ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHYLACTOU ν. MICHAEL (1982) 1 CLR 204
Φραντζής ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1 ΑΑΔ 1094
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D560
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 52/2014)
29 Νοεμβρίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
XXX ΣΤΑΥΡΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσίβλητης.
____________________
Μιχάλης Β. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Παναγιώτης Μαυρής, για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, στις 13.2.2008, συμβλήθηκε με την εφεσίβλητη εταιρεία, (η εφεσίβλητη), ως εγγυητής, σε σχέση με την αγορά από τρίτο πρόσωπο ενός αυτοκινήτου, δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, (η συμφωνία). Το τρίτο πρόσωπο συνήψε τη συμφωνία με την εφεσίβλητη. Εγγυητής σε αυτήν ήταν ακόμα ένα πρόσωπο. Στην πορεία, η εφεσίβλητη καταχώρισε εναντίον του εφεσείοντος, ως εναγομένου 3, και των άλλων δύο προσώπων, ως εναγομένων 1 και 2, την αγωγή αρ. 387/2009, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Με αυτήν, αξίωνε από τον εναγόμενο 1, ενοικιαγοραστή, μεταξύ άλλων, την καταβολή δεδουλευμένων δόσεων. Αξίωνε, επίσης, αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας. Το άλλο πρόσωπο και ο εφεσείων είχαν εναχθεί, αντίστοιχα, στη βάση της εγγύησης την οποία αυτοί είχαν παραχωρήσει στην εφεσίβλητη για την πιο πάνω ενοικιαγορά.
Ο εφεσείων δεν καταχώρισε εμφάνιση στην αγωγή. Ως εκ τούτου, στις 22.6.2009, εκδόθηκε εναντίον του απόφαση, ερήμην, (η απόφαση). Τρία χρόνια και εννέα μήνες αργότερα, αφού έλαβε γνώση για την απόφαση, καταχώρισε αίτηση για τον παραμερισμό της, (η αίτηση). Προς το σκοπό αυτό, πρόβαλε διάφορους λόγους αναφορικά με το νόμιμο της έκδοσης της απόφασης, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί από το εκδικάσαν Δικαστήριο, (το Δικαστήριο). Ως αποτέλεσμα, η αίτηση απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, επιχειρεί την ανατροπή της απόφασης, ως λανθασμένης. Πρόβαλε διάφορους λόγους προς τούτο. Κατά την ακρόαση, όμως, της έφεσης, υποστήριξε μόνο τους λόγους 3 και 5 και εγκατέλειψε τους υπολοίπους. Παίρνοντας, λοιπόν, πρώτα, το λόγο αρ. 3, με αυτόν, εισηγείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ότι το κλητήριο ένταλμα στην αγωγή τού «επιδόθηκε προσωπικά ... και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παραμερισθεί ex debito justitiae» η απόφαση. Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου, εξειδικεύει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αγνόησε την αναφορά, στο ίδιο το κλητήριο ένταλμα, ότι η διεύθυνσή του βρισκόταν σε συγκεκριμένο δρόμο και αριθμό στη Λεμεσό. Λανθασμένα έλαβε, επίσης, ως δεδομένη την αναφορά στην ένορκη δήλωση επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος ότι ο ίδιος κατάγεται από τη Γερμασόγεια.
Στην προκειμένη περίπτωση, ως έχουν τα πράγματα, οι πιο πάνω αναφορές στους τόπους καταγωγής του εφεσείοντος ουδεμία σχέση έχουν με τον τρόπο που διενεργήθηκε η επίδοση προς αυτόν του κλητηρίου εντάλματος. Δεν έχει υποδειχθεί από τον ίδιο οτιδήποτε, που να καταδεικνύει ότι έχει οποιαδήποτε σημασία ο τόπος καταγωγής του ή κάποια διεύθυνση διαμονής ή εργασίας του με την υπό εξέταση πτυχή. Αντίθετα, ό,τι είναι, εδώ, σημαντικό είναι το γεγονός πως, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση επίδοσης, το κλητήριο ένταλμα τού επιδόθηκε προσωπικά, έναντι της υπογραφής του, η οποία εμφαίνεται επ' αυτού. Το γεγονός τούτο ήταν επίδικο κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Στην ειδοποίηση έφεσης δε, υπήρχε και λόγος με τον οποίο αμφισβητείτο η διαπίστωση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη γνησιότητα της υπογραφής του. Ο συγκεκριμένος λόγος, όμως, αποσύρθηκε και, επομένως, δεν αμφισβητείται, πλέον, η νομιμότητα της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος προς αυτόν. Η διαπίστωση τούτη καθιστά άνευ σημασίας το λόγο έφεσης αρ. 3, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με βάση τους δικούς του όρους, κρίνεται και άνευ ουσίας.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν κατέδειξε ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην αγωγή. Εξειδικεύοντας, γίνεται εισήγηση πως το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τους ισχυρισμούς τους οποίους αυτός είχε προβάλει με την ένορκη δήλωσή του προς υποστήριξη της αίτησης και πως ούτε ο ίδιος αντεξετάστηκε επί τούτων.
Ο εφεσείων, στην εν λόγω ένορκη δήλωσή του, παρέθεσε, κατά τρόπο γενικόλογο, διάφορους ισχυρισμούς, τους οποίους πρόβαλε ως υπεράσπιση έναντι της εγκυρότητας της εγγύησης που είχε παραχωρήσει, ως ανωτέρω, στην εφεσίβλητη. Για την ακρίβεια, πρόκειται για περιπτώσεις που προβλέπονται στο Μέρος XI του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, οι οποίες, εφόσον αποδειχθούν στο δικαστήριο, δυνατό να οδηγήσουν στην απαλλαγή του εγγυητή από τη σύμβαση εγγύησης. Επιπρόσθετα, πρόβαλε ότι η εφεσίβλητη υπερχρέωσε το λογαριασμό του εναγομένου 1 και, επίσης, πως δεν τον πληροφόρησε, όταν αυτός παραχωρούσε την εγγύηση, ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν προβληματικός πελάτης για την ίδια. Δεν παρέθεσε, όμως, οποιαδήποτε μαρτυρία, προς υποστήριξη των πιο πάνω ισχυρισμών του. ΄Οπως δε ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, ο εφεσείων, προκειμένου να καταδείκνυε την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, έπρεπε να είχε θέσει ενώπιόν του «κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση μιας εκδοχής».
Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, όταν μια απόφαση ερήμην έχει εκδοθεί νομότυπα, η αίτηση για τον παραμερισμό της πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, παραθέτουσα ικανή μαρτυρία, από την οποία να διαφαίνεται ότι ο αιτητής έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας, (βλ. Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646). Για το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της, ως άνω, προσφερομένης μαρτυρίας, (βλ. Φραντζής ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094). Εν προκειμένω, η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή.
Το Δικαστήριο, πέραν των προαναφερθέντων λόγων, εξέτασε τη σημασία για τη δικαστική διαδικασία του γεγονότος ότι, από την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώριση της αίτησης, παρήλθαν τρία χρόνια και εννέα μήνες. ΄Οπως παρατήρησε, με δεδομένο ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος είχε γίνει προσωπικά στον εφεσείοντα, έναντι της υπογραφής του, η παράλειψή του να ενεργήσει έγκαιρα για τον παραμερισμό της προσέλαβε «τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των αντιδίκων του»· τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δε δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για την προαναφερθείσα παράλειψή του. Το Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία και, δη, από την υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, αποφάσισε, ασκώντας, προς τούτο, τη διακριτική του εξουσία, την απόρριψη της αίτησης. Αυτή η πτυχή της απόφασης δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Επομένως, η έφεση, εν πάση περιπτώσει, αποτυγχάνει και στη βάση τούτη, δεδομένου ότι, όπως έχει διαπιστωθεί, το κλητήριο ένταλμα είχε επιδοθεί προσωπικά στον εφεσείοντα.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, συν Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ