ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Π.Ιακωβίδης για Μοντάνιο amp;amp;amp; Μοντάνιο ΔΕΠΕ, Μ.Κυπριανού, Χρ.Γαλανός και Α.Λύτρας για M.Kyprianou and Co. LLC, για τους αιτητές Κ.Μέσσιος με Μ.Χ΄Πίττα (κα) και Γ.Βλαδιμήρου, για C.D.Messios LLC, για τους καθ΄ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GRANDEST SHIPPING COMPANY LTD v. TOY ΠΛΟΙΟΥ "MARVIN INDEPENDENCE" ΠΡΩΗΝ "NASIR" ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "AGIOS NIKOLAOS" (IMO.9820283), Αγωγή Ναυτοδικείου αρ.9/21, 9/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D503

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

                   Αγωγή Ναυτοδικείου αρ.9/21

 

9 Νοεμβρίου, 2021

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

GRANDEST SHIPPING COMPANY LTD

Ενάγοντες

Kαι

TOY ΠΛΟΙΟΥ "MARVIN INDEPENDENCE" ΠΡΩΗΝ "NASIR" ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "AGIOS NIKOLAOS" (IMO.9820283)

Εναγόμενοι

---------------------

Αίτηση ημερ.25.10.2021 της Rexel Corp., για ακύρωση του διατάγματος σύλληψης και του επακόλουθου εντάλματος σύλληψης.

Π.Ιακωβίδης για Μοντάνιο & Μοντάνιο ΔΕΠΕ, Μ.Κυπριανού, Χρ.Γαλανός και Α.Λύτρας για M.Kyprianou and Co. LLC, για τους αιτητές

Κ.Μέσσιος με Μ.Χ΄Πίττα (κα) και Γ.Βλαδιμήρου, για C.D.Messios LLC, για τους καθ΄ων η αίτηση.

---- ------ ------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Η καταχωρηθείσα από τους ενάγοντες προσωποπαγής αγωγή (in rem) έχει ως παρακλητικό την εξής αξίωση:

«Δήλωση του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει ότι οι νόμιμοι και/ή απόλυτοι και/ή μοναδικοί ιδιοκτήτες του πλοίου 'MARVIN INDEPENDENCE" πρώην "NASIR" το οποίο τώρα φέρει το όνομα "AGIOS NIKOLAOS" είναι η εταιρεία Grandest Shipping Company Limited με έδρα στο Χόνγκ Κονγκ».

 

Την ημέρα καταχώρησης της αγωγής, οι ενάγοντες ζήτησαν μονομερώς - και έλαβαν - διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ώστε αυτό να ισχύει μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου ή μέχρι τελικής εκδίκασης της ως άνω αγωγής ή της ελληνικής αγωγής ημ.21.09.21 εναντίον της εταιρείας Rexel  (εν τοις εφεξής "Rexel" ή οι «Αιτητές»).

 

Η ένορκη δήλωση της Μ.Ιωαννίδου δικηγόρου και η ογκώδης μαρτυρία (τεκμήρια) που στήριζε την αίτηση θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.  Το κυρίως κρατούμενο των θέσεων της πλευράς των εναγόντων είναι η  επικαλούμενη ιδιοκτησία του πλοίου, κάτι που αντιμάχεται η Rexel, η οποία ισχυρίζεται ότι η ίδια είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια του πλοίου. 

 

Το Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα σύλληψης έθεσε διάφορους όρους εγγυοδοσίας οι οποίοι και τροποποιήθηκαν στη συνέχεια κατόπιν αιτήσεων των εναγόντων.  Επειδή οι όροι αποτελούν λόγους που αφορούν την εγκυρότητα του διατάγματος σύμφωνα με εισηγήσεις της πλευράς των αιτητών, ομοίως θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.

 

Αφού ζητήθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του εναγόμενου πλοίου χρόνος για καταχώρηση της παρούσης αίτησης ακύρωσης του διατάγματος σύλληψης του πλοίου, η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση την 1.11.2021, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα καταχωρήθηκε και η ένσταση της πλευράς των εναγόντων.

 

Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση του διατάγματος σύλληψης και σε περίπτωση που το διάταγμα ήθελε διατηρηθεί σε ισχύ να διατάσσεται η αύξηση του ποσού της τραπεζικής εγγύησης  που διατάχθηκε να καταβληθεί σε €10,000,000 ή σε άλλο ποσό που το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει.

 

Την πραγματική βάση της αίτησης αποτελεί πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κ.Γεωργόπουλου, δικηγόρου των αιτητών στην Ελλάδα και συνοδεύεται από ογκώδη ομοίως μαρτυρία.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η μεταφορά στην παρούσα απόφαση όλων των θέσεων και εισηγήσεων τόσο της πλευράς των αιτητών όσο και της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση.  Όμως, όλες οι θέσεις έχουν μελετηθεί και έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.  Η δε μελέτη αυτή κατέστη ευχερέστερη με την επιμελή και αναλυτική εργασία των ευπαιδεύτων δικηγόρων και των δύο πλευρών.

 

Το θέμα της δικαιοδοσίας - η ελλαδική αγωγή

Το κυρίαρχο στοιχείο της εκδοχής της πλευράς του εναγομένου πλοίου είναι η θέση ότι η ιδιοκτησία του πλοίου ανήκει στη Rexel και ότι οι ενάγοντες δρουν καταχρηστικά και ενάντια των αποφάσεων των ελλαδικών δικαστηρίων, τα οποία μάλιστα απέρριψαν εν τέλει τα αιτήματα τους για ασφαλιστικά μέτρα.

 

Επίσης, επάλληλα με την πιο πάνω θέση προβλήθηκε έντονα και το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου λόγω αποκλειστικής δικαιοδοσίας του ελλαδικού Δικαστηρίου.

 

Ως εκ της σπουδαιότητας του θέματος αυτού, η σχετική θέση υπό το πρίσμα της αντίθετης θεώρησης της πλευράς των εναγόντων, θα πρέπει να τεθεί σε κάποια έκταση.  Απλώς να αναφέρω ευθύς εξ αρχής ότι η δικονομική συμπεριφορά των αιτητών δεν δεικνύει παραίτηση από το θέμα, αφού οι αιτητές με την πρώτη εμφάνιση τους στο Δικαστήριο ήγειραν ως θεμελιακό το ζήτημα αυτό.

 

Είναι η θέση των αιτητών ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας στην αγωγή εφόσον τα Δικαστήρια της Ελλάδας έχουν σύμφωνα με τα άρθρα 2(α) και 24(5) του Καν.ΕΕ αρ.1215/2012 (ο Κανονισμός) αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία τα γεγονότα τα οποία στηρίζουν αυτή τη θέση.

 

Προσθέτως τίθεται ισχυρισμός ότι η διεθνής δικαιοδοσία των ελλαδικών δικαστηρίων βασίζεται και στο άρθρο 26(1) του ιδίου Κανονισμού καθότι υπήρξε σιωπηρή παρέκταση η οποία συντελέστηκε με βάση το δικόγραφο της Rexel που κατατέθηκε στο πολυμελές πρωτοδικείο Πειραιά στις 15.10.21 (τεκμ.5(Α).  Ως εκ της καταχώρησης του εν λόγω δικογράφου υπήρξε υπαγωγή όλων των διαδίκων στην αποκλειστική δικαιοδοσία του ελλαδικού Δικαστηρίου.  Προς επίρρωση της θέσης των αιτητών επισυνάπτεται γνωμάτευση του Αναπληρωτή Καθηγητή Παναγιώτη Γιαννόπουλου.  Καταληκτικά, ζητείται όπως το κυπριακό δικαστήριο κηρύξει την αναρμοδιότητα του υπέρ του ελληνικού δικαστηρίου ως πρώτου επιληφθέντος της ελληνικής αγωγής η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ιδίων διαδίκων αναλαμβάνοντας πρώτη το θέμα της επίδικης διαφοράς.  Τονίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση στις 17.9.21 υπέβαλαν ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Πειραιά ασφαλιστικά μέτρα κατά της Rexel ειδικά για τη δικαστική μεσεγγύηση του εναγόμενου πλοίου που τότε ελλιμενιζόταν στο λιμένα της Ελευσίνας.  Στη βάση της αίτησης αυτής εξεδόθη προσωρινό σημείωμα, όπως αναφέρεται με το οποίο απαγορευόταν ο απόπλους του πλοίου και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής του κατάστασης.  Στη συνέχεια ορίστηκε η αίτηση για προσωρινή διαταγή προς συζήτηση με την εμφάνιση των δικηγόρων των διαδίκων στις 21.9.  Στις 24.9 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία δεν αποδέχτηκε τη συνέχιση του προσωρινού σημειώματος για την απαγόρευση απόπλου αλλά αποδέχτηκε την προσωρινή συνέχιση της απαγόρευσης της μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης του πλοίου έως την 15.10.21.  Η εν λόγω δικάσιμος τελικά δεν έλαβε χώρα διότι στις 14.10 οι ενάγοντες παραιτήθηκαν εγγράφως του αιτήματος τους για ασφαλιστικά μέτρα.

 

Οι αιτητές αναφέρονται ιδιαίτερα στο υπόβαθρο γεγονότων με βάση το οποίο το πλοίο κατακυρώθηκε στη Rexel.  Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη θέση τους στο πλοίο είχε επιβληθεί κατάσχεση σε βάρος της προηγούμενης ιδιοκτήτριας, της "Diamond»  Ως Πιστωτής εμφανιζόταν να είναι η εταιρεία "Seven Seas".  Η Rexel πληροφορούμενη τη διενέργεια του πλειστηριασμού υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στον πλειστηριασμό καταβάλλοντας την απαιτούμενη εγγύηση.  Στον πλειστηριασμό συμμετείχαν άλλες 3 ναυτιλιακές εταιρείες ενώ οι ενάγοντες από προηγουμένως (και συγκεκριμένα στις 18.8.21) είχαν καταχωρήσει στην Ελλάδα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της Seven Seas και της Diamond ζητώντας αναστολή του αναγκαστικού πλειστηριασμού του πλοίου.  Στις 30.8.21 το μονομελές πρωτοδικείο Πειραιά απέρριψε την εν λόγω αίτηση των εναγόντων.  Την ίδια ημέρα η οφειλή της Diamond προς τη Seven Seas εξοφλήθηκε πλήρως από τους ενάγοντες.  Παρά ταύτα, ο πλειστηριασμός συνεχίστηκε κατόπιν κοινοποίησης αναγγελίας αυτοτελούς κατάσχεσης από την εταιρεία Marvin Shipping, επίσης πιστωτής που εναντιωνόταν στην ματαίωση του πλειστηριασμού.  Ως αποτέλεσμα ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός έλαβε χώρα την 1.9.21 και μετά από αλλεπάλληλες και αυξανόμενες προσφορές, το πλοίο κατακυρώθηκε στη Rexel η οποία υπέβαλε τη μεγαλύτερη προσφορά ύψους Δολ.Αμερ. 17,100,000 ποσό που καταβλήθηκε πλήρως.  Στη βάση αυτή ακολούθησε διαγραφή των βαρών επί του πλοίου και καταχώρηση της μεταβίβασης του στη Rexel, η οποία και διόρισε ναυτικό πράκτορα για το πλοίο με αλλαγή του ονόματος του σε «Agios Nikolaos".  Εν συνεχεία, το πλοίο ενεγράφη στο νηολόγιο των νήσων Marshall.  Παράλληλα ο ναυτικός πράκτορας αιτήθηκε και τον αποπαροπλισμό του πλοίου ο οποίος και εγκρίθηκε στις 17.9.21 από Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας.  Στις 16.9 η Rexel ανέθεσε τη διαχείριση του πλοίου στη «Cetrofin» και προσέλαβε πλήρωμα 25 προσώπων.  Σε ξεχωριστό επίσης κεφάλαιο οι αιτητές αναφέρονται στο ιστορικό των δικαστικών διαδικασιών από τους ενάγοντες στο εξωτερικό.

 

Το θέμα της δικαιοδοσίας είναι συνυφασμένο τόσο με το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων όσο και με λοιπές θέσεις των αιτητών.  Συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα.  

 

Το προβαλλόμενο ως αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων - η επικουρική αγωγή

Επειδή θα είναι αδύνατη η αντίληψη των εκατέρωθεν ισχυρισμών χωρίς επεξηγήσεις για την εμπλοκή άλλων εταιρειών στο όλο ιστορικό της επίδικης διαφοράς, θα πρέπει να εξηγηθεί συνοπτικά πως η πλευρά των εναγόντων «υφαίνει τον ιστό της εναντίον της συνομωσίας» για να τους «αφαιρεθεί» δολίως η κυριότητα του πλοίου.  Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι εκλαμβάνουν την παρούσα διαδικασία ως επικουρική της ελλαδικής αγωγής.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εναγόμενο πλοίο πωλήθηκε σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στην Ελλάδα, και κατακυρώθηκε στη Rexel.  Στο προηγούμενο ιστορικό της διαφοράς υπάρχει εμπλοκή διαφόρων εταιρειών που για σκοπούς ευκολίας θα αναφέρονται με το πρώτο όνομα τους, χωρίς την πλήρη περιγραφή.  Αρχικά, η Diamond και η Seven Seas.  Είναι η θέση των εναγόντων ότι ενώ είχαν συμφωνήσει τη γυμνή ναύλωση του πλοίου με την εταιρεία Marvin για 5 χρόνια και ως αποτέλεσμα των συμφωνηθέντων, το πλοίο παραδόθηκε στη γυμνή ναυλώτρια εταιρεία Diamond, όμως με δόλιες ενέργειες της Marvin και της Diamond, αντί η Marvin να νηολογήσει το πλοίο ως γυμνή ναυλώτρια, το νηολόγησε δόλια και παράνομα ως απόλυτη ιδιοκτήτρια αυτού, με πλαστογράφηση συμβολαίου και προσυμφώνου πώλησης.  Είναι η θέση τους ότι τα έγγραφα αυτά υπεγράφησαν στις 30.3.2018 και 12.7.2018 από άτομο που παρουσιάζετο ψευδώς, ως διευθυντής των εναγόντων.  Οι ενάγοντες προχώρησαν σε αγωγή εναντίον της Diamond στον Παναμά, η οποία και εκκρεμεί με ασφαλιστικά μέτρα μη αποξένωσης του πλοίου.  Eκκρεμoύν ακόμη και ποινικές καταγγελίες, ειδικά γίνεται αναφορά σε ποινικές καταγγελίες εναντίον προσώπου που κινούσε τα νήματα της Diamond.  Προχώρησαν επίσης όπως ήδη ελέχθη και στην καταχώρηση της ελλαδικής αγωγής.  Προσθέτως, ομιλούν για διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο για τους οφειλόμενους ναύλους εκ μέρους της Diamond.  Για τις ελληνικές διαδικασίες είναι η θέση των εναγόντων ότι η Marvin δολίως εξασφάλισε συνοπτική απόφαση στην Ελλάδα, λόγω υποτιθέμενης οφειλής βάσει της οποίας διατάχθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός.  Λόγω δε δολίων ενεργειών που συνεχίστηκαν κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού εξασφαλίστηκε εν τέλει η κατακύρωση του πλοίου στη Rexel.

 

Σύμφωνα πάντα με τους ενάγοντες, παρά το ότι είχαν εγείρει την ελλαδική διαδικασία στις 12.3.2021 με συναφή ασφαλιστικά μέτρα, εν τέλει με δόλιες μεθοδεύσεις που περιγράφουν, έγινε κατορθωτή η διενέργεια του πλειστηριασμού με κατακύρωση του πλοίου στη Rexel.  Εν τέλει οι ενάγοντες καταχώρησαν στις 21.9.2021 την αγωγή εναντίον της Rexel στον Πειραιά, αιτούμενη αναγνώριση της κυριότητας και απόδοση του εναγόμενου πλοίου.  Εξηγούν περαιτέρω ότι η παρούσα αγωγή καταχωρείται στη βάση του άρθρου 35 του Κανονισμού, ως επικουρική της ελληνικής αγωγής αποσκοπούσα στη διατήρηση του εναγόμενου πλοίου εντός της δικαιοδοσίας της Κύπρου για διαφύλαξη του status quo μέχρι την εκδίκαση της ελλαδικής αγωγής.  Επαναλαμβάνεται ακόμη ότι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του πλοίου ήσαν ανέκαθεν οι ενάγοντες και ότι η κυριότητα του «παράνομα μεταβιβάστηκε στη Rexel, μετά την παράνομη νηολόγηση του πλοίου στη Diamond, μετά από μια σειρά πλαστογραφήσεων του τίτλου κυριότητας του πλοίου».  Η δε Rexel, κατά τους ενάγοντες, γνώριζε τα όσα διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα, αφού όλα είχαν αναρτηθεί σε σχετική πλατφόρμα. 

 

Λοιπά εγειρόμενα από τους αιτητές θέματα:

Θα πρέπει να τεθούν εν συντομία τα λοιπά εγειρόμενα θέματα από τους αιτητές ως εξής:

(α)  Έλλειψη διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα.

(β)  Κατάχρηση διαδικασιών.

(γ)  Δεν υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση για την ακρόαση της αγωγής.  Είναι η θέση των αιτητών ότι το νομικό αποτέλεσμα του πλειστηριασμού, ως άνω, είναι αδιαμφισβήτητο.  Ακόμη και σύμφωνα με το δίκαιο των νήσων Marshall όπου το πλοίο είναι νηολογημένο, αναγνωρίζεται ότι ο απόλυτος ιδιοκτήτης του πλοίου είναι η Rexel και δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί οποιαδήποτε ανάκληση του τίτλου.

(δ)  Απουσία αποδεκτής μαρτυρίας

Με το θέμα αυτό ουσιαστικά οι αιτητές πλήττουν ως ανεπαρκείς και ανακριβείς τους ισχυρισμούς που έθετε η ενόρκως δηλούσα στη δήλωση της 12.10.21 στη βάση της οποίας εξασφαλίστηκε το εν λόγω διάταγμα.  Κατ΄αρχάς πλήττεται η ίδια η ικανότητα της ενόρκως δηλούσας να γνωρίζει τα γεγονότα, ειδικά έχοντας υπόψη ότι δεν προσδιορίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο πρόσωπο από το οποίο έχει πληροφορηθεί αυτά που δηλώνει.  Ακόμη, αναφέρεται ότι η θέση ότι οι ενάγοντες προχώρησαν στην εκτέλεση μετά τις 3.8.18 με την υπογραφή συμφωνητικού γυμνής ναύλωσης αντικρούεται με το ίδιο το συμφωνητικό τεκμ.8 αφού αυτό υπογράφτηκε 30.3.2018. 

(ε)  Δεν υφίσταται κίνδυνος να υποστούν οι ενάγοντες ανεπανόρθωτη ζημία.

Για το θέμα αυτό οι αιτητές επανέρχονται στις ελλαδικές διαδικασίες λέγοντας ότι, για σκοπούς εξασφάλισης των εναγόντων, οι ενάγοντες με την προσφυγή τους στις ελλαδικές αρχές εξάντλησαν ουσιαστικά τα δικαιώματα τους, ειδικά ως προς την προσωρινή θεραπεία.  Επίσης αναφέρεται ότι η Rexel είναι μια αξιόχρεη και σοβαρή εταιρεία.  Το τίμημα δε του πλειστηριασμού κατεβλήθη από τη Rexel χωρίς οποιοδήποτε δανεισμό και δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ότι θα επιδιώξει να αποφύγει τις όποιες υποχρεώσεις της βάσει οποιασδήποτε τυχόν απόφασης του ελλαδικού δικαστηρίου.  Είναι ένας καλόπιστος τρίτος ο οποίος απέκτησε το πλοίο στα πλαίσια δικαστικού πλειστηριασμού.   Επίσης επισημαίνουν ότι ενόσω το πλοίο βρίσκεται ελλιμενισμένο υφίσταται σημαντικότατες φθορές και εν τέλει μείωση της αξίας του.  Η ελληνική αγωγή θα χρειαστεί περί τα 3 χρόνια ώστε να εκδικαστεί και 8 με 10 χρόνια προκειμένου να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση.

(στ)  Οι ενάγοντες δεν προέβησαν σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη.

(ζ)  Θέματα που προκύπτουν από το ζήτημα της εγγύησης.

 

Συμπεράσματα του Δικαστηρίου:

΄Εχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις των δύο πλευρών τόσο στην πραγματική όσο και στη νομική τους διάσταση.  Δέον να υπομνησθεί ότι πρόκειται για διαδικασία προσωρινής θεραπείας, δραστικής όμως συνέπειας αφού πρόκειται για σύλληψη ενός τάνκερ.

 

Το πρώτο σημείο που πρέπει να επιλυθεί είναι το κατά πόσο τω όντι υπάρχει δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου και ποία η νομική της βάση.  Η πλευρά των εναγόντων ευθύς εξ αρχής καθόρισε τη φύση της διαδικασίας, ως επικουρική της ελλαδικής αγωγής.  Το άρθρο 35 του Κανονισμού, είναι ένα σημαντικό άρθρο για την εδραίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ των χωρών μελών και την προστασία η οποία, αν και προσωρινή, δύναται να είναι ουσιαστικής και κομβικής σημασίας για τη διασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

 

Το άρθρο 35 έχει ως εξής:

«Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης»

 

Προκύπτει ως εκ του λεκτικού του άρθρου 35 ότι δύναται η διεθνής δικαιοδοσία να ανήκει σε άλλο κράτος μέλος (Ελλάδα) και να ζητείται προσωρινή θεραπεία σε άλλο κράτος μέλος (Κύπρος). 

 

Παρόμοιο άρθρο υπήρχε και στον Κανονισμό που ίσχυε πριν τον παρόντα, (ήτοι τον Καν.44/2001, άρθρο 31) οπότε βοηθητική είναι η σχετική νομολογία και τα σχετικά επιστημονικά συγγράμματα.

 

Στην Commerzbank Aktiengesellschaft ν. Του πλοίου «ΤΟUR 2», αγωγή ναυτοδικείου αρ. 2/18, 25.5.2018, η Μιχαηλίδου Δ., (όπως ήταν τότε) αντιμετώπισε παρόμοια θέματα, επίσης σε αίτηση ακύρωσης σύλληψης πλοίου, προς υποβοήθηση αγωγής στο εξωτερικό και θεώρησε ότι το άρθρο 35 μπορεί να αποτελέσει βάθρο εκδόσεως σύλληψης πλοίου επικουρικά άλλης δικαιοδοσίας. 

 

Στην ως άνω δε απόφαση γίνεται αναφορά στο  Σύγγραμμα, Ζητήματα από την Εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, του Δεληκωστόπουλου, όπου στη σελίδα 173 αναφέρονται τα εξής:

 «Όπως αμέσως προκύπτει από τη διάταξη του νόμου, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την εξουσία να διατάσσουν τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπει η εθνική τους νομοθεσία, «ακόμη και όταν μπορεί να αρχίσει ή υπάρχει ήδη εκκρεμής δίκη για την ουσία της διαφοράς σε δικαστήριο άλλου κράτους-μέλους».  Ο κανόνας του άρθρου 31 του κανονισμού «συνιστά έναν εξαιρετικό δικαιοδοτικό κανόνα έναντι των διατάξεων των άρθρων 2 και 5 έως 18 [του κανονισμού]» που ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων, αφού δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα ακόμα και αν στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τον κανονισμό.  Αρκεί το αντικείμενο της διαφοράς να εμπίπτει στο καθ΄ ύλην πεδίο εφαρμογής (αστικές και εμπορικές υποθέσεις) και στο κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. .»

 

Ακριβώς, επί του ιδίου θέματος, στο Σύγγραμμα European Civil Practice, 2nd ed. vol.1 αναφέρεται στη σελίδα 817 πως: «..it enables the Court to grant such measures, whether or not that Court has jurisdiction under the Brussels-Lugano regime over the substance of the dispute."

 

Συνεπακόλουθα, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα εάν η προσωρινή θεραπεία που εδόθη στην κρινόμενη περίπτωση είναι θεμελιωμένη στο Δίκαιο της Κύπρου.  Η απάντηση είναι απλή και προκύπτει βεβαίως από την παρουσία του εναγόμενου πλοίου στη δικαιοδοσία της κυπριακής Δημοκρατίας που καθιστά δυνατή την αιτούμενη προσωρινή θεραπεία δυνάμει του άρθρου 35, στη βάση του ότι η διεθνής δικαιοδοσία ανήκει στο ελλαδικό δικαστήριο και όχι αντίστροφα.  Ενώ η κυπριακή διαδικασία είναι επικουρικής μορφής.

 

Ο κ.Ιακωβίδης εισηγήθηκε ότι αυτό δεν μπορεί να ισχύσει σε αγωγή ναυτοδικείου και ότι η αναφερθείσα απόφαση Commerzbank Aktiengesellschaft, πιο πάνω, είναι λανθασμένη και έρχεται σε αντίθεση με την αρχή που διατυπώθηκε στη Nationwide Shipping Inc. v. Του πλοίου Athena (2012)1Γ ΑΑΔ 2343, όπου επικυρώθηκε ως ορθή η πρωτόδικη κρίση με την οποία ακυρώθηκε εκδοθέν ένταλμα σύλληψης πλοίου λόγω του ότι η σύλληψη έγινε για σκοπούς διαιτησίας που βρισκόταν σε εξέλιξη στο εξωτερικό και όχι για τους σκοπούς της in rem αγωγής.  Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό στη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων, θεωρώ ότι η απόφαση, που επικαλούνται, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, εν προκειμένω, καθότι, ουδόλως απασχόλησε το Δικαστήριο το άρθρο 35 ή εν γένει ο σχετικός Ευρωπαϊκός Κανονισμός (ούτε εξάλλου έγινε τέτοια επίκληση). 

 

Η προσωρινή θεραπεία σύλληψης του πλοίου είναι θεμελιωμένη στα άρθρα 50-54 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1893.  (Βλ. Cypamar Maritime Agencies v. Του πλοίου Tiger (2001)1Γ AAΔ 2159). 

 

Στη Cypamar ανωτέρω συνοψίζεται με ανάγλυφο τρόπο, η ορθή προσέγγιση: 

«Το θέμα της χορήγησης διατάγματος σύλληψης πλοίου διέπεται από τους Καν. 50-54 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών. Σύμφωνα με τον Καν. 51 η ένορκη δήλωση για χορήγηση διατάγματος σύλληψης πλοίου θα πρέπει να περιέχει τη φύση της αξίωσης. Πρέπει, επίσης, να αναφέρει ότι η αξίωση δεν έχει ικανοποιηθεί και ότι χρειάζεται η βοήθεια του δικαστηρίου για ικανοποίηση της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Καν. 54, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης παρόλο ότι η ένορκη δήλωση δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες. Στην Abdul Hamid Borgol and Co. v. The Ship "Akak Progress" (1985) 1 C.L.R. 672 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι εφόσον οι ενάγοντες συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς δεν μπορούν να επικριθούν γιατί δεν έχουν προβεί σε μια πιο εκτεταμένη αποκάλυψη γεγονότων.

 

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικοί Κανονισμοί. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση των εναγομένων δεν ευσταθεί.

 

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε αιτήσεις ακύρωσης διατάγματος σύλληψης πλοίου προδιαγράφεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην The Ship "Gloriana" and Another v. Breidi and Another (1982) 1 C.L.R. 409 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ. - όπως ήταν τότε). Την παραθέτω:

 

Το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών. Είναι αναγκαίο όπως το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Οπωσδήποτε το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η αξίωση δεν είναι προδήλως αβάσιμη και ενοχλητική. Δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου σ' αυτό το στάδιο της αντιδικίας να προσπαθήσει να επιλύσει αμφισβητήσεις σε σχέση με γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αξίωση των μερών ούτε να αποφασίσει δύσκολα νομικά σημεία για τα οποία απαιτείται λεπτομερής επιχειρηματολογία και μελετημένη εξέταση. Αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται κατά τη δίκη (Βλ. και El Fath Co. v. E.D.T. Shipping κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255, 1268 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Βλ. επίσης Μίχος ν. Α/Π «Αντένα» (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 481, 488 (απόφαση Πογιατζή, Δ.) στην οποία λέχθηκε ότι το στάδιο της εξέτασης διαβήματος για ακύρωση διατάγματος για σύλληψη πλοίου δεν είναι το ενδεδειγμένο για την εξέταση σε βάθος των επιδίκων θεμάτων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας για να καταστεί δυνατή η εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και/ή συμπερασμάτων).

 

Έχω εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων. Η μαρτυρία αυτή περιέχει αντικρουόμενους ισχυρισμούς αναφορικά με το κατά πόσο οι ενάγοντες ή η εταιρεία MSA έχουν πράγματι διορισθεί ως αντιπρόσωποι του εναγόμενου πλοίου. Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω τρεις υποθέσεις. Κρίνω ότι το παρόν στάδιο δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για επίλυση των αμφισβητήσεων σε σχέση με τα γεγονότα. Ούτε είναι το κατάλληλο στάδιο για εξέταση των νομικών λόγων που έχουν επικαλεσθεί οι εναγόμενοι. Αντικείμενο της εξέτασης σ' αυτό το στάδιο είναι κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Κρίνω ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων αποκαλύπτει ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής".

 

Θεωρώ ότι το άρθρο 35 του Κανονισμού εφαρμόζεται, εν προκειμένω.  ΄Οσα οι αιτητές ισχυρίζονται για ανυπαρξία δικαιοδοσίας του κυπριακού δικαστηρίου δυνάμει των άρθρων 2, 24, 26 ή 29 ή άλλως πως παραβλέπουν τη δυναμική του άρθρου 35 με δεδομένη τη διεθνή δικαιοδοσία του ελλαδικού Δικαστηρίου και την επικουρική μορφή της παρούσας διαδικασίας.   Στο Σύγγραμμα «Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία» των Ν.Νίκας και Ε.Σαχπεκίδου 2016 στη σελ.497, αναφέρονται τα εξής:

«.ότι τα προβλεπόμενα από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τα Δικαστήρια του, ακόμη και όταν Δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει κατά τον Κανονισμό Βρυξελλών Ια διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως.  Αποσυνδέθηκε έτσι πλήρως η διεθνής δικαιοδοσία επί των ασφαλιστικών μέτρων από τη διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς».

 

Επίσης στη σελ.498 αναφέρονται και τα ακόλουθα:

«Αφού τα Δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν να διατάσσουν τα προβλεπόμενα από το δίκαιό τους ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς να παρεμποδίζονται από την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας επί της ουσίας της διαφοράς, παρέπεται ότι οι προϋποθέσεις, ο τύπος, το περιεχόμενο και οι συνέπειες της λήψεως των ασφαλιστικών αυτών μέτρων διέπονται από το εκάστοτε εσωτερικό δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.»

 

Με βάση συνεπώς τα πιο πάνω, η εγερθείσα αγωγή in rem ήταν ο μοναδικός τρόπος επιδίωξης ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 35 για σύλληψη πλοίου, ασφαλιστικών μέτρων που προβλέπονται από το κυπριακό Δίκαιο και δύνανται να ζητηθούν μόνο μέσω αυτής της οδού. 

 

Βέβαια δεν πρέπει να αγνοείται - και με έχει προβληματίσει ιδιαίτερα - ότι η διαδικασία προσωρινής θεραπείας δοκιμάστηκε και απέτυχε στην Ελλάδα.  Το θέμα μπορεί να έχει σημασία κάτω από την εισήγηση των αιτητών για κατάχρηση.  ΄Εχω εξετάσει τα επικαλούμενα γεγονότα από αυτή τη σκοπιά.  Και από τις δύο εκδοχές των διαδίκων προκύπτουν αλλεπάλληλα γεγονότα στο χρόνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2021, τέτοια που δεν θα μπορούσαν να προσδώσουν χαρακτηρισμό καταχρηστικής συμπεριφοράς στους ενάγοντες, ιδιαιτέρως η μεσολαβούσα μετακίνηση του πλοίου σε κυπριακό λιμένα, που αποτελεί το συνδετικό κρίκο με την Κύπρο.  (Βλ. C-391/95 Van Uden (1998)Ε.C.R. I-7091).    Ας μη λησμονείται ότι και στην Κύπρο θα ήταν δυνατή δεύτερη αίτηση σύλληψης πλοίου.   Βοηθητική δε προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να είναι και η C-581/20 Skarb v. Toto, 6.10.21 που επικαλέστηκε ο κ.Μέσσιος.

 

Θεωρώ σημαντική την επισήμανση που έγινε από τον Καλλή, Δ., όπως ήταν τότε, στη Cypamar ανωτέρω.  Το παρόν Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών.  Ακριβώς, έχοντας θεωρήσει τα προτεινόμενα από τους ενάγοντες, στα στεγανά της παρούσας διαδικασίας, ανακύπτει ζήτημα προς εξέταση και δεν μπορεί να καταταχθεί η αξίωση τους αβάσιμη.  Περαιτέρω δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αδικαιολόγητα ζητήθηκε η βοήθεια του Δικαστηρίου.  (βλ. Δημήτρης Παναγιώτου (Τζίμμυς) ν. Του πλοίου "Τamara Ι" (1992) 1Α  AAΔ 21).

 

Παραμένουν προς εξέταση επιμέρους θέματα που έχουν θίξει οι αιτητές  (α)-(ζ) ανωτέρω.  Το σημείο (α) συσχετίζεται με το θέμα της δικαιοδοσίας και έχει ήδη επιλυθεί.  Προσθέτως να αναφέρω ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος «εισαγωγής» επικουρικής δικαιοδοσίας ασφαλιστικών μέτρων για σύλληψη πλοίου από την ταυτόχρονη έγερση αγωγής in rem.  Το κατά πόσο θα δοθεί αναστολή διαδικασίας της αγωγής, ή ακόμη και τροποποίησης όπως εισηγείται ο κ.Μέσσιος λόγω της ύπαρξης της ελλαδικής αγωγής, δεν είναι του παρόντος.  Το σημείο (β) που αφορά το θέμα της κατάχρησης επίσης έχει απαντηθεί πιο πάνω.  Το (γ) είναι θέμα ουσίας, το οποίο δεν μπορεί να απασχολήσει εν προκειμένω.  Είναι αρκετό, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, οι ενάγοντες να καταδείξουν ότι η αξίωση τους δεν είναι αβάσιμη και αυτό δυνάμει της νομολογίας τους παρέχει το δικαίωμα να ζητήσουν σύλληψη του πλοίου.  Το (δ) επιχειρεί να πλήξει ως εξ ολοκλήρου άκυρη την ένορκη δήλωση της δικηγόρου η οποία στήριζε την αίτηση σύλληψης του πλοίου.  Δεν θα συμφωνήσω με τις εισηγήσεις των αιτητών.  Φαίνεται από την παράθεση γεγονότων και ιδιαίτερα των πολλαπλών τεκμηρίων ότι η ένορκη δήλωση συντάχθηκε από καλά πληροφορημένο από τις πηγές άτομο, από πρόσωπα τα οποία είχαν άμεση γνώση των στοιχείων που παρατίθεντο με αντίστοιχη θεμελίωση σε τεκμήρια.  Είναι βεβαίως ορθό αυτό που εισηγήθηκε ο κ.Ιακωβίδης ότι είναι επιθυμητό η ένορκη δήλωση να γίνεται από διάδικο, κάτι που θεμελιώνεται στη νομολογία (β. Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1Α AAΔ 82).   Όμως, εν προκειμένω, η πολυεθνικότητα της διαφοράς και το επείγον του πράγματος δικαιολογούσε την ένορκη δήλωση της δικηγόρου.  Τα επιμέρους θέματα που εγείρονται από τους αιτητές θεωρώ ότι άπτονται της ουσίας και δεν θα με απασχολήσουν. 

 

Για το σημείο (στ) της εισήγησης, περί μη πλήρους και αληθινής αποκάλυψης εκ μέρους των εναγόντων στην αίτηση σύλληψης έχω προβληματιστεί σοβαρά για τα εγειρόμενα από τους αιτητές θέματα.  Για το θέμα της παραπληροφόρησης για την αποτυχία στην Ελλάδα μέρους των ασφαλιστικών μέτρων, θεωρώ ότι η εικόνα αυτή δόθηκε στο Δικαστήριο εξ ου και ο τελικός απόπλους του πλοίου από τα ελληνικά λιμάνια.  Το δε τεκμήριο 39 της στηρικτικής ένορκης δήλωσης στην αίτηση σύλληψης πλοίου, το οποίο αναφέρει λεπτομερώς τα διαδικαστικά της αγωγής και των προσωρινών μέτρων, είχε υιοθετηθεί από την ενόρκως δηλούσα ως μέρος της δήλωσης της και το Δικαστήριο  όφειλε να εξετάσει προσεκτικά το τεκμ.39 το οποίο περιλαμβάνει και το τελικό αποτέλεσμα των ασφαλιστικών μέτρων στις 24.9.21.  Περαιτέρω, η εισήγηση των αιτητών για μη πλήρη αποκάλυψη συναρτάται με την προβαλλόμενη σχέση των εναγόντων με την Iran Shipping Line, εταιρεία που κατά τη θέση τους υφίσταται κυρώσεις τις οποίες το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ διέταξε εναντίον της.  Στην πραγματικότητα οι ενάγοντες είναι εταιρεία «κέλυφος» εγγεγραμμένη στο Χόνγκ Κόνγκ, υποκρύπτουσα δραστηριότητα της Iran Shipping Line προς αποφυγή των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί (όπως εκ του πολύ χαμηλού μετοχικού κεφαλαίου, ύπαρξη  μόνο ενός διευθυντή, ετήσια έκθεση όπου η ως άνω Iran Shipping Line φαίνεται ως μέτοχος της μέχρι τις 3.7.2019).  Αυτό συνδέεται από τους αιτητές με τη θέση ότι ο πραγματικός λόγος που έγιναν οι συναλλαγές με τη Diamond και τη Μarvin είχαν σκοπό να παρακάμψουν τις κυρώσεις.  Γι΄αυτό, κατά τη θέση τους, για δύο χρόνια οι ενάγοντες δεν διαμαρτυρήθηκαν για τη μεταβίβαση στη Diamond.  Σύμφωνα δε με την κατάληξη της εισήγησης «εμφανίστηκαν οι αξιώσεις όταν άλλαξε η διοίκηση της Iran Shipping Line.  Η νέα διοίκηση κατηγορεί την προηγούμενη για πωλήσεις πλοίων και ισχυρίζεται ότι αυτό που ισχύει είναι η ναύλωση.  Δεν αποκαλύπτεται επίσης ότι το άτομο που υπέγραψε τα συμβόλαια ως άνω είναι διευθυντής της Iran Shipping Line». 

 

Στη Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)1Β ΑΑΔ 1168 τίθεται με συμπυκνωμένο λόγο το περιεχόμενο του καθήκοντος πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις καθώς και οι συνέπειες εκ της παράβασης του.

«Πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, που είναι σε γνώση του αιτητή, απαιτείται πάντοτε σε αιτήσεις εξπάρτε. Διαφορετικά το διάταγμα που δόθηκε χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση αυτή του αιτητή θα πρέπει να ακυρωθεί κατά την inter partes ακρόαση της αίτησης. Είναι δε άσχετο αν η παράλειψη τέτοιας αποκάλυψης ήταν εσκεμμένη ή όχι. Ο κανόνας αναπτύχθηκε σε σχέση με τη χορήγηση διαταγμάτων του τύπου mareva, αλλά είναι καθολικής ισχύος σε υποθέσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η πρώτη υπόθεση που κωδικοποίησε τις αρχές για τη χορήγηση διαταγμάτων mareva ήταν η Third Chandris Shipping Corporation ν. Unimarine S.A. [1979] 1 Q.B. 645 (εφετειακή απόφαση). Η υποχρέωση αποκάλυψης ήταν η πρώτη προϋπόθεση που έθεσε. Και εναπόκειται στο δικαστή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εκτιμήσει τη σημασία τέτοιων στοιχείων.

 

Είναι χρήσιμη, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του Mark S. W. Hoyle "The Mareva Injunction and Related Orders" (1997) 3η έκδοση, στη σελ. 71 υπό τον τίτλο "Lack of full disclosure":

 

"There is a powerful argument in the view that if full and frank disclosure has not been made in the ex parte application, the order will be discharged because of the seriousness of the omission. This is because it is up to the judge to consider the importance of the relevant facts, so that he can exercise his discretion in the light of as much information as possible. Consequently, a lack of full and frank disclosure need not be deliberate before the injunction is discharged for that reason, but merely has to be pertinent to the issues involved, even if it does not affect the merits of the claim.

 

At the ex parte stage the only evidence before the court is that provided by the applicant for the injunction. It is an established part of the practice in applications for exparte orders that the applicant gives as fair a description of the case as possible. The judge should be alerted to any particular defences or problems so that his assessment of the situation is as objective as it can be at the early stage of the matter."

 

Έχουμε στην Κύπρο ανάλογη θεώρηση, όπως δείχνει η πλούσια περιπτωσιολογία, που εφαρμόστηκε ο κανόνας. Σχετικές είναι οι παρακάτω αποφάσεις στις οποίες επέσυρε την προσοχή μας η δικηγόρος του εφεσιβλήτου: Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και M & CH Mitsingas Trading Ltd. κ.α. ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1797.

 

(Βλ. Sobolev κ.ά. ν. Weitzer, πολ.εφ. Ε177/18, 21.5.2019).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, όλα τα θέματα που θεμελίωναν την αξίωση των εναγόντων έχουν σχολαστικά τεθεί στην αρχική πολυσέλιδη Ε/Δ της Μ.Ιωαννίδου και, όπως ελέχθη, οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί φαίνεται να τεκμηριώνονται - εκ πρώτης βεβαίως άποψης - στα πολλαπλά τεκμήρια.  Το ποίοι είναι οι τελικοί δικαιούχοι μιας εταιρείας, οι συνέπειες και οι κυρώσεις στην κατ΄ισχυρισμό μητρική εταιρεία δεν φαίνεται να αλλοιώνει τις ενδείξεις αγώγιμου δικαιώματος που όφειλαν να καταδείξουν οι ενάγοντες.  Συνεπώς, δεν θα δεχθώ την εισήγηση των αιτητών. 

Παραμένει προς εξέταση το σημείο (ζ) που αφορά το θέμα της επάρκειας των εγγυήσεων.  Στο σημείο το οποίο εγγενώς συνδέεται με το σημείο (ε) που αφορά το ζήτημα των κρινόμενων και επαπειλούμενων ζημιών του εναγόμενου πλοίου.

 

Οι εγγυήσεις που υφίστανται  (μετά τις τροποποιήσεις που έγιναν ως προς το χρόνο και τον τρόπο) είναι οι ακόλουθες (α) ποσό €250,000  κατατεθειμένο στην Κεντρική Τράπεζα (β) €150,000 εγγύηση από αξιόχρεο εγγυητή εντός του φακέλου της υπόθεσης (γ) €10,000 μετρητά, δηλαδή σύνολο €410,000.

 

Οι ενάγοντες λέγουν ότι οι αιτητές γνώριζαν τους κινδύνους αγοράζοντας για 17 εκατομμύρια ένα πλοίο με αξία πολύ μεγαλύτερη του οποίου ο τίτλος τελούσε υπό αμφισβήτηση.  Εξάλλου ισχυρίζονται ότι το πλοίο είναι παροπλισμένο.  Θέση που αντιμάχονται οι αιτητές, οι οποίοι έχουν εργοδοτήσει προσωπικό, διόρισαν ναυτο-πράκτορες και είναι έτοιμοι για απόπλουν με συμφωνημένες διαδρομές.

 

Να αναφέρω ότι η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης για τους ενάγοντες σε περίπτωση απόπλου του πλοίου, στοιχειοθετείται.  Η ευκολία αλλαγής ιδιοκτησίας εταιρειών αλλά και της πλοιοκτησίας σε πολυεθνικό επίπεδο που κινούνται οι συγκεκριμένοι διάδικοι, αυτό δεικνύει.

 

Οι παρεχόμενες εγγυήσεις δόθηκαν μετά από κάποιες τροποποιήσεις που κρίθηκαν ad hoc δικαιολογημένες.  Κάτι που είναι εύλογα επιτρεπτό με βάση τον Κανονισμό περί Ναυτοδικείου.

 

Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνομαι πλήρως τις ζημιές που δύναται να υφίσταται ένα πλοίο τέτοιου τύπου σε συνάρτηση με χρόνο εκδίκασης αγωγής που δεν είναι  κάτω από τον έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου.  Οπότε, θεωρώ ότι οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να ενισχυθούν ώστε να καλύπτουν περαιτέρω ενδεχόμενες ζημιές σε χρόνο που εκ των πραγμάτων είναι αναγκαίο, αν η υφιστάμενη κατάσταση συνεχιστεί ως έχει. 

 

΄Εχοντας κατά νου τις αντίστοιχες θέσεις και των δύο πλευρών, στην προσπάθεια εξισορρόπησης των πραγμάτων, θεωρώ ότι δικαιολογείται, πέραν των υφισταμένων όρων εγγυοδοσίας, περαιτέρω εγγύηση ως εξής: 

 

(α) ποσό €150,000 το  οποίο να κατατεθεί με  έμβασμα στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή με τραπεζική εγγύηση, εντός 30 ημερών από σήμερα. 

 

(β) ποσό €250,000 το οποίο να κατατεθεί με έμβασμα στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή με τραπεζική εγγύηση εντός 90 ημερών από σήμερα.

 

Εκτός του θέματος της εγγύησης, κατά τα λοιπά, η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.  Νοείται ότι το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης πλοίου ισχύει και με τις περαιτέρω πιο πάνω εγγυήσεις.  Παράλειψη δε κατάθεσης τους ή οποιασδήποτε εξ αυτών οδηγεί σε ακύρωση της σύλληψης του πλοίου.   

 

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται, κατά ¾,  υπέρ των καθ΄ων η αίτηση/εναγόντων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.

                                                          Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο