ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σάντης, Νικόλας Νίκος Μακρίδης για Μαρκίδη, Μαρκίδη amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, Για τον Εφεσείοντα Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκο Ευαγγέλου, Για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ v. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε67/2020, 29/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A535

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε67/2020)

 

29 Νοεμβρίου, 2021

 

 [Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΔΔ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

XXX ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ

Εφεσείοντας /Ενάγοντας

ΚΑΙ

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητης/Μεσεγγυούχου

 

----------------------

Νίκος Μακρίδης για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, Για τον Εφεσείοντα

Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκο Ευαγγέλου, Για τον εφεσίβλητο   

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.

 

                                      ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Ο Εφεσείων στην πρωτόδικη διαδικασία εξασφάλισε προσωρινό ένταλμα κατάσχεσης περιουσίας (order nisi) εις χείρας της Κεντρικής Τράπεζας, Μεσεγγυούχου, με απώτερο στόχο να χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση της υπέρ του εκδοθείσας απόφασης ημερομηνίας 8/6/2018, για το ποσό των €1,861,376 πλέον τόκους, , στην Αγωγή υπ. αριθμό 1608/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. 

 

Η απόφαση είχε εκδοθεί εναντίον της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής «Popular Bank»), στα πλαίσια της πιο πάνω Αγωγής, στη βάση σύμβασης αγοράς αξιογράφων της Popular Bank.  Κατά της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε έφεση η οποία εκκρεμεί.  Ο Εφεσείων εξασφάλισε μονομερώς το πιο πάνω διάταγμα στις 13/9/2018  το οποίο επιδόθηκε στην Μεσεγγυούχο, Κεντρική Τράπεζα, η οποία και υπέβαλε ένσταση με δέκα λόγους απόρριψης της αίτησης, οι ουσιωδέστεροι εκ των οποίων, όπως προσδιορίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι οι εξής:

 

«(3) Οι λογαριασμοί που τηρούνται στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου λειτουργούν ...................., με βάση όρους λειτουργίας που έχουν τεθεί από την Αρχή Εξυγίανσης και έχουν σκοπό την διεξαγωγή πληρωμών οι οποίες είναι αναγκαίες για την διεκπεραίωση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του Ειδικού Διαχειριστή της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd.

 

(4)          Το οποιοδήποτε ποσό βρίσκεται κατατεθειμένο στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου σε λογαριασμούς που διαχειρίζεται η Ειδική Διαχείριση .............. δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεσεγγύησης, καθότι το ποσό αυτό κατά την εκκαθάριση της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd θα πρέπει να τύχει δίκαιης κατανομής σε όλους τους πιστωτές της, σύμφωνα με την κατάταξη τους στην πτωχευτική ιεραρχία.

 

(5)          Τυχόν έκδοση και/ή οριστικοποίηση των αιτούμενων με την παρούσα αίτηση διαταγμάτων συνιστά παράβαση του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο 22(Ι)/2016, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μάϊου 2014 και παράβαση των αρχών της εξυγίανσης.

 

(6)          Τυχόν έκδοση του υπό αιτητικού (Γ) διατάγματος θα επιφέρει ανισότητα μεταξύ των πιστωτών ............, καθότι θα διαταχθεί η καταβολή ποσού προς όφελος πιστωτή πριν την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, κατά προτεραιότητα έναντι άλλων προσώπων που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία προηγούνται του Ενάγοντα στη σειρά κατάταξης πληρωμής κατά την εκκαθάριση, ........................, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας και κατά παράβαση της αρχής pari passu

 

 

  Η Popular Bank δεν καταχώρησε δική της ένσταση παρά μόνο υιοθέτησε εκείνη της Μεσεγγυούχου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 13/3/2020 απέρριψε την αίτηση με έξοδα υπέρ της Μεσεγγυούχου. 

 

Κατά της απορριπτικής απόφασης ο Εφεσείοντας καταχώρησε την παρούσα έφεση υποβάλλοντας τέσσερις λόγους έφεσης που προσβάλλουν κυρίως την κρίση  του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένων άρθρων της σχετικής νομοθεσίας.  Κοινός πυρήνας των εισηγήσεων του συνιστά η, όπως θεωρεί, προσέγγιση  του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αρνηθεί  να  εκδώσει ένταλμα κατάσχεσης ιδιοκτησίας εις χείρας  της Εφεσίβλητης, Μεσεγγυούχου, θεωρώντας αφ' ενός  ως δεδομένο ότι η Popular Bank θα τεθεί υπό εκκαθάριση και αφ' ετέρου  ότι η διαδικασία εκκαθάρισης συνυπάρχει με τη διαδικασία εξυγίανσης, οπότε τυχόν επιτυχία της αίτησης θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης πιστωτών ιδίας τάξεως όπως  και την σειρά προτεραιότητας των πιστωτών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφαση του, αναφέρθηκε κατ' αρχάς στο νομικό πλαίσιο της υπόθεσης προσδιορίζοντας ως την νομική βάση της αίτησης τα Άρθρα 14(1)(δ) και 73 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 6, που αναφέρονται στην κατάσχεση ιδιοκτησίας εις χείρας τρίτου ως μεθόδου εκτέλεσης δικαστικής απόφασης.

 

 Έκρινε ότι συνιστούσαν  αναντίλεκτα γεγονότα ότι ο Εφεσείοντας/Ενάγων ήταν εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του ΚΕΦ. 6 και ότι όντως υπήρχαν χρήματα υπό τη φύλαξη της Μεσεγγυούχου, για τα οποία η Εναγόμενη, Popular Bank,  έχει συμφέρον  με την έννοια που έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία.

 

Καθόρισε ως το ουσιώδες ερώτημα που ανέκυπτε προς απάντηση το

 

«κατά πόσον το ποσό το οποίο παραδεκτώς ευρίσκεται κατατεθειμένο επ' ονόματι του Διαχειριστή της Εναγομένης στη Μεσεγγυούχο Κ.Τ.Κ. συνιστά ποσό χρημάτων το οποίο δύναται να κατασχεθεί εν τη εννοία των άρθρων 73 και 74 προς ικανοποίηση της απαίτησης του Ενάγοντος ή όχι λόγω του ότι η Εναγόμενη ευρίσκεται σε καθεστώς εξυγίανσης.»

 

 

 

Εξέτασε στη συνέχεια το νομικό πλαίσιο λήψης μέτρων εξυγίανσης κατά  της Popular Bank  με παραπομπή στη σχετική νομολογία και τις συνέπειες των μέτρων.

 

Όπως διαπίστωσε, δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς το ότι συνέτρεχαν σωρευτικά οι προβλεπόμενες  προϋποθέσεις του Άρθρου 6 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων  Νόμου του 2013 (Ν.17(1)/13) για να ληφθούν μέτρα εξυγίανσης κατά της Popular Bank ότι δηλαδή α)  δεν ήταν βιώσιμη σύμφωνα με αξιολόγηση βάσει της οποίας διαφαίνετο ο εύλογος κίνδυνος ότι δυνατόν να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, β)   χωρίς τη λήψη μέτρων δεν επαρκούσαν άλλες ενέργειες ώστε να τηρούσε τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας και τέλος γ)  το μέτρο εξυγίανσης ήταν αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.  Στη συνέχεια προσδιόρισε τα επόμενα βήματα δηλαδή ο διορισμός Ειδικού Διαχειριστή σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Νόμου 17(Ι)/2013 και η διενέργεια προκαταρκτικής αποτίμησης και σύνταξη έκθεσης εκτίμησης σύμφωνα με το Άρθρο 22 εδάφια (5) και (6) αντίστοιχα  του Νόμου 17(Ι)/2013. Παραπέμποντας στο Άρθρο 3  του ίδιου Νόμου  που καθορίζει τους στόχους της λήψης μέτρων εξυγίανσης, οι οποίοι επαναλαμβάνονται στον καταργητικό  περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο του 2016 (Ν.22(Ι)/2016) (Άρθρα 41-44) και στις μεταβατικές διατάξεις του τελευταίου Νόμου, που προνοούν  ότι οι διατάξεις του διέπουν και τις διαδικασίες εξυγίανσης που είχαν ήδη αρχίσει με το καθεστώς του καταργηθέντος Νόμου,  κατέληξε στα εξής που κρίνουμε σκόπιμο να καταγράψουμε αυτούσια εφόσον υπήρξαν η βάση για την τελική του ετυμηγορία.

 

«Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του ισχύοντος Ν.22(1)/16          «κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» 

αναφορικά με Τράπεζα σημαίνει εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος XIII του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων, Ν.66(1)/97, στο άρθρο 33Ο του οποίου προνοείται πως κατά τις κανονικές αυτές διαδικασίες εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα το άρθρο 300(1), (2), του Κεφ.113 και ότι άνευ βλάβης των προνοιών του καταβάλλονται με σειρά προτεραιότητας (η οποία καθορίζεται στο άρθρο 33Ο) τα διάφορα χρέη, απαιτήσεις και καταθέσεις.

 

Παρατηρείται λοιπόν ότι συνιστά ανυπέρβλητο κώλυμα για την επιτυχία της υπό κρίσιν αίτησης το ότι η ικανοποίηση μόνον ενός ή μόνον κάποιων πιστωτών θα συνιστούσε παραβίαση της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών της ίδιας τάξης, ενόσω μάλιστα προβλέπεται στο άρθρο 3 του αρχικού Νόμου πως οι πιστωτές «επωμίζονται ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4», το οποίο με τη σειρά του παραπέμπει στο άρθρο 300 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113. Την ίδια πρόνοια περιέχει και το άρθρο 44(1)(β) του Ν.22(1)/16.

 

Σχετικές είναι και οι αιτιολογικές Σκέψεις αρ.47 και 49 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και ιδιαίτερα η πρώτη, στην οποίαν αναφέρεται επίσης ότι όταν εφαρμόζονται μέτρα εξυγίανσης οι μέτοχοι και οι πιστωτές αναλαμβάνουν κατάλληλο μερίδιο των ζημιών. Στη βάση του όλου σκεπτικού της οδηγίας θα μπορούσε να πει κάποιος πως η λήψη μέτρων εξυγίανσης είναι μια suis generis διαδικασία εκκαθάρισης ή ένα προκαταρκτικό στάδιο της εκκαθάρισης αφού όπως εξηγείται στη Σκέψη 49 τα εργαλεία εξυγίανσης εφαρμόζονται όταν το ίδρυμα δεν δύναται, χωρίς να αποσταθεροποιηθεί το χρηματοοικονομικό σύστημα, να εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

 

Διευκρινίζεται πως η υπό κρίση περίπτωση δεν αφορά απόφαση που είχε εκδοθεί «πριν από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης» και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 28(2) του Ν.17(Ι)/13, το οποίο προνοούσε πως δεν επηρεάζονται οι εν λόγω παλαιότερες αποφάσεις ή του άρθρου 88(2) του Ν.22(1)/16 το οποίο περιέχει ακριβώς την ίδια πρόνοια. Η συγκεκριμένη πρόνοια μάλιστα οδηγεί εξ αντιδιαστολής στο λογικό συμπέρασμα πως εάν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να μην επηρεάζονται και μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις ασφαλέστατα δεν θα προέβαινε στον πιο πάνω διαχωρισμό ή και θα συμπεριελάμβανε ρητή ρύθμιση και για τις μεταγενέστερες. Δεν ήταν όμως αυτή η πρόθεση, οι σκοποί και η όλη φιλοσοφία των αρχών εξυγίανσης ιδρύματος, το οποίο ουσιαστικά ευρίσκεται προ της οικονομικής κατάρρευσης με τεράστιους κινδύνους για το χρηματοοικονομικό σύστημα, τους δημόσιους πόρους, το σύστημα προστασίας καταθετών και γενικά τη δημόσια ωφέλεια και το δημόσιο συμφέρον.

 

Δεν θα συμφωνήσω στο ότι ο Διαχειριστής δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει χρήματα από τα κατατεθειμένα στη Μεσεγγυούχο προς εξόφληση απαιτήσεων ή διευθέτηση μέρους αυτών ή ως καταβολή έναντι αυτών. Έχω τη γνώμη πως δικαιούται να το πράξει αλλά προϋποτίθεται πως είναι σε θέση να τηρήσει τις προηγούμενες αρχές, ήτοι της προτεραιότητας χρεών, της ανάληψης ζημιών από πιστωτές και της αρχής της ισότητας μεταξύ πιστωτών ίδιας τάξης, με συγκεκριμένους αριθμούς και ποσά ή έστω με κάποια ασφαλή εκτίμηση για την τήρηση των αρχών αυτών. Αυτό προκύπτει κατά τη γνώμη μου από το νόημα της §1(β) του άρθρου 76, βάσει της οποίας αργότερα κατά την εκκαθάριση λαμβάνεται υπόψιν, μεταξύ άλλων, η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση και όπως σαφώς εξηγείται στη Σκέψη 51:

 

«. αφού έχουν εφαρμοστεί τα εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται σύγκριση εκ των υστέρων μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας όντως έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εάν κριθεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές έχουν λάβει, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεων τους, λιγότερα από όσα θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, θα πρέπει να δικαιούνται καταβολή της διαφοράς .»

 

Βασικά αυτό το οποίο απέτυχε να καταδείξει ο Ενάγων είναι πως έχουν εφαρμοστεί ή ολοκληρωθεί τα προβλεπόμενα περί ανάληψης ζημιών, περί εξόφλησης των κατά προτεραιότητα χρεών και ότι του αναλογεί συγκεκριμένο ποσό εφαρμοζομένης της αρχής της ισότητας μεταξύ του και των υπόλοιπων πιστωτών ιδίας τάξης.

 

Από τα πιο πάνω λοιπόν συνάγεται πως ο Ενάγων δεν είναι δυνατό να εισπράξει σήμερα οποιοδήποτε ποσό καθότι αυτό αναμφίβολα θα συνιστούσε προνομιακή μεταχείριση του εν σχέσει με άλλους πιστωτές της ίδιας τάξης, δηλαδή άνιση μεταχείριση των ομοίων, πράγμα ανεπίτρεπτο με βάση τον Νόμο και το Σύνταγμα.

 

 

Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το πρωτόδικο Δικαστήριο  προχώρησε σε απόρριψη της αίτησης  ακυρώνοντας το προσωρινό διάταγμα.

 

Χρήσιμη κρίνουμε, στο σημείο αυτό, την παράθεση, πολύ περιληπτικά του ιστορικού της λήψης μέτρων εξυγίανσης της Popular Bank, που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου και, όπως σημειώνει, δεν αμφισβητείτο, μεγάλο μέρος του οποίου καταγράφεται στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427.

 

Η Popular Bank τέθηκε υπό εξυγίανση δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 17(1)/2013 και στη συνέχεια εκδόθηκαν τα Διατάγματα Κ.Δ.Π.94/2013 και Κ.Δ.Π.104/2013 στη βάση των Άρθρων 7 και 9 του ιδίου Νόμου,  που προβλέπουν για την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης ορισμένων εργασιών της Popular Bank.  Σύμφωνα με το τελευταίο διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα Διατάγματα Κ.Δ.Π. 133/2013, Κ.Δ.Π. 156/2013 και Κ.Δ.Π. 276/2013, μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Popular Bank, πλην εκείνων που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 104/2013.  Σ' ό,τι αφορά  τις υποχρεώσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 5(2) του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 104/2013, μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου οι υποχρεώσεις της Popular Bank σε σχέση με την παροχή στην ίδια έκτακτης ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα και οι υποχρεώσεις της έναντι των ασφαλισμένων καταθετών μέχρι του ποσού των €100.000. 

 

Στις 28/5/2013 υπήρξε τροποποίηση της τραπεζικής άδειας της Popular Bank, στη βάση της οποίας σε συνάρτηση με το καθεστώς εξυγίανσης που της επιβλήθηκε, η Popular Bank διέκοψε την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών και τη διεξαγωγή πάσης φύσεως τραπεζικών εργασιών.  Για σκοπούς προώθησης των στόχων εξυγίανσης της Popular Bank, αρχικά διορίστηκε ως Ειδικός Διαχειριστής η Άντρη Αντωνιάδου και στη συνέχεια άλλοι αντικαταστάτες της με τελευταίο τον Κλεόβουλο Αλεξάντρου. Για σκοπούς των εργασιών του, ο Ειδικός Διαχειριστής άνοιξε και τηρεί λογαριασμούς στην Κεντρική Τράπεζα.

 

Η εμβέλεια  των προνοιών του Μέρους VII  του ΚΕΦ. 6 που πραγματεύεται της εκτέλεσης αποφάσεων με κατάσχεση εις χείρας τρίτου, επί του οποίου στηρίζεται κυρίως η αίτηση,  υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση Solvochem France, Sarl v. Κυπριακής Εταιρείας Αποθήκευσης Πετρελαιοειδών Λτδ, Πολιτική Έφεση Ε9/14, ημερομηνίας 9/5/2019, στην οποίαν αναφέρθησαν τα εξής:

 

«Η διαδικασία εκτέλεσης με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου είναι διερευνητικής φύσεως και αποσκοπεί στη διαπίστωση της ύπαρξης χρέους από τον μεσεγγυούχο προς τον εξ αποφάσεως χρεώστη. Σύμφωνα με το άρθρο 73 και επόμενα, μέρος VII του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 6, δύναται να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη δικαστική απόφαση με αίτηση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου και με το οποίο διατάσσεται το εν λόγω πρόσωπο να μην παραιτηθεί εν τω μεταξύ από τη φύλαξη της προβλεπομένης ιδιοκτησίας. Με το ένταλμα δεσμεύεται η εν λόγω ιδιοκτησία για την ικανοποίηση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Το ένταλμα επιδίδεται στο τρίτο πρόσωπο, το οποίο διατάσσεται με αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Εάν, μετά την επίδοση του εντάλματος κατάσχεσης το υπό αναφορά πρόσωπο εν γνώσει του και εκούσια παραιτείται από τη φύλαξη της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε ή την διαθέσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο θεωρείται ότι απείθησε και υπόκειται στην ίδια διαδικασία παρακοής διατάγματος Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αφού ακούσει τα πρόσωπα που δυνατόν να θεωρήσει ως ενδιαφερόμενα δύναται να διατάξει ανάλογη διάθεση της περιουσίας που κατασχέθηκε προς ικανοποίηση της δικαστικής αποφάσεως ή άρση του εκδοθέντος διατάγματος  ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα, ως ήθελε κρίνει δίκαιο.

 

Οι αρχές και οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, όπως καθορίστηκαν στη νομολογία Carna Plants Ltd vMasalcha & Others 

(1990) 1 AAΔ.28, Κυριάκος και Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή κ.ά. (2013) 1 ΑΑΔ 754) κατ΄ ακολουθία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων είναι:

 

(α) Ο αιτητής θα πρέπει να είναι εξ αποφάσεως πιστωτής και να αποδείξει στο Δικαστήριο ότι η σχετική απόφαση δεν έχει ικανοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει,

 

(β) Πρέπει επίσης να καταδειχθεί σχέση πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και του τρίτου προσώπου, του μεσεγγυούχου,

 

(γ) Η έκδοση διατάγματος είναι ζήτημα που εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.»

 

 

Ως εκ της συνάφειας των λόγων έφεσης, η αιτιολογία των οποίων συμπλέκεται, θα εξεταστούν μαζί, όπως  ήταν και η μεθοδολογία που ο δικηγόρος του Εφεσείοντα ακολούθησε στο περίγραμμα αγόρευσης του.

 

Με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του,  ο Εφεσείοντας προτάσσει ότι εφόσον  ο Νόμος 22(Ι)/2016 που αντικατέστησε τον Ν.17(Ι)/2013 καθώς  και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/59/ΕΚ δεν προβλέπουν για αναστολή των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση τραπεζικού ιδρύματος για την ικανοποίηση εξ αποφάσεων υποχρεώσεων του  και ούτε έχει  ανακληθεί η άδεια διεξαγωγής εργασιών της Popular Bank, το γεγονός αυτό ιδωμένο  σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Άρθρου 4Α του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου (Ν.66(Ι)/1997), που προβλέπει για ανάκληση της άδειας λειτουργίας σε ορισμένες περιπτώσεις, καταδεικνύουν ακριβώς ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι η Popular Bank βρίσκεται σε μια suis generis κατάσταση εκκαθάρισης ήταν λανθασμένη.   Διατείνεται επίσης ότι εσφαλμένα  έχει εκληφθεί από το Δικαστήριο  ότι ο Εφεσείοντας ήταν απλός πιστωτής της Popular Bank, εφόσον η απαίτηση του προϋπήρχε των μέτρων εξυγίανσης, για την οποίαν εξασφάλισε απόφαση που του επιδίκασε αποζημιώσεις.  Επομένως δεν θεωρείται «θιγόμενος πιστωτής» για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 86(1) του Νόμου 22(Ι)/2016  του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία έχουν θιγεί από τα μέτρα εξυγίανσης. Θεωρεί περαιτέρω  την παραπομπή  του Δικαστηρίου στο Άρθρο 28(2) του Νόμου 17(Ι)/2013, το αντίστοιχο του Άρθρου 88(2) του Νόμου 22(Ι)/2016, ότι ήταν ατυχής, ως εκ του γεγονότος  ότι οι πρόνοιες του, δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση εφόσον  αναφέρουν ρητά ότι δεν επηρεάζονται οι αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης.  Εισηγείται τέλος ότι εφόσον πέτυχε την υπέρ του επιβάρυνση περιουσιακών στοιχείων του εξ αποφάσεως  οφειλέτη διά του προσωρινού εντάλματος κατάσχεσης περιουσίας πριν την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, η περίπτωση του εμπίπτει πλέον στην κατηγορία των εξασφαλισμένων πιστωτών της Popular Bank.

 

Σημειώνει επί τούτου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα   θεώρησε ως δεδομένο ότι η Popular Bank  θα τεθεί σε εκκαθάριση χωρίς να έχει προσφερθεί σχετική μαρτυρία.  Είναι περαιτέρω εισήγηση του ότι σύμφωνα με τα Άρθρα 33Β και 3 Βδις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου (Ν.66(Ι)/97), ένα  τραπεζικό ίδρυμα για να τεθεί σε εκκαθάριση, απαιτείται η έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης από το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης της Κεντρικής Τράπεζας, αφού όμως προηγηθεί η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του, σύμφωνα με το Άρθρο 4Α του Νόμου 66(Ι)/1997 που δεν ίσχυαν στην περίπτωση της Popular Bank  κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, εφόσον διατηρούσε την άδεια λειτουργίας της, έστω με περιορισμένους όρους.

 

Για το θέμα της εκκαθάρισης, σημειώνουμε ότι κατά την ακρόαση της υπό κρίση έφεσης,  δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 2021 καταχωρίστηκε από την μεσεγγυούχο η Αίτηση Αρ. 1/2021 για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης  της Popular Bank και το διορισμό εκκαθαριστή της.  Η αίτηση εξακολουθεί να εκκρεμεί μετά την καταχώρηση αριθμού ενστάσεων. 

 

Στην αντίπερα όχθη η δικηγόρος της μεσεγγυούχου  πρόταξε  ότι οι πλείστες εκ των  εισηγήσεων του Εφεσείοντα σ' ό,τι αφορά το θέμα της εκκαθάρισης  έχουν πλέον ακαδημαϊκή σημασία, μετά την καταχώρηση της Αίτησης 1/2021 για εκκαθάριση της Popular Bank.  Συμφωνεί περαιτέρω με τις άλλες διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  υποστηρίζοντας πλήρως την προσβαλλόμενη απόφαση σε όλες της τις πτυχές, δίνοντας έμφαση στην ενασχόληση του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της αίτησης  στην ειδική νομοθεσία που ρυθμίζει τα υπό εξυγίανση ιδρύματα.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης, όπως διαγράφοντο από τις Ένορκες Δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και ένσταση. 

 

Κατ' αρχάς σημειώνουμε  ότι η εξέταση από το πρωτόδικο  Δικαστήριο της ενώπιον του αίτησης όχι μόνο στη βάση  των σχετικών προνοιών του ΚΕΦ. 6, επί του οποίου στηρίζετο η αίτηση, αλλά επιπρόσθετα  και υπό το φως του καθεστώτος εξυγίανσης στο οποίο επέβαλε η Αρχή Εξυγίανσης, Κεντρική Τράπεζα,  την Popular Bank,  στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου 17(Ι)/2013  και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τέτοια ιδρύματα, μας βρίσκει σύμφωνους. Ασφαλώς η παρούσα περίπτωση δεν ήταν η συνηθισμένη σχέση πιστωτή και οφειλέτη για σκοπούς εφαρμογής των ειδικών προνοιών του ΚΕΦ. 6 που αφορούν σε κατάσχεση ιδιοκτησίας εις χείρας τρίτου, λόγω του  του καθεστώτος εξυγίανσης που τελούσε  ο εξ αποφάσεως οφειλέτης, Popular Βank, που δεν αμφισβητείτο.

 

Τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας αναπτύχθηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων  επιχειρηματολογία ως προς το νομικό καθεστώς τραπεζικού ιδρύματος που τίθεται σε εξυγίανση και ποια η σχέση του με τη διαδικασία εκκαθάρισης.  Το παράπονο του εφεσείοντα εστιάζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές που ισχύουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης με την παραπομπή του στο Άρθρο 33Ο κάτω από τον τίτλο «Κατάταξη των απαιτήσεων στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας»  του Νόμου 66(Ι)/1997 και  στο Άρθρο 300  του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113, ενώ δεν είχε ακόμη ξεκινήσει τέτοια διαδικασία με την καταχώρηση σχετικής αίτησης της Κεντρικής Τράπεζας στο Δικαστήριο, όπως προβλέπεται  στα Άρθρα 33Β και 33Βδις του Νόμου 66(Ι)/1997. Ούτε επίσης προηγήθηκε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Popular Bank στη βάση του Άρθρου 4Α του Νόμου 66(Ι)/1997.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η καταχώρηση της Αίτησης Εκκαθάρισης της Popular Bank, τον Ιανουάριο του 2021,  που είναι πλέον γεγονός, θέτει εκτός συζήτησης την εισήγηση του Εφεσείοντα περί απλής εικασίας του Δικαστηρίου ότι μετά τη διαδικασία εξυγίανσης θα ακολουθούσε η διαδικασία εκκαθάρισης.

 

Παρά την πιο πάνω διαπίστωση μας δεν παραβλέπουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προβαίνει σε εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση των γεγονότων σε σχέση με την εξυγίανση της Popular Bank και της  Νομοθεσίας που προβλέπει το μέτρο εξυγίανσης. Επεξηγεί δε πλήρως, παραπέμποντας στις σχετικές πρόνοιες της εν ισχύι Νομοθεσίας, τον τρόπο που εμπλέκονται και εφαρμόζονται τα Άρθρα 300 και 33Ο του ΚΕΦ. 113 και Ν.66(Ι)/1997 αντίστοιχα, στην παρούσα περίπτωση.

 

Όπως σημειώνει στην απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου 17(Ι)/2013, μεταξύ των στόχων της λήψης μέτρων εξυγίανσης είναι η πρόληψη εξάπλωσης κινδύνων, η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και η προστασία των καταθετών.  Ιδιαίτερης σημασίας θεωρεί το εδάφιο 2 του εν λόγω άρθρου  που καθορίζει τις εφαρμοζόμενες γενικές αρχές κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης που επαναλαμβάνονται και στον καταργητικό Νόμο 22(Ι)/2016 (Άρθρα 41-44)∙ οι κυριότερες εκ των οποίων είναι α)  οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, β) οι πιστωτές του ιδρύματος επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους κατά σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των προνοιών του άρθρου 4, γ) οι πιστωτές της ίδιας τάξης τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης εκτός όπου προνοείται διαφορετικά ή συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και δ) οι πιστωτές δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν αν το ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση.

 

Ο καταργητικός Νόμος 22(Ι)/2016 προβλέπει περαιτέρω μεταβατικές διατάξεις ότι όλα τα ληφθέντα στη βάση του Ν.17(Ι)/2013 μέτρα θεωρούνται ότι είναι μέτρα που λήφθηκαν με τον καταργητικό  Νόμο και θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρις ότου ολοκληρωθούν η ανακληθούν ή ακυρωθούν.  Χρήσιμη  θεωρούμε την παράθεση των σχετικών άρθρων του  Νόμου 22(Ι)/2016 σ' ό,τι αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης, στα οποία παραπέμπει και το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«45.6(α) Όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα μέτρα εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ή (β) του εδαφίου (3), και χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, το εναπομένον ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο από το οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις, εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

 

(β) Η εκκαθάριση δυνάμει της παραγράφου (α) πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του εν λόγω ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 67, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας του εναπομένοντος ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 44.»

 

 

Το Άρθρο 44 που αναφέρεται ανωτέρω παρέμεινε το ίδιο βασικά αλλά με το Νόμο 22(Ι)/2016 προστέθηκε η υποπαράγραφος 1(ζ) που  προβλέπει τα εξής:

 

«44 (1) (ζ) Κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 75 έως 77.

 

 

Παραθέτουμε δε τα σημεία που μας ενδιαφέρουν από τα  Άρθρα 75-77, του Νόμου 22(Ι)/2016 στα οποία γίνεται αναφορά στο Άρθρο 44(1)(ζ)::

«75. Εφόσον έχουν εφαρμοστεί ένα ή περισσότερα μέτρα εξυγίανσης και, ιδίως, για τους σκοπούς του άρθρου 77, εφαρμόζονται τα εξής:

 

(α) Εκτός των περιπτώσεων όπου εφαρμόζεται η παράγραφος (β), σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει μόνον εν μέρει τα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση, οι μέτοχοι και οι πιστωτές εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβαστεί, λαμβάνουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 83· .........

 

76.-(1)(α) Προκειμένου να αποτιμηθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τους σκοπούς του άρθρου 75, διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης.

 

(β) Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 47.

 

(γ) ...............................

 

(2) Με την αποτίμηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) προσδιορίζεται

 

(α) Η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, είχε τεθεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 83· και

 

(β) η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

 

(γ) αν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο (β).

 

(3) .................................

 

77. Εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 76 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 75 ή το σύστημα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 105(1), έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από το Ταμείο Εξυγίανσης.»

 

Ο ορισμός της φράσης «κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» που αναφέρεται στην πιο πάνω νομοθεσία δίνεται από το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 22(1)/2016 και είναι:

 

«α)...........................

β) αναφορικά με τράπεζα, εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο

γ).............................»

 

Το δε Άρθρο 33Ο(1) του Νόμου 66(Ι)/1997 που περιλαμβάνεται στο Μέρος ΧΙΙΙ  κάτω από τον τίτλο «Κατάταξη των απαιτήσεων στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» προνοεί ότι για τις κανονικές αυτές διαδικασίες, εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα οι διατάξεις των εδαφίων 1 και 2  του Άρθρου 300 του ΚΕΦ. 113  και ότι άνευ  βλάβης των προνοιών του Νόμου καταβάλλονται κατά σειρά προτεραιότητας τα χρέη και οι απαιτήσεις που καταγράφονται στο άρθρο 33Ο.

 

Είναι φανερό από τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 22(Ι)/2016 ότι ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις εξ αποφάσεως οφειλές του διαφορετικά απ' ό,τι προβλέπουν οι διάφορες διατάξεις του.  Το δε Δικαστήριο ορθά παρέπεμψε στη σχετική νομοθεσία και κατέληξε ότι «η λήψη μέτρων εξυγίανσης είναι μια suis generis διαδικασία εκκαθάρισης ή ένα προκαταρκτικό στάδιο της εκκαθάρισης».  Συνεπώς η μη ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Popular Bank κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης  δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 22(Ι)/2016 αλλ΄ ούτε και συγκρούεται με το άρθρο του Νόμου 66(Ι)/1997 που ρυθμίζει την εξουσία της Κεντρικής Τράπεζας για ανάκληση της άδειας λειτουργίας αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων, ως η εισήγηση του Εφεσείοντα.

 

 Ως αποτέλεσμα τα ποσά που βρίσκονται κατατεθειμένα στην Κεντρική Τράπεζα και διαχειρίζεται ο Ειδικός  Διαχειριστής δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μεσεγγύησης, εφόσον μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 45(6)(α) του Νόμου 22(Ι)/2016  θα ακολουθήσει η διαδικασία εκκαθάρισης, όπου ο Ειδικός Διαχειριστής αναμένεται να προβεί σε κατανομή των ποσών που θα παραμείνουν σε όλους τους πιστωτές στη βάση της σειράς προτεραιότητας τους, όπως καθορίζει το άρθρο 33Ο του Νόμου 66(Ι)/1997.  Δεν είναι ασύνδετη λοιπόν  η διαδικασία εξυγίανσης με εκείνη της εκκαθάρισης.  Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η  προσέγγιση  του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνιστούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για επιτυχία της αίτησης το γεγονός ότι ικανοποίηση ορισμένων εκ των πιστωτών θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών της ίδιας τάξης και τη σειρά προτεραιότητας,  δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό.

 

Στη βάση της διαπίστωσης  αυτής η θεώρηση του πρωτόδικου Δικστηρίου ότι μπορούμε να μιλούμε για μια suis generis διαδικασία εκκαθάρισης, ήταν ευλόγως επιτρεπτή και εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας επιλαμβανόμενο του αιτήματος για έκδοση εντάλματος εις χείρας τρίτου (βλ.  SOLVOCHEM FRANCE, SARL (ανωτέρω)).

 

Τα ποσά που βρίσκονται κατατεθειμένα στους λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας, που θα παραμείνουν μετά την εκκαθάριση, προορίζονται για το συγκεκριμένο σκοπό της διανομής τους στους πιστωτές της Popular Bank, στη βάση των προνοιών  του Νόμου 66(Ι)/1997.  Το γεγονός ότι ο Εφεσείοντας είναι εξ αποφάσεως πιστωτής με αποκρυσταλλωμένη προφανώς απαίτηση έναντι άλλων πιστωτών δεν του προσδίδει και προτεραιότητα στη σειρά αποπληρωμής, που ουσιαστικά αυτό επιδιώκει με την αίτηση του. Η εισήγηση  δε του Εφεσείοντα ότι η κατάταξη του από το Δικαστήριο στους απλούς  πιστωτές ήταν λανθασμένη, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το Δικαστήριο επεξηγεί πλήρως στην απόφαση του τους λόγους που τον οδήγησαν  στη διαπίστωση αυτή, με τους οποίους συμφωνούμε,  παραπέμποντας, πολύ ορθά, στις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας.

 

Τι περιουσία θα δικαιούται στο τέλος ο Εφεσείοντας  και τι θα του αναλογεί από αυτήν, που θα υπόκειται σε μέτρα εκτέλεσης, θα διαφανεί κατά το πέρας της διαδικασίας εξυγίανσης και εκκαθάρισης της Popular Bank, που εκκρεμεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης/μεσεγγυούχου.

                                                                                                Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                    

                                                                 Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                                                                  Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο