ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D581
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 195/2021)
21 Δεκεμβρίου, 2021
[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
----------
Α. Ποιητής, για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την ενώπιον μου διά κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 5.10.21 («η Αίτηση»), οι Αιτητές εξαιτούνται την έκδοση ενταλμάτων «(α) certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ή και διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 17.09.2021, που εκδόθηκε μετά από μονομερή ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 29.06.2021, η οποία καταχωρήθηκε από τους Αιτητές στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης 4889/2021, με την οποία το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της μονομερούς αίτησης, χωρίς να έχει δικαιοδοσία ή και εξουσία ή και (β) prohibition, το οποίο να εμποδίζει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να προχωρήσει στην περαιτέρω προώθηση ή και εκδίκαση της Ποινικής Υπόθεσης 4889/2021 ή και της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 29.06.2021 μέχρι την τελική εκδίκαση της Αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari .».
Η Αίτηση καταχωρίστηκε μετά που χορηγήθηκε προς τους Αιτητές άδεια στην Αναφορικά με την Αίτηση του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Πολ. Αίτ. 191/21, ημ. 30.9.21, ECLI:CY:AD:2021:D450 - για σειρά νομικών λόγων επί θεμάτων υπέρβασης εξουσίας και δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το Κατώτερο Δικαστήριο») - σε σχέση προς την απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου να διατάξει την επίδοση προς την Κατηγορούμενη τής ως άνω μονομερούς αίτησης των Αιτητών ημερομηνίας 29.6.21 («η μονομερής αίτηση»).
Κατά αδρομερή συγκερασμό τής Έκθεσης Γεγονότων και της Ένορκης Δήλωσης ημερομηνίας 5.10.21 («η Ένορκη Δήλωση»), οι Αιτητές καταχώρισαν εναντίον της Κατηγορούμενης στις 29.6.21, την ιδιωτική ποινική υπόθεση 4889/21 για κατ' ισχυρισμόν παραβάσεις του Άρθρου 33 του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10. Στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης (με επίκληση το Άρθρο 34(1) του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10), οι Αιτητές καταχώρισαν και τη μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος διατάζοντος «. την καθ' ης η αίτηση όπως μέχρι της εκδικάσεως της παρούσας υπόθεσης ή μέχρι την εγγραφή της στο Μητρώο Κτηματομεσιτών και την έκδοση σχετικής άδειας, παύσει να ενεργεί ως κτηματομεσίτης ή και να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ή και να προβάλλεται ή και να διαφημίζεται ως κτηματομεσίτης ή και να επαγγέλλεται τον κτηματομεσίτη».
Το Κατώτερο Δικαστήριο, στο στάδιο της ακρόασης τής μονομερούς αίτησης την 17.9.21, διέταξε την επίδοση της.
Αποφάνθηκε ως εξής:
«...................................... Κατ' αρχάς διαπιστώνω ότι η απόφαση στην οποία αναφέρεστε 112/16 Σέργιος Χριστιανίδης και Ι.Τ.S. Infinity Tourist Services Ltd ημερ. 24/10/2016 για άδεια καταχώρισης προνομιακού εντάλματος Certiorari της Έντιμης δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μιχαηλίδου δεν αποφασίζει το ζήτημα που εδώ αναφύεται, ως εισηγείται η πλευρά των Αιτητών. Δεν είναι κατάληξη δηλαδή της Δικαστού ότι το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να εκδώσει το διάταγμα, όπως η θέση σας εδώ εκφράζεται. Ούτε νοείται νόμος που ψηφίστηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων να εξαναγκάζει το Δικαστήριο στην έκδοση δραστικού απαγορευτικού διατάγματος και μάλιστα μονομερώς.
Είναι καλά γνωστό ότι η έκδοση διαταγμάτων με μονομερή αίτηση συνιστά εξαιρετικό μέτρο, αφού η θεραπεία αυτή παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί. (Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453, 1462).
Είναι η θέση μου ότι ο κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης για την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί σε καμιά περίπτωση δεν εξαλείφεται, ως γίνεται η εισήγηση εδώ, ούτε συμφωνώ ότι το Δικαστήριο οφείλει να το εκδώσει στα πλαίσια της «δέσμιας αρμοδιότητας του» ως εισηγείται ο κ. Δανιήλ. Ούτε γνωρίζω την έννοια της «δέσμιας αρμοδιότητας» με τον τρόπο που η πλευρά των Αιτητών περιγράφει. Χωρίς να παραγνωρίζω τα όσα αναφέρονται σε σχέση με την εξέταση του στοιχείου του κατεπείγοντος ή σε σχέση με την εξέταση οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης στο Νόμο 71(Ι)/2010 και συγκεκριμένα στο άρθρο 34 θεωρώ ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί και ασκείται υπέρ της γνωστοποίησης της Αίτησης στην άλλη πλευρά για να της δοθεί έτσι η δυνατότητα να προβάλει τις θέσεις της.
...................................».
Αυτά, ως προς τις ευρύτερες παραμέτρους των γεγονότων που ενδιαφέρουν.
Εν σχέσει προς τις αρχές που διέπουν τα περί των ζητούμενων θεραπειών στην Αίτηση, παραπέμπω (ως μορφή αυτοκαθοδήγησης), στην πιο πρόσφατη μέχρι τούδε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των xxx Χριστοφίδη και Άλλων, Πολ. Αίτ. 233/21, ημ. 17.12.21, ECLI:CY:AD:2021:D570), όπου υπενθυμίστηκε ότι:
«..................................................................................................................................................
Τα προνομιακά διατάγματα χορηγούνται κατ΄ εξαίρεση, εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόστασή τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του xxx Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, xxx Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε η άδεια δεν δίδεται, εκτός αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1535).
Στην υπόθεση Αναφορικά με τον xxx Νεοφύτου,ECLI:CY:AD:2019:A440, Πολ. Έφ. 370/2018, ημερομηνίας 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A440, τονίστηκε η πάγια και διαχρονική νομολογία, με βάση την οποία «η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Mareware Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116 και Πετρίδου, ECLI:CY:AD:2018:A494, Πολ. Έφ. 225/2018, ημερομηνίας 13.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A494), καθώς επίσης και ότι η διαδικασία έκδοσης τέτοιου εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464) εκτός όπου αποκαλύπτονται εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Κωνσταντινίδη (1992) 1 ΑΑΔ 853).»
Όπως τονίστηκε στην Μareware, πιο πάνω, "Δεν είναι ... επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία."
Σε κάθε περίπτωση, το ένταλμα τύπου Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενεργεί ως Εφετείο. Σχετική είναι και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Pafico Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 1/2021, ημερομηνίας 21.9.2021, η οποία αφορούσε σε προσωρινό διάταγμα.
...................................».
Τούτων δοθέντων, προχωρώ στην ουσία.
Είναι θέση του κ. Ποιητή (με εφαλτήριο και την Αναφορικά με την Αίτηση των Χριστιανίδη και Άλλων, Πολ. Αίτ. 112/16, ημ. 24.10.16, ECLI:CY:AD:2016:D493), πως κατά το Άρθρο 34(1) του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10, αφ' ης στιγμής πληρούνταν οι εκεί τιθέμενες προϋποθέσεις, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε διακριτική ευχέρεια να διατάξει επίδοση της μονομερούς αίτησης (καθιστώντας την έτσι ως αίτηση διά κλήσεως). Στο κατηγορητήριο, συνέχισε, καταλογίζονται στην Κατηγορούμενη πράξεις που συνιστούν συνεχή αδικήματα αυστηρής ποινικής ευθύνης. Αν δεν εγκριθεί η Αίτηση, πέρανε ο κ. Ποιητής (με παραπομπή και στην παράγραφο 15 της Ένορκης Δήλωσης), υπάρχει εν τίνι τρόπω σοβαρή απειλή η Κατηγορούμενη (η οποία φέρεται να μην είναι αδειούχος κτηματομεσίτρια) «. να προχωρήσει παράνομα στην πώληση ή ενοικίαση ακινήτων σε δεκάδες ανυποψίαστους πολίτες, χωρίς να διενεργηθεί ο απαραίτητος έλεγχος από εγκεκριμένο αδειούχο κτηματομεσίτη, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύουν πολίτες είτε να αγοράσουν ακίνητα τα οποία είναι βεβαρυμμένα με εμπράγματα βάρη είτε να ενοικιάσουν ακίνητα που να είναι προβληματικά και ελαττωματικά, χάνοντας έτσι εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ».
Συγκλίνω με τις κατ' αρχήν τοποθετήσεις των Αιτητών.
Τούτο, με κάθε σεβασμό προς το Κατώτερο Δικαστήριο.
Εξηγώ.
Το Άρθρο 34 του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10, προβλέπει:
«34.-(1) Κατόπιν μονομερούς (ex parte) αίτησης που υποβάλλεται από το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου σε Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του άρθρου 38, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας κτηματομεσιτείας από οποιοδήποτε κατηγορούμενο, ως επίσης και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε γραφείου ή υποστατικού που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού ικανοποιηθεί ότι-
(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα του παρόντος Νόμου. και
(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο γραφείο ή υποστατικό με το εκδικαζόμενο αδίκημα:
Νοείται ότι ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής, για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων:
Νοείται περαιτέρω ότι σε ότι αφορά τον τύπο (form) της αίτησης, ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν ενδιάμεσες μονομερείς (ex parte) αιτήσεις.
....................................».
Το Άρθρο 34(1) του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10, ως πρόνοια κιόλας εξειδικευμένης νομοθεσίας, δεν προβλέπει ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για επίδοση της προβλεπόμενης μονομερούς αίτησης. Το νομοθετικό λεκτικό, ερμηνευμένο διά απόδοσης τής φυσικής και συνήθους έννοιας των λέξεων που το περιστοιχίζουν, εξεικονίζει ξεκάθαρη τη βούληση του νομοθέτη για παροχή δυνατότητας στην κατηγορούσα αρχή (εδώ στους Αιτητές) - διά της καταχώρισης της περί ης ο λόγος μονομερούς αίτησης - να εξασφαλίζει δικαστικό διάταγμα (τηρουμένων των δύο προϋποθέσεων που διαλαμβάνονται στη νομοθετική πρόνοια), που να διατάζει την κατηγορούμενη όπως μέχρι εκδίκασης τής αντιστοίχως αφορώσας ποινικής υπόθεσης εναντίον της (για κατ' ισχυρισμόν διάπραξη ποινικών αδικημάτων δυνάμει του Άρθρου 33 του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10), παύσει να ενεργεί ή και να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη (εκτός και αν στο μεταξύ εξασφαλίσει τη σχετική άδεια και εγγραφεί στο Μητρώο Κτηματομεσιτών).
Το Άρθρο 34(1) του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10, πέραν των καθορισμένων ρητών προϋποθέσεων που καθορίζει για έκδοση του μονομερούς διατάγματος, δεν απαιτεί προς τούτο τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων (βλ. Hunter και Άλλων v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2012) 2 Α.Α.Δ. 731, 740-741).
Αναφύεται λοιπόν πως (ως λέχθηκε πιο πάνω), για καλούς λόγους που άπτονται εν γένει και του δημοσίου συμφέροντος (εξαιτίας και των σύμφυτων κινδύνων που χαρακτηρίζουν πράξεις ως οι καταλογιζόμενες στην Κατηγορούμενη), ο νομοθέτης προέβλεψε την εξαιρετική, όντως, διαδικασία προσφυγής στο Δικαστήριο εξ πάρτε (μετά από την καταχώριση αντίστοιχης ποινικής υπόθεσης), ούτως ώστε, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να ασκείται η δραστική πράγματι εξουσία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, στην απουσία της αντίδικης πλευράς, να εκδίδει ανάλογα διατάγματα, χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται πως προδικάζει εξ ορισμού και άνευ ετέρου την ουσία της ποινικής υπόθεσης ή το συνταγματικό τεκμήριο της αθωότητας του εκάστοτε κατηγορούμενου/κατηγορούμενης.
Στην Αναφορικά με την Αίτηση των Χριστιανίδη και Άλλων, Πολ. Αίτ. 112/16, ημ. 24.10.16, ECLI:CY:AD:2016:D493 - που απάρτισε και το δόρυ της επιχειρηματολογίας των Αιτητών στο Κατώτερο Δικαστήριο αλλά και ενώπιον μου - με μνεία και στο Άρθρο 34(1) του Περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10), αναφέρθηκαν και τούτα:
«....................................
Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το τεκμήριο 4, πρακτικό ημερ. 27.9.2016 που επισυνάπτεται στην αίτηση, αυτεπαγγέλτως προχώρησε και εξέτασε κάθε τι, που το ίδιο έκρινε ως σχετικό, πριν ικανοποιηθεί εάν η περίπτωση δικαιολογούσε την έκδοση του διατάγματος μονομερώς, για να καταλήξει στα ακόλουθα:
«Έχω εξετάσει την προσκομισθείσα μαρτυρία και ικανοποιούμαι ότι τα γεγονότα δικαιολογούν τα κριτήρια που τίθενται από το Άρθρο 34(1) περί Κτηματομεσιτών Νόμος του 2010, Νόμος 71(Ι)/2010 για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων υπό τα στοιχεία 1 και 2 της Αίτησης (βλ. Κarina Hunter v Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2012) 2 Α.Α.Δ. 731).
Δεδομένου του πλαισίου υποβολής της υπό κρίση Αίτησης, ήτοι στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης, και της μη εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση των προνοιών του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Νόμος 14/1960, δεν υπάρχει το δικαιοδοτικό πλαίσιο υποβολής οποιωνδήποτε όρων από το Δικαστήριο για την εξασφάλιση του διατάγματος από πλευράς Αιτήτριας (βλ. Άρθρο 32(2) του Νόμου 14/1960) το οποίο από τα γεγονότα κρίνεται δικαιολογημένο (βλ. το Άρθρο 2 του Νόμου 14/1960 ως προς την ερμηνεία της φράσης «πολιτική δικαιοδοσία» και το σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη Διατάγματα, 1η έκδοση 2016, στις σελίδες 116 και 117). Το πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ορίζεται καθαρά από το προαναφερόμενο Άρθρο 34(1) του Νόμου 71(Ι)/2010, το οποίο δεν παρέχει μια τέτοια εξουσία.
[.]
Επί του ιδίου σκεπτικού, βάσει του προαναφερόμενου Άρθρου 34(1) του Νόμου 71(Ι)/2010, το αιτούμενο διάταγμα δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των διαταγμάτων τα οποία κατά κανόνα εκδίδονται δια κλήσεως του αντιδίκου και τα οποία κατ΄ επίκληση του κατ΄ επείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων βάσει των προνοιών του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6 εκδίδεται επί προσωρινής βάσης, και υπό όρους εξασφάλισης τυχόν ζημιά ςτου αντιδίκου, ώστε να δοθεί στον αντίδικο ειδοποίηση περί αυτού για να παρουσιάσει τυχόν λόγους που κατά τη θέση του δεν δικαιολογούν την έκδοση του και επιβάλλουν την ακύρωση του (βλ. κατ΄ αναλογία, το σκεπτικό του Εφετείου στην υπόθεση Re Νεόφυτος Γρηγοριάδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2011, 14.6.2013). Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 34(1) του Νόμου 71(Ι)/2010 «εκδίδει διάταγμα» και όχι προσωρινό διάταγμα, αφού, ως ορίζει το εν λόγω Άρθρο του Νόμου, τούτο εκδίδεται όταν οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις συνυπάρχουν «ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής» και «για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων» (η έμφαση είναι δική μου).
Συνεπώς, το διάταγμα εκδίδεται άνευ όρων και ενδιάμεσα μέχρι την εκδίκαση και τελική αποπεράτωση της ποινικής υπόθεσης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό, χωρίς να οριστεί επιστρεπτέο. Απόφαση στην οποία καταλήγω, χωρίς να διαφεύγουν της προσοχής μου τα όσα έχουν αναφερθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.α. ν Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274».
.....................................
Σημειώνω ότι πρόκειται για ποινική διαδικασία και μάλιστα για κατηγορητήριο που αποδίδει στους αιτητές πράξεις που συνιστούν συνεχή αδικήματα αυστηρής ποινικής ευθύνης. Εξ ου και θεωρώ πως ο νομοθέτης εναπόθεσε στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία προς ταχεία και απρόσκοπτη έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, κάτω από τους περιοριστικούς όρους και προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 34(1) του Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών ή άλλης πρακτικής.[.]Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παρείχε, θεωρώ, εκ πρώτης όψεως, ικανά στοιχεία τα οποία είχε κατά νου το Δικαστήριο πριν ασκήσει την τελική του κρίση και τα οποία δικαιολογούσαν την έκδοση του, χωρίς να απαιτείται «η συνδρομή άλλως προϋπόθεσης ή η συνδρομή ή επειγουσών περιστάσεων». Τούτο αφ΄ εαυτού θέτει εκ ποδών τους νομικούς λόγους που προωθούν οι αιτητές ως προς τις παραβιάσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 ή του άρθρου 9 του ΚΕΦ. 6.
..............................................
Σε κάθε περίπτωση, οι αιτητές είχαν, θεωρώ χωρίς να εκφράζω τελική κρίση, δικαίωμα να θέσουν το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε καταχωρώντας αίτηση δυνάμει της Δ.48 θ.4, κατ΄ αναλογίαν και κατ΄ ακολουθίαν της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 34(1) του Νόμου ανωτέρω, για ακύρωση του, ή και προφορικά κατά την πρώτη εμφάνιση των κατηγορουμένων-αιτητών στο Δικαστήριο στις 29.9.2016. Το διάταγμα που έχει εκδοθεί δεν παύει να είναι ένα ενδιάμεσο διάταγμα μέχρι την τελική έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, καταδικαστικής ή αθωωτικής αναλόγως της μαρτυρίας της οποίας ήθελε τεθεί ενώπιον του και στα πλαίσια της ποινικής δίκης.
Οι αιτητές δεν έχουν, κατά την κρίση μου, θεμελιώσει παραβίαση των δικαιωμάτων τους, Άρθρο 12 του Συντάγματος, ή των καθιερωμένων αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η απόφαση του Δικαστηρίου λήφθηκε συννόμως, εντός των ρητών προϋποθέσεων του Νόμου. Η ενδιάμεση διαδικασία και η έκδοση του διατάγματος δεν προοιωνίζει ή προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της δίκης. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων-αιτητών παραμένουν αλώβητα. Μόνο μετά το πέρας της δίκης και σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης ενδέχεται το διάταγμα να καταστεί τελικό, άρθρο 34(2)(α) και (β) του Νόμου.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στοιχεία ή λόγοι που η υπόθεση προγραμματίστηκε για ακρόαση στις 22.11.2016, θεωρώ ότι λόγω της δραστικότητας του μέτρου και της φύσης του εκδοθέντος διατάγματος, επιβάλλετο η ακρόαση να οριστεί σε πλέον σύντομη ημερομηνία, χωρίς να παραγνωρίζω, ότι η εκδίκαση της υπόθεσης και ο προγραμματισμός του χρόνου, ως μέσου διερεύνησης του όποιου αιτήματος ή εκκρεμούσης διαδικασίας, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και στην εξάσκηση της διακριτικής του εξουσίας [.]. Η αίτηση απορρίπτεται».
Συμφωνώ.
Ανάλογες δικαστικές προσεγγίσεις επί παρόμοιων με την επίδικη νομοθετικών προβλέψεων, παρατηρούνται και σε άλλα νομοθετήματα, όπως φερ' ειπείν στον Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ.96 (βλ. Δήμος Πάφου ν. Gelatology Holdings Ltd και Άλλου, Ποιν. Έφ. 25/19, ημ. 24.6.20, ECLI:CY:AD:2020:B228).
Βάσει των προλεχθέντων (με κατά νουν πάντα και τα όσα ανέπτυξε ο κ. Ποιητής σήμερα γραπτώς και προφορικώς), και δίχως εννοείται να αποτυπώνω - στοιχειώδες είναι τούτο - οποιοδήποτε εύρημα ή τελεσίδικη διαπίστωση για ό,τι είναι που συνθέτει επίδικο γεγονός ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου αναφορικώς προς την ιδιωτική ποινική υπόθεση 4889/21, απολήγω ότι συντρέχουν τα προαπαιτούμενα για αποδοχή της Αίτησης.
Αυτό, διότι, ως προσπάθησα να εξηγήσω, το Κατώτερο Δικαστήριο διέταξε, τελικώς, την επίδοση της μονομερούς αίτησης ενεργώντας καθ' υπέρβασιν εξουσίας ή και δικαιοδοσίας.
Η Αίτηση εγκρίνεται, ως το αιτητικό (α).
Η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.9.21 ακυρώνεται.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ