ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυριάκου κ.ά. ν. Ταμ. Πλεον. Προσωπικού (1993) 1 ΑΑΔ 1020
Exxon Mobil Cyprus Ltd και Άλλες ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2011) 3 ΑΑΔ 449
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A476
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 310/14)
25 Οκτωβρίου, 2021
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
xxx ΣΟΥΡΟΥΛΑ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
--------------------
Α. Χριστοφόρου, Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Π. Σπανός, για Μ.Π. Σπανός & Σία, για τον Εφεσίβλητο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος της Eurocypria Airlines Ltd («η Εταιρεία»). Την 29.3.09 ο Εφεσίβλητος καταχώρισε εναντίον της Εταιρείας την αίτηση 112/09 με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση του. Την 29.11.10 και ενόσω εκκρεμούσε η εκδίκαση της αίτησης, διορίστηκε εκκαθαριστής για την Εταιρεία. Την 29.3.12 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») εξέδωσε απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου για ποσό €127.172,33, πλέον έξοδα, τα οποία υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή σε €6.689,00, συν ΦΠΑ ύψους €1.130,84. Ο Εφεσίβλητος ζήτησε από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («οι Εφεσείοντες»), πληρωμή του εξ αποφάσεως ποσού και των εξόδων, στηριζόμενος στις πρόνοιες του Άρθρου 31(3) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 («ο Νόμος»). Επειδή οι Εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν το αίτημα, ο Εφεσίβλητος καταχώρισε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου νέα αίτηση με αριθμό 252/13 («η Πρωτόδικη Αίτηση»), αυτή τη φορά κατά των Εφεσειόντων, απαιτώντας καταβολή των αποζημιώσεων και εξόδων. Μετά από την καταχώριση της Πρωτόδικης Αίτησης, οι Εφεσείοντες κατέβαλαν το ποσό των αποζημιώσεων αρνήθηκαν όμως να πληρώσουν τα έξοδα, ισχυριζόμενοι πως το Άρθρο 31(3) του Νόμου δεν τους επέβαλλε τέτοια υποχρέωση. Έτσι, στο πλαίσιο της Πρωτόδικης Αίτησης, παρέμεινε ως αποκλειστικό επίδικο ζήτημα η απαίτηση του Εφεσίβλητου για πληρωμή των εξόδων που επιδικάστηκαν διά της απόφασης ημερομηνίας 29.3.12. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με απόφαση ημερομηνίας 30.9.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση») ότι δεδομένου πως τα έξοδα της απόφασης δεν αποτελούν οφειλή που προέκυψε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης αλλά οφειλή ένεκα του τερματισμού της εργοδότησης, οι καταβολή τους αποτελεί παρεμπίπτον και συμπληρωματικό θέμα εντός της αποκλειστικής του αρμοδιότητας για εκδίκαση υπόθεσης παράνομης απόλυσης βάσει του Άρθρου 30(1) του Νόμου και τουτέστιν καλυπτόμενα από τις πρόνοιες του Άρθρου 31(3) του Νόμου, με απόληξη πως αυτά θα πρέπει, τελικώς, να πληρωθούν από τους Εφεσείοντες.
Με την παρούσα έφεση - ως διαμορφώθηκε ύστερα από την απόσυρση των λόγων έφεσης 1 και 2 - οι Εφεσείοντες, διά του εναπομείναντος λόγου έφεσης 3, προτάσσουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τα Άρθρα 30(1) και 31(3) του Νόμου, αφού (με την περικοπή, όπως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο, να παρατίθεται αυτουσίως) «. με καμιά ερμηνευτική μέθοδο τα δικηγορικά έξοδα δεν είναι παρεμπίπτον ζήτημα που προκύπτει από τον τερματισμό απασχόλησης εργοδοτουμένου και κατά συνέπεια με βάση την απόφαση Χριστόδουλος Κυριάκου και άλλοι ν. Ταμείου Δια Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 ΑΑΔ 1020, δεν μπορούν να επιδικαστούν εναντίον του Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού».
Αποτέλεσε εισήγηση του κ. Χριστοφόρου εκ πλευράς Εφεσειόντων ότι κατά την Κυριάκου και Άλλοι ν. Ταμείου Διά Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού καταβάλλει στον εργοδοτούμενο την αποζημίωση που τούτος δικαιούται σε περίπτωση παράνομης απόλυσης με βάση τον Νόμο και δεν περιλαμβάνει αυτοτελείς αξιώσεις του εργοδοτούμενου κατά του εργοδότη. Η λογική «. του νόμου όσο και της νομολογίας .», επεξέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος, είναι να πληρώνεται ο απολυθείς εργοδοτούμενος από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού αντί από τον εργοδότη που δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Έτσι, δεν θα ήταν δυνατόν αλλά ούτε και εύλογο να συμπεριληφθούν στα ποσά που πληρώνει το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, αυτοτελείς αξιώσεις του εργοδοτούμενου εναντίον του εργοδότη διότι, σε τέτοια περίπτωση, ο εργοδότης «. που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα γνωρίζοντας ότι θα καταχωρηθεί Αίτηση Διάλυσης εναντίον του δεν θα καταβάλλει για παράδειγμα τους μισθούς στους Εργοδοτουμένους του προσδοκώντας ότι αυτοί θα καταβληθούν από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού .».
Ο κ. Σπανός, εκ πλευράς Εφεσίβλητου, υποστήριξε ότι η Κυριάκου και Άλλοι ν. Ταμείου Διά Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, διαφοροποιείται από τα ενεστώτα αφού, πέραν των ουσιωδών αποκλίσεων στα γεγονότα των δύο περιπτώσεων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε, δεόντως, εξουσία παρεχόμενη από τον Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό 1999 (1/99) να επιδικάσει τα περί ων ο λόγος έξοδα ως παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό θέμα σε διαφορά που ηγέρθη με βάση τον Νόμο, και πως ως εκ τούτου, δικαιούται ο Εφεσίβλητος να τα εισπράξει από τους Εφεσείοντες διά των προνοιών του Άρθρου 31(3) του Νόμου.
Η Πρωτόδικη Απόφαση είναι ορθή.
Εξηγούμε.
Σύμφωνα με το Άρθρο 31(3) του Νόμου:
«31(3). Όταν κατά τον χρόνον της επιδικάσεως υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, έχη αρχίσει διαδικασία αναφορικώς προς τον εργοδότην δυνάμει του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή του Μέρους V του περί Εταιρειών Νόμου ο εργοδοτούμενος προς τον οποίον εγένετο η επιδίκασις εισπράττει ολόκληρον το επιδικασθέν ποσόν εκ του Ταμείου. Τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου αναφορικώς προς πάσαν επιδικασθείσαν πληρωμήν καταβλητέαν απ' ευθείας υπό του εργοδότου μεταβιβάζονται εις το Ταμείον.»
Περαιτέρω, κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 30(1) του Νόμου:
«30(1). . το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζει επί απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντώς παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος».
Εν προκειμένω, ως σωστά αποφάνθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, τα έξοδα απαρτίζουν μέρος της απόφασης που εκδόθηκε προς όφελος του Εφεσίβλητου (ένεκεν της επιδίκασης αποζημιώσεων για τον αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του).Υπό αυτή την οπτική, τα έξοδα, συνθέτουν παρεμπίπτον ή και συμπληρωματικό θέμα εργατικής διαφοράς που ανεφύει, ακριβώς, από την εφαρμογή του Νόμου. Ως τέτοιο θέμα, τα έξοδα εμπίπτουν στην έννοια του επιδικασθέντος ποσού, ως ο όρος απαντάται στο Άρθρο 31(3) του Νόμου. Κατ' ακολουθίαν, ο Εφεσίβλητος, ως το αποτύπωσε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο «.δικαιούται να εισπράξει τα επιδικασθέντα προς όφελος του έξοδα από το Ταμείο». Το Άρθρο 31(3) του Νόμου πρέπει να διαβάζεται μαζί με το Άρθρο 30(1) αυτού, με το τελευταίο να εντάσσει, ως ήδη υπογραμμίσαμε, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και κάθε παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό θέμα εν σχέσει προς εργατικές διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή του Νόμου ή από τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του νομοθετήματος (βλ. Κυριάκου και Άλλοι ν. Ταμείου Διά Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, 1027). Τούτων δοθέντων και ειδικότερα με κατά νουν την αναφορά στο Άρθρο 30(1) του Νόμου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών να αποφασίζει επί εργατικών διαφορών που προκύπτουν συνεπεία εφαρμογής του Νόμου «. ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού .», παρέχεται στο υπό αναφοράν Δικαστήριο δικαιοδοσία να επιδικάζει έξοδα σε περιπτώσεις ως η επίδικη, αφού η εξουσία τούτη προβλέπεται από τον Κανονισμό 14 του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού 1999, ο οποίος διαλαμβάνει ότι εκτός όπου το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διατάσσει διαφορετικώς «. η δικηγορική αμοιβή καθορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του εκάστοτε ισχύοντος Διαδικαστικού Κανονισμού περί Δικηγορικών Δικαιωμάτων .».
Τούτη η κατάληξη συνάδει, όχι μόνον με την τελεολογική μέθοδο ερμηνείας νομοθετημάτων (βλ. Farooq και Άλλων v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 165/18, ημ. 7.9.20, ECLI:CY:AD:2020:B297), αλλά και με μια πρόσθετη ερμηνευτική μεθοδολογία η οποία ορίζει πως θα πρέπει να δίνεται στα νομοθετήματα τέτοια ερμηνεία ώστε αυτή να συνάδει με τη λογική τάξη των πραγμάτων, ούτως ώστε να αποφεύγονται τα όποια παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα (βλ. Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/13 ημ. 18.9.19, Exxon Mobil Cyprus Ltd και Άλλων ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 449, 459-460).
Δύο (επιπλέον) λόγια για την Κυριάκου και Άλλοι ν. Ταμείου Διά Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, η οποία συναπάρτισε την προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας των Εφεσειόντων (και κατ' επέκτασιν των Εφεσίβλητων υπό διάφορη βεβαίως οπτική). Η αυθεντία τούτη, διαφοροποιείται, όντως, από τα γεγονότα της παρούσας, μια και αφορούσε σε δεδουλευμένους μισθούς, άδειες και απλήρωτες εισφορές, με όλα τούτα να έχουν αποκρυσταλλωθεί κατά τη διάρκεια της αφορώσας εργοδότησης και να είναι πληρωτέα ως εξ αυτής, και όχι ως εκ του τερματισμού της. Εδώ, το συζητούμενο δικαίωμα (για επιδίκαση εξόδων), δεν είχε αποκρυσταλλωθεί κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του Εφεσίβλητου μήτε και τα επιδικασθέντα έξοδα κατέστησαν πληρωτέα ως εκ της εργοδότησης, αλλά γιατί διαπιστώθηκε τερματισμός της εργοδότησης.
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Συνακολούθως, απορρίπτεται και η έφεση.
Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €3.000,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.