ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D523
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.217/21
24 Νοεμβρίου, 2021
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.D.S. ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΜΕ ARC xxxxxxx, ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.
Kαι
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡ. 1.10.2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΥΦ.1xx1 xxx ΣΙΕΙΤΤΑΝΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ, ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ xxx ΑΡ.xxx ΣΤΟ xxx, ΛΕΜΕΣΟ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ.155, ΑΡΘΡΟ 27 ΚΑΙ 28 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 29(3) ΤΟΥ Ν.29/77.
------------------
Αλ.Κληρίδης, για Φ.Χρ.Κληρίδης & Σ/τες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής επιδιώκει την εξασφάλιση αδείας για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προνομιακού εντάλματος certiorari, για να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό να ακυρώσει το ένταλμα έρευνας ημερ. 1.10.2021, το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για έρευνα της οικίας, υποστατικών σε συγκεκριμένη οδό που αναφέρεται και οχημάτων (με αριθμούς εγγραφής που αναφέρονται) του αιτητή, ως δικαστική πράξη παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα.
Την 1η.10.2021 Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα έρευνας οικίας, υποστατικών και συγκεκριμένων οχημάτων του αιτητή με βάση ένορκη ομολογία του Αστ.1xx1 της ΥΚΑΝ πως υπάρχει εύλογη υποψία βασιζόμενη σε μαρτυρία ότι η ως άνω οικία του καθώς και τα αναφερόμενα οχήματα παράνομα χρησιμοποιούνται για τη φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄και Β΄.
Συγκεκριμένα, στην ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα καταγράφεται ότι πληροφοριοδότης ανέφερε στην Αστυνομία πως στην πιο πάνω οικία όπου διαμένει ο αιτητής με τη σύζυγο του, φυλάσσονται, κατά διαστήματα, ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄και Β΄, τα οποία προμηθεύουν σε άγνωστα πρόσωπα. Η πληροφορία αυτή αξιολογήθηκε θετικά και καταχωρήθηκε στα αστυνομικά μητρώα. Ενόψει των πιο πάνω, με επίκληση του αρθρ.29(3) των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, Ν.29/77[1] και των αρθρ.27(β)[2] και 28[3] της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 διατυπώθηκε σχετική αίτηση προς το Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος έρευνας, το οποίο το Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένο και το εξέδωσε καθότι, ως ανέφερε, «υπάρχουν εύλογες υποψίες που συνδέουν τα αναζητούμενα τεκμήρια με την πιο πάνω οικία, υποστατικά και οχήματα και συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος με βάση το Σύνταγμα, τον Νόμο και την Νομολογία».
Ο αιτητής δηλώνει ότι είναι κάτοικος στην ως άνω οικία και άτομο «τα συμφέροντα του οποίου θίγονται από το πιο πάνω ένταλμα έρευνας». Είναι η θέση του ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας στην έκδοση του εντάλματος έρευνας αφού το εξέδωσε αντίθετα από τις επιταγές των ως άνω άρθρων καθώς και των ΄Αρθρων 15 και 16 του Συντάγματος, επειδή τα στοιχεία στον όρκο ήταν γενικά, αόριστα, ανεπαρκή και δεν υπήρξε επαρκής προσδιορισμός των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Το αποτέλεσμα των παραλείψεων αυτών ήταν ότι το Δικαστήριο δεν είχε τις αναγκαίες παραμέτρους για να κρίνει τη βασιμότητα του εντάλματος. Παραπονείται ο αιτητής ότι στη στηρικτική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα δεν αναφέρεται η εμπλοκή του πληροφοριοδότη, ποιά χρονική στιγμή λήφθηκε η πληροφορία, ποιά περίοδο αφορούσε η φύλαξη, χρήση κ.λπ των ναρκωτικών, ποιά η σχέση του πληροφοριοδότη με την Αστυνομία και άλλα τινά. Επίσης είναι η θέση του αιτητή ότι το Δικαστήριο λειτούργησε «εντελώς μηχανικά» αφού εξέδωσε το ένταλμα έρευνας ακριβώς την ίδια ώρα που έγινε η ένορκη δήλωση, δηλαδή η ώρα 11.00π.μ.
Ακόμη γίνεται λόγος για αναιτιολόγητο ένταλμα, χωρίς συσχέτιση με την αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας της έκδοσης του.
Τα πιο πάνω αναλύθηκαν ευρέως και επιμελώς από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή. Τόσο η δικογραφία της αίτησης όσο και τα αναφερθέντα από τον κ.Κληρίδη μελετήθηκαν με προσοχή.
Είναι γεγονός ότι πλούσια νομολογία καλύπτει τα ως άνω άρθρα της Ποινικής Δικονομίας καθώς και το ειδικό άρθρο του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος.
Είναι επίσης γεγονός πως η διαδικασία προνομιακού εντάλματος είναι η ενδεδειγμένη και μόνη οδός ακύρωσης ενός εντάλματος που εξεδόθη κατά νομική πλάνη, χωρίς δικαιοδοσία εφόσον οι προϋποθέσεις του Νόμου δεν ισχύουν ή είναι αναιτιολόγητο. ΄Ολα τα πιο πάνω συγκλίνουν, βεβαίως, στην ανάγκη διαφύλαξης του ιδιωτικού χώρου των ανθρώπων (ειδικά της οικίας τους) αφενός και αφετέρου της ανάγκης προστασίας του κοινωνικού συνόλου από το έγκλημα.
Πρέπει δε κατά πάντα χρόνο να είναι στο μυαλό του δικαστή ότι ο σκοπός εκδοθέντος εντάλματος έρευνας είναι η ανεύρεση και κατάσχεση συγκεκριμένων αντικειμένων και όχι γενικά η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων (βλ. Ανδρέου ν. Δημοκρατίας Πολ.Εφ. 103/20 ημερ. 21.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164 και Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1Β ΑΑΔ 1014).
Στη Σιακαλλή (2001)1Α ΑΑΔ 282 τονίστηκε πως:
«Το ένταλμα αιτιολογείται μόνο με αναφορά στο ότι στην ένορκη δήλωση φαίνεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Αιτητή φυλάττονται παράνομα ναρκωτικά. Αυτό που ζητά όμως το Σύνταγμα και ο νόμος δεν είναι να λέγει η Αστυνομία ότι έχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύει, το οποίο ο δικαστής να εκλαμβάνει ως δεδομένο, αλλά ο ίδιος ο δικαστής να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του διατάγματος ικανοποιούμενος εκείνος ότι η υποψία είναι, επί της μαρτυρίας, εύλογη. Ούτε το ότι αυτός είναι ο καθορισμένος στους κανονισμούς τύπος του εντάλματος ούτε η αόριστη αναφορά στο τέλος του εντάλματος ότι "Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος" θεραπεύουν την έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο το δικαστή της ύπαρξης εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται. Το θέμα δεν είναι δε τυπικό. Μόνο με βάση το τι αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και τη συναρτούμενη προς τούτο μαρτυρία μπορεί να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος από το δικαστή σύμφωνα με το Άρθρο 16.2. Όταν ο ίδιος ο δικαστής απλώς παραπέμπει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται εκ μέρους της Αστυνομίας, δεν έχει ομολογουμένως επιτελέσει το καθήκον του που είναι να διαπιστώσει ο ίδιος το ζητούμενο, προβαίνοντας σε δικαστική πράξη όπως δείχνει η νομολογία».
Στην Odyssey Retriever Πολ.Εφ. 59/16, 3.5.2017 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Με βάση το άρθρο 27 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ο Δικαστής για να εκδώσει ένταλμα έρευνας, πρέπει να ικανοποιηθεί με έγγραφη ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει - (α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Παρατηρείται ότι το άρθρο 27, σε αντίθεση με τα άρθρα που αφορούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, δεν προβλέπει τη θετικά διατυπωμένη προϋπόθεση ως προς τη διάπραξη του αδικήματος. Είναι αρκετό να υπάρχει υποψία ότι το αδίκημα διαπράχθηκε για να χρησιμοποιηθούν ακριβώς οι λέξεις της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 27(α). Στη βάση δε αυτού απαντώνται οι ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ως προς την απαξία που έδωσε στη λέξη «ενδεχομένως» που χρησιμοποιήθηκε δυο φορές στον όρκο.
Και παρακάτω:
«Στην υπόθεση Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656, που αφορούσε ακριβώς εξέταση εντάλματος έρευνας και τέθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί, εκρίθη ότι κατά την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε εύλογη υπόνοια βασισμένη σε μαρτυρία η φύση της οποίας εξειδικευόταν. Τονίστηκε ότι εφόσον το ίδιο το ένταλμα όπως το υπέγραψε ο Δικαστής αναφέρεται ρητά στην ένορκη καταγγελία, όπως τέθηκε ενώπιον του, συνάγεται και η κατάληξη ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Η κατάληξη αυτή ασφαλώς παραπέμπει στα ίδια και ενσωματώνει τη δική του κρίση πάνω στο θέμα. Η απόφαση Αντωνίου καταλήγει ως εξής: «αυτή η κατάληξη, υπογεγραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή, είναι δική του και κανενός άλλου». (βλ. Παναγιώτου (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, Γεωργαλλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 302, Φωτίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1114, Γεωργίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1217, Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094, Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, Πολυδώρου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1166, Χρυσάνθου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1175 και Αίτηση Σ.Σ., πολ.έφ.30/17, 9.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:D75.
Όπως δε επαναλαμβάνεται στην ΄Εκτορα Μακρίδη, Πολ.έφ.514/12, 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238 «η διαπίστωση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης, ήταν του εκδόσαντος το ένταλμα δικαστή. Διαπίστωση που αναμφίβολα στηρίχθηκε στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ήταν ενώπιόν του. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. . . . Υπόνοια, η οποία αναδυόταν αβίαστα μέσα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και καθιστούσε αχρείαστη την οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης για έκδοση του επίδικου εντάλματος. Όπως, δε, ορθά εντοπίζεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί αυστηρή ή τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασής του για έκδοση εντάλματος, ούτε βεβαίως να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν του.
Συνεπώς κρίνουμε ότι εφόσον η εν λόγω ένορκη καταγγελία περιείχε τα αναγκαία στοιχεία με βάση το άρθρο 27 και δια της δικανικής κρίσεως αυτά έχουν ελεγχθεί, ήταν εύλογη και ορθή η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή, στην απόρριψη της αίτησης. ΄Επεται πως ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται».
Στη Νικολάου, Πολ.Αίτ.113/20, 20.10.2020, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Είναι φανερό ότι με βάση το άρθρο 27 ανωτέρω, ο δικαστής πρέπει να ικανοποιηθεί με βάση την ένορκη δήλωση που του προσφέρεται, ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στον τόπο εργασίας ή διαμονής του αιτητή υπάρχει ο,τιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε. (Βλ. Μαρκίδης (2014)1A A.A.Δ 756, Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656 και Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. Πολ.εφ.348/15, 9.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Ορθά υποδείχθηκε βεβαίως, πως το άρθρο 27 και η εμβέλεια του δεν οδηγεί στο συμπέρασμα πως το άτομο εναντίον του οποίου εκδίδεται το ένταλμα έρευνας πρέπει να έχει απαραιτήτως σχέση με το αδίκημα. (Βλ. Odyssey Retriever Inc., Πολ.εφ. αρ.59/16, 3.5.2017). Εκείνο που πρέπει να στοιχειοθετηθεί είναι η σχέση με τα αντικείμενα που αναζητούνται. Ωστόσο είναι θέμα των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης πώς αυτό θα επιτευχθεί.»
Εν προκειμένω, θεωρώ ότι παρά τη λακωνικότητα της ενόρκου δηλώσεως του αστυνομικού, τίθεντο οι προϋποθέσεις για τη δικαιολόγηση έκδοσης του εντάλματος έρευνας από το Επαρχιακό Δικαστήριο. ΄Εχει καταδειχθεί από τον όρκο πως ένα αδίκημα έχει διαπραχθεί ή δύναται να έχει διαπραχθεί - και ότι αυτό το αδίκημα αφορά φύλαξη, χρήση ή διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α΄ Β΄. Περαιτέρω, έχει καταδειχθεί - στο χαμηλό βαθμό που χρειάζεται (βλ. Νικολάου ανωτέρω), πως υπάρχει η εύλογη υπόνοια πως ο αιτητής ως δια της κατοχής των υποστατικών και των οχημάτων, και ως προκύπτει από πληροφορία προσώπου που κατατάχθηκε θετική και καταχωρήθηκε αρμοδίως, ενέχεται στο αδίκημα. Είναι ως εκ της προτεινόμενης υποψίας εμπλοκής του αιτητή που παρουσιάζεται η περαιτέρω εύλογη υπόνοια ότι τα αντικείμενα - αναζητούμενα τεκμήρια, ναρκωτικά, βρίσκονται στο συγκεκριμένο χώρο ή χώρους. Η παρούσα περίπτωση, συνεπώς, διαφοροποιείται από την υπόθεση Αποστόλου, Πολ. Αίτηση αρ. 115/2020, 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D357 την οποία επικαλείται ο συνήγορος του αιτητή. Εν προκειμένω, έστω και αν χρησιμοποιείται η λέξη πληροφορία στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι περισσότερο, αφού η πληροφορία αυτή αξιολογήθηκε αφενός και αφετέρου «τοποθετεί» τα ναρκωτικά στον επίδικο χώρο με την κατ' ισχυρισμό εμπλοκή του αιτητή (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 133/2018, 17.12.2018).
Από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Δικαστής που επιλήφθηκε το ένταλμα έρευνας ενήργησε μηχανικά. Ούτε βεβαίως ότι αυτό συναρτάται με την ώρα του όρκου. Κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον αστήρικτο και δεν περιλαμβάνει ισχυρισμό ουσίας.
΄Οσον αφορά δε την εισήγηση για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή τη μη ύπαρξη αναγκαιότητας στην έκδοση του εντάλματος έρευνας, οι θέσεις του αιτητή παρέμειναν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο που θα μπορούσε να διασαλεύσει το ευλόγως αναμενόμενο, ότι δηλαδή σε μιαν έρευνα για ναρκωτικά σε συγκεκριμένους χώρους, σε συνάρτηση με σοβαρό αδίκημα υπό διερεύνηση, η αναγκαιότητα και αναλογικότητα του μέτρου, αποτελεί εκ των ουκ άνευ συνυφασμένο με την ίδια την αιτιολογία της έκδοσης του.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
[1] 29(3) Εφ' όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία-
(α) ότι οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωδήποτε υποστατικώ˙ ή
(β) ότι έγγραφον όπερ αμέσως ή εμμέσως αφορά ή έχει σχέσιν προς συναλλαγήν ή πράξιν ήτις αποτελεί αδίκημα συμφώνως τω παρόντι Νόμω ή σκοπουμένην συναλλαγήν ή πράξιν ήτις διενεργουμένη θα αποτέλει αδίκημα εναντίον του παρόντος Νόμου ή εν τη περιπτώσει συναλλαγής ή πράξεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησομένης εν οιωδήποτε τόπω εκτός της Δημοκρατίας, ήτις αποτελεί ή θα αποτελεί αδίκημα εναντίον των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόμου, ευρίσκεται εν τη κατοχή προσώπου τινός, ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλματι καθοριζόμενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του εντάλματος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικοίς˙ εάν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκημα τι εναντίον του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των μνημονευομένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρμακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, έγγραφα.
2. 27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) ......
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
........
3. 28. (1) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
(2) Κάθε τέτοιο ένταλμα συνήθως απευθύνεται γενικά προς όλους τους αστυνομικούς αλλά ο Δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται, αν η άμεση εκτέλεση του είναι αναγκαία, και δεν υπάρχει αμέσως διαθέσιμος αστυνομικός, να απευθύνει αυτό σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, και το πρόσωπο αυτό ή πρόσωπα εκτελούν αυτό, όταν δε το ένταλμα απευθύνεται σε περισσότερους από ένα αστυνομικούς ή περισσότερα από ένα πρόσωπα, αυτό δύναται να εκτελεστεί από όλους, ή από οποιοδήποτε ή από περισσότερους του ενός από αυτούς.
(3) Κάθε τέτοιο ένταλμα παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από Δικαστή.