ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D577
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 239/2021)
15 Δεκεμβρίου 2021
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡ.01/11/2021 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΚΕΦ.155.
--------------
Δ. Μ. Λοχίας για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε. για τον Αιτητή.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ExTempore)
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του ημερ.1.11.2001 που εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Κατά την εισήγηση του, το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε χωρίς ή καθ΄υπέρβαση δικαιοδοσίας γιατί τόσο το ένταλμα όσο και ο όρκος που υποστήριζε την έκδοση του δεν αναφέρονταν σε αδίκημα γνωστό στο νόμο. Από αυτό προέκυπτε ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε «μηχανιστικά» κατά την έκδοση του. Περαιτέρω, διατείνεται ο Αιτητής ότι δεν στοιχειοθετείτο αναγκαιότητα έκδοσης του. Τέλος, ότι εκδόθηκε συνεπεία ψευδορκίας ή και απόκρυψης ουσιωδών για την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου γεγονότων.
Για την χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης Certiorari ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα σε σχέση με αυτό που εγείρει (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 46).
Σύμφωνα με τον όρκο υπήρχε μαρτυρία ότι ο Αιτητής παρενοχλούσε γυναίκα που κατονομάζεται. Διατηρούσαν φιλική σχέση για τρία χρόνια, όταν όμως εξέφρασε γι΄αυτήν ερωτικό ενδιαφέρον, η παραπονούμενη δεν ανταποκρινόταν, οπόταν ο Αιτητής άρχισε να γίνεται φορτικός και να την ενοχλεί συνεχώς τηλεφωνώντας της και αποστέλλοντας της μηνύματα, ζητώντας της να βρεθούν. Κατά διαστήματα, μεταξύ των μηνών Μαΐου 2021 - Σεπτεμβρίου 2021, πήγαινε έξω από την κατοικία της και άφηνε διάφορα δώρα τα οποία η παραπονούμενη απέρριπτε. Τέσσερις φορές τον εντόπισε έξω από το σπίτι της να την παρακολουθεί, κάτι το οποίο την έκαμε να μην μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα και η όλη του συμπεριφορά της προκαλούσε τρόμο και φόβο για τη ζωή της. Δύο φορές την ακολούθησε κατά τις διακινήσεις της. Μετά την αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, σημειωνόταν ότι: «Ο ύποπτος αναζητήθηκε και δεν εντοπίστηκε», στο τέλος δε του όρκου αναφερόταν ότι: «Ως εκ τούτου αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του υπόπτου για διευκόλυνση των ανακρίσεων.».
Η θέση ότι το ένταλμα δεν αφορούσε αδίκημα γνωστό στο νόμο, βασίζεται στο ότι τόσο στο ίδιο το ένταλμα όσο και στον όρκο γινόταν αναφορά σε «’ρθρο 52/4(1)» του περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου του 2021, Ν.114(Ι)/2021. Τόσο στο ένταλμα όσο και στον όρκο προηγείτο της αναφοράς στο νόμο ότι ο Αιτητής ενεχόταν σε υπόθεση που αφορούσε το αδίκημα της «Παρενοχλητικής παρακολούθησης».
Το παράπονο είναι ανεδαφικό. Ο Ν.114(Ι)/2021[1]με το ’ρθρο 4(1)δημιούργησε το αδίκημα της παρενοχλητικής παρακολούθησης.[2] Δεδομένης της περιγραφής του αδικήματος, των περιστάσεων της υπόθεσης και της αναφοράς στον αριθμό «4(1)» με αναφορά σε νομοθέτημα το οποίο περιλαμβάνει 13 μόνο άρθρα, το τυπογραφικό σφάλμα της αναγραφής του αριθμού «52/» δεν τεκμηριώνει πως θα μπορούσε να προκληθεί σύγχυση στο Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα.
Η περαιτέρω θέση του Αιτητή ότι το ένταλμα εκδόθηκε συνεπεία ψευδορκίας ή και απόκρυψης ουσιωδών για την κρίση του Δικαστηρίου γεγονότων, εδράζεται στην αναφορά στον όρκο ότι «Ο ύποπτος αναζητήθηκε και δεν εντοπίστηκε», που, κατά τη θέση του, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Στην ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, ο Αιτητής αναφέρει ότι την 28.10.2021 δύο αστυνομικοί επισκέφθηκαν την κατοικία του στη Λεμεσό ενώ αυτός βρισκόταν στη Λευκωσία και συνομίλησαν με τον πατέρα του ενημερώνοντας τον ότι ήταν από το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού, Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Ο πατέρας του του τηλεφώνησε και συνομίλησε με τον ένα αστυνομικό στο τηλέφωνο. Ο αστυνομικός του είπε ότι δεν μπορούσε να του πει από το τηλέφωνο για ποιο λόγο τον έψαχνε η Αστυνομία και του ζήτησε να μεταβεί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και να ζητήσει συγκεκριμένο υπαστυνόμο τον οποίο του κατονόμασε. Διευθετήθηκε να μεταβεί στην Αστυνομία το ίδιο βράδυ. Μερικά λεπτά μετά έλαβε κλήση από πρόσωπο το οποίο συστήθηκε ως ο συγκεκριμένος υπαστυνόμος. Ο υπαστυνόμος του ανέφερε το όνομα της παραπονούμενης και στη συνέχεια άρχισε να φωνάζει και να γίνεται αγενής, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να κλείσει το τηλέφωνο και να μην του το απαντά στη συνέχεια. Αργότερα την ίδια ημέρα τηλεφώνησε ο ίδιος στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού αναφέροντας ότι ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί, εφόσον του εξηγείτο το θέμα για το οποίο τον ήθελαν και όχι με τον απαξιωτικό τρόπο που του είχε μιλήσει ο υπαστυνόμος. Ρώτησε αν υπήρχε εναντίον του οιαδήποτε καταγγελία και ενημερώθηκε ότι δεν υπήρχε. Έτσι, ανέφερε ότι δεν θα μετέβαινε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, όπως είχε διευθετηθεί. Κατάγγειλε, αναφέρει, τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπαστυνόμου στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων εναντίον της Αστυνομίας και στο Αρχηγείο Αστυνομίας με ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερ.29.10.2021, το οποίο και επισύναψε στην ένορκη του δήλωση.
Ο δόλος ή η ψευδορκία πρέπει να είναι σαφής και ολοφάνερος από το πρακτικό. Περαιτέρω, γιαναεκδοθείπρονομιακόένταλμαπρέπειναφαίνεταιότιηαπόφασητουΔικαστηρίουμολύνθηκεαπότοδόλο, «Hitherto, thecaseshaveonlygonetotheextentofallowingcertiorariwherethedecisionoftheinferiorcourtisvitiatedbyfraudorperjury.» (In Re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746).
Η ουσία είναι πως κανένα μέλος της αστυνομίας δεν κατάφερε να τον συνευρεθεί με τον Αιτητή, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος αναζητήθηκε και πραγματοποιήθηκε και επίσκεψη στην κατοικία του. Η διευθέτηση που έγινε για να επισκεφθεί το Τ.Α.Ε. Λεμεσού δεν τηρήθηκε από τον ίδιο. Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις σε κινητό τηλέφωνο δεν ανάγονται σε εντοπισμό του συνομιλητή. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η αναφορά στον όρκο ότι ο Αιτητής «αναζητήθηκε και δεν εντοπίστηκε», δεν θα μπορούσε να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα ψευδορκίας ή απόκρυψης ουσιωδών για την κρίση του Δικαστηρίου γεγονότων. Ούτε καταδείχτηκε πώς θα μπορούσε η αναφορά να είχε επηρεάσει τη κρίση του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα, αφού η εκτέλεση του εντάλματος προϋπόθετε τον εντοπισμό του Αιτητή.
Παραμένει προς εξέταση η θέση του Αιτητή ότι η έκδοση του εντάλματος για τη σύλληψη του δεν ήταν αναγκαία.
Για να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης πρέπει ο Δικαστής σε πρώτο στάδιο να ικανοποιηθεί, στη βάση των όσων τίθενται ενώπιον του με γραπτή ένορκη δήλωση, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα στρέφεται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα. Αφού έτσι ικανοποιηθεί, θα εκδώσει το σχετικό ένταλμα μόνο εφόσον θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία. Εδώ υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας, που εγείρεται οποτεδήποτε εξετάζεται ζήτημα αναγκαιότητας. Και βέβαια, η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, για εύλογη υποψία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην πλήρωση και της δεύτερης για την αναγκαιότητα (Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ.355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257).
Ο Δικαστής είχε, όπως κατέγραψε στο ένταλμα, ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής συνδεόταν με εύλογες υποψίες με το υπό διερεύνηση αδίκημα και ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης του. Ανάφερε στη συνέχεια: «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος».
Προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα ότι το ενώπιον του Δικαστή υλικό δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος. Δεν εξηγήθηκε γιατί το ένταλμα ήταν αναγκαίο και από τη μαρτυρία, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται πως η ανάγκη τεκμηριωνόταν.
Έχει συνεπώς ο Αιτητής καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα για την χορήγηση άδειας για να καταχωρήσει αίτηση για Certiorari, στη βάση ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του.
Παρέχεται συνεπώς άδεια στον Αιτητή να καταχωρήσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Certiorari για τον πιο πάνω λόγο. Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε δύο ημέρες και να επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τουλάχιστο δύο ημέρες πριν τη δικάσιμο. Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει την 21.12.2021 και ώρα 09:00.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1]Δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ την 13.5.2021.
[2]Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει συμπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση και προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.