός που έχει συνεισφέρει στην απόκτηση της, αυστηρά ομιλούντες ανάλογα και με το πότε πραγματοποιήθηκε η συνεισφορά του.  Στο πιο απλό παράδειγμα, ο συνεισφορέας σε ένα ποσοστό στο κόστος αγοράς της κατοικίας δικαιούται στο ίδιο ποσοστό της αξίας της κατοικίας κατά τη διάσταση.  Όχι μόνο το ποσό που πλήρωσε κατά την αγορά.  Διαφορετικά δεν θα ήταν ζήτημα απόδοσης μέρους της επαύξησης, αλλά επιστροφή του ποσού της συνεισφοράς, ως εάν να επρόκειτο περί άτοκου δανείου προς τον άλλο σύζυγο.  Όπως και στον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη αποδίδεται το υπόλοιπο της αξίας και όχι μόνο αξία ίση με το ποσό που είχε τότε πληρώσει.  Κατά συνέπεια ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Το ζήτημα της υπεραξίας λόγω αύξησης των τιμών των ακινήτων οδηγεί στο ζήτημα που η σύζυγος εγείρει με το λόγο έφεσης 2.  Εφόσον από την τιμή αγοράς των €119.602 η σύζυγος και ο πατέρας της πλήρωσαν €54.675 και €35.880 αντίστοιχα, δηλαδή το 76% της τιμής ή 53/70 όπως το θέτει (ΛΚ42.000 και ΛΚ21.000 μαζί ΛΚ53.000 από το κόστος αγοράς των ΛΚ70.000), αυτή η συνεισφορά αναπροσαρμοσμένη στην αξία κατά το χρόνο της διάστασης αντιστοιχεί σε €249.100 (€329.000 Χ 53/70).  Επομένως, εισηγείται ότι η τυχόν συνεισφορά του συζύγου σε σχέση με την κατοικία θα έπρεπε να αναζητηθεί στην εναπομένουσα αξία των €79.900, από την οποία να αφαιρεθεί και το υφιστάμενο χρέος των €51.865. 

 

   Συμφωνούμε με τη σύζυγο ότι αξία €249.100 κατά τη διάσταση αντιστοιχεί στα ποσά που η ίδια και ο πατέρας της πλήρωσαν. Ήταν επίσης ορθό να αφαιρεθεί οποιοδήποτε χρέος υπήρχε που αφορούσε την αγορά της κατοικίας, εφόσον θα το επωμιζόταν η ίδια.[3]  Ότι όλο το ποσό του δανείου θα έπρεπε να αφαιρεθεί ήταν εισήγηση της πλευράς του συζύγου, την οποία ασπάστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιμέρους κατάληξη που δεν προσβάλλεται.

 

   Ανακεφαλαιώνοντας, εφόσον η κατοικία αγοράστηκε με την προοπτική του γάμου των διαδίκων, συνιστά αύξηση της περιουσίας της συζύγου.[4]  Για την απόκτηση της, η σύζυγος πώλησε ένα οικόπεδο και χρησιμοποίησε τα χρήματα που εισέπραξε, η αξία του οποίου ορθά έπρεπε να αφαιρεθεί σύμφωνα με το Άρθρο 14(3)(α) του Ν.231/1991, αφού είχε τότε ένα οικόπεδο, ενώ κατά τη διάσταση μια κατοικία χωρίς όμως να έχει το οικόπεδο.  Στη συνέχεια θα πρέπει να αφαιρεθεί και η πληρωμή του πατέρα της έναντι του δανείου που είχε γίνει για την αγορά της κατοικίας.  Αναμφίβολα επρόκειτο για χαριστική πληρωμή εκ μέρους του προς όφελος της θυγατέρας του στην έννοια του Άρθρου 14(3)(α) του Ν.231/1991.[5]  Το καίριο ζήτημα ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αναπροσαρμόσει τις αξίες αυτές και μετά να τις αφαιρέσει.

 

Ο δικηγόρος της συζύγου αναφέρθηκε στις αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στις Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2163, ECLI:CY:DOD:2014:14  και Σαββίδη ν. Τσέρτου, Έφ. Αρ.10/2013, ημερ.2.11.2017, αναφέροντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε την προσέγγιση στις αποφάσεις αυτές, αφαιρώντας το ποσό της αρχικής συνεισφοράς, καλώντας μας, όπως το έθεσε, να αποστούμε από το λόγο τους.

 

Οι αποφάσεις στις πιο πάνω εφέσεις μνημονεύονται σε διάφορα σημεία της πρωτόδικης απόφασης, όχι όμως για το ζήτημα της αφαίρεσης του ποσού της αρχικής συνεισφοράς.  Άλλωστε το ζήτημα δεν αποτελεί αρχή δικαίου, αλλά τον τρόπο που το Εφετείο είχε κρίνει πρόσφορο για να καθορίσει το δίκαιο αποτέλεσμα.

 

Στην Σαββίδη η εφεσείουσα διεκδίκησε το ½ του ½ μεριδίου στην κατοικία του που ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του συζύγου της.  Η αξία του κατά την αγορά ήταν ΛΚ37.500.  Ο σύζυγος είχε πληρώσει αρχικά ΛΚ18.000 και έκαμε δάνειο για το υπόλοιπο, το οποίο εξόφλησε κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, με την εφεσείουσα να έχει συνεισφορά στην εξόφληση του.  Κατά τη διάσταση του ζεύγους το μερίδιο άξιζε ΛΚ52.089.  Το Εφετείο, ενεργώντας δυνάμει των εξουσιών του στη βάση του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, αφαίρεσε από την αξία των ΛΚ52.089 το ποσό των ΛΚ18.000 και απέδωσε στην Εφεσείουσα το 1/3 της διαφοράς.  Με τις ΛΚ18.000, ο σύζυγος είχε καταβάλει το 48% της αγοραίας αξίας του μεριδίου του και θα μπορούσε να αφαιρεθεί το 48% της αξίας κατά τη διάσταση ως ανταποκρινόμενο στην αρχική του πληρωμή.

 

Στην Χριστοδούλου  το Εφετείο αποδέχτηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι από την αξία της επίδικης κατοικίας κατά τη διάσταση του με τη σύζυγο του θα έπρεπε να αφαιρεθεί και το ποσό που αντιστοιχούσε σε εργασία που ο ίδιος και ο πατέρας του είχαν προσφέρει κατά την ανοικοδόμηση της κατοικίας.  Αφαιρέθηκε το ακριβές ποσό και όχι με αναγωγή σε συνάρτηση με την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση.  Ο σχετικός λόγος έφεσης ήταν περιορισμένος και δεν συζητήθηκε ότι μπορούσε να αφαιρεθεί κάποιο μεγαλύτερο ποσό.  Δεν φαίνεται πώς είχαν υπολογιστεί πρωτόδικα οι άλλες αφαιρέσεις.

 

   Όμως, για να είναι οι υπολογισμοί σωστοί και δίκαιοι και να αντιμετωπίζονται οι συνέπειες του πληθωρισμού, πρέπει να γίνονται οι αναγκαίες διορθωτικές προσαρμογές.[6]  Και η απλούστερη μέθοδος είναι να υπολογίζονται όλα τα αντικείμενα στην αξία που έχουν κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση.[7]

 

   Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει.  Ό,τι πρέπει να θεωρείται ότι οι σύζυγοι από κοινού με τις κατά καιρούς πληρωμές τους πρόσθεσαν σε αξία είναι €35.035 (€336.000, που περιλαμβάνει και την αξία του περιεχομένου, μείον €249.100 μείον €51.865).  Αυτή η αξία συνιστά την οροφή στις διεκδικήσεις του συζύγου, ο οποίος, σύμφωνα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιούται στο 1/3, δηλαδή στο ποσό των €11.678.

 

Θα επεκταθούμε ακόμη λίγο, ώστε η προσέγγιση μας να γίνει πλήρως κατανοητή.  Στην υποθετική περίπτωση που ο σύζυγος θα είχε εξοφλήσει όλο το υπόλοιπο των €32.463 (ΛΚ19.000) του δανείου θα δικαιούτο, κατά τη διάσταση, το ποσό των €86.900.  Στην περίπτωση αυτή η σύζυγος, που δεν θα είχε στο μεταξύ πληρώσει καμιά δόση, αφού το δάνειο θα ήταν εξοφλημένο, θα πλήρωνε κατά τη διάσταση το ποσό των  €86.900 στο σύζυγο και θα είχε την κατοικία της χωρίς αυτή να είναι επιβαρυμμένη με οιοδήποτε χρέος.  Στον αντίποδα, και σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, για να έχει την κατοικία της εξοφλημένη, θα πρέπει να πληρώσει €51.865 για το δάνειο και €64.526 στο σύζυγο, στο σύνολο €116.391, ενώ έχει ήδη συνεισφέρει και μέσα από τις δόσεις που καταβάλλονταν.  Και πληρώνοντας €116.391 η εναπομένουσα αξία που παίρνει είναι €219.609, λιγότερα δηλαδή από την αναπροσαρμοσμένη αξία των χρημάτων που παραδεκτά η ίδια αρχικά και ο πατέρας της πλήρωσαν.

 

Και κάτι ακόμα.  Επισημαίνει η σύζυγος ότι εισερχόμενη στο γάμο είχε μια κατοικία με χρέος €32.463 (ΛΚ19.000) και πως κατά τη διάσταση είχε την ίδια κατοικία και χρέος €51.865 (που συμφωνήθηκε ότι αφορούσε την κατοικία).  Συνεπώς, διατείνεται, δεν έχει αυξηθεί η περιουσία της.  Δεν είναι απόλυτα ορθός ο συλλογισμός της.  Όπως, τα ποσά που η ίδια και ο πατέρας της πλήρωσαν τότε υπολογίζονται ως ποσοστό της αξίας της κατοικίας, το ίδιο πρέπει να γίνει και για το χρέος που επιβαρυνόταν με χρεωστικούς τόκους.  Τότε χρωστούσε το 27% της κατοικίας, που αντιστοιχεί, με βάση την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση, σε €89.000 περίπου.

 

Κατά συνέπεια, η έφεση 32/2018 θα πρέπει να επιτύχει, ώστε το ποσό της απόφασης υπέρ του συζύγου και εναντίον της συζύγου να μειωθεί σε €11.678.

 

Η έφεση 31/2018 του συζύγου, αφορά στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει στη σύζυγο, στα πλαίσια της ανταπαίτησης της, το ½ του ποσού των χρημάτων που ο σύζυγος εισέπραξε από δύο ασφάλειες και το διάταγμα που εξέδωσε εναντίον του ώστε να αποκαλύψει το ύψος του ποσού αυτού.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ασφάλιστρα ύψους €17.344 είχαν πληρωθεί από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, δεν αμφισβητείται και η θέση του συζύγου είναι πως ό,τι έπρεπε να της επιδικαζόταν ήταν το ήμισυ του ποσού που πληρώθηκε, δηλαδή €8.672.

 

Προσβάλλει την επιδίκαση που έγινε με το λόγο 4 της έφεσης του στη βάση ότι τέτοια διεκδίκηση δεν είχε προβάλει η σύζυγος με την ανταπαίτηση της και ούτε απέδειξε τέτοια και με το λόγο 2 γιατί ο σύζυγος δεν είχε αποκαλύψει με την ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του τις ασφάλειες αυτές και η σύζυγος είχε παραλείψει να τον αντεξετάσει σχετικά.  Εμπλέκει ο σύζυγος τις πρόνοιες του Άρθρου 14Α(3) του Ν.232/1991, όπως έχει τροποποιηθεί και με το λόγο 1 της έφεσης του διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο το ερμήνευσε εσφαλμένα με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε ακροσφαλές αποτέλεσμα, προφανώς εννοώντας την έκδοση εναντίον του του διατάγματος αποκάλυψης για το ποσό που εισέπραξε, που με το λόγο 3 της έφεσης του προσβάλλει ως εσφαλμένο.

 

Ο λόγος έφεσης 4 δεν ευσταθεί.  Η σύζυγος είχε προβάλει στη δικογραφία της ότι από τον κοινό λογαριασμό πληρώνονταν επενδύσεις σε ασφαλιστικά σχέδια και ανταξίωσε να διαταχτεί ο σύζυγος να της αποκαλύψει πλήρεις λεπτομέρειες, ως επίσης ότι δικαιούτο στο ½ των «αναφερομένων».  Τα ποσά που είχαν πληρωθεί δεν υφίσταντο ως τέτοια.  Είχαν μετατραπεί σε δικαιώματα στα ασφαλιστήρια σχέδια, που συνιστούσαν περιουσιακά στοιχεία στο όνομα του συζύγου.  Ήταν επομένως, αν και όχι με τον καλύτερο τρόπο, επαρκώς δικογραφημένη η ανταξίωση να της αποδοθεί το ½ της αξίας των ασφαλιστηρίων σχεδίων.

 

Ούτε και ο λόγος έφεσης 2 ευσταθεί.  Ο σύζυγος έχει παρερμηνεύσει τα λεχθέντα στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Σ. ν. Τ., Έφεση Αρ.10/2013, ημερ.2.11.2017, σε σχέση με τη εμβέλεια του Άρθρου 14Α του Ν.232/1991.  Όπως επεξηγείται στη Π. ν. Π. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, 692, που μνημονεύεται στη Σαββίδη, αντικείμενο των διατάξεων των Άρθρων 14Α και 14Β [8] «είναι η καθιέρωση διαδικασίας προς ανίχνευση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων μετά την διάρρηξη του γάμου, στο πλαίσιο αγωγής για συνεισφορά που εγείρεται βάση του άρθρου 14 του νόμου και εξασφάλιση της αποτελεσματικότητάς της».  Πρόκειται για εργαλείο για την κατίσχυση του δικαίου και σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να προκύψει το αποτέλεσμα που επικαλείται ο σύζυγος.  Άλλωστε η ενεργοποίηση της διαδικασίας του Άρθρου 14Α που διατάσσεται «ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου», μπορεί να μην χρησιμοποιηθεί όταν ο αιτητής αισθάνεται ότι γνωρίζει τις απαραίτητες πληροφορίες για την περιουσία του άλλου.  Περιουσία που δεν αποκαλύφθηκε, ανεξάρτητα αν ο ομνύοντας δεν αντεξετάστηκε, εφόσον αποδεικνύεται ότι υφίσταται, δεν νοείται να αγνοηθεί.  Σε ό,τι η παράλειψη αποκάλυψης μπορεί να προσμετρήσει, είναι σε σχέση με την αξιοπιστία του ομνύοντα.  Και στην Σαββίδη, το Εφετείο σημειώνει ότι η επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου προέκυπτε από την ένορκη του δήλωση και τις δικογραφημένες θέσεις.

 

    Ούτε και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 του συζύγου μπορούν να επιτύχουν.  Το διάταγμα που εξέδωσε εναντίον του, δεν εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 14Α(1) του Ν.232/1991, που αφορά σε αποκάλυψη πριν τη δίκη.  Επρόκειτο για διάταγμα απόδοσης λογαριασμού, ώστε να διαφανεί το ακριβές και δίκαιο ποσό που σύμφωνα με την υπέρ της απόφαση στην ανταπαίτηση η σύζυγος δικαιούτο.  Η απόδοση των συγκεκριμένων λογαριασμών ήταν θεραπεία που επιζητείτο με την Ανταπαίτηση.  

 

     Όπως επεξηγείται στην Κωστοπούλου κ.ά. ν. Λοΐζου κ.ά. (2005)1(Α) Α.Α.Δ. 576, 583:

 

«Η θεραπεία του λογαριασμού, ως θεραπεία του δικαίου της επιείκειας (equitable remedy), παρέχεται όπου δεν είναι δυνατή, χωρίς πρώτα την απόδοση λογαριασμού, η απόδειξη του τι δικαιούται να λάβει ο ενάγων ο οποίος άλλως δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει και να αποδείξει οτιδήποτε. Παρέχει με αυτή το δικαστήριο την ευχέρεια να διευκρινισθεί το πραγματικό υπόβαθρο ώστε να ακολουθήσει επ' αυτού ο υπολογισμός του νομικού δικαιώματος, συμπληρώνοντας και υποβοηθώντας έτσι το κοινοδίκαιο

Κατά συνέπεια, η έφεση 32/2018 επιτυγχάνει ως ανωτέρω και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται, ώστε το ποσό της απόφασης υπέρ του συζύγου και εναντίον της συζύγου να μειωθεί από €64.526 σε €11.678 και η σχετική πρωτόδικη διαταγή εξόδων τροποποιείται ώστε τα επιδικασθέντα έξοδα να είναι στην αντίστοιχη νέα κλίμακα.  Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου €2.500 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει έξοδα της έφεσης 32/2018.

 

   Η έφεση 31/2018 απορρίπτεται.  Κρίνουμε δίκαιο να μην επιδικάσουμε περαιτέρω έξοδα, ενόψει του ποσού που επιδικάστηκε στην έφεση 32/2018, που αφορούσε και το κυρίως αντικείμενο της αντιδικίας των μερών.

 

 

                                           Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                           Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                           Δ. Σωκράτους, Δ.



[1] Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991 (Ν.232/1991) όπως έχει τροποποιηθεί, άρθρο 14(1): «Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή».

[2] Ν.232/1991, άρθρο 14(2): «Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά».

 

[3] Γ. Κουμάντου, «Οικογενειακό Δίκαιο», Τομ. Ι, Π.Σάκκουλα 1988, σελ.199, παρ.3.7.1.3.2.: Αυτονόητο είναι ότι από το ενεργητικό της περιουσίας, τόσο της αρχικής όσο και της τελικής, αφαιρείται το παθητικό.

[4]  Άρθρο 2: «περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.

 

[5] 14(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.

[6] Β. Βαθρακοκοίλη, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», 3η έκδ., Αθήνα 1990, σελ.242.

[7] Γ. Κουμάντου, «Οικογενειακό Δίκαιο», Τομ. Ι, Π.Σάκκουλα 1988, σελ.201, παρ.3.7.1.3.3.

[8]  Εισάχθηκαν με τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998, (Ν.25(Ι)/1998).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο