ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Λ. Βραχίμης με Ν. Βραχίμη (κα), για Ελένη Βραχίμη amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα. Λ.Βραχίμης με Ν. Βραχίμη (κα) για εφεσείοντα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α.Σ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 360/2020, 18/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A551

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 360/2020)

 

 

18 Νοεμβρίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α.Σ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 77(Ι)/1997 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 568/2020

____________________

Λ. Βραχίμης με Ν. Βραχίμη (κα), για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.  Με αυτή συμφωνούν η Σταματίου, Δ., η Δημητριάδου-Αντρέου, Δ. και ο Σάντης, Δ.  Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του Εφεσείοντα για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του διατάγματος  προσωρινής νοσηλείας του, που εκδόθηκε την 9.12.2020 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο, στην απουσία του.  

 

Σύμφωνα με το ’ρθρο 10(1)(ζ) του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997 Ν.77(Ι)/1997, όπως έχει τροποποιηθεί (Ν.26(Ι)/2007): «κατά την έκδοση κάθε διατάγματος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα μαρτυρία πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει.  Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής.»

 

Η αίτηση για υποχρεωτική νοσηλεία του Εφεσείοντα, που είχε υποβληθεί από τον πατέρα του, στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του πατέρα, στην οποία επισυναπτόταν ιατρική γνωμάτευση. Επρόκειτο για «Ιατρικό Πιστοποιητικό (Γνωμάτευση)» της ψυχίατρου που είχε εξετάσει τον Εφεσείοντα, κατόπιν διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης του, που είχε προηγηθεί.

 

Το Πιστοποιητικό ήταν σε τυποποιημένο έντυπο.  Αναφερόταν στην τελευταία παράγραφο: «Από την εξέταση του ασθενή πιστοποιώ ότι:» και ακολουθούσαν δύο επιλογές: «Α. Δεν είναι σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο» με χώρο για να συμπληρωθεί η αιτιολογία και: «Β. Είναι σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο».  Η ψυχίατρος κύκλωσε το «Α.», συμπληρώνοντας: «Χωρίς εναισθησία.» 

 

Στο διάταγμα υποχρεωτικής νοσηλείας που εκδόθηκε αναφερόταν ότι:

«Και επειδή η γνώμη του ψυχιάτρου που τον εξέτασε είναι ότι χρήζει άμεσης υποχρεωτικης νοσηλείας και δεν μπορεί να καταθέσει στο Δικαστήριο και εξέδωσε γνωμάτευση. (Τεκμ. Α)

 

Και Επειδή η κατάσταση του ασθενούς σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση καθιστά αναγκαία την άμεση εξέταση της αίτησης (σοβαρή ψυχική διαταραχή επικίνδυνος έναντι τρίτων προσώπων) κρίνω ότι συντρέχουν επείγον λόγοι ώστε να επιληφθώ της αίτησης σήμερα και μονομερώς αντί στο χρόνο που προβλέπει ο Κανονισμός 13 (δηλαδή αντί σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την καταχώρηση).  Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα επίδοσης της αίτησης ως προβλέπει ο Κανονισμός 14.

 

Και επειδή το Δικαστήριο άκουσε τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου που συνάδουν με την ιατρική μαρτυρία, κρίνεται αναγκαία η παροχή ιατρικής νοσηλείας και δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Δια του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα Προσωρινής Νοσηλείας του ασθενούς διάρκειας είκοσι οκτώ ημερών..»

 

Η αδελφή μας Δικαστής, που επιλήφθηκε της αίτησης για άδεια πρωτόδικα, ορθά αποφάνθηκε ότι ουσιαστική προϋπόθεση για να μην ακουστεί το υποκείμενο στο διάταγμα πρόσωπο, είναι να πειστεί το Δικαστήριο ότι δεν είναι σε θέση να καταθέσει.  Ανέτρεξε στη συνέχεια στο «Νέο Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν» του Δ. Δημητράκου, για να καταγράψει ότι η λέξη «εναισθησία» υποδηλοί «ως είδος ψυχολογικής αυταπάτης και ως έχων νόησιν ή αίσθησιν».  Αποφάνθηκε στη συνέχεια ότι:

«Ο Επαρχιακός Δικαστής προτού καταλήξει στην απόφαση του είχε ενώπιον του τη γνώμη του ειδικού επί του θέματος ψυχιάτρου, ο οποίος αφού στις προηγούμενες παραγράφους της γνωμάτευσης του περιέγραψε την ιατρική κατάσταση του αιτητή, η οποία δεν είναι αυτή που αμφισβητείται,  έκρινε, εκφράζοντας την επιστημονική του άποψη ότι ο αιτητής δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία, δίδοντας αιτιολογία για αυτή του τη γνώμη, την έλλειψη εναισθησίας. Λιτή μεν αναφορά, αλλά περιγραφική και περιεκτική της θέσης του ασθενή, ο οποίος δεν συναισθανόταν την κατάσταση της υγείας του και δεν είχε την απαραίτητη νόησιν.

 

Με αυτή τη μαρτυρία αποφάσισε ο Επαρχιακός Δικαστής, εκφράζοντας τη δικαστική του κρίση, ενεργώντας στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που του παρέχει ο συγκεκριμένος Νόμος

 

   Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης.  Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε:

 

-       Ότι δεν υπήρξε παράβαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα να ακουστεί.  Στην αιτιολογία του λόγου αναφέρεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στην απόφαση του απλά παρέπεμψε στο συμπέρασμα του  εμπειρογνώμονα χωρίς να ασκήσει τη δική του κρίση.

-      Ότι δεν στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέσεις για χορήγηση άδειας.

-      Ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε ενώπιον του επαρκές υλικό για να αποφασίσει ότι θα έπρεπε να προχωρήσει και να ακούσει την υπόθεση στην απουσία του Εφεσείοντα, και

-      ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο Εφεσείων δεν είχε την απαραίτητη νόηση ή ικανότητα να καταθέσει στο Δικαστήριο, ή που του επέτρεπε να καταλήξει σε τέτοιο εύρημα.

 

Θα πρέπει, προτού υπεισέλθουμε στα περιστατικά της υπόθεσης, να επαναλάβουμε ότι διατάγματα υποχρεωτικής νοσηλείας, προσωρινής ή διαρκούς, επάγονται τη στέρηση της ελευθερίας του υποκείμενου του διατάγματος ατόμου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει επισύρει την προσοχή των Δικαστών των Επαρχιακών Δικαστηρίων στο γεγονός και έχει αναφερθεί στη σπουδή η οποία πρέπει να επιδεικνύεται στην τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, ιδιαίτερα στις πρόνοιες του άρθρου 10(1)(ζ) όπου προβλέπεται η ακρόαση του υποκείμενου σε πιθανό διάταγμα νοσηλείας, εκτός αν καταφαίνεται ότι τούτο είναι αδύνατο.  Έχει τονιστεί η αυστηρότητα με την οποία πρέπει να προσεγγίζεται μαρτυρία απολήγουσα στη θέση ότι ο επηρεαζόμενος δεν είναι σε θέση να καταθέσει (Εγκύκλιος Επιστολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ.2.3.2001).

 

Στην Αίτηση της Οικονομίδου, Πολ. Έφ. Αρ. 327/2014, ημερ.23.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A112 αναφέρεται ότι:

«Τα δικαστήρια μας λειτουργούν με όρους που καθορίζει το Σύνταγμα και οι δικονομικοί κανόνες. Στα πλαίσια της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την οποία είναι επιφορτισμένα,  πρέπει να διασφαλίζουν τη δίκαιη δίκη.  Η αίτηση της ακούσιας ψυχιατρικής εξέτασης ή και νοσηλείας αποτελεί μια ιδιαίτερη διαδικασία αφού καλείται το υποκείμενο της αίτησης πρόσωπο να υποστεί περιορισμό της ελευθερίας του και υποχρεωτική νοσηλεία χωρίς να την έχει επιζητήσει το ίδιο και χωρίς να συναινεί, ενώ η ανάγκη αυστηρής τήρησης των διαδικαστικών προνοιών, οι οποίες αποτελούν και ασφαλιστές δικλείδες για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, προβάλλει πιο έντονα.» 

                                                                                     

 

   Στην περίπτωση του Εφεσείοντα, παρατηρούμε ότι, εκ πρώτης όψεως, στην απόφαση του το κατώτερο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε δική του διαπίστωση ως προς το κατά πόσο ο Εφεσείων ήταν σε θέση να καταθέσει ενώπιον του.  Το κατώτερο Δικαστήριο απλά κατέγραψε τη θέση της ψυχιάτρου: «επειδή η γνώμη του ψυχιάτρου που τον εξέτασε είναι ότι . δεν μπορεί να καταθέσει στο Δικαστήριο».  Δεν διακρίνουμε δικαστική κρίση επί του προκειμένου.  Η εκ πρώτης όψεως εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι το κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στη διαδικασία στην απουσία του Εφεσείοντα γιατί η ψυχίατρος που τον είχε εξετάσει ήταν της γνώμης ότι αυτός δεν μπορούσε να καταθέσει στο Δικαστήριο.  Δεν φαίνεται να προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διανοητική λειτουργία της εκτίμησης των ευρημάτων της ψυχιάτρου και στη διαμόρφωση δικής του κρίσης επί του επιμέρους ζητήματος, όπως ο νόμος του επέβαλε να πράξει, προτού προχωρήσει να κρίνει την ουσία της αίτησης χωρίς να ακούσει τον Εφεσείοντα. 

 

   Η κρίση που υπάρχει στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου με αναφορά στους Καν.13 και 14 των περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2009, ως έχουν τροποποιηθεί, αφορούσε στον ορισμό της αίτησης για εξέταση σύντομα και όχι στο κατά πόσο το Δικαστήριο θα άκουε τον Εφεσείοντα.  Η απόφαση του να επιληφθεί της ενώπιον του αίτησης την ίδια ημέρα, στη βάση ότι ήταν αναγκαία η «άμεση εξέταση» της αίτησης και ότι συνέτρεχαν επείγον λόγοι ώστε να μην τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα των Καν.13 και 14,[1] δεν του επέτρεπε να ρυθμίσει τη διαδικασία με τον τρόπο που το έπραξε.  Οι Κανονισμοί δεν αναφέρονται, ούτε θα μπορούσαν να επιτρέψουν την εξέταση της αίτησης «μονομερώς», όπως αποφάνθηκε το κατώτερο Δικαστήριο.  Το κατά πόσο θα ακουστεί το υποκείμενο στο ζητούμενο διάταγμα πρόσωπο ρυθμίζει ο νόμος.  Οι Κανονισμοί ρυθμίζουν τον ορισμό της εξέτασης της αίτησης και την επίδοση της.  Αν είναι τόσο επείγον, η αίτηση επιδίδεται αμέσως στον καθ' ου η αίτηση και εξετάζεται αυθημερόν.  Κατά πόσο ο καθ' ου θα ακουστεί είναι διαφορετικό ζήτημα.[2]

 

   Καταλήγουμε ότι εγειρόταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα να ακουστεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου και στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας για αυτό το λόγο. 

 

   Η έφεση ελέγχει την ορθότητα της κρίσης αντικείμενο της αίτησης για άδεια, κατά πόσο δηλαδή είχε καταδειχτεί ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση και, στην περίπτωση που θα παραχωρηθεί η άδεια, δεν υπεισέρχεται, ούτε προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της αίτησης με κλήση.   Κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα να ακουστεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου θα το αποφασίσει πρωτόδικα η αδελφή Δικαστής στην αίτηση με κλήση εφόσον καταχωριστεί.  Είναι γι' αυτό που θα πρέπει να εξετάσουμε και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης για να καταλήξουμε κατά πόσο θα δοθεί άδεια και για τα εκεί εγειρόμενα ζητήματα.

 

Στο Πιστοποιητικό, πέραν της αναφοράς σε «Χωρίς εναισθησία»,   προηγούνταν και άλλες διαπιστώσεις της ψυχιάτρου, που κατέγραψε ότι πιστοποιούσε ότι ο Εφεσείων ήταν ψυχικά ασθενής και ήταν πρόσωπο που έχρηζε άμεσης υποχρεωτικής νοσηλείας, στηρίζοντας τη γνώμη της σε γεγονότα που παρατηρήθηκαν από την ίδια, αλλά και γεγονότα που της αναφέρθηκαν από άλλους.  Κατέγραψε τα εξής:

 

       «1.  Γεγονότα που παρατηρήθηκαν από εμένα:

 

Αποκρυπτικός, σε ένταση με κόκκινα μάτια.  Παρατηρείται ψυχοκινητική ανησυχία, λέει ψέματα ότι λαμβάνει τη φαρμ. αγωγή ενώ δεν τη λαμβάνει.   [*]  ύπνου παραδέχεται χρήση Τ.Η.C.

 

2.  Γεγονότα που μου αναφέρθηκαν από άλλους (αν υπάρχουν)

Εδώ και 2 ημέρες καχύποπτος, απειλητικός προς τους γονείς του ασυνάρτητος λόγος μετά περιόδους, υποψιάζεται τους γονείς του ότι θα τους έκαναν κακό, χθες στις 2:00 τα ξημερώματα πήγε στο πατρικό του και απειλούσε την μητέρα του.  Πρόσφατη νοσηλεία στο ΨΝΑ.»

 

 

* Το κείμενο είναι χειρόγραφο και δεν αναγνωρίζεται μια λέξη σε συντομογραφία, πιθανόν «Διαταραχή».

 

   Σε «Έκθεση» της ψυχιάτρου, στη μορφή εντύπου καταγραφής στοιχείων, καταγράφεται με αναφορά στον Εφεσείοντα «Ναι» στο ερώτημα «Κατά πόσο είναι επικίνδυνος για άλλους».

 

   Όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και εφόσον ήταν σχετικά να αιτιολογήσουν την απόφαση του ότι δεν θα άκουε τον Εφεσείοντα.  Ωστόσο, δεν ανιχνεύουμε στα πιο πάνω πρόσθετα στοιχεία κάτι το σχετικό.  Το κριτήριο είναι να μην είναι το υποκείμενο πρόσωπο σε θέση να καταθέσει, επί του οποίου το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί θετικά, με την αμφιβολία να επενεργεί ώστε να να συμμετάσχει στην διαδικασία που τον αφορά.  Ακόμα και αν θα είναι ενοχλητικός μέχρι και επιθετικός, του ζητήματος θα επιληφθεί το Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας.

  Εν κατακλείδι το ερώτημα είναι κατά πόσο η γνωμάτευση ότι ο Εφεσείων ήταν «Χωρίς εναισθησία» μπορούσε, χωρίς καμιά περαιτέρω εξήγηση, να οδηγήσει σε ασφαλές εύρημα ότι ο Εφεσείων δεν ήταν σε θέση να καταθέσει.  Ακριβώς γιατί εάν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να ακουστεί και διαφανεί ότι δεν μπορεί να καταθέσει, οι ζημιογόνες συνέπειες είναι περιορισμένες, ενώ, εφόσον συμβεί το αντίθετο, καταλυτικές σε σχέση με θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του, στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρεται ότι: «In the absence of convincing explanation by the domestic courts, the Court is not able to accept that there was a valid reason justifying the applicant's exclusion from the hearing» (M.S. v. Croatia (No.2), no.75450/12, 19 February 2015, παρ.159).

 

   Καταλήγουμε και εδώ ότι εγειρόταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ότι το υλικό που βρισκόταν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκές ώστε να αποφασίσει ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να καταθέσει και στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας και για αυτό το λόγο. 

 

   Παρέχεται κατ' ακολουθίαν άδεια στον Εφεσείοντα να καταχωρήσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari ως το Α της Αίτησης του για τους πιο πάνω λόγουςΗ αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε πέντε μέρες και να επιδοθεί στην πλευρά του αιτητή στην αίτηση υποχρεωτικής νοσηλείας, πατέρα του.  Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με την αδελφή Δικαστή που θα την εκδικάσει.     Τα έξοδα θα είναι στην πορεία της αίτησης με κλήση.

 

 

                                                                   Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                                   Χ. Μαλαχτός, Δ.                         

 

 

                                                                                    Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

                                                                    

 

Ν. Σάντης, Δ.


 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 360/2020)

 

18 Νοεμβρίου, 2021

 

[Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ., Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ., Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., Ν.ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 159.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α.Σ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 77(Ι)/1997 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 568/2020

-      - - - - - - -

Λ.Βραχίμης με Ν. Βραχίμη (κα) για εφεσείοντα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Διιστάμενη)

 

Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με βάση το άρθρο 10 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου, Ν.77(Ι)/1997 («ο Νόμος») και του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικού Κανονισμού του 2009, (4/2009) («ο Κανονισμός»), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε στις 8.12.2020 διάταγμα άμεσης εξέτασης και εκτίμησης του εφεσείοντα/αιτητή επί τω ότι:

 

«Mε βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου κρίνω ότι συντρέχουν επείγοντες λόγοι που επιβάλλουν την εξέταση της αίτησης σήμερα, αντί στο χρόνο που προβλέπει ο Κανονισμός 13 (δηλ. αντί σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών).  Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, έχω ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η εξέταση της αίτησης μονομερώς και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα επίδοσης ως προβλέπει ο Κανονισμός 14.

 

Περαιτέρω κρίνω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 10(1)(α) του Νόμου 77(1)/1997 και το υπό αναφορά πρόσωπο αρνείται να εξεταστεί για σκοπούς προσκόμισης ιατρικής γνωμάτευσης.  Ως εκ των άνω κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος».

 

 

Στις 9.12.2020 το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα προσωρινής νοσηλείας.  Η αίτηση στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του πατέρα του εφεσείοντα, ο οποίος δήλωνε προσωπικός αντιπρόσωπος του υιού του και παρέπεμπε σε σχετική ιατρική γνωμάτευση για την κατάσταση του ασθενή.

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια τη γνωμάτευση αυτή, στα σημεία που ενδιαφέρουν.

«Γεγονότα που παρατηρήθηκαν από εμένα:  αποκρυπτικός σε ένταση με κόκκινα μάτια.  Παρατηρείται ψυχοκινητική ανησυχία, λέει ψέμματα ότι λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή, ενώ δεν την λαμβάνει.  Απουσία ύπνου.  Παραδέχεται χρήση CHC». 

 

Και παρακάτω:

 

«Γεγονότα που μου αναφέρθηκαν από άλλους:  εδώ και δύο μέρες ο ύποπτος, απειλητικός προς τους γονείς του, ασυνάρτητος λόγος κατά περιόδους, υποψιάζεται ότι οι γείτονες θα του κάνουν κακό, χθες στις δύο τα ξημερώματα πήγε στο πατρικό του και απειλούσε τη μητέρα του πρόσφατη νοσηλεία στο Ψ.Ν.Α.».

 

Ακολούθως αναφέρονται:

 

«Από την εξέταση του ασθενή πιστοποιώ ότι δεν είναι σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο       χωρίς εναισθησία».

 

 

Αποτελεί την κατάληξη της ψυχιάτρου ότι ο εφεσείων είναι ψυχικά ασθενής και ότι είναι πρόσωπο που χρήζει άμεσης ψυχιατρικής νοσηλείας.

 

Συνοδεύεται επίσης η πιο πάνω γνωμάτευση με έντυπο που περιέχει «στοιχεία του ασθενή» μεταξύ των οποίων τα εξής:

 «Πότε και πού υποβλήθηκε προηγουμένως σε θεραπεία  ....  πριν 2 εβδομάδες στο Ψ.Ν.Α.

και

Κατά πόσο είναι επικίνδυνος για τους άλλους ... Ναι».

 

Στη βάση αυτή το Δικαστήριο εξέδωσε το ακόλουθο διάταγμα:

«ΕΠΕΙΔΗ την 9.12.20, ο χχχχ Σ. από τη Λευκωσία, οδός χχχχχ, Αγλαντζιά, προσωπικός αντιπρόσωπος του ασθενή υπέβαλε αίτηση στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας του ασθενή.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η γνώμη του ψυχιάτρου που τον εξέτασε είναι ότι χρήζει άμεσης υποχρεωτικής νοσηλείας και δεν μπορεί να καταθέσει στο Δικαστήριο και εξέδωσε γνωμάτευση (Τεκμ. Α).

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η κατάσταση του ασθενούς σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση καθιστά αναγκαία την άμεση εξέταση της αίτησης (σοβαρή ψυχική διαταραχή επικίνδυνος έναντι τρίτων προσώπων) κρίνω ότι συντρέχουν επείγον (sic) λόγοι ώστε να επιληφθώ της αίτησης σήμερα και μονομερώς αντί στο χρόνο που προβλέπει ο Κανονισμός 13 (δηλαδή αντί σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την καταχώρηση). Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα επίδοσης της αίτησης ως προβλέπει ο Κανονισμός 14.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το Δικαστήριο άκουσε τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου που συνάδουν με την ιατρική μαρτυρία, κρίνεται αναγκαία η παροχή ιατρικής νοσηλείας και δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ εκδίδεται ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ του ασθενούς διάρκειας είκοσι οκτώ ημερών. Ο ασθενής που επί του παρόντος βρίσκεται σε χώρο ασφαλούς κράτησης, να μεταφερθεί από την Αστυνομία στο Νοσοκομείο. Αθαλάσσας και να παραδοθεί για σκοπούς προσωρινής νοσηλείας στον επί καθήκοντι ψυχίατρο. Αν ο επί καθήκοντι ψυχίατρος κρίνει καθ' οιονδήποτε χρόνο πως ο ασθενής δεν χρήζει περαιτέρω νοσηλείας δύναται να τον απολύσει αφού ειδοποιήσει εγκαίρως το Δικαστήριο.

 

Το διάταγμα ορίζεται για εξέταση κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η έκδοση διατάγματος διαρκούς νοσηλείας την 31.12.20 και ώρα 09:00 πμ.»

 

 

Πριν την ημερομηνία 31.12.20 που θα εξεταζόταν το κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι έκδοση διαρκούς νοσηλείας, μέσω των δικηγόρων του, ο εφεσείων  καταχώρησε αίτηση (στις 11.12.20) με την οποία ζητούσε την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση του διατάγματος της προσωρινής νοσηλείας ημερ. 9/12/20.

Το κυριότερο σημείο που προέβαλε ο εφεσείων πρωτοδίκως στη διαδικασία για λήψη της πιο πάνω άδειας, ήταν η παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης αφού η έκδοση του πιο πάνω διατάγματος, κατά τη θέση του, έγινε αναιτιολόγητα, χωρίς να κληθεί ο εφεσείων και χωρίς να εκπροσωπηθεί στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Το περιεχόμενο της γνωμάτευσης, κατά τον εφεσείοντα, «δεν ήταν αρκετό για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να καταλήξει σε θετικό εύρημα ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να καταθέσει στη διαδικασία».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του εφεσείοντα, εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση με την οποία απόρριψε  το αίτημα του.  Το Δικαστήριο στην απόφαση του ασχολήθηκε με την έννοια «εναισθησία» που συναντάται στην πιο πάνω γνωμάτευση, αναφέροντας ως εξής:

 «Η λέξη «εναισθησία» υποδηλοί όπως ερμηνεύεται στο λεξικό «Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν» του Δ. Δημητράκου, ως είδος ψυχολογικής αυταπάτης και ως έχων νόησιν ή αίσθησιν».

 

Κατέληξε δε ως ακολούθως:

«Διεξήλθα το ενώπιον μου υλικό έχοντας υπ' όψη και όσα ο συνήγορος του αιτητή ανέπτυξε. Ο οποίος τόνισε ότι εκείνο που αμφισβητείται είναι η στέρηση του δικαιώματος του αιτητή να ακουστεί. Ότι δεν είναι ο ψυχίατρος ο οποίος θα αποφασίσει αλλά ο Δικαστής.

 

Ο Επαρχιακός Δικαστής προτού καταλήξει στην απόφαση του είχε ενώπιον του τη γνώμη του ειδικού επί του θέματος ψυχιάτρου, ο οποίος αφού στις προηγούμενες παραγράφους της γνωμάτευσης του περιέγραψε την ιατρική κατάσταση του αιτητή, η οποία δεν είναι αυτή που αμφισβητείται, έκρινε, εκφράζοντας την επιστημονική του άποψη ότι ο αιτητής δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία, δίδοντας αιτιολογία για αυτή του τη γνώμη, την έλλειψη εναισθησίας. Λιτή μεν αναφορά, αλλά περιγραφική και περιεκτική της θέσης του ασθενή, ο οποίος δεν συναισθανόταν την κατάσταση της υγείας του και δεν είχε την απαραίτητη νόησιν.

 

Με αυτή τη μαρτυρία αποφάσισε ο Επαρχιακός Δικαστής, εκφράζοντας τη δικαστική του κρίση, ενεργώντας στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που του παρέχει ο συγκεκριμένος Νόμος.

 

Υπό τις περιστάσεις, κρίνεται πως δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων και ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται».

 

 

Επί της πρωτόδικης κρίσης διατυπώνονται τέσσερις λόγοι έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν υπήρξε παράβαση του δικαιώματος του εφεσείοντα να ακουστεί (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα έκρινε πως δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης certiorari  (δεύτερος λόγος), ότι εσφαλμένα θεώρησε πως ο Επαρχιακός Δικαστής είχε ενώπιον του επαρκές υλικό για να αποφασίσει ότι θα έπρεπε να προχωρήσει και να ακούσει την υπόθεση στην απουσία του εφεσείοντα (τρίτος λόγος) και ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Επαρχιακός Δικαστής είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο εφεσείων δεν είχε την απαραίτητη νόηση ή ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του ο Επαρχιακός Δικαστής του επέτρεπε να καταλήξει σε εύρημα ότι ο εφεσείων δεν είχε την απαραίτητη νόηση ή ικανότητα να καταθέσει στο Δικαστήριο (τέταρτος λόγος).

 

Από την ίδια τη διατύπωση των λόγων έφεσης αλλά και την αιτιολογία τους, προκύπτει ότι επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού αφού ο πυρήνας του παραπόνου του εφεσείοντα είναι η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και ως εκ τούτου λανθασμένα έκρινε ότι δεν προβάλλεται συζητήσιμη υπόθεση για να δοθεί άδεια για καταχώρηση σχετικής αίτησης για έκδοση certiorari.

 

Σίγουρο είναι πως δεσπόζουσα σημασία για τα επίδικα, δια της παρούσης, ζητήματα, έχει η σχετική γνωμάτευση της ψυχιάτρου, η οποία βεβαίως τίθεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση του πατέρα του εφεσείοντα, ο οποίος, ως προσωπικός του αντιπρόσωπος, την υιοθετεί.

 

Θα πρέπει για σκοπούς εξέτασης της έφεσης να παραθέσω την επίμαχη νομοθεσία:

 

10.—(1) Η διαδικασία για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας είναι η ακόλουθη: 

(α) Υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ασθενούς για την έκδοση διατάγ΅ατος προσωρινής νοσηλείας ασθενούς. Σε περίπτωση που ο προσωπικός αντιπρόσωπος δεν υποβάλει αίτηση ή δε δύναται να εντοπιστεί, την αίτηση υποβάλλει η αστυνο΅ία ή κοινωνικός λειτουργός· 

(β) τηρου΅ένων των διατάξεων του εδαφίου (3) η αίτηση υποστηρίζεται από ψυχιατρική γνω΅άτευση σχετικά ΅ε την αναγκαιότητα της παροχής νοσηλείας βάσει του παρόντος άρθρου· 

(γ) το διάταγ΅α προσωρινής νοσηλείας έχει διάρκεια ΅έχρι είκοσι οκτώ ΅έρες · 

(δ) το δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγ΅ατος ορίζει η΅ερο΅ηνία κατά την οποία εξετάζει κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η έκδοση διαρκούς νοσηλείας· 

(ε) αν το δικαστήριο κρίνει, κατά την η΅ερο΅ηνία που ορίζεται στο εδάφιο (δ) πιο πάνω, ότι από την προσαχθείσα ΅αρτυρία δε συνιστάται η έκδοση διατάγ΅ατος διαρκούς νοσηλείας, τότε ο ασθενής αφήνεται ελεύθερος. Αν ό΅ως το δικαστήριο κρίνει ότι ο ασθενής πρέπει να κρατηθεί σε κέντρο για σκοπούς νοσηλείας, τότε εκδίδει διάταγ΅α διαρκούς νοσηλείας: 

Νοείται ότι αν ο υπεύθυνος ψυχίατρος κρίνει ότι ο ασθενής δε χρήζει περαιτέρω νοσηλείας, δύναται να τον απολύσει, προτού εκπνεύσει η διάρκεια του διατάγ΅ατος προσωρινής νοσηλείας, αφού δώσει έγκαιρη ειδοποίηση προς το δικαστήριο· 

(στ) το διάταγ΅α διαρκούς νοσηλείας είναι για αρχική περίοδο ΅έχρι 2 ΅ηνών και δύναται να ανανεώνεται βάσει των προνοιών του άρθρου 11·    

(ζ) κατά την έκδοση κάθε διατάγ΅ατος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα ΅αρτυρία πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς και όταν αυτός δεν εντοπίζεται, τις απόψεις του κοινωνικού λειτουργού, ο οποίος ΅πορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής· 

.............»

Ο δε Κανονισμός προνοεί για την επίδοση αίτησης δυνάμει του ως άνω άρθρου και έχει ως εξής:

«12. Κάθε αίτηση αναγκαία να επιδοθεί ή την οποία το Δικαστήριο διατάσσει όπως επιδοθεί σε πρόσωπο ή πρόσωπα ή οποιαδήποτε υπηρεσία του κράτους, επιδίδεται τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον προβλεπόμενο τρόπο από τους εκάστοτε σε ισχύ Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

13. Εκτός αν άλλως διατάξει το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής προς αυτό προφορικής εισήγησης του αιτούμενου προσώπου, επικαλούμενο επείγοντες λόγους, κάθε αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, ορίζεται από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και ανάλογες οδηγίες, σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης».

 

Παρατηρείται από τις ως άνω πρόνοιες ότι είναι δυνατόν - εκ του ιδίου του Νόμου - η έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας να γίνει μονομερώς, εάν το Δικαστήριο πεισθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει και υπό αυτή βεβαίως την έννοια να συμμετάσχει στη διαδικασία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια τέτοια μαρτυρία, η οποία του επέτρεπε να μην ακούσει τον εφεσείοντα.  Θεώρησε λιτή μεν την αναφορά της ψυχιάτρου, πλην όμως περιγραφική και περιεκτική της ψυχικής κατάστασης του ασθενή.  Πείστηκε στη βάση της υπάρχουσας μαρτυρίας πως ο εφεσείων δεν συναισθανόταν την κατάσταση της υγείας του και δεν είχε την απαραίτητη νόηση, όπως χαρακτηριστικά το έθεσε.  Επέλεξε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην επέμβει στη θεώρηση που το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε επί του πρακτέου.

 

Η Ολομέλεια καλείται, δια της εφέσεως, να ενεργήσει επεμβατικά στην ως άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να αποφασίσει η ίδια για την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης που θα επέτρεπε στον εφεσείοντα να καταχωρήσει δια κλήσεως αίτηση για ακύρωση του διατάγματος προσωρινής νοσηλείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι σε μονομελή σύνθεση Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενεργώντας στα πλαίσια της εξουσίας του δυνάμει του ΄Αρθρου 154(4) του Συντάγματος ασκεί δικαιοδοσία πρωτογενή κατ΄αποκλεισμό κάθε άλλου Δικαστηρίου (βλ. Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991)1 ΑΑΔ 858).  Η εξουσία αυτή ελέγχεται βεβαίως κατά την εφετειακή λειτουργία από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Είναι δε εδραιωμένο στη νομολογία μας, (βλ. In re Mobil Oil Cyprus Ltd (1985)1 CLR 781, in Re L.P. Loucaides Ltd (1986)1 CLR 154, in Re Louis Tourist Agency (1988)1 CLR 405, Halsbury's Laws of England, 3rd ed., vol.11, p.139 και επ., και Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π.Αρτέμη, σελ.54) ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην παροχή ή την άρνηση παροχής αδείας για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος ασκεί διακριτική ευχέρεια.  Συνεπώς, το Εφετείο για να δύναται να παρέμβει προς ανατροπή της δικανικής κρίσης περί μη παροχής αδείας πρέπει να πεισθεί για λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Στη Νικολάου, Πολιτική ΄Εφεση 117/16, 25.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A188 με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία, υποδείχθηκε πως:

«Με βάση τις υποθέσεις Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 και ODYSSEY RETRIEVER INC, Πολική Έφ. αρ.59/16, ημερ. 3.5.2017, εφόσον η εξουσία του Δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα, η επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή μόνο:

 «(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό στην αντίθετη θεώρηση, δεν εντοπίζω κανένα στοιχείο ή προϋπόθεση τέτοια, ως ανωτέρω, ώστε θεμιτά να μπορούσε το παρόν Δικαστήριο  να παρέμβει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την ευχέρεια του.  Αφ΄ης στιγμής το Επαρχιακό Δικαστήριο διέθετε ενώπιον του ιατρική γνωμάτευση, η οποία βάσει του Νόμου του έδινε τη δυνατότητα να θεωρήσει πως ο εφεσείων δεν μπορούσε να καταθέσει στη διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε, στα θεμιτά πλαίσια, τη διακριτική του ευχέρεια να μη παραχωρήσει άδεια.

 

Σίγουρα δε η παράθεση της φράσης «χωρίς εναισθησία» η οποία αναφέρεται ως ιατρικός όρος, ομού με τα λοιπά σημεία της γνωμάτευσης-εντύπου, μπορούν να δικαιολογήσουν τη σχετική κρίση, έστω και αν άλλο Δικαστήριο ηδύνατο να θεωρήσει ότι έπρεπε να αναζητήσει περαιτέρω μαρτυρία ή επιπρόσθετα στοιχεία, όπως εισηγήθηκε ο κ.Βραχίμης.  Δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ ετέρου ότι το Δικαστήριο δεν είχε τη γνώση της έννοιας ή ότι δεν προβληματίστηκε επί του εγειρόμενου θέματος. ΄Εχει τη σημασία του επίσης ότι της διαδικασίας για προσωρινή νοσηλεία, προηγήθηκε διάταγμα υποχρεωτικής εξέτασης, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε.  Όπως επίσης δεν προβλήθηκε πως το αίτημα του προσωπικού αντιπροσώπου, δηλαδή του πατέρα του εφεσείοντα, διέπεται από αλλότρια κίνητρα.  Η δε γνωμάτευση υπήρξε απόρροια αυτής της διαδικασίας που προηγήθηκε, ενώ στην ίδια την επίδικη αίτηση σημειώνεται ως ενισχυτικό της όλης κατάστασης η άρνηση λήψης θεραπείας, η οποία συνάδει με την έλλειψη νόησης για την όλη ιατρική του εικόνα, συνοδευόμενη με τα καταγραμμένα λοιπά στοιχεία που οδήγησαν στην ενεργοποίηση της διαδικασίας δυνάμει του Νόμου, μιας διαδικασίας που εκ της φύσης της - σ΄αυτό το στάδιο - είναι εντελώς  προσωρινής φύσεως στην προσπάθεια του προσωπικού του αντιπροσώπου, εφ΄όσον στηρίζεται από ψυχιατρική γνωμάτευση, να ζητήσει ιατρική βοήθεια προς όφελος του ασθενούς.  Και αναθεωρείται ή παύει σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

 

Όλα τα πιο πάνω φαίνεται να δικαιολογούσαν την επίκληση επειγόντων λόγων στην αναγκαιότητα του αιτήματος και οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να μην αποτελέσουν μέρος των όλων δεδομένων που το Δικαστήριο είχε να λάβει υπόψη του, ώστε να μην κρίνεται η αναγκαιότητα του αιτήματος στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατ΄απομόνωσιν μιας λέξης αλλά συνολικά.  

 

Θα συμφωνούσα απόλυτα με τον κ.Βραχίμη ότι θα υπήρχε πεδίον επέμβασης, αν δεν υφίστατο μαρτυρία περί της ικανότητας του εφεσείοντα να παρακολουθήσει τη διαδικασία.  Όμως, όπως εξηγήσα, αυτή δεν είναι η περίπτωση. 

 

Δεν συμμερίζομαι τη θέση ότι στην κρινόμενη περίπτωση βρίσκει εφαρμογή το ratio της xxx Οικονoμίδου, Πολ.εφ.327/14, 23.2.2016 στην οποία ευθέως γίνεται παραπομπή στη M.S. v. Croatia (No.2) [2015] E.C.H.R.196, η οποία απασχόλησε ιδιαίτερα τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα.

 

Η xxx Οικονομίδου, ανωτέρω,  αφορούσε αμφισβήτηση του διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης και νοσηλείας υπό το πρίσμα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν προβληματίστηκε καν για τις προθεσμίες της επίδοσης και στην απόφαση του δεν ανεγράφετο η παράκαμψη ή ο λόγος της παράκαμψης των προθεσμιών επίδοσης που επιβάλλεται εκ του Νόμου και του Κανονισμού.  Εν αντιθέσει, στην κρινόμενη περίπτωση (και στις δύο διαδικασίες, υποχρεωτικής εξέτασης και προσωρινής νοσηλείας), αυτό καταγράφεται - και μάλιστα με σαφήνεια.

 

Βεβαίως, είναι απολύτως ορθά τα λεχθέντα στις αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήτοι στη S. v. Estonia, Αppl.no. 17779/08, 4.10.2011 2011 [ECHR] και στη M.S. Croatia (ανωτέρω).  Απλώς, σε συνάρτηση με την προσωρινότητα και το σκοπό του επίδικου μέτρου, τονίζω, όπως υποδείχθηκε στην τελευταία αυτή υπόθεση, πως:

"In deciding whether an individual should be detained as a person of unsound mind, the Court gives certain deference to the national authorities.  It will not substitute the decisions of States on how to apply the Convention rights to concrete factual circumstances.   It is in the  first place for the national authorities to evaluate the evidence adduced before them in a particular case, the Court's task is to review under the Convention the decisions of those authorities (see Luberti v. Italy, 23 February 1984, § 27, Series A no.75, and Rudenko, cited above, §100).

 

Συνεπώς, κρίνω πως δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την ευχέρεια του και για τους λόγους που εξήγησα θα απέρριπτα την έφεση.

 

 

    Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 



[1] 13. Εκτός αν άλλως διατάξει το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής προς αυτό προφορικής εισήγησης του αιτούμενου προσώπου, επικαλούμενο επείγοντες λόγους, κάθε αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, ορίζεται από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και ανάλογες οδηγίες, σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.

   14. Εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο, κάθε αίτηση επιδίδεται τουλάχιστον 10 καθαρές ημέρες πριν από την ημερομηνία που είναι αυτή ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, κάθε δε κλητήριο προς μάρτυρα, επιδίδεται τουλάχιστον 7 καθαρές ημέρες πριν την ημερομηνία που η αίτηση είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

[2] Οι αναφορές στην Οικονομίδου ότι επείγοντες λόγοι θα μπορούσαν να παράσχουν έρεισμα για την εξέταση αίτησης για υποχρεωτική νοσηλεία μονομερώς και χωρίς να ακουστεί το υποκείμενο στο διάταγμα πρόσωπο, δεν αφορούσαν στο λόγο (ratio) της απόφασης, που κρίθηκε στην απουσία αιτιολόγησης γιατί να μην επιδοθεί η σχετική αίτηση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο