ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A520
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 152/2014
17 Νοεμβρίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΜESHKOV, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΗΣ E. B., ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΩΜΗ,
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας,
ν.
1. xxx ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ,
2. THE HIPPOCRATEON PRIVATE HOSPITAL LTD,
Εφεσιβλήτων/Eναγομένων
-----------------------------
Γ. Γεωργιάδης με Ν. Γεωργιάδη και Ντ. Βαρωσιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Χ. Βελάρης, για τον Εφεσίβλητο 1.
Γ. Μιλτιάδους (κα), για την Εφεσίβλητη 2.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Παναγή, Π.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η EB απεβίωσε στις 27.3.2004 στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου είχε μεταφερθεί την ίδια ημέρα από το Ιδιωτικό Νοσοκομείο Ιπποκράτειο.
Με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσείων, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας συζύγου του ΕΒ (η αποβιώσασα) και προς όφελος των κληρονόμων της, ενήγαγε τους εφεσίβλητους - εναγομένους 1 και 2 για αποζημιώσεις για αμέλεια και ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και ή της εκ προστήσεως ευθύνης τους. Ο εφεσίβλητος 1 είναι ιατρός με αυτοτελείς ειδικότητες στην παθολογία και την καρδιολογία. Οι εφεσίβλητοι 2 είναι οι ιδιοκτήτες και ή διαχειριστές του Ιδιωτικού Νοσοκομείου Ιπποκράτειο («Ιπποκράτειο»).
Στην έκθεση απαίτησης αποδίδονται στους εφεσίβλητους σειρά πράξεων και παραλείψεων αφισταμένων του καθήκοντος επιμέλειας που όφειλαν στην αποβιώσασα ΕΒ. Αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσίβλητοι κατά την πρώτη εξέταση της ΕΒ κατά ή περί τις 25.3.2004, την εξέτασαν συμπτωματικά ή πρόχειρα. Επίσης ότι δεν προέβησαν σε ορθή διάγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης της και παρέλειψαν να την εισαγάγουν ευθύς αμέσως σε ιατρικό κέντρο που θα είχε τη δυνατότητα να της παράσχει τη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, ιατρική διάγνωση και περίθαλψη. Όταν δε εισήχθη τελικά στο Ιπποκράτειο, η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί σοβαρά. Αποδίδεται αμέλεια στους εφεσίβλητους 1 και 2 για πράξεις και παραλείψεις των εφεσίβλητων και μετά την εισαγωγή της ΕΒ στο Ιπποκράτειο κατά την εκεί φροντίδα και νοσηλεία της, ότι δηλαδή παρέλειψαν να διαγνώσουν το εμπύημα της χοληδόχου κύστης και προέβησαν σε λανθασμένη διάγνωση και χειρισμό της μέχρι την παραπομπή της στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου κατέληξε.
Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπισή τους απέρριψαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα προβάλλοντας πως ο θάνατος της αποβιώσασας δεν προκλήθηκε από αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος τους.
Το ιστορικό των γεγονότων, όπως συνοψίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως ακολούθως:
«Η αποβιώσασα από τις 23.3.2004 παραπονέθηκε ότι δεν αισθανόταν καλά την επόμενη μέρα 24.3.2004 αισθανόταν μέτρια, είχε πυρετό και έκανε εμετό και στις 25.3.2004 λόγω του ότι η κατάσταση της υγείας της δεν έδειχνε βελτίωση κλήθηκε από τον ενάγοντα ο εναγόμενος 1 του οποίου ο αριθμό τηλεφώνου δόθηκε στον ενάγοντα μετά από τηλεφώνημα που έγινε στην εναγομένη 2. Ο εναγόμενος 1 μετέβη στην οικία της αποβιώσασας όπου και την εξέτασε. (Ο ισχυρισμός του ενάγοντα είναι ότι ο εναγόμενος 1 εξέτασε επιφανειακά την ενάγουσα και αφού διαβεβαίωσε τόσο τον ίδιο όσο και την αποβιώσασα ότι δεν είχε κάτι σοβαρό της έδωσε κάποια φάρμακα και αποχώρησε διαβεβαιώνοντας και ή καθησυχάζοντας τους ότι η αποβιώσασα θα ήταν καλά σε δύο μέρες. Η θέση αυτή δεν είναι αποδεκτή από τον εναγόμενο 1 ο οποίος ισχυρίζεται ότι εξέτασε την αποβιώσασα ενδελεχώς και της έκανε σύσταση με έντονο τρόπο να εισαχθεί σε νοσοκομείο ή κλινική για διερεύνηση των συμπτωμάτων της, θέση η οποία προσέκρουσε όμως στην αντίδραση της αποβιώσασας και του ενάγοντα). Η κατάσταση της υγείας της αποβιώσασας επιδεινώθηκε και στις 26.3.2004 ο ενάγοντας επισκέφθηκε τον εναγόμενο 1 στην κλινική των εναγομένων 2 χωρίς την αποβιώσασα και πληροφόρησε τον εναγόμενο 1 για την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της. Το αποτέλεσμα ήταν η εισαγωγή της αποβιώσασας στην Κλινική Ιπποκράτειο το απόγευμα τις 26.3.2004 όπου η κατάσταση της υγείας της δεν ήταν καθόλου καλή, νοσηλεύτηκε στην κλινική, της έγιναν διάφορες εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις και της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και στις 27.3.2004 ο εναγόμενος 1 απεφάσισε ότι θα έπρεπε να παραπεμφθεί η αποβιώσασα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για περαιτέρω νοσηλεία αφού η κατάσταση της είχε επιδεινωθεί πολύ. Προς τούτο έγραψε σχετικό παραπεμπτικό και η αποβιώσασα εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου τελικά υπέκυψε περί η ώρα 17.00 της 27.3.2004.»
Όπως επίσης προκύπτει ως μη αμφισβητούμενο και ή αναντίλεκτο γεγονός ο ιατροδικαστής Δρ. Σ. Σοφοκλέους διενήργησε νεκροτομή επί της σωρού της θανούσας στο νεκροτομείο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στην οποία εκ μέρους της οικογένειας της παρέστη ο ιατροδικαστής Δρ. Π. Σταυριανός. Με βάση τα ευρήματα του Δρ. Σ. Σοφοκλέους, ο οποίος, ας σημειωθεί, δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο αλλά κατατέθηκε η ιατροδικαστική του έκθεση, αιτία θανάτου ήταν η πνευμονική εμβολή. Κατά τη νεκροτομή παραλήφθηκαν προς εξέταση βιολογικά δείγματα τα οποία παραδόθηκαν για ιστοπαθολογικές εξετάσεις. Σύμφωνα με την ιστοπαθολογική έκθεση της Δρ. Ι. Ζουβάνη είχαν παραληφθεί και εξεταστεί τεμάχιο τοιχώματος καρδίας, τεμάχια πνεύμονα, τεμάχιο επινεφριδίου, τεμάχιο παγκρέατος, τεμάχιο ήπατος, σπληνός, νεφρού και αποπεπλατυσμένο, καστανέρυθρο ιστοτεμάχιο τα οποία εξετάστηκαν μακροσκοπικά και μικροσκοπικά. Στο ιατρικό πιστοποιητικό για την αιτία θανάτου που υπέγραψε ο Δρ. Σ. Σοφοκλέους στις 30.3.2004 ως αιτία θανάτου αναγράφεται η μαζική πνευμονική εμβολή συνεπεία ρήξης δεξιού νεφρού.
Σε σχέση με τα αίτια του θανάτου της αποβιώσασας έγινε η θανατική ανάκριση με αριθμό 30/2204 από τον θανατικό ανακριτή Α. Δαβίδ. Σύμφωνα με το πόρισμα του ημερ. 8.11.2005 «Από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και της ιατρικής μαρτυρίας βρίσκω ότι πράγματι η αιτία του θανάτου της αποβιώσασας ήταν η μαζική πνευμονική εμβολή». Έχει επίσης κατατεθεί στο Δικαστήριο η ιατροδικαστική έκθεση του Δρ. Π. Σταυριανού που όπως έχει αναφερθεί ήταν ο ιατροδικαστής που παρέστη κατά την νεκροτομή εκ μέρους της οικογένειας. Σύμφωνα με το δικό του πόρισμα ο θάνατος οφείλεται σε πνευμονική εμβολή σε έδαφος και αιμορραγίας στη δεξιά οπισθοπεριτοναϊκή χώρα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσε για την πλευρά του εφεσείοντα ο ίδιος (ΜΕ1) και δύο εμπειρογνώμονες, ο Δρ. Λ. Λοίζου, Ειδικός Νευρολόγος (ΜΕ2) καθώς και ο Παιδίατρος, ειδικός στην αναισθησιολογία, ανάνηψη και εντατική θεραπεία παιδιών Δρ. Ιγνατσένγκο Αλεξάντερ xxx (ΜΕ3).
Εκτός από τον εφεσίβλητο 1 (ΜΥ1), για την υπεράσπιση κατέθεσαν επίσης ο Δρ. Α. Πέτσας (ΜΥ2), παθολόγος με σπουδές και ειδίκευση στην καρδιολογία καθώς και η Α. Κουλουμπρή (ΜΥ3), νοσοκόμα στους εφεσίβλητους 2 με καθήκοντα στις 26.3.2004 νυχτερινής βάρδιας στο χειρουργικό-παθολογικό θάλαμο όπου νοσηλευόταν η αποβιώσασα.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκε αριθμός ιατρικών πιστοποιητικών, μεταξύ των οποίων, ιατρικά πιστοποιητικά των Δρ Α. Πούλλου, Βοηθού Διευθυντή της Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και του χειρούργου Δρ. Χρυσοχού, επίσης του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, οι οποίοι δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες αλλά στα πιστοποιητικά/εκθέσεις των οποίων αναφέρθηκε το Δικαστήριο επειδή είχε γίνει εκτεταμένη αναφορά από τις δύο πλευρές.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε θετική αντίληψη για τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Δεδομένου δε ότι τέσσερεις από τους έξι μάρτυρες παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο ως ιατροί εμπειρογνώμονες, το Δικαστήριο ανέλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία τους στη βάση των αρχών που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, οι οποίες διατυπώνονται στην απόφαση. Έκρινε δε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του ΜΕ2 ως εμπειρογνώμονα και στη μαρτυρία του ΜΕ3, ενώ αποδέχτηκε τις θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, για τους λόγους που εξήγησε.
Αφού ασχολήθηκε και με τη νομική διάσταση της υπόθεσης με βάση τη σχετική νομολογία, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τις προβληθείσες πράξεις αμέλειας, καταγράφοντας πως «σε όλα αυτά τα θέματα η απάντηση μου για ιατρική αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου 1 είναι σαφώς αρνητική». Το Δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι η εξέταση της αποβιώσασας από τον εφεσίβλητο 1 στις 25.3.2004 ήταν ενδελεχής και ορθή και σε καμία περίπτωση επιφανειακή, ενώ με την εισαγωγή της στο Ιπποκράτειο έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με την επιστήμη του για να καταλήξει άμεσα σε διάγνωση. Επισήμανε συγκεκριμένα:
«Όλα τα μέτρα τα οποία ο Μ.Ε.3 είχε δηλώσει ότι έπρεπε να γίνουν και για τα οποία δεν γνώριζε ότι έγιναν φαίνεται ότι έχουν γίνει από το Δρ. Σπυριδάκη δηλαδή εργαστηριακές αναλύσεις, κλήση του Παπατρύφωνος και η χορηγηση ορρού, ινσουλίνης και αντιβιοτικού ευρέου φάσματος. Η θέση του εναγομένου 1 ότι δεν ετίθετο θέμα χειρουργείου στηρίζεται και υποστηρίζεται και από τα ευρήματα των γιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και του Μ.Υ.2. Τα εργαστηριακά αποτελέσματα των αναλύσεων της αποβιώσασας και τα έγγραφα του νοσοκομείου υιοθετούν σαν διάγνωση την διάγνωση του Δρ. Σπυριδάκη για σακχαρώδη διαβήτη. Οι ιατροδικαστές στις εκθέσεις τους δεν σημειώνουν οτιδήποτε που να δικαιολογεί ή να θέτει υπόβαθρο εξέτασης της διάγνωσης του Μ.Ε.2 για οξεία χολοκυστίτιδα, πόσο δε μάλλον όταν λήφθηκαν δείγματα σχεδόν από όλα τα όργανα της αποβιώσασας για ιστοπαθολογικές εξετάσεις χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στη μόλυνση της χοληδόχου κύστης όπως και ενόψει του γεγονότος ότι τα ευρήματα των ιστοποθαλογικών εξετάσεων σε όργανα που βρίσκονται πλησίον της χοληδόχου κύστης ανατομικά.»
Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, έγινε «μεγάλος λόγος» στο Δικαστήριο για το σύνδρομο SIRS και κατά πόσο ο εφεσίβλητος όφειλε να αναγνωρίσει την ύπαρξη του και να δράσει πιο γρήγορα. Το Δικαστήριο παρατήρησε με παραπομπή στα πρακτικά της διαδικασίας ότι τα πλείστα συμπτώματα του συνδρόμου είναι ταυτόσημα με τα συμπτώματα κωματώδους διαβήτη με ίδια αντιμετώπιση η οποία έγινε στην κλινική των εφεσίβλητων 2. Σημείωσε επίσης ότι δεν ετίθετο θέμα χειρουργικής επέμβασης άμεσα πριν από την αποκατάσταση των υπολοίπων, καταλήγοντας ότι δεν τίθετο ούτε σε εκείνη την περίπτωση θέμα αμέλειας.
Ως τελευταίο στοιχείο αμέλειας εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 εξετάστηκε το κατά πόσο αυτός όφειλε να ζητήσει επιτακτικά, ακόμα και με τη βία, την εισαγωγή της αποβιώσασας σε κλινική ή νοσοκομείο στις 25.3.2004 που την είχε δει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή τελικά ήταν η μόνη θέση στην οποία ο Δρ Λοΐζου επέμεινε μέχρι τέλους. Αναφερόμενο στο εύρημα του ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε συστήσει εισαγωγή της αποβιώσασας σε κλινική στις 25.3.2004, τόνισε πως σχετική ήταν η «παραδοχή» του Δρ Λοΐζου και το περιεχόμενο του παραπεμπτικού σημειώματος ημερ. 27.3.2004 αλλά και η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 την οποία είχε ήδη αποδεχτεί. Το θέμα, όπως το έθεσε το Δικαστήριο, «ήταν πόσο επιτακτική έπρεπε να ήταν αυτή του η θέση και αν μπορεί να κριθεί αμελής ουσιαστικά επί το ότι δεν ανάγκασε την αποβιώσασα και ή το σύζυγο της για να εισαχθεί στην κλινική αφού ας σημειωθεί δεν ετίθετο θέμα εισαγωγής της στο Γενικό Νοσοκομείο για το οποίο ο ενάγοντας την δεδομένη στιγμή ήταν αρνητικός όπως ισχυρίστηκε λόγω προηγούμενης του εμπειρίας». Κατέληξε ότι δεν τίθετο θέμα αμέλειας αφού ο ιατρός είχε συστήσει την εισαγωγή της αποβιώσασας για νοσηλεία και υπήρξε άρνηση από την ίδια και τον εφεσείοντα. Η εισαγωγή της τελικά έγινε μετά από παραστάσεις του εφεσίβλητου 1 αφού ο εφεσείων τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του την επόμενη μέρα για να ζητήσει αλλαγή της κατ' οίκον θεραπείας λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης της αποβιώσασας.
Η επίκληση, επίσης, από τον εφεσείοντα της αρχής res ipsa loquitur έπεσε στο κενό. Δεν θα μας απασχολήσει καθότι δεν προωθείται οτιδήποτε σχετικό με την έφεση.
Όσον αφορά την αποδιδόμενη στους εφεσίβλητους 2 αμέλεια, το Δικαστήριο σημείωσε πως οι εφεσίβλητοι 2 διαχειρίζονται το ιδιωτικό νοσοκομείο Ιπποκράτειο στο οποίο ο εφεσίβλητος 1 διατηρεί ιατρείο και δεν υπήρχε σχέση υπαγωγής, εργοδότησης ή αντιπροσωπείας μεταξύ τους. Απορρίπτοντας και τη θέση του εφεσείοντα περί εκ προστήσεως ευθύνης των εφεσιβλήτων 2 για τις πράξεις του εφεσίβλητου 1, παρατήρησε ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του οι εφεσίβλητοι 2 δεν καθόρισαν τον εφεσίβλητο 1 ως θεράποντα ιατρό της αποβιώσασας και η κλινική τους τη δεδομένη στιγμή δεν λειτουργούσε ως νοσοκομείο και δεν είχε Τμήμα Α' Βοηθειών ή Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Το δε προσωπικό των εφεσιβλήτων 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, λειτουργούσε κάτω από την εποπτεία, επιτήρηση και τις οδηγίες του εφεσιβλήτου 1.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με τρεις λόγους έφεσης, οι οποίοι θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Θέση του εφεσείοντα με τον 1ο λόγο έφεσης, ο οποίος συμπλέκεται με τον 3ο λόγο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε δεόντως την απόφαση ή και τα ευρήματά του, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ή ανεπαρκή αιτιολόγηση της μαρτυρίας και «δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή ήσσονος σημασίας και/ή παρερμήνευσε την επιστημονική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και/ή κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα που είχε ενώπιον του».
Η εκτεταμένη αιτιολογία του λόγου, η οποία διαιρείται σε 30 παραγράφους και καλύπτει περίπου επτά δακτυλογραφημένες σελίδες, αναφέρεται, ουσιαστικά, στον τρόπο που προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο την αξιολόγηση της μαρτυρίας καθώς και στις λεπτομέρειες του σκεπτικού του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων της κάθε πλευράς. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας προβαίνοντας σε ευρήματα όχι μόνο εξ αντικειμένου ανυπόστατα και αυθαίρετα, αλλά παρερμήνευσε τη μαρτυρία και καθοδηγήθηκε από λανθασμένη αξιολόγησή της.
Υπενθυμίζουμε εδώ την πάγια αρχή ότι κατά κανόνα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει και αξιολογήσει τους μάρτυρες τους οποίους έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ζερβού κ.ά ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (2011) 1 ΑΑΔ 2192 «η εικόνα που αποκομίζει το πρωτόδικο δικαστήριο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι μοναδική, λόγω της αμεσότητας που υπάρχει μεταξύ του μάρτυρα και του δικαστηρίου, γι' αυτό και το εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα στην κρίση του». Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η αξιολόγηση καταλήγει σε παράλογα συμπεράσματα ή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα «δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή» (Στυλιανίδης ν. Χ" Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056).
Τέλος, υπενθυμίζουμε την αρχή ότι οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με τη νομολογία, καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια και στοιχεία, τα οποία αφού εκτιμηθούν να αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις (βλ. Χαραλάμπους ν. Αβραάμ κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441).
Όταν η ιατρική μαρτυρία είναι διιστάμενη:
«. το Δικαστήριο οφείλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να κρίνει την μαρτυρία αυτή στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μη δίνοντας προβάδισμα σε οποιαδήποτε ιατρικώς εκφρασθείσα γνώμη από εκάτερο των διαδίκων. Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του, ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ' αυτά τα δεδομένα.»
(Daria v Βλάβη (2012) 1 ΑΑΔ 1111 με αναφορά στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλέξανδρου Κωστάκη, ανήλικου, μέσω των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του, Χρήστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ. 432).
Ειδικά για τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν ψυχρή και ουδέτερη, πλείστες απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του υποβάλλοντο ήταν γενικές και αόριστες και σε αρκετές περιπτώσεις παρατήρησα υπεκφυγή να απαντήσει. Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρω τον τρόπο που απάντησε όταν ρωτήθηκε αν έχει οποιαδήποτε σχέση ή εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα φαρμακολογίας, όταν ρωτήθηκε αν η υγεία της συζύγου του παρουσίαζε οποιαδήποτε προβλήματα, αρχικά ανάφερε ότι ήταν μια χαρά στην υγεία της για να παραδεχτεί μετά ότι τους τελευταίους δύο, τρεις μήνες αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα και δεν ήταν όπως ήταν πριν και ότι τον τελευταίο καιρό δεν είχε μεταβεί σε κανένα γιατρό ούτε έκανε οποιεσδήποτε εξετάσεις. Δεν έδωσε επίσης καθαρή απάντηση στο πως κατέληξε να πάρει επαγγελματική γνώμη από τον Μ.Ε.2 Δρ. Λ. Λοΐζου αναφέροντας αρχικά ότι του τον σύστησαν κάποιοι φίλοι του χωρίς να τους κατονομάσει για να επικαλεστεί αργότερα τον πρώτο δικηγόρο του και ακολούθως τον νυν δικηγόρο του. Επίσης η θέση του για την κατάσταση της γυναίκας του το βράδυ της 26.3.2004 προς 27.3.2004 που βρισκόταν στο Ιπποκράτειο έχει αντικρουστεί έντονα από τους μάρτυρες των εναγομένων κατά έντονο τρόπο. Ο ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι η σύζυγος του σηκώθηκε το βράδυ για να πάει στην τουαλέτα ενώ η μαρτυρία τόσο του εναγόμενου 1 αλλά και της Μ.Υ.3 η οποία στο σημείο αυτό δεν αντεξετάστηκε ήταν ότι η αποβιώσασα ήταν συνδεδεμένη με οξυγόνο, μηχανήματα για καρδιακό παλμό και τρεις καθετήρες και μάλιστα σε ημικωματώδη κατάσταση και ληθαργική. Ο ενάγοντας επίσης στην προσπάθεια του να αποδώσει αμέλεια στους εναγόμενους 1 και 2 δεν περιέγραψε ούτε με ακρίβεια αλλά ούτε και αληθώς είναι η θέση μου την θεραπεία και περίθαλψη που δόθηκε στη σύζυγο του από την εισαγωγή της στο Ιπποκράτειο. Στον ενάγοντα επίσης αποδόθηκε παράξενη συμπεριφορά και από τον εναγόμενο 1 και από την Μ.Υ.3 και προσπάθειες επέμβασης του στη νοσηλεία της αποβιώσασας. Επί αυτών των θεμάτων δεν αντικρούστηκαν οι θέσεις τους. Έδωσε επίσης εντελώς διαφορετική εκδοχή για το πως κατέληξε στα χέρια του το τηλέφωνο του εναγομένου 1 από αυτή που τέθηκε από τον ίδιο τον εναγόμενο 1 αλλά και την Μ.Υ.3. Καίρια και καθοριστικά έχω εντοπίσει αντιφάσεις του ιδίου σε σχέση με τα όσα έχει αναφέρει στο Δικαστήριο για τον τρόπο που ο εναγόμενος 1 εξέτασε την σύζυγο του στην οικία τους για πρώτη φορά στις 25.3.2004 και τις συστάσεις που τους έδωσε, μεταξύ των όσων έχει αναφέρει στο Δικαστήριο ο ίδιος και αυτά που ο ίδιος επίσης ανέφερε στο Μ.Ε.2 Δρ. Λοΐζου και για τα οποία ο Δρ. Λοΐζου κράτησε σημειώσεις τις οποίες κατέθεσε στο Δικαστήριο.»
Ένα από τα παράπονα που αναφέρει ο εφεσείων ως παράδειγμα των αιτιάσεων του, αφορά στο καίριο ερώτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος στις 25.3.2004 όφειλε να ζητήσει επιτακτικά την εισαγωγή της αποβιώσασας σε κλινική ή νοσοκομείο. Ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας αρνητικά τη μαρτυρία του ανέφερε πως ο ίδιος αρνήθηκε ότι ο εφεσίβλητος 1 εισηγήθηκε τη μετάβαση της αποβιώσασας στο Ιπποκράτειο για θεραπεία, κάτι που δεν ευσταθεί αφού ανέφερε στο Δικαστήριο με απόλυτη ειλικρίνεια πως ο εφεσίβλητος 1 εισηγήθηκε την εισαγωγή.
Αναδρομή στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας καταδεικνύει το αβάσιμο του παραπόνου, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τη διαπίστωση του Δικαστηρίου περί αντιφάσεων του εφεσείοντα ως προς τις συστάσεις που δόθηκαν στον ίδιο και τη σύζυγό του από τον εφεσίβλητο 1 στις 25.3.2004. Σημειώνεται εδώ παρενθετικά, ότι η συνεννόηση του εφεσίβλητου 1 με την αποβιώσασα, η οποία δεν μιλούσε Ελληνικά ή Αγγλικά, έγινε μέσω του εφεσείοντα στην αγγλική γλώσσα. Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την αντεξέταση του εφεσείοντα:
«Ε: Επαναλαμβάνω, είπες στον ιατρό ότι η σύζυγος σου εδώ και 2-3 μήνες άρχισε να μην αισθανόταν πολύ καλά;
Α: Εγώ είναι (sic) αναφέρει στον ιατρό όλα τα συμπτώματα που είχε η σύζυγος μου από το βράδυ της 23 Μαρτίου μέχρι την ώρα που μας επισκέφτηκε. Τα είχα γράψει λεπτομερέστατα σε μια κόλα και του τα ανάφερα όλα με πολύ λεπτομερή τρόπο. Καμία άλλη ερώτηση δεν μου έκανε ο ιατρός. Έμεινε στο σπίτι μας πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μιλήσαμε με τον ιατρό του διάβασα όλα τα συμπτώματα που είχε η σύζυγος μου, την εξέτασε πολύ γρήγορα, μας διαβεβαίωσε ότι δεν είχε κάτι σοβαρό ή επιλήψιμο και έφυγε.
[..]
Ε: Στις 25 όταν ο ιατρός Σπυριδάκης βρήκε και εξέταση (sic) την γυναίκα σου, σου εισηγήθηκε αφού την βρήκε αφυδατωμένη και σοβαρά να εισαχθεί άμεσα σε κλινική;
Α: Όχι βέβαια η λέξη την εξέτασε δεν αρμόζει εδώ, την κοίταξε βιαστικά θα έλεγα εγώ, μέτρησε τον πυρετό, την πίεση και είπε ότι μπορεί να εισαχθεί στο νοσοκομείο αλλά επειδή είχε πει ότι δεν είναι κάτι σοβαρό ή ανησυχητικό σε 2 μέρες θα γινόταν καλά η σύζυγος μου απάντησε ότι θα προτιμούσε να παραμείνει στο σπίτι.
Ε: Σου υποβάλλω ότι ο ιατρός σου εισηγήθηκε άμεση εισαγωγή και εσύ αρνήθηκες.
Α: Μπορείτε να υποβάλλετε ό,τι θέλετε, εγώ ήμουν παρών τότε εκεί και σας διαβεβαιώνω αν ο ιατρός τότε μου είχε πει ότι συνίσταται ή επέμενε στην εισαγωγή της συζύγου μου στο νοσοκομείο θα το κάναμε. Με αναγκάζετε να επαναλάβω ότι (sic) ιατρός Σπυριδάκης μας διαβεβαίωσε ότι δεν είχε τίποτε το σοβαρό και ότι σε 2 μέρες θα γινόταν καλά και γι' αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να επιμένει στην εισαγωγή της στο νοσοκομείο».
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στην ακόλουθη παρέμβαση του Δικαστηρίου σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης:
«Η ερώτηση είναι, εγώ σου υποβάλλω ότι όπως διαβάζω το report του Δρ. Λοΐζου ο ιατρός Δρ. Λοΐζου λέει ότι εσύ του είπες κάποια πράγματα και μεταξύ των οποίων του είπες ότι ο Σπυριδάκης ήρθε, εξέταση (sic) την γυναίκα σου την βρήκε εμπύρετη και αφυδατωμένη και συνέστησε, συμβούλευσε να μπει στην κλινική. Πως το σχολιάζεις τούτο το πράγμα;»
Ο εφεσείων απάντησε:
«Είναι αλήθεια».
Παρόλο που θεωρούμε πως η διαπίστωση αυτή θα ήταν αρκετή από μόνη της να κλονίσει την αξιοπιστία του εφεσείοντα, εξετάσαμε και τις υπόλοιπες αιτιάσεις που θέτει ο εφεσείων με τον 1ο λόγο έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, οι οποίες αφορούν στην επίκληση από το Δικαστήριο επουσιωδών μερών της μαρτυρίας του για να κριθεί αναξιόπιστος καθώς και την κρίση του Δικαστηρίου ότι η στάση του καταθέτοντας ως μάρτυρας ήταν ψυχρή και ουδέτερη, ενώ θα έπρεπε να κριθεί ως στάση ειλικρίνειας. Επίσης ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν συνάδουν με την κοινή λογική. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι παρέχεται πεδίο για επέμβαση μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το Δικαστήριο, η οποία ήταν λεπτομερής και πειστική, ενώ τα ευρήματα του για την αξιοπιστία του εφεσείοντα δεν αντιστρατεύονταν την κοινή λογική. Συνολικά ορώμενη η κρίση του Δικαστηρίου ήταν ορθή.
Επίσης εσφαλμένη, θεωρεί ο εφεσείων, την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Δρ. Λοΐζου, την οποία προβάλλει ως ορθή. Ο μάρτυρας, εμπειρογνώμονας στη νευρολογία, δεν είδε την αποβιώσασα ούτε εξέτασε τη σωρό της. Η δε έκθεση του (Τεκμήριο 6) ετοιμάστηκε αφού έλαβε το ιστορικό και διάφορα έγγραφα από τον εφεσείοντα, καταλήγοντας σε διάγνωση οξείας χολοκυστίτιδας με συλλογή πύου η οποία προκάλεσε διάχυτη μόλυνση και σηψαιμία. Όπως ο ίδιος ανέφερε καταθέτοντας στο Δικαστήριο, δεν είναι εμπειρογνώμονας στη γενική ιατρική αλλά, ως εμπειρογνώμονας στη νευρολογία, έχει γνώσεις γενικής παθολογίας η οποία «εμπλέκεται» με τη νευρολογία ώστε τουλάχιστον 40% των νευρολογικών περιστατικών να συσχετίζονται με γενική παθολογική κατάσταση. Σημειώνεται εδώ και η καταγραμμένη θέση του στην έκθεση (Τεκμ. 6) ότι καμία ενέργεια δεν θα έσωζε την αποβιώσασα αφότου εισάχθηκε στο Νοσοκομείο. Πιθανό (it is possible) αν χορηγείτο Heparin (Ηπαρίνη) το βράδυ της 26.3.2004, να εμποδιζόταν η εξέλιξη του συνδρόμου της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης (disseminated intra-vascular coagulation syndrome) και κάποιοι από τους πρόσθετους θρόμβους (some of the additional pulmonary emboli) που συνέβαλαν στον θάνατό της. Αν εισαγόταν δε το πρωϊνό της 26ης Μαρτίου 2004, η κατάσταση της τότε ήταν γενικά καλύτερη (από το βράδυ της ίδιας μέρας) και η έγκαιρη διάγνωση στο σημείο αυτό πιθανότατα να της έσωζε τη ζωή. Οι πιθανότητες της να επιζήσει ήταν μεγαλύτερες στις 25.3.2004, όταν, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα είχε αρχίσει ακόμη η οξεία διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη ένεκα της διαδικασίας της σήψης «(at which time acute disseminated intra-vascular coagulation had, in all probability, not been initiated by the septicaemic process)».
Θέση του ήταν ότι δεν τίθετο θέμα διαβήτη όπως υποστήριξε ο εφεσίβλητος 1. Επίσης ότι η εξέταση της αποβιώσασας από τον εφεσίβλητο 1 στις 25.3.2004 ήταν επιφανειακή, ολιγόλεπτη και ατελής. Με βάση τη θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν συνέστησε εισαγωγή σε νοσοκομείο ή κλινική για περίθαλψη και περαιτέρω διερεύνηση, ο εφεσίβλητος ήταν αμελής.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τη μαρτυρία του Δρ. Λοΐζου ως εμπειρογνώμονα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ως τέτοιο αλλά και για το λόγο ότι όταν ετοίμασε την έκθεση του, την οποία χαρακτήρισε ως «preliminary» δεν είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν και έπρεπε να τη συμπληρώσει, κάτι που δεν έκανε. Σημειώνουμε, όμως, ότι έδωσε κάποια συμπληρωματικά στοιχεία καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου. Πέραν τούτου, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας, κατά την αντεξέταση, «αναίρεσε» το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του - ζήτημα για το οποίο παραπονείται ο εφεσείων - είναι ορθή. Η θέση ειδικά του μάρτυρα ότι η εξέταση της εφεσείουσας από τον εφεσίβλητο στο σπίτι ήταν επιφανειακή, στηριζόταν στα όσα του ανάφερε σχετικά ο εφεσείων και συναρτάται με τη γνώμη του ότι η αποβιώσασα έπρεπε να εισαχθεί αμέσως στο νοσοκομείο. Αυτό προκύπτει από την απάντηση του, ερωτηθείς κατά την αντεξέταση, «τι παραπάνω μπορούσε να κάνει» ο εφεσίβλητος όταν πήγε στο σπίτι της στις 25.3.2004 :
«Έπρεπε να την εισάξει στο νοσοκομείο αμέσως όπως γράφει στις σημειώσεις μου 3η σελίδα. Θα έπρεπε να φροντίσει κακώς ή καλώς με οποιονδήποτε τρόπο να μεταφέρει την ασθενή στο νοσοκομείο. Εκείνο που είπα προηγουμένως. Έπρεπε να γράψει ότι "αυτή είναι η θέση μου ως επαγγελματίας γιατρός. Θέλετε να κάνετε ή αν δεν θέλετε μην το κάνετε"».
Όταν τέθηκε στον μάρτυρα ότι ο εφεσίβλητος 1 συνέστησε την εισαγωγή της αποβιώσασας σε κλινική ή νοσοκομείο, απάντησε ότι είναι θέμα του Δικαστηρίου, για να σημειώσει σε μεταγενέστερο σημείο της αντεξέτασης πως του αναφέρθηκε (από τον εφεσείοντα) ότι ο εφεσίβλητος 1 συνέστησε την εισαγωγή της αποβιώσασας σε νοσοκομείο. Για το καίριο ζήτημα της θεραπείας που δόθηκε στην αποβιώσασα κατά την εισαγωγή της στο Ιπποκράτειο και τα όσα έγιναν, αναγνώρισε ότι «ήταν γενικά στις γραμμές που έπρεπε να μπουν τα πράγματα», ενώ υιοθέτησε και το παραπεμπτικό σημείωμα του εφεσίβλητου προς το Νοσοκομείο. Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο έδωσε αποσπασματικά λανθασμένη υφή και έννοια στα λόγια του μάρτυρα ο οποίος «ήθελε να καταδείξει ότι η ενδεδειγμένη θεραπεία έπρεπε να είχε ήδη αρχίσει από την προηγούμενη ημέρα και όχι την ημέρα εισαγωγής της ασθενούς στη Κλινική ...». Η αντίληψη του Δικαστηρίου για τα όσα λέχθηκαν από τον μάρτυρα ήταν ορθή.
Όσον αφορά τη διάγνωση στην οποία κατέληξε ο μάρτυρας για οξεία χολοκυστίτιδα, με συλλογή πύου η οποία προκάλεσε διάχυτη μόλυνση και σηψαιμία, αποτέλεσε διαπίστωση του ιδίου ότι δεν υπήρχε διαφωνία στο ότι η βασική πρωτογενής και δευτερογενής παθολογική κατάσταση ήταν η μόλυνση στο αίμα. Ως προς την «έδρα» της σήψης ανέφερε τελικά:
«Για να εντοπίσει την έδρα της σήψης από πού προήλθε λέμε κατά πόσο πιθανόν ήρθε από την χοληδόχο κύστη. Εφόσον δεν έχουμε χοληδόχο κύστη να μας δώσει απάντηση θα μένουμε ότι υπάρχει σήψη στο αίμα αλλά δεν μας έδωσε κανένας παθολόγος την έδρα από πού προήλθε η σήψη.»
Ερωτηθείς δε σε άλλο σημείο της αντεξέτασης πώς σχολίαζε τη μη αναφορά στην έκθεση του ιατροδικαστή Σοφοκλέους σε χοληδόχο κύστη, απάντησε:
«Α: Το σχολιάζω ότι η έδρα της μόλυνσης στη χοληδόχο κύστη, οι ιατροί του νοσοκομείου δημιούργησαν την θετική άποψη ότι η χοληδόχος κύστη ήταν χαλασμένη, διογκωμένη, δεν μπορώ να πω ότι πράγματι η έδρα της μόλυνσης ήταν η χοληδόχος κύστη. Αυτό είναι το κερασάκι στην τούρτα. Το γεγονός ότι πιθανόν η κοπέλα ότι είχε σήψη στο αίμα και ότι λείπει η χοληδόχος κύστη δεν μπορώ να σας πω από πού προήλθε.
[..]
.Αυτό που λέω εγώ είναι ότι η σήψη ήταν μέσα στο αίμα. Επειδή δεν έχουμε θετική περιγραφή της κύστης ας την αφήσουμε έξω διότι δεν είναι λόγος θανάτου».
Εξηγώντας περαιτέρω την κλινική του άποψη ότι η χοληδόχος κύστη είχε μια βλάβη η οποία σε κάποιο βαθμό είχε ήδη επιβεβαιωθεί από το «ultra sound», ενώ στο αίμα υπήρχε σήψη το οποίο ήταν το βασικό πρωτογενές σημείο, εξήγησε ότι:
«Από πού προήλθε η σήψη είναι δευτερογενές σημείο. Μπορεί να προήλθε από άλλο λόγο. Δεν μας ενοχλεί από πού προήλθε η σήψη. Το γεγονός ότι μπήκε στο αίμα μας ενδιαφέρει για τον μηχανισμό του θανάτου».
Είναι ορθή δε η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση του μάρτυρα για οξεία χολοκυστίτιδα για την οποία η αποβιώσασα έπρεπε να χειρουργηθεί, καταρρίπτεται από τη γνωμάτευση του Δρ. Χρυσοχού του Γενικού Νοσοκομείο Λευκωσίας, ο οποίος εξέτασε την αποβιώσασα, καθώς και από την απουσία τέτοιων ευρημάτων από τους ιατροδικαστές, ένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε την οικογένεια της, κατά την νεκροτομή.
Υπό το φως των πιο πάνω, η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας αναίρεσε το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του, είναι αβάσιμο.
Ο Δρ. Ιγνατσένγκο (ΜΕ3), κατά το χρόνο που κατάθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εργαζόταν στο Τμήμα Εντατικής Θεραπείας του Χειρουργικού Τμήματος στο Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Υπουργείου Άμυνας της Ουκρανίας. Στη βάση εγγράφων που του δόθηκαν από τον δικηγόρο του εφεσείοντα, κατέληξε ως προς τα αίτια του θανάτου της αποβιώσασας ότι:
«Ο κύριος λόγος που οδήγησε στο θάνατο της ασθενούς είναι με μεγαλύτερη πιθανότητα η μη διαπιστωμένη οξεία κοιλιακή χειρουργική παθολογία, συγκεκριμένα, οξεία φλεγμονική (flegmonous) ή γαγγραινική χολοκυστίτιδα με μετέπειτα διάτρηση της χοληδόχου κύστης (με ή χωρίς διάτρηση του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης και μετατόπιση της μόλυνσης) που είναι λιγότερο πιθανό.
Κατά συνέπεια - η ανάπτυξη της σήψης με την μετάβαση σε σηπτική καταπληξία με πολλαπλή ανεπάρκεια των οργάνων με ιστορικό διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης με τον σχηματισμό των θρόμβων φλεβικού αίματος που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εμβολή μεγάλων αγγείων».
Ήταν η θέση του ότι τα ευρήματα της αυτοψίας άφηναν πολλά ερωτήματα και έθεταν σε αμφισβήτηση την έκθεση του ιατροδικαστή Σταυριανού αφού δεν αναφέρονται ή δεν περιγράφονται αρκετά ζωτικά όργανα της αποβιώσασας, μεταξύ άλλων, η χοληδόχος κύστη. Κατά την άποψη του, τα πιο πάνω ερωτηματικά πιθανό να μην προέκυπταν αν η αποβιώσασα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά από τους εφεσίβλητους.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«. επίσης όπως έχει παραδεχτεί εφόσον δεν έχει δει την αποβιώσασα ούτε ήταν παρών κατά την νεκροτομή και του ίδιου η μαρτυρία και ιατρική γνωμάτευση στηρίχτηκε στα όσα ο δικηγόρος του ενάγοντα του έχει πει και στα έγγραφα που του έχει παραδώσει. Τα έγγραφα που του δόθηκαν όπως ο ίδιος τα αναφέρει στη γραπτή του δήλωση δεν είναι πλήρη. Δεν του έχουν δοθεί ούτε τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων ούτε η ιατροδικαστική έκθεση του Δρ. Σ. Σοφοκλέους, την οποία εν πάση περιπτώσει, δηλαδή την νεκροτομή, έχει αμφισβητήσει. Στην μαρτυρία του είπε ότι θα έπρεπε να γίνει εξέταση από χειρουργό και διάγνωση με υπέρηχο. Αυτά αδιαμφισβήτητα έχουν γίνει στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας μετά που εισήχθηκε η αποβιώσασα και δεν διαπιστώθηκε είτε οξύ χειρουργικό περιστατικό είτε κάτι που να συνηγορεί υπέρ της δικής του θέσης. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του αναλώθηκε στο να εξηγήσει πως λειτουργεί μια ομάδα εντατικής θεραπείας και πως πρέπει αυτή να στελεχώνεται τόσο από πλευράς ιατρικού προσωπικού όσο και από πλευράς μηχανημάτων. Αξιοσημείωτο είναι βέβαια ότι προφανώς ο εν λόγω μάρτυρας δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για τον τρόπο που λειτουργούσε και στελεχωνόταν το ιατρικό κέντρο των εναγομένων 2 αφού ήταν με την εντύπωση ότι εκεί δεν διενεργούντο καν χειρουργικές επεμβάσεις. Επίσης η θέση του ότι θα έπρεπε να γίνουν εργαστηριακές αναλύσεις του αίματος και ειδικότερα οι αναλύσεις που ανέφερε στο Δικαστήριο όπως φαίνεται είχαν γίνει και από το κλινικό εργαστήριο των εναγομένων 2 με οδηγίες του εναγομένου 1 αλλά και από τον αιματολόγο Δρ. Α. Παπατρύφωνος, προκύπτει επομένως ότι ούτε και γι' αυτές ο μάρτυρας είχε ενημερωθεί. Έτσι είναι η θέση μου ότι ούτε και στη δική του μαρτυρία δεν μπορώ να στηριχτώ με ασφάλεια καθότι όπως έχω ήδη αναφέρει και πιο πάνω η ενημέρωση του υπήρξε ελλειπής σε καίρια θέματα».
Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Δρ. Ιγνατσένγκο σύμφωνα με την οποία η αποβιώσασα θα έπρεπε να είχε παραπεμφθεί από τον εφεσίβλητο 1 στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου. Κακώς, επίσης, θεώρησε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του με τη δικαιολογία ότι ο μάρτυρας δεν είχε όλα τα στοιχεία ενώπιον του, «αγνοώντας ότι για τους σκοπούς της μαρτυρίας του είχε αρκετές πληροφορίες και στοιχεία στα οποία μπορούσε να βασιστεί για να καταλήξει σε συμπεράσματα και να διαφωτίσει σωστά το δικαστήριο».
Έχοντας μελετήσει τη μαρτυρία του Δρ. Ιγνατσένγκο, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα. Η αξιολόγηση στην οποία προέβη το Δικαστήριο ήταν ενδελεχής και πειστική. Πρόσθετα σημειώνεται ότι η εισήγηση του εφεσείοντα πως το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην αναφορά του μάρτυρα ότι έπρεπε να είχε γίνει εξέταση από χειρούργο και διάγνωση με υπερήχο, ενώ αυτά είχαν γίνει από το Νοσοκομείο, υπονοώντας (το Δικαστήριο) πως ο μάρτυρας δεν το είχε υπόψη, βασίζεται σε παρερμηνεία των λεχθέντων του Δικαστηρίου. Αυτό που ήθελε να υποδείξει το Δικαστήριο, δεν είναι εκείνο που του αποδίδει ο εφεσείων, παρά μόνο ότι το αποτέλεσμα των προαναφερόμενων εξετάσεων που διενεργήθηκαν τελικά από το Νοσοκομείο, δεν υποστήριζε τη θέση του μάρτυρα ότι η περίπτωση της αποβιώσασας ήταν «οξύ χειρουργικό περιστατικό» ή «κάτι που να συνηγορεί υπέρ της δικής του θέσης».
Ως έχει αναφερθεί, το Δικαστήριο αξιολόγησε τον εφεσίβλητο 1 θετικά. Έκρινε ότι η ειδικότητα του «είναι της φύσης που απαιτεί η παρούσα υπόθεση», σημειώνοντας ταυτόχρονα πως ήταν ο μοναδικός από όλους τους μάρτυρες που παρουσιάστηκαν ως εμπειρογνώμονες που είχε ιδίαν αντίληψη της κατάστασης της αποβιώσασας. Η εμπειρία του δεν αμφισβητήθηκε. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις βασικές θέσεις του, ότι είχε συστήσει την εισαγωγή της αποβιώσασας από την πρώτη στιγμή που την εξέτασε, αλλά η άρνηση της και του εφεσείοντα ήταν κατηγορηματική, επισημαίνοντας ότι η θέση αυτή σημειώθηκε στο παραπεμπτικό του σημείωμα προς το Νοσοκομείο ημερομηνίας 27.3.2004, πριν καταλήξει η αποβιώσασα, ενώ επιβεβαιώθηκε και από τον Δρ. Λοΐζου. Άλλη θέση του ήταν ότι η εξέταση που έκανε της αποβιώσασας στις 25.3.2004 ήταν λεπτομερής και πλήρης, θέση που εξήγησε στο Δικαστήριο αναφέροντας όλα τα σημεία εξέτασης. Η τρίτη του θέση αφορούσε τη διάγνωση. Ο εφεσίβλητος 1 απέρριψε τους ισχυρισμούς για χολοκυστίτιδα επιμένοντας σε διαβήτη. Το Δικαστήριο σημείωσε συναφώς, ότι η διάγνωση του για σηψαιμία και σακχαρώδη διαβήτη, φαινόταν να υποστηρίζεται από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας «ενώ αντίθετα τίθεται ερωτηματικό από τους γιατρούς του νοσοκομείου για το θέμα της χολοκυστίτιδας». Η θεραπεία που ακολούθησε και οι οδηγίες που δόθηκαν, ουσιαστικά υιοθετήθηκαν και από τους ιατρούς του Νοσοκομείου και εμμέσως από τους ιατρούς Λοΐζου και Ιγνατσένγκο. Περιγράφοντας δε τον τρόπο που κατάθετε ο εφεσίβλητος 1 κατά την αντεξέταση, σημείωσε πως «απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν .στρωτά με αναφορά σε συγγράμματα και την πείρα του χωρίς καμιά υπεκφυγή και με σταθερότητα».
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, μη λαμβάνοντας υπόψη τις «αλλεπάλληλες συγκρούσεις και/ή αντιφάσεις» στις οποίες περιέπεσε και ότι άλλαζε τη γραμμή της υπεράσπισης ελισσόμενος κατά βούληση και όπως ο ίδιος έκρινε σκόπιμο και πρόσφορο για την υπόθεση του. Έχοντας δε ακούσει τους εμπειρογνώμονες που κλήθηκαν από τον εφεσείοντα, προσπάθησε με τη γραπτή δήλωση του, μέρος της κυρίως εξέτασης του, να συμπληρώσει τα κενά. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έκρινε από τα στοιχεία και τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του ότι ο εφεσίβλητος 1 ουδέποτε κατά την πρωταρχική του εξέταση προέβη σε διάγνωση ή παράπεμψε την αποβιώσασα σε ειδικό χειρούργο ή εντατικολόγο ή για αναλύσεις. Ο εφεσείων αναφέρει, ως παράδειγμα των προαναφερόμενων αιτιάσεων του, τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ότι κατά την εξέταση της αποβιώσασας στις 25.3.2004 διαπίστωσε πως επρόκειτο για κάτι σοβαρό και επιχείρησε να την πείσει να εισαχθεί στην Κλινική, ενώ από την άλλη «προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση πως τα συμπτώματα της ήταν τέτοια που η ασθενής θα μπορούσε να διαγνωσθεί πως έπασχε από κάτι απλό, όπως γαστρεντερίτιδα». Περαιτέρω, ενώ ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε ποτέ διατυπώσει τη θέση πως προέβη σε εξέταση της κοιλιακής χώρας, μετά που άκουσε τους εμπειρογνώμονες, υπερτόνισε πως διεξήγαγε εξέταση δια ψηλάφησης. Παραπονείται επίσης, ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε παντελώς πως ο εφεσίβλητος 1 παραδέχτηκε κατά την αντεξέταση του ότι δεν ανέφερε στην αποβιώσασα πως η κατάσταση της ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Οι αιτιάσεις του εφεσείοντα δεν βρίσκουν έρεισμα στο ενώπιον μας υλικό. Ιδιαίτερα σε σχέση με τα παραδείγματα που έθεσε, ανωτέρω, προκύπτει από την έκθεση του Δρ. Λοΐζου ότι ο εφεσείων του ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως ο εφεσίβλητος 1 εξετάζοντας την αποβιώσασα, «κοίταξε την κοιλιά» ("looked at" the abdomen). Αναδρομή δε στα πρακτικά αποκαλύπτει ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν παρουσίασε ότι η αποβιώσασα «θα μπορούσε να διαγνωσθεί πως έπασχε από κάτι απλό, όπως γαστρεντερίτιδα». Το ζήτημα αυτό ηγέρθη από τον συνήγορο του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου 1, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας, ο μάρτυρας παραμένοντας σταθερός στη θέση του ότι η κατάσταση της αποβιώσασας ήταν σοβαρή και έπρεπε να γίνει άμεση εισαγωγή:
«Ε - Εκείνη την ημέρα που πήγατε να δείτε την ασθενή υποψιαστήκατε ότι μπορούσε να έχει γαστρεντερίτιδα;
Α - Δεν είχε διάρροια. Η ιατρική είναι δυνατό να. Δεν είναι δυστυχώς ωραία και σαφής όπως η χημεία, τα μαθηματικά και η φυσική. Μπορούσε να έχει αλλά δεν ήταν γαστρεντερίτιδα.
Ε - Όμως ένας γιατρός υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι τούτο και τούτο.
Α - Μπορεί. Αν αναπτύσσει διάρροια μετά. Εδώ πολύ σοβαρά άρρωστη που έβαλα το χέρι μου στη κοιλιά και δεν μπορούσε από τον πόνο και έπρεπε να μπει αμέσως μέσα.».
Ερωτηθείς δε ποιοι ήταν οι κίνδυνοι που ο ίδιος αντιμετώπιζε για την υγεία της αποβιώσασας κατά την επίσκεψη του στην οικία της και τι ένοιωθε ότι θα συνέβαινε αν αυτή δεν πήγαινε στο νοσοκομείο, ανέφερε ότι «.δεν ήταν καθόλου καλά και έπρεπε να γίνει διάγνωση και θεραπεία», αν δεν εισαγόταν σε νοσοκομείο θα μπορούσε να πεθάνει, όπως και έγινε. Στην ερώτηση, «Καταλάβατε ότι θα πέθαινε;» απάντησε «Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι θα πέθαινε όχι. Έπρεπε να γίνει διάγνωση κύριε δικηγόρε». Εξήγησε σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης, ερωτηθείς αν είπε στον εφεσείων ότι η αποβιώσασα ήταν «πολύ σοβαρά και αν δεν μπει μέσα θα πεθάνει», ότι του είπε πως η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή κι η αποβιώσασα «πρέπει να μπει μέσα». Δεν είπε θα πεθάνει αλλά ότι η κατάσταση «είναι σοβαρότατη και θα πάει χειρουργείο». Τους είπε ότι «είναι πολύ σοβαρό νόσημα και ότι μπορεί να χειροτερεύσει αν δεν μπει σε νοσηλευτικό ίδρυμα αμέσως.» Όταν εξήγησε τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο εφεσείων είπε ότι «δεν έρχεται θα προσπαθήσω να την μεταπείσω».
Να αναφερθεί εδώ ότι ο εφεσείων υποστηρίζει πως το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πως ερωτηθείς ο εφεσίβλητος 1 αν κρατούσε σημειώσεις κατά την πρώτη εξέταση της αποβιώσασας «με υπεκφυγές ανέφερε πως κρατούσε σημειώσεις τις οποίες δεν είχε μαζί του και παρόλο που του ζητήθηκε επανειλημμένως να τις προσκομίσει τις επόμενες δικάσιμους, αυτός παρέλειψε να το πράξει, ενισχύοντας την άποψη πως δεν έλεγε την αλήθεια». Ο εφεσείων είχε υποχρέωση κατά τη διατύπωση του συγκεκριμένου λόγου έφεσης να παραπέμψει ειδικά στα πρακτικά της διαδικασίας που υποστηρίζουν την θέση του, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Κατ' εξαίρεση το Εφετείο ανέτρεξε στη σωρεία πρακτικών της υπόθεσης χωρίς ωστόσο να εντοπίσει οτιδήποτε σχετικό με την εισήγηση του εφεσείοντα.
«Θετικότατη» ήταν η αξιολόγηση του Δικαστηρίου για τον Δρ. Πέτσα, Παθολόγο με ειδίκευση στην Καρδιολογία. Ο μάρτυρας ετοίμασε ιατρική έκθεση αφού μελέτησε, μεταξύ άλλων, τις εκθέσεις των ιατροδικαστών Σ. Σοφοκλέους και Π. Σταυριανού, των ιατρών Λοΐζου και Ιγνατσένγκο και των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας Πούλλου, Χρυσοχού και Αβρααμίδη, καθώς και τις αναλύσεις και το παραπεμπτικό σημείωμα του εφεσίβλητου 1. Στην έκθεση υποστήριξε ότι η διάγνωση της οξείας χολοκυστίτιδας δεν στηρίζεται από κανένα αντικειμενικό εύρημα. Ήταν δε «πρακτικώς αδύνατο να εξέτασαν οι δύο ιατροδικαστές το ήπαρ και το πάγκρεας χωρίς να επισκοπήσουν τη χοληδόχο κύστη και τα χοληφόρα εξαρτήματά της», ενώ υπενθύμισε και τη γνωμάτευση του χειρουργού Χρυσοχού ότι δεν διαπίστωσε οξεία χειρουργική κοιλία. Κατά την άποψη του, τα περιγραφέντα ευρήματα των υπερήχων στα οποία στηρίχθηκε ο ιατρός Λοΐζου για να διατυπώσει την άποψη του, αν ευσταθούσαν, σύναδαν με αλιθισιακή φλεγμονή της χοληδόχου κύστης, η οποία ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία σηψαιμίας. Ακόμη και στην περίπτωση που οι υπέρηχοι έδειξαν τυπική εικόνα οξείας πυώδους χολοκυστίτιδας, διερωτήθηκε «Ποιος χειρούργος θα τολμούσε να βάλει νυστέρι στην κοιλιά γνωρίζοντας την παρουσία θρομβοκυτοπενίας (αιμοπετάλια 16.000/mm3); Η ακατάσχετη αιμορραγία θα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα. Χειρουργικές επεμβάσεις με αιμοπετάλια λιγότερα από 50.000/mm3 δεν διενεργούνται». Ούτε είχε η αποβιώσασα πρόβλημα οξείας διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης αφού κάτι τέτοιο δεν εντοπίστηκε από τον αιματολόγο ιατρό Α. Παπατρύφωνος. Υποστήριξε ότι σε καταστάσεις όπως η περιγραφείσα, πρωταρχικό μέλημα του ιατρού είναι η υποστηρικτική θεραπευτική αγωγή (την οποία περίγραψε) για τη διατήρηση της κυκλοφορίας και την επιβίωση του ασθενούς, ενώ το επόμενο ιεραρχικώς μέλημα, αλλά χρονικά παράλληλο, είναι η καταπολέμηση της μικροβιακής αιτίας της σηψαιμίας με την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή. Η επιλογή του ευρέος φάσματος αντιβιοτικού Tavanic από τον εφεσίβλητο 1 ήταν ορθή. Το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή των παρακλινικών εξετάσεων, δίνοντας προτεραιότητα στις αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις που σχετίζονται με τα κλινικώς προφανή προβλήματα που απειλούν άμεσα τη ζωή του ασθενούς, οι οποίες έγιναν. Στην περίπτωση της αποβιώσασας, «η χορήγηση υγρών, ηλεκτρολυτών, ινσουλίνης, ευρέος φάσματος αντιβιοτικού και οξυγόνου ήταν μονόδρομος». Κατά τη γνώμη του, το Ιπποκράτειο και οι ιατροί έδρασαν αμέσως με μέγιστη επιμέλεια και τον δέοντα ζήλο «και έδωσαν θεραπευτική αγωγή προς όλες τις κατευθύνσεις κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο». Αφού αναφέρθηκε στα εξακριβωμένα δεδομένα κλινικώς ή/και εργαστηριακώς ή/και νεκροτομικώς, γνώμη του ήταν πως κυρίαρχο πρόβλημα κατά την εισαγωγή της αποβιώσασας στο Ιπποκράτειο ήταν η σηψαιμία και ο θάνατος επήλθε από πνευμονική εμβολή. Η αιτία της σηψαιμίας δεν ήταν πλήρως εξακριβωμένη αλλά πλέον πιθανή φαινόταν η ρήξη του δεξιού νεφρού.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τη μαρτυρία του Δρ. Πέτσα και την έκρινε ως αξιόπιστη, χαρακτηρίζοντας την ως «αληθινή και στηριζόμενη σε επιστημονικά ευρήματα, σεβόμενος πλήρως τον όρκο και την επιστήμη του». Υποδεικνύει, ιδιαίτερα, πως η μαρτυρία του ήταν γενική και αόριστη και δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε επιστημονικά εργαλεία, με τα οποία να καταδείξει πως ένα σώμα γιατρών, ενδεχομένως να λειτουργούσε κατά παρόμοιο τρόπο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν θεώρησε μεμπτό ότι ο Δρ. Πέτσας αναίρεσε «το ίδιο το Πρωτόκολλο και το consensus των ιατρών αναφορικά με την αναγκαιότητα για άμεση πρόληψη και εξέταση σε περιπτώσεις που παρουσιάζονται τουλάχιστον δύο από τα συμπτώματα του SIRS σε ασθενή».
Το παράπονο του εφεσείοντα δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μας υλικό. Το ζήτημα του SIRS (Systemic inflammatory response syndrome) ηγέρθη από τον συνήγορο του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του Δρ. Πέτσα. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι το σύνδρομο αυτό εκδηλώνεται με κάποια λοίμωξη αλλά μπορεί να εκδηλωθεί και σε άσχετη κατάσταση όπως, για παράδειγμα, τον καρκίνο. Πρόκειται δε για καθημερινό φαινόμενο. Ο μάρτυρας όντως διαφώνησε ότι όταν παρουσιάζονται δύο από 4 συγκεκριμένα συμπτώματα για τα οποία υπάρχει consensus (ανάμεσα στον ιατρικό κόσμο)- δύο εκ των οποίων η ταχυκαρδία και ο πυρετός - ο ιατρός πρέπει να αναφέρει στον ασθενή ότι κινδυνεύει να πάθει σηψαιμία και να τεθεί ο ασθενής υπό παρακολούθηση σε νοσοκομείο. Ωστόσο, φαίνεται από το απόσπασμα των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας το οποίο παρατίθεται στη συνέχεια, πως ο μάρτυρας διέκρινε την περίπτωση του SIRS με την παρουσία σήψης από την περίπτωση που δεν υπάρχει σήψη, χωρίς η θέση του αυτή να αμφισβητηθεί:
«Α - Νομίζω δεν συμφωνώ αν δω έναν ασθενή και έχει πυρετό και ταχυκαρδία πρέπει να του πω ότι κινδυνεύει να πάθει σηψαιμία και πρέπει να μπει υπό παρακολούθηση διαφωνώ πλήρως. Δεν ξέρω τι λέγει το consensus.
E - Το ότι πρέπει να αρχίσει θεραπεία αν υπάρχει το θέμα της σήψης σε εξέλιξη.
Α - Αν υπάρχει σήψη το γρηγορότερο το καλύτερο.
Ε - Δεν είναι από εσάς που εξαρτάται;
Α - Εξαρτάται αν έχουν δοθεί τα σημεία της σηψαιμίας».
Εξήγησε σε άλλο σημείο της αντεξέτασης ότι για να υπάρξει σηπτικό σοκ «κάπου υπήρχε μόλυνση». Επί του προκειμένου σημειώνεται και η θέση του εφεσίβλητου 1 «Άλλο σήψη και άλλο SIRS».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη συγκρουόμενη ιατρική μαρτυρία ορθά, την ανέλυσε ενδελεχώς και την αντιπαρέβαλε, καταγράφοντας με τρόπο πειστικό τα δικά του αιτιολογημένα συμπεράσματα, τα οποία ήταν εντός των ορίων που έχει χαράξει η νομολογία ώστε να μην παρέχεται έδαφος για επέμβαση από το Εφετείο.
Τελευταίος μάρτυρας για τους εφεσίβλητους ήταν η Α. Κουλουμπρή, νοσοκόμα στο Ιπποκράτειο. Τη νύχτα της 26.3.2004 είχε καθήκοντα νυχτερινής βάρδιας στο χειρουργικό-παθολογικό θάλαμο, στον οποίο νοσηλευόταν και η αποβιώσασα. Η κατάσταση της αποβιώσασας ήταν σοβαρή και ήταν συνδεδεμένη με μηχανήματα. Η μαρτυρία της Α. Κουλουμπρή, αφορούσε κυρίως στις οδηγίες που της είχε δώσει ο εφεσίβλητος 1, στις αναλύσεις που έγιναν και ότι ο εφεσίβλητος 1 έμεινε ουσιαστικά όλο το βράδυ στο Ιπποκράτειο επιβλέποντας την αποβιώσασα. Μαρτυρία την οποία ο εφεσείων θεωρεί προκατασκευασμένη και σκόπιμη ώστε να υποβοηθήσει τους εφεσίβλητους. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Το παράπονο του εφεσείοντα, το οποίο χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία, δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μας υλικό. Δεν παραβλέπουμε, επίσης, ότι ενώ ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Α. Κολουμπρή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγείται ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της ο εφεσίβλητος 1 και όλοι οι ιατροί του Ιπποκράτειου ήταν μέτοχοι του και «επομένως η σχέση τους δεν στηριζόταν απλώς και μόνο στην παροχή στέγασης του ιατρείου του Εναγόμενου/Εφεσίβλητου 1». Αναδρομή στα πρακτικά της μαρτυρίας της εν λόγω μάρτυρας αποδεικνύει το αβάσιμο της εισήγησης του εφεσείοντα, αφού κατά την ίδια οι ιατροί στο Ιπποκράτειο ήταν τέσσερεις αλλά οι μέτοχοι τρεις, ήτοι οι ιατροί Μακρής, Ριρής και Αθάνατος.
Με τον 2ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται, συνδυαστικά με τον 1ο λόγο έφεσης, όπως διευκρινίζεται στο περίγραμμα αγόρευσης του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του «ευρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με το Νόμο, τις καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας και/ή το Παγκόσμιο Πρωτόκολλο και/ή την Ενδεδειγμένη Πρακτική και/ή τον Περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων Νόμος 2001 και/ή τον περί της Κατοχύρωσης και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμος του 2004 (Ν.1(Ι)/2005), τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας». Στην αιτιολογία του λόγου, ο εφεσείων παραπέμπει στις υποθέσεις Bolam v Friern Hospital Management Committees [1957] 1 WLR 582 και Bolitho v City and Hackney Health Authority [1997] 4 All ER 771, εισηγούμενος ότι εφαρμόστηκαν λανθασμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επιπλέον, το Δικαστήριο λανθασμένα δεν συσχέτισε την παρούσα με την απόφαση στην Αγωγή Αρ. 2907/08 Νίκου Κλεάνθους ν Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 19.7.2012 (δεν αναφέρονται περαιτέρω στοιχεία). Επίσης, λανθασμένα δεν εφάρμοσε τη διατυπωθείσα στην Bolitho αρχή, σύμφωνα με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να διαφοροποιηθεί από την επαγγελματική γνώμη των ειδικών, όταν αυτή δεν συνάδει με τη λογική, ούτε την αρχή στην Αγγελή ν Βορκά (2007) 1 ΑΑΔ 614, σύμφωνα με την οποία ιατρός οφείλει να παραπέμψει ασθενή αμέσως σε ειδικό όταν αντιμετωπίζει κατάσταση η οποία δεν εμπίπτει στο δικό του γνωσιολογικό πεδίο.
Ο εφεσείων επαναφέρει ουσιαστικά ζητήματα τα οποία απασχόλησαν και απορρίφθηκαν στα πλαίσια εξέτασης του 1ου λόγου έφεσης, όπως, για παράδειγμα, η κατ' ισχυρισμό «αναίρεση» από τον Δρ. Πέτσα του consensus για το σύνδρομο SIRS. Πέραν τούτου, εισηγείται με βάση την Bolitho, ότι οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να προσκομίσουν μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει πως σε παρόμοια περίπτωση ένας μέσος ικανός ιατρός θα έπραττε όπως ο εφεσίβλητος 1. Αναφέρει παραδειγματικά πως δεν θα μπορούσε να συνάδει με την κοινή λογική ότι ο εφεσίβλητος 1 θεώρησε την κατάσταση της αποβιώσασας σοβαρή και κρίσιμη και την ίδια ώρα της χορήγησε τα πλέον συνηθισμένα φάρμακα Soparyx και Panadol. Η εισήγηση, βέβαια, παραγνωρίζει τη σαφή και κατηγορηματική θέση του εφεσίβλητου 1 ότι συνέστησε με έντονο τρόπο την άμεση εισαγωγή της αποβιώσασας σε νοσοκομείο ή κλινική για περαιτέρω εξετάσεις και θεραπεία αλλά η άρνηση της ιδίας και του συζύγου της ήταν κατηγορηματική. Η χορήγηση δε των εν λόγω φαρμάκων έγινε αφού του ζητήθηκε από τον εφεσείοντα φαρμακευτική αγωγή από το στόμα, κάτι που έπραξε, εξηγώντας όμως στον εφεσείοντα ότι δεν αποτελούσε θεραπεία.
Καθορίστηκε στην Αθανασίου κ.ά ν Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614 ότι: «Το καθήκον ιατρού, όπως και κάθε ειδικευμένου επαγγελματία (πρακτήρα) προς πρόσωπο, το οποίο βασιζόμενο στη δεξιότητα του περιέρχεται υπό τη φροντίδα του, προσδιορίζεται περιεκτικά στην απόφαση Ashcroft v Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All ER 245. Συνίσταται, στη στράτευση της γνώσης και την επίδειξη της επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπο το οποίο κατέχει και διακηρύττει ότι κατέχει τη συγκεκριμένη δεξιότητα.». Το επίπεδο δεξιότητας το οποίο αναμένεται από επαγγελματία ιατρό, τέθηκε με σαφήνεια στην Bolam και είναι εκείνο της συνήθους δεξιότητας την οποία αναμένεται να έχει πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται και ασκεί τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Στην Bolitho τονίστηκε από τον Λόρδο Browne-Wilkinson ότι για να τεκμηριωθεί η μαρτυρία περί της ορθής μη αμελούς πρακτικής, η μαρτυρία που δίνεται προς αυτή πρέπει να είναι εύλογη και υπεύθυνη: «The court has to be satisfied that the exponents of the body of opinion relied on can demonstrate that such opinion has a logical basis.»
Ως έχει αναφερθεί, η απάντηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε όλα τα θέματα αμέλειας που απέδωσε ο εφεσείων στον εφεσίβλητο 1 ήταν αρνητική, θέση η οποία στη βάση των ευρημάτων του και υπό το φως της νομολογίας ήταν εύλογα επιτρεπτή. Για το κρίσιμο θέμα των ενεργειών του εφεσίβλητου 1 κατά την επίσκεψη του στην οικία της αποβιώσασας στις 25.3.2004 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθά με βάση τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 την οποία είχε αποδεχτεί, παραπέμποντας και σε νομολογία[1], ότι δεν μπορούσε να αναγκάσει την αποβιώσασα να ακολουθήσει νοσηλεία. Επί του προκειμένου, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε και την παρατήρηση του Δικαστηρίου: «Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την επόμενη μέρα πριν να την εισάξει στην κλινική [ο εφεσείων] τηλεφώνησε πρώτα το πρωί και μετά πήγε και είδε τον εναγόμενο 1 μόνος του αναφέροντας του χειροτέρευση της κατάστασης και ζητώντας του αλλαγή της κατ' οίκον θεραπείας και είναι μετά από παραστάσεις του εναγομένου 1 που τελικά την εισήξε μετά από μία ώρα». Η άρνηση της αποβιώσασας ακολούθησε μετά από επαρκή πληροφόρηση από τον εφεσίβλητο 1, στις 25.3.2004, για τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας της και την επιτακτική σύσταση για άμεση εισαγωγή της σε νοσηλευτικό ίδρυμα για διερεύνηση και θεραπεία και τις συνέπειες σε περίπτωση που δεν γινόταν εισαγωγή.
Η Νίκος Κλεάνθους, απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου και μη δεσμευτική για το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά θεωρήθηκε ότι διακρίνεται από την παρούσα. Η παράλειψη χρησιμοποίησης διαγνωστικών μέσων που συμβάλλουν ώστε γιατρός να καταλήξει με ακρίβεια σε διάγνωση μπορεί να αποτελέσει στοιχείο αμέλειας. Εν προκειμένω, όμως, τα μέτρα που έλαβε ο εφεσίβλητος 1 αφότου η αποβιώσασα εισάχθηκε στο Ιπποκράτειο, ήταν, με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε το Δικαστήριο αλλά και τη μαρτυρία του Δρ Λοΐζου, τα ενδεδειγμένα. Αυτό απαντά και στη θέση του εφεσείοντα περί μη εφαρμογής της αρχής που απορρέει από την Αγγελή ν Βορκά. Έπειτα, δεν διαλανθάνει της προσοχής μας η θέση του Δρ. Πέτσα ότι κανένα εύρημα από υπέρηχους ή από αξονικές τομογραφίες δεν θα διέκοπτε τη βασική θεραπευτική αγωγή.
Δεν παραβλέπουμε και τη θέση του εφεσείοντα ότι από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι 2 δεν διέθεταν Εντατική Μονάδα και δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, η αποβιώσασα θα έπρεπε να είχε παραπεμφθεί αμέσως στο Γενικό Νοσοκομείο και όχι όταν ήταν ήδη πλέον αργά και αφού χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ερωτηθείς γιατί δεν παραπέμφθηκε η αποβιώσασα αμέσως στο Νοσοκομείο, ο εφεσίβλητος 1 εξήγησε ότι τα ευρήματα που υπήρχαν ήταν συγκεκριμένα και μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πολύ «αποτελεσματικότατα» στο Ιπποκράτειο από οπουδήποτε αλλού. Υπέδειξε ότι μέσα στο δωμάτιο της αποβιώσασας τοποθετήθηκε ό,τι έχει η εντατική θεραπεία, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Εκείνο τον καιρό είχαμε όλα τα μηχανήματα και όλο το προσωπικό και όλες τις γνώσεις να κάνουμε ένα δωμάτιο εντατική. Όταν άλλαξε από κλινική σε νοσοκομείο έχουμε εντατική μονάδα συνέχεια. Εκείνο τον καιρό μετέφερα όλα τα μηχανήματα στο δωμάτιο», προσθέτοντας ότι είχε «μέγιστη πείρα» στην εντατικολογία και διετέλεσε «επικεφαλής» επί 7 χρόνια στην Αγγλία. Η αποβιώσασα μεταφέρθηκε τελικά στο Γενικό Νοσοκομείο διότι παρά το ότι υπήρχε βιοχημική βελτίωση, δεν είχε βελτιωθεί ικανοποιητικά. Στο Γενικό Νοσοκομείο την είδαν περισσότεροι ειδικοί ιατροί και έγιναν περισσότερες εξετάσεις οι οποίες όμως δεν απέδωσαν. Σημειώνεται εδώ, ότι υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο 1 πως η σωστή αντιμετώπιση της αποβιώσασας θα ήταν αυτή που περιέγραψε τόσο ο Δρ Λοΐζου, όσο και ο «Ουκρανός εντατικολόγος», χωρίς ωστόσο να δοθεί οποιαδήποτε διευκρίνιση στον μάρτυρα, όταν στη συνέχεια ζήτησε να του λεχθεί, «τι ακριβώς είπε ο Δρ Λοΐζου και ο Δρ Αλεξάντερ που δεν έγινε; Διότι έγιναν όλα», παρά μόνο ότι «Σας τα είπα προηγουμένως».
Ειδικά για τους εφεσίβλητους 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που είχε αποδεχτεί, ότι δεν καθόρισαν τον εφεσίβλητο 1 ως θεράπων ιατρό της αποβιώσασας, ούτε υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό στον τρόπο που λειτουργούσαν το Ιπποκράτειο, σημειώνοντας σχετικά ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, η κλινική των εφεσίβλητων 2 δεν λειτουργούσε ως νοσοκομείο και δεν είχε Τμήμα Α' Βοηθειών ή Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αλλά ήταν κυρίως γυναικολογική και χειρουργική κλινική στην οποία οι ιατροί είχαν τα ιατρεία τους και αν χρειαζόταν παράπεμπαν ασθενείς για θεραπεία. Στο Ιπποκράτειο λειτουργούσε Χημείο όπου έγιναν όλες οι εξετάσεις που όρισε ο εφεσίβλητος 1 και υπήρχαν τα μηχανήματα που έκρινε αναγκαίο να συνδεθεί με αυτά η αποβιώσασα καθώς και καθετήρες. Το δε προσωπικό λειτουργούσε κάτω από την εποπτεία, την επιτήρηση και τις οδηγίες του εφεσίβλητου 1 και εκτελούσαν ό,τι τους έλεγε. Δεν έχει καταδειχθεί λόγος για παρέμβαση μας προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των συνεπειών τους.
Υπό το φως των ευρημάτων του και της νομολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει την αμέλεια των εφεσίβλητων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντος όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Re T (Adult: Refusal of Treatment) [1992] 4 All E.R. 649.