ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Ν. Καλλής, για την εφεσείουσα/ενάγουσα Δ. Λαμπριανίδης για Γ. Χαραλαμπίδη amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ για τον εφεσίβλητο 1 Δ. Λαμπριανίδης για Αντ. Νικολάου, για την εφεσίβλητη 2 Δ. Λαμπριανίδης για Ν. Μαστορούδη amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ για τον εφεσίβλητο 3 Καμιά εμφάνιση, για τον εφεσίβλητο 4. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-09-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ v. Α. Μ. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 97/2014, 28/9/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A426

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 97/2014)

 

28 Σεπτεμβρίου, 2021

 

  [Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Φ. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

ν.

 

1.     Α. Μ. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

2.     Α & Γ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΛΤΔ

3.     xxx ΠΑΣΧΑΛΗ

4.     xxx xxx ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.

 

........

Ν. Καλλής,  για την εφεσείουσα/ενάγουσα

Δ. Λαμπριανίδης για Γ. Χαραλαμπίδη & Σια ΔΕΠΕ για τον εφεσίβλητο 1

Δ. Λαμπριανίδης για Αντ. Νικολάου, για την εφεσίβλητη 2

Δ. Λαμπριανίδης για Ν. Μαστορούδη & Σία ΔΕΠΕ για τον εφεσίβλητο 3

Καμιά εμφάνιση, για τον εφεσίβλητο 4.

----------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:   Η εφεσείουσα ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτρια ακινήτου στο Ζακάκι στο οποίο ανεγείρετο οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και α΄ όροφο.

 

Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διεκδικούσε εναντίον των εφεσιβλήτων συγκεκριμένα ποσά για επιμέρους αξιώσεις οι οποίες αντιπροσώπευαν κακοτεχνίες, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους €212.792,77 πλέον γενικές αποζημιώσεις για καθυστέρηση στην παράδοση της οικοδομής καθώς και παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Σύμφωνα με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης της, είχε αποταθεί στον εφεσίβλητο 3, αρχιτέκτονα/πολιτικό μηχανικό ο οποίος ανέλαβε το σχεδιασμό και μελέτη της οικοδομής.  Τα αρχικώς ετοιμασθέντα σχέδια απορρίφθηκαν από το Δήμο Λεμεσού λόγω λαθών που παρουσίαζαν - η θέση του εφεσίβλητου 3 ήταν πως η εφεσείουσα δεν αποδέχθηκε τη συμβουλή του να μην ετοιμάσουν σχέδια για πενταόροφη οικοδομή - και έτσι ετοιμάστηκαν νέα σχέδια, όπως ανωτέρω περιγράφηκαν.  Μετά την εξασφάλιση αδειών, η εφεσείουσα αποτάθηκε στον εφεσίβλητο 1, ο οποίος ήταν θείος της, ζητώντας του να της δώσει προσφορά για την κατασκευή του σκελετού της οικοδομής.  Σύμφωνα με την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος 1 παρουσιάστηκε σε αυτήν ως αδειούχος εργολάβος οικοδομών κατάλληλης τάξης για να αναλάβει εργασίες της τάξης στην οποία ενέπιπτε η οικοδομή, προέβη σε προσφορά ως εργολάβος οικοδομών και υπογράφηκε σχετική συμφωνία (τεκμ. 4).

 

Ο εφεσίβλητος 3 και αργότερα ο εφεσίβλητος 4 ο οποίος αντικατέστησε τον εφεσίβλητο 3 ως επιβλέπων μηχανικός, αποδέχθηκαν τον εφεσίβλητο 1 ως εργολάβο οικοδομών.  Προέκυψαν προβλήματα στην εκτέλεση των εργασιών τις οποίες εγκατέλειψε ο εφεσίβλητος 1 αφήνοντας πίσω του  κακοτεχνίες, τις οποίες, σύμφωνα με την εφεσείουσα, οι εφεσείοντες 3 και 4 δεν εντόπισαν έγκαιρα, με αποτέλεσμα την ανάγκη αποκατάστασης των ζημιών.  Περαιτέρω προκλήθηκε καθυστέρηση στην αποπεράτωση της οικοδομής, με συνακόλουθο τούτης, την απώλεια ενοικίων και κερδών τα οποία η εφεσείουσα θα αποκόμιζε, αν οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν ως σωστοί και υπεύθυνοι επαγγελματίες.

 

Ο εφεσίβλητος 1 αρνείται με την Έκθεση Υπεράσπισης του, όσα η εφεσείουσα του καταλογίζει και προτάσσει ότι είναι αυτοεργοδοτούμενος υπεργολάβος καλουψιής και ανέλαβε υπό αυτή την ιδιότητα την χάραξη της οικοδομής και την κατασκευή των καλουπιών.  Τη σκυροδέτηση καθώς και το συντονισμό των εργασιών που απαιτούντο για να προχωρά και ολοκληρωθεί το έργο των ξυλοτύπων, ανέλαβε η εφεσείουσα με τον πατέρα και αδελφό της.  Η ίδια επέλεγε, διόριζε και πλήρωνε τους διάφορους τεχνίτες και εργάτες, όπως σιδεράδες, υδραυλικούς και ηλεκτρολόγους.  Με τους πλείστους εξ αυτών ήλθε σε ρήξη, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν την οικοδομή.  Το ίδιο έπραξε και ο ίδιος, έχοντας αξίωση για υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας, όπως εκτιμήθηκε από τον εφεσίβλητο 4 και το αποδέχθηκε η εφεσείουσα.

 

Η αξίωση που αφορούσε το ποσό, το υπόλοιπο της αμοιβής του, το οποίο αξιωνόταν ανταπαιτητικώς από τον εφεσίβλητο 1, αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Άρνηση και απόρριψη των αξιώσεων της εφεσείουσας προβάλλουν στα δικόγραφα τους και οι εφεσίβλητοι 3 και 4 οι οποίοι επίσης της αποδίδουν ευθύνη για μη εκπλήρωση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας, χαρακτηρίζοντας αυτήν αναξιόπιστη και κρίνοντας τη συμφωνία που συνήψε με τον εφεσίβλητο 1, ο οποίος δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης, ως άκυρη.

 

Η ορθότητα της απόφασης αυτής προσβάλλεται με σωρεία λόγων έφεσης - συνολικά 26 - επίκεντρο των οποίων αποτελεί η κρίση για το άκυρο της συμφωνίας και η λανθασμένη αξιολόγηση των μαρτύρων.

 

Προβάλλονται περαιτέρω, τα παράπονα της εφεσείουσας ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, αλλά αντίθετα μεροληπτικής και εκδικητικής αντιμετώπισης από το Δικαστήριο.  Έναυσμα για αυτές τις αιτιάσεις, έδωσε η απόρριψη εκ μέρους του Δικαστηρίου αιτήματος αναβολής το οποίο υποβλήθηκε από τον ένα εκ των δικηγόρων της, λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε μέλος της οικογένεια του άλλου δικηγόρου, ο οποίος κατείχε τους φακέλους τη συγκεκριμένη δικάσιμο, με αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα συνέχισης της αντεξέτασης του εφεσίβλητου 1.

 

Η θέση αυτή του Δικαστηρίου και η απορριπτική ενδιάμεση απόφαση, οδήγησε σε αίτημα της εφεσείουσας για εξαίρεση της Δικαστού, το οποίο επίσης δεν έγινε αποδεκτό.  Με αποτέλεσμα, την έγερση και προβολή λόγων έφεσης, για μη δίκαιη δίκη και παραβίαση συνταγματικών της δικαιωμάτων.  Σχετικοί οι λόγοι έφεσης 24-26, τους οποίους κρίνουμε σκόπιμο και εύλογο να εξετάσουμε στο αρχικό στάδιο.

Η ρηθείσα απόφαση ημερ. 14/11/2012 χαρακτηρίζεται από το συνήγορο της εφεσείουσας αναιτιολόγητη και η κατάληξη ελλιπής, αφού, όπως εισηγείται, το Δικαστήριο, παρέθεσε απλά τη νομολογία, τα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθως κατέληξε στην απόφαση του να μην εξαιρεθεί.  Χωρίς να αιτιολογήσει τη θέση που έλαβε στις 17/10/12, όταν έκρινε αδικαιολόγητη την απουσία του κ. Καλλή, συνηγόρου της εφεσείουσας και απέρριψε το υποβληθέν αίτημα αναβολής.

 

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου 1 χαρακτηρίζει απολύτως αιτιολογημένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υποδεικνύει πως ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη επειδή δεν επεξηγεί ενδελεχώς γιατί απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής στις 17/10/2012, είναι ανεδαφικό αφού δεν στηρίζεται σε καμιά νομοθετική πρόνοια.  Όπως αναφέρεται στο περίγραμμα αγόρευσης του:

 

«Στις 14/11/2012 όφειλε το Δικαστήριο να αιτιολογήσει γιατί δεν ενέκρινε το αίτημα αναβολής υποβληθέν στις 17/10/2012 ή στην απόφαση στις 17/10/12;  Το αν το Δικαστήριο δικαιολόγησε επαρκώς το αίτημα για απόρριψη του αιτήματος αναβολής στις 17/10/2012 είναι ένα ζήτημα και το αν το Δικαστήριο επεξήγησε επαρκώς γιατί δεν θα έπρεπε να εξαιρεθεί είναι άλλο ζήτημα.  Τα δύο ζητήματα δεν θα πρέπει να συγχέονται.»

 

Συμφωνούμε ότι η ενδιάμεση απόφαση περί μη εξαίρεσης ημερ. 14/11/12 αποτελεί μια διαφορετική απόφαση εκείνης της 17ης Οκτωβρίου 2012, με την οποία δεν εγκρίθηκε αίτημα αναβολής.  Σημειώνουμε, πως δεν υπάρχει σαφής αυτοτελής λόγος έφεσης, ο οποίος να στρέφεται εναντίον της απόφασης (17/10/12).  Οι λόγοι έφεσης 24-26 αφορούν την απόφαση μη εξαίρεσης, ενώ, κατά μη ορθό τρόπο, και ο λόγος 25 επίσης βάλλει κατά της απόφασης μη εξαίρεσης,  έχει ως αιτιολογία την μη έγκριση του αιτήματος αναβολής η οποία αναφέρεται σε άλλη απόφαση.  Έχοντας υπόψη ότι η ενδιάμεση απόφαση απόρριψης του αιτήματος αναβολής δεν εφεσιβάλλεται ρητά και αυτοτελώς, ώστε να καθίσταται αντικείμενο εξέτασης (Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου ν. Κωνσταντίνος Χριστοφίδης, Ποιν. Έφ. 4/14 ημερ. 3/3/2016), ECLI:CY:AD:2016:B137παρέλκει η εξέταση των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, αφού το υπόβαθρο στήριξης τους, το οποίο εκπηγάζει από την απόφαση μη έγκρισης αιτήματος αναβολής, δεν προσβάλλεται.  Υπό τις συνθήκες αυτές, το όλο θέμα καθίσταται ακαδημαϊκό.

 

Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τους λόγους έφεσης 5 και 12 προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητου 1 είναι άκυρη.  Εγείρεται περαιτέρω, ότι λανθασμένα ερμήνευσε το σχετικό Νόμο περί εγγραφής και ελέγχου εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, Νόμος 29(Ι)/2001 (εν τοις εφεξής ο Νόμος).

 

Παρά την ύπαρξη λόγων έφεσης για τη γενόμενη αξιολόγηση των μαρτύρων, ωστόσο το θέμα τούτο μπορεί να εξεταστεί εκ των προτέρων, αφού το ουσιώδες γεγονός, ήτοι η μη κατοχή από τον εφεσίβλητο 1 άδειας εργολήπτη, είναι αδιαμφισβήτητο.  Ως αιτιολογία των λόγων τούτων προβάλλεται πως η εφεσείουσα τελούσε σε άγνοια για το γεγονός ότι το πρόσωπο στο οποίο ανέθεσε την εργασία δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος, ενώ ο σχετικός Νόμος απαιτεί γνώση (12ος λόγος έφεσης).  Περαιτέρω ενώ το ίδιο το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι στην οικοδομή της εφεσείουσας υπήρχε εγγεγραμμένος εργολάβος οικοδομών, ονόματι xxx Βρυώνη, παρά ταύτα αγνοεί το εύρημα του αυτό και καταλήγει, κατά αντιφατικό τρόπο, ότι η συμφωνία εφεσείουσας με εφεσίβλητο 1 είναι άκυρη (5ος λόγος έφεσης).

 

Όπως παρατίθεται η αιτιολογία του ρηθέντα 5ου λόγου παρουσιάζεται να  οδηγεί σε παραπλανητικές εισηγήσεις καθόσον απομονώνει μια φράση από ολόκληρη παράγραφο χωρίς σύνδεση με το υπόλοιπο κείμενο της απόφασης.

 

Το Δικαστήριο με το πιο πάνω εύρημα, στόχευε να υποδείξει και τόνιζε την ανυπαρξία εγγεγραμμένου εργολάβου στην οικοδομή, τη γνώση της εφεσείουσας περί τούτου και την τοποθέτηση μιας πινακίδας κάποιου εργολάβου, ονόματι Βρυώνη, απλά και μόνο για να καλυφθεί η παρανομία.

 

Για καλύτερη κατανόηση του λόγου, παραθέτουμε αυτούσια τη συγκεκριμένη επίμαχη παράγραφο:

 

«Βέβαια η μαρτυρία κατέδειξε ότι στην οικοδομή υπήρξε σε κάποιο στάδιο η ταμπέλα κάποιου Βρυώνη, εργολάβου, που φανερώνει ότι η ενάγουσα γνώριζε ότι ο εναγόμενος 1 δεν ήταν καν εργολάβος οικοδομών και μάλιστα της κατάλληλης τάξης για να αναλάβει την ανέγερση της συγκεκριμένης οικοδομής, προσλαμβάνοντας τον ωστόσο με βάση την προσφορά του ως εργολάβο του έργου». 

 

 

Τονίζει δε το Δικαστήριο στα ευρήματα του πως ανεξάρτητα από το κατά πόσον κατά τον επίδικο χρόνο τοποθετήθηκε στην οικοδομή η πινακίδα άλλου προσώπου ως εργολάβου, διαφορετικού από τον εναγόμενο 1, η ανέγερση της οικοδομής ανετέθη στον εφεσίβλητο 1, ο οποίος ως είναι αναμφισβήτητο, κατά το χρόνο της ανάθεσης του έργου αλλά και της εκτέλεσης των εργασιών δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης οικοδομικών έργων κατέχων ισχύουσα άδεια οποιασδήποτε τάξης για εκτέλεση τέτοιων έργων.

 

Κρίνεται συνεπώς πως καμιά αντιφατικότητα εντοπίζεται στο εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης παραθέτοντας σχετική επί του θέματος νομολογία προτού προβεί σε υπαγωγή των γεγονότων στη νομική πτυχή του ζητήματος.

 

Θεωρούμε ορθό να καταγράψουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Στο άρθρο 30 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001, όπως τροποποιήθηκε, προνοείται ότι «κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη».  Σύμφωνα με το άρθρο 25 του ίδιου Νόμου, απαγορεύεται η ανάθεση της εκτέλεσης οποιουδήποτε οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης ή και δεν κατέχει κατά τον ουσιώδη χρόνο ετήσια άδεια της τάξης και κατηγορίας στην οποία ανήκει το έργο.  Όπως δε προνοείται στο άρθρο 24 του Νόμου, απαγορεύεται σε πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης τόσο να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε όνομα ή τίτλο που μπορεί να ερμηνευθεί ότι είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης όσο και να δίνει τέτοια εντύπωση με οποιοδήποτε τρόπο καθώς και να υποβάλει προφορική ή γραπτή προσφορά για ανάληψη ή εκτέλεση οικοδομικού ή τεχνικού έργου, να αναλαμβάνει ή να εκτελεί τέτοιο έργο και να συνάπτει προφορική ή γραπτή συμφωνία για εκτέλεσή του. Η παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε απαγόρευση, καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 44 του Νόμου ποινικό αδίκημα.

 

Ως συνάγεται από τις πιο πάνω πρόνοιες, ο Νόμος ρητά απαγορεύει την ανάληψη εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου από μη εγγεγραμμένο εργολήπτη, με εμφανή σκοπό του νομοθέτη την εξασφάλιση και κατοχύρωση του επαγγέλματος του εργολήπτη, εφόσον αν ένας μη εγγεγραμμένος εργολήπτης παράνομα συμβάλλεται για εργοληπτική εργασία, την οποία δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει, αποστερεί την εργασία αυτή από άλλο νόμιμο εργολήπτη (βλ. Γρηγορίου κ.α. ν. Οικοσυνθέσεις Λτδ (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1932).  Παράλληλα επιβάλλεται καθήκον και υποχρέωση στον εργοδότη να λάβει όλα τα αναγκαία και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει την ανάθεση της εκτέλεσης του έργου σε εγγεγραμμένο και αδειούχο εργολήπτη, επιλέγοντας ανάλογα προσοντούχο πρόσωπο για το συγκεκριμένο έργο.

 

Αποτελεί κοινή εισήγηση των συνηγόρων των εναγομένων, με αναφορά και σε νομολογία που παρατίθεται στη συνέχεια, ότι η ρητή απαγόρευση της συμφωνίας στις πιο πάνω περιπτώσεις υποδηλώνει την παρανομία της σύναψής της με αποτέλεσμα τέτοια συμφωνία να είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149

 

Στην υπόθεση ChrMavrikios ConstrLtd ν. Χατζηκωνσταντά (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1093, η οποία αφορούσε εμπλοκή των διαδίκων σε παράνομη σύμβαση ανέγερσης κατοικίας κατά παράβαση του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου, στη σελ. 1096 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ορθώς κατά την άποψή μας ο πρωτόδικος δικαστής αντίκρυσε το θέμα της παρανομίας.  Η εκτέλεση έργου από εργολήπτη χωρίς άδεια δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αγώγιμο δικαίωμα είσπραξης της αμοιβής του.  (βλ. Tsouloftas Constructions Ltd κ.α. ν. Mylonas κ.α. (2002) 1 (Γ) ΑΑΔ 1514 και Σκουτέλας ν. Αγαπίου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 338.

...........

«Είναι δοσμένη αρχή ότι χρήματα που καταβλήθηκαν βάσει μιας παράνομης σύμβασης δεν μπορούν ν' ανακτηθούν (βλ. Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 968.

 

Θεωρούμε ως λογική επέκταση της πιο πάνω αρχής, ότι δεν νοείται ο προσπορισμός οφέλους από οποιοδήποτε των συμβαλλομένων σε μια παράνομη συναλλαγή, όπως αναλύθηκε στην υπόθεση A.CAntoniou Resort Ltd vEleonora Hotel ApartmLtd (2002) 1(B) Α.Α.Δ. 1321.

 

Περαιτέρω σε περίπτωση μιας παράνομης συμφωνίας τα μέρη δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση εκατέρωθεν απαιτήσεων βασιζομένων στη συμφωνία αυτή (Βλ. Flecha Contracting Ltd v. M.C. Michael Dev. Ltd (2003) 1(A) Α.Α.Δ. 263.

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές επανερχόμαστε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Η συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ των διαδίκων, ημερομηνίας 02/03/2001, κηρύχθηκε εξ υπαρχής άκυρη.  Συνεπώς όλες οι εκατέρωθεν διεκδικήσεις θα πρέπει να εξεταστούν κάτω από αυτό το πρίσμα».

 

Προσθέτουμε πως η πρόνοια του Νόμου διά του άρθρου 25  όπως τροποποιήθηκε από τον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (τροποποιητικού) Νόμο του 2002 (Ν.200(Ι)/2002), είναι σαφής στην εναπόθεση υποχρέωσης στον εργοδότη/ιδιοκτήτη του έργου να μην αναθέτει έργο σε μη προσοντούχο αδειούχο πρόσωπο, χωρίς ο Νόμος να απαιτεί την ύπαρξη γνώσης του για τον αδειούχο ή μη εργολάβο.  Η πρόθεση του Νομοθέτη, συναγόμενη από το σκοπό του Νόμου δεν αφήνει αμφιβολία περί τούτου.  Εάν απαιτείτο γνώση του εργοδότη, τότε εύκολα θα γινόταν επίκληση άγνοιας με σκοπό την επίτευξη ή διευκόλυνση καταστρατήγησης του σκοπού του Νόμου.  Για τουτο και προνοείται η διάπραξη ποινικού αδικήματος σε περίπτωση παραβίασης του άρθρου 25 χωρίς πρόβλεψη υπεράσπισης της άγνοιας.

 

Υπενθυμίζουμε την καλά εμπεδωμένη αρχή ότι η παρανομία που δυνατόν να σχετίζεται με τη σύμβαση είτε με τη συνομολόγηση της, είτε με την εκτέλεση της, θα πρέπει να αναδύεται κατά αντικειμενικό τρόπο και ανεξάρτητα από την έκταση συμμετοχής εκάστου των συμβαλλομένων.  Το Δικαστήριο δε, οφείλει να αποστερήσει τον διάδικο που μετείχε παράνομων ενεργειών από οποιαδήποτε θεραπεία (Αρκαδίου ν. Porto Lora Estates Ltd (2010) 1 AAΔ 2035, Eθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ v. UΙB Insurance Reinsurance & Consultants Brokers Ltd κ.α., Πολ. Έφ. 23/12 ημερ. 16/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A358, Βουζούνη κ.α. ν. Αποστόλου, Πολ. Εφ. 457/12 ημερ. 10/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A138, Treiterl The Law of Contract, 8η έκδ. σελ. 381).

 

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 5 και 12 κρίνονται απορριπτέοι και απορρίπτονται.

 

Κρίνουμε  όμως, πως με βάση τα ανωτέρω λεχθέντα, ο λόγος έφεσης 11 επιτυγχάνει.

 

Το Δικαστήριο θεωρούμε πως δεν έπρεπε να καταδικάσει την εφεσείουσα στα έξοδα του εφεσίβλητου 1, ο οποίος ήταν μέρος της κηρυχθείσας ως άκυρης συμφωνίας.  Ούτε ορθό ούτε δίκαιο είναι να απολαύσει όφελος από τη δική του παρανομία.  Επομένως η σχετική διαταγή για έξοδα ακυρώνεται.

 

Η αξίωση της εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου 1, η οποία βασίζεται, είτε στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου είτε στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίνεται επίσης απορριπτέα, ακριβώς για το λόγο του ερείσματος αυτής στο παράνομο και στην έλλειψη νομιμότητας της σύμβασης.  Ελλείπει, όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο η αναγκαία προϋπόθεση της νομιμότητας της πράξης, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της επιείκειας που διέπουν το θέμα (Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 4 (Β) ΑΑΔ 1077).  Το Δικαστήριο οφείλει να αποστερήσει το διάδικο που αναμιγνύεται σε παράνομη ενέργεια από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και εάν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία, διατρέχοντας μέσα από διάφορες νομικές βάσεις.  Όταν μια δραστηριότητα κρίνεται παράνομη, τότε δεν μπορεί να θεμελιωθεί θεραπεία διαχωρίζοντας πλασματικά βάσεις αγωγής που προέρχονται όμως από τα ίδια γεγονότα που μιαίνονται από παρανομία (Γ. Χριστοδούλου κ.α. v. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1 AAΔ 802Όπως αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση:

«πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής του Λατινικού αξιώματος ex turpi causa non oritur actio, δηλαδή, όπως το έθεσε από πολύ παλιά, ο Lord Mansfield CJ στην Holman v. Johnson [1775] 1 Cowp 341:

 

«no court will lend its aid to a man who founds his cause of action        upon an immoral or illegal act.»

Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων οφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων."

Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, αναπόδραστα, επικυρώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου για απόρριψη της εναντίον του εφεσίβλητου 1 αγωγής. 

 

Συναφής είναι και η κατάληξη και τύχη της έφεσης αναφορικά με την εφεσίβλητη 2, η οποία κατ' ισχυρισμό της εφεσείουσας, θα συνέχιζε τις εργασίες μετά τη σύσταση της από τον εφεσίβλητο 1.  Η έφεση δεν μπορεί να πετύχει αφού αφ' ενός, δεν είναι εγγεγραμμένος εργολάβος και αφ' ετέρου, σύμφωνα με εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο δεν αμφισβητείται με αυτοτελή λόγο έφεσης δεν υπήρξε καμιά συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης 2.  Απλά η εφεσείουσα επικαλείτο όσα σύμφωνα με την ίδια, της ανέφερε ο εφεσίβλητος 1.

 

Πέραν των ανωτέρω, δεν εντοπίσαμε κανένα λόγο έφεσης ο οποίος να αποδίδει ευθύνη λόγω αμέλειας στην εφεσίβλητη 2, ενώ υπάρχει τέτοιος λόγος έφεσης, ο 21ος ο οποίος πλήττει το εύρημα του Δικαστηρίου περί μη απόδοσης αμέλειας αναφορικά και μόνο με τον εφεσίβλητο 1.

 

Η αγωγή εναντίον των εφεσειόντων 3 και 4 απορρίφθηκε κατ' ακολουθίαν και ως συνέπεια της απόρριψης της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου 1, πλην όμως συνέχισε το Δικαστήριο και εξέτασε την ύπαρξη τυχόν ευθύνης όπως τους αποδίδεται από την εφεσείουσα.

 

Η βάση αγωγής καθώς και η ευθύνη η οποία αποδίδεται στους τελευταίους, αποτελεί μια ξεχωριστή βάση, στηριζόμενη σε διαφορετική συμφωνία, υπό διαφορετική ιδιότητα ο καθένας για τoυς οποίους παρατίθενται σε ξεχωριστή ενότητα λεπτομέρειες επαγγελματικής αμέλειας, και συνεπώς δεν συμπαρασύρεται από την απόρριψη της αγωγής του εφεσίβλητου 1.

 

Σχετικοί με τον εφεσίβλητο 3 είναι οι λόγοι έφεσης 13, 14, 15 και 22 ενώ για τον εφεσίβλητο 4 οι λόγοι 16, 17 και 23.  Προσβάλλονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τα οποία τους απάλλαξε οποιασδήποτε ευθύνης και αμέλειας αποδίδοντας ταυτόχρονα υπαίτια - για την καθυστέρηση και ζημιά - συμπεριφορά στην εφεσείουσα. 

 

Για την κατάληξη του αυτή, προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, κρίνοντας αξιόπιστους τους εφεσίβλητους 3 και 4 και αναξιόπιστη την εφεσείουσα.  Τα ευρήματα αξιοπιστίας πλήττονται με το 15ο λόγο (για εφεσίβλητο 3) και 17ο λόγο (για εφεσίβλητο 4).

 

Παρά τη γνωστή αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, του οποίου αποτελεί πρωταρχικό καθήκον, ωστόσο αυτό επιτρέπεται όταν αυτή αντιστρατεύεται την κοινή λογική, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ. ν. Mikeilov, Πολ. Έφ. 73/12 ημερ. 28/9/2018).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην αξιολόγηση των συγκεκριμένων εφεσιβλήτων, χωρίς να αναφερθεί στα στοιχεία εκείνα της μαρτυρίας τα οποία το οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή.  Ουσιαστικά από το κείμενο της απόφασης, απουσιάζει η μαρτυρία η σχετική με τα επίδικα θέματα, πέραν εκείνης η οποία ήταν αδιαμφισβήτητη όπως η μη ιδιότητα του εφεσίβλητου 1 ως αδειούχου εργολήπτη οικοδομικών έργων.

 

Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, παραθέτει τους ισχυρισμούς των διαδίκων, σύμφωνα με τα δικόγραφα τους, και καταγράφει αμέσως μετά, ότι η μαρτυρία θα διαφανεί κατά τη γενόμενη αξιολόγηση των μαρτύρων, ωστόσο, το έργο αυτό δεν έγινε επαρκώς, ώστε να γίνεται αντιληπτή η αντίφαση ή επιμονή της εφεσείουσας ή η φορτικότητα της προς τον εφεσίβλητο 3 ή η ανάθεση ή όχι της επίβλεψης προς τον εφεσίβλητο 4.  Αναφέρει στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αναξιοπιστία της εφεσείουσας επιβεβαιώνεται από επιμέρους ανακολουθίες, αντιφάσεις και υπερβολές χωρίς όμως να αιτιολογείται η κρίση αυτή.  Ενώ κρίνει αξιόπιστο τον ΜΕ5  προς τον οποίο έγινε καταγγελία από την εφεσείουσα ότι συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό γραφείο αρνείται να της παραδώσει σχέδια και σχετικά με την υπόθεση έγγραφα, στοιχεία και αποδείξεις, θεωρεί ότι η μαρτυρία αυτή χωρίς να καταγράψει το περιεχόμενο της, δεν βοηθά την εφεσείουσα, της οποίας όμως τη μαρτυρία κρίνει ως αναξιόπιστη, μεταξύ άλλων διότι δεν παρουσίασε έγγραφα και αποδείξεις σχετικά με τις κακοτεχνίες και τα έξοδα επιδιόρθωσης τους.

 

Ενώ, φαίνεται να γίνεται ουσιαστικός λόγος για το τεκμ. 9, το οποίο φέρεται από το συνήγορο της εφεσείουσας να σχετίζεται με τους εφεσίβλητους 3 και 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξηγεί γιατί αποφάσισε πως αυτό δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο του στην πραγματική εικόνα των διαδραματισθέντων, ενώ δεν γίνεται καμιά μνεία στο περιεχόμενο του, το οποίο ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλείται ως υποστηρικτικό της θέσης του πως η αμοιβή του εφεσίβλητου 4 θα καταβαλλόταν από τον εφεσίβλητο 3.

 

Τόσο με τα δικόγραφα όσο και τη μαρτυρία του ο εφεσίβλητος 4 επιρρίπτει ευθύνη στον εφεσίβλητο 1 για λάθη τα οποία αναφέρονται και στην έκθεση του Μ.Ε.6 πραγματογνώμονα, ο οποίος διορίστηκε από το ΕΤΕΚ.  Ο εφεσίβλητος 1 δηλώνει ότι καμιά παρατήρηση του έγινε από τον εφεσίβλητο 4 ο οποίος αποδεχόταν και παραλάμβανε την εκτελεσθείσα από αυτόν εργασία.  Αμφότεροι κρίθηκαν αξιόπιστοι, χωρίς να υπάρχει μνεία για τούτο το θέμα για το οποίο επιρρίπτεται ευθύνη στον εφεσίβλητο 4 για τις κακοτεχνίες του εφεσίβλητου 1.

 

Αξιόπιστος κρίθηκε επίσης ο Μ.Ε.6, πολιτικός μηχανικός διορισθείς από το ΕΤΕΚ ο οποίος όπως παρατηρήσαμε τόσο από τη μαρτυρία του όσο και την έκθεση του τεκμ. 17 σημειώνει κακοτεχνίες και παραλείψεις, τις οποίες επίσης φέρεται να διαπιστώνει και ο εφεσίβλητος 4.  Παρά ταύτα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε, χωρίς εξήγηση για τούτο το εύρημα, ζημιά και δεν υπήρχε εύρημα ευθύνης ή μη για την εκτέλεση ή αποκατάσταση της.  Χαρακτηριστικά, αναφέρει ο ΜΕ6 ότι εάν ο ΜΕ4 δεν αποδεχόταν κάποιες εργασίες που έγιναν από τον εφεσίβλητο 1, έγκαιρα θα μπορούσαν να επιδιορθωθούν χωρίς μεγάλο κόστος.  Ο εφεσίβλητος 4 δήλωσε ότι δεν ενεργούσε ως επιβλέπων ενώ εξέδωσε τα τεκμ. 11, 12, 13 με τα οποία παρουσιάζεται ως επιβλέπων μηχανικός, ιδιότητα την οποία του προσδίδει η εφεσείουσα, χωρίς ωστόσο, αυτές οι διαφορετικές θέσεις, να εξετάζονται από το Δικαστήριο.  Ο εφεσίβλητος 3 όπως ανωτέρω αναφέρθηκε δήλωσε ότι παρά τις αντιρρήσεις του για ετοιμασία σχεδίων πενταόροφης οικοδομής η εφεσείουσα επέμενε, γι' αυτό δεν εγκρίθηκαν τα σχέδια από το Δήμο με αποτέλεσμα την ετοιμασία νέων και ουσιαστικά, πρόκλησης καθυστέρησης εξ αυτού του γεγονότος.  Η εφεσείουσα δήλωσε το αντίθετο μιλώντας για λάθη του εφεσίβλητου 3 και η ΜΕ3 υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού κατέθεσε πως έγιναν παρατηρήσεις, τόσο από το Δημαρχείο όσο και την Πυροσβεστική και επιστράφηκαν τα σχέδια.  Γι' αυτή την ισχυριζόμενη καθυστέρηση για την οποία υπάρχει σχετική αξίωση, δεν υπάρχει εύρημα.

 

Η δοθείσα αξιολόγηση των εφεσιβλήτων 3 και 4 θεωρούμε σκόπιμο να παρατεθεί:

"Mε τη μαρτυρία του ο εναγόμενος 3 (ΜΥ6) δημιούργησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο.  Ήταν θετικός και σταθερός σε όλα τα στάδια της μαρτυρίας του, η οποία συνάδει με τα κατατεθέντα εκ μέρους της ενάγουσας έγγραφα. Οι εξηγήσεις που έδωσε ως προς τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 9, σε συνάρτηση με την πιεστική και εκβιαστική συμπεριφορά της ενάγουσας προς αυτόν (βλ. Τεκμήρια 7 και 8), γίνονται αποδεκτές και θεωρώ ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο του στην πραγματική εικόνα των διαδραματισθέντων.

 

Παρόμοια είναι η εντύπωση που δημιούργησε και ο εναγόμενος 4 (ΜΥ7), ο οποίος, στην προσπάθεια του να βοηθήσει αφιλοκερδώς στην επίλυση των προβλημάτων στην ανεγειρόμενη οικοδομή της ενάγουσας, ενεπλάκη στην όλη υπόθεση, χωρίς να έχει ευθύνη για όσα του καταλογίζονται από την ενάγουσα.  Όσον αφορά τα Τεκμήρια 11-14, που όλα έγιναν από τον ίδιο τον Φεβρουάριο του 2006, όπως εξήγησε του ζητήθηκαν από την ενάγουσα και είχαν σκοπό να την βοηθήσουν για τον εντοπισμό και την καταγραφή των κακοτεχνιών. Παρά δε το ότι στο Τεκμήριο 11 αναφέρεται ότι ήταν επιβλέπων μηχανικός, ουδέποτε διορίσθηκε από την ενάγουσα σε οποιοδήποτε στάδιο νομότυπα ως επιβλέπων μηχανικός ούτε και πληρώθηκε για τις συμβουλευτικές του υπηρεσίες."

 

Οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν προβεί στα περιγράμματα τους σε καταγραφή αριθμού απαντήσεων που δόθηκαν από τους μάρτυρες και επισημαίνουν αντιφάσεις συγκρίνοντας τα λεχθέντα από τους εφεσίβλητους 3 και 4, με έγγραφα και τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν,  όπως π.χ. τη μαρτυρία του Μ.Ε.6 εμπειρογνώμονα του ΕΤΕΚ, την άδεια οικοδομής, το τεκμ. 9, τη μαρτυρία της υπαλλήλου του Δήμου Λεμεσού, όπως και αποσπάσματα από τις αντεξετάσεις των εφεσιβλήτων 3 και 4 και της εφεσείουσας.  Πλήν όμως το Εφετείο δεν θα ενεργήσει κατά τρόπο ωσάν να εκδίκαζε την υπόθεση, χωρίς να έχει ακούσει τους μάρτυρες.  Αυτό αποτελούσε έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Kρίνουμε ότι απουσιάζουν ουσιαστικά και απαραίτητα στοιχεία τα οποία δεν εξηγούν τις διαπιστώσεις και ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία καθίστανται επισφαλή σε βαθμό που είναι αδύνατο να διορθωθούν κατ' εφαρμογή των εξουσιών του Εφετείου (Μ. Μάρκαρης ν. Μ. Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493).

 

Συνακόλουθα, ενόψει της αδυναμίας αυτής, η υπόθεση θα πρέπει να τύχει επανεκδίκασης από άλλο Δικαστή αναφορικά με την εφεσείουσα και τους εφεσίβλητους 3 και 4 επί όλων των σχετικών με αυτούς επιδίκων θεμάτων.

 

Η έφεση απορρίπτεται σε σχέση με τους εφεσίβλητους 1 και 2.  Για τον ίδιο λόγο για τον οποίο έχει πετύχει ο 11ος λόγος έφεσης, δεν επιδικάζονται  έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 1 και 2.

 

Διατάσσεται η επενεκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με τους εφεσίβλητους 3 και 4.  Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων 3 και 4.  Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα της υπόθεσης, με την επανεκδίκαση.

                                                              Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                              Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ

     

 

                                                              Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

/ΚΑσ    

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο