ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D384
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/2021)
2 Σεπτεμβρίου, 2021
(Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 KAI 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ xxx ΤΖΙΟΒΑΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ GIOVANI ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03.11.20 ΤΟ ΟΠΟIΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 19/2020 ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1996 ΚΑΙ 2015
---------
Γ. Παπαϊωάννου, για τους Αιτητές.
Δ. Κυπριανού (κα) με Α. Ματθαίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε από τους αιτητές στις 29.10.2020 κατόπιν έρευνας, δυνάμει δικαστικού εντάλματος ημερ. 28.10.2020, στις οικίες, γραφεία και οχήματα των αιτητών, παρελήφθησαν από την Αστυνομία αριθμός ηλεκτρονικών συσκευών, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και USB. Παρενθετικά αναφέρεται ότι ο αιτητής αρ. 2 με επιστολή του δικηγόρου του, που προηγήθηκε χρονικά του εντάλματος έρευνας ημερ. 28.10.2020, δήλωσε την πρόθεση του για συνεργασία με τις αρμόδιες Αρχές και μάλιστα μεταξύ 22 - 29.10.2020 παρέδωσε στην Αστυνομία ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο δικτύου και διάφορους φακέλους και έγγραφα.
Στις 3.11.2020 εξεδόθη κατόπιν αίτησης του Εντίμου Γενικού Εισαγγελέα, το προσβαλλόμενο Διάταγμα το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Δικαστικό Ένταλμα δυνάμει των άρθρων 21, 22, 23 των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας ) Νόμων του 1996 και 2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ αφού ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε από ή εκ μέρους του αιτητή και αφού άκουσε ότι ελέχθη από την Αστ. 1xx2 xxx Ξενή.
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 21, 22, 23 των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 και 2015 όπως οι αναφερόμενοι επί του Μέρους Ι της αιτήσεως, αποκτήσουν πρόσβαση, επιθεωρήσουν και λάβουν όσα δεδομένα αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας από τα δεδομένα που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της σχετικής αίτησης, και αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον Περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 με σκοπό τη διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ της σχετικής Αίτησης.
Η εκτέλεση του παρόντος Δικαστικού Εντάλματος να πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών.
Εκδόθηκε την 3.11.2020
Συντάχθηκε την 3.11.2020»
Οι αιτητές κατόπιν επιμέρους αιτήσεως ημερ. 10.3.2021 εξασφάλισαν στις 13.4.2021 Άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης δια κλήσεως, με την οποία αιτούνται την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση του Διατάγματος ημερ. 3.11.2020. Η άδεια του Δικαστηρίου που δόθηκε στις 13.4.2021 αφορούσε τρεις (3) λόγους:
(1) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί τον Νόμο.
(2) Στο «ένταλμα» αναφέρεται ότι το Δικαστήριο άκουσε ό,τι ελέχθη από την ενόρκως δηλούσα πριν εκδώσει το ένταλμα, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να ισχύει.
(3) Το Δικαστήριο δεν προέβη το ίδιο σε εκτίμηση και αξιολόγηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα για το αν δημιουργείτο η απαιτούμενη από το Νόμο εύλογη υποψία ή πιθανότητα και ενήργησε μηχανικά αποδεχόμενο αβασάνιστα ως «Rubber Stamp» τη θέση της Αστυνομίας.
Η αίτηση συνεπώς θα εξεταστεί μόνο για τους λόγους που έχει δοθεί άδεια (βλ. Ευθυμίου (1990) 1 ΑΑΔ 1, Θεοδούλου (Αρ.2) (1990) 1 ΑΑΔ 756, Μακρίδης (1991) 1 ΑΑΔ 401 και «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, σελ.171). Η περί αντιθέτου εισήγηση των αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Διαφορετική αντιμετώπιση θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί η αίτηση για Άδεια άνευ ουσίας και περιττή ως λέχθηκε στην Μακρίδης (άνω).
Ο καθ΄ ου η αίτηση καταχώρισε ένσταση και δια 11 λόγους υποβάλλει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Θα επανέλθω όπου αυτό θα είναι αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας απόφασης.
Α. Πλήρης Αποκάλυψη.
Η αίτηση για εξασφάλιση Άδειας για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι μονομερής αίτηση (ex parte). Συνεπώς ο αιτητής βαρύνεται σε τέτοια περίπτωση όπως αποκαλύψει με ειλικρινή και δίκαιο τρόπο όλα τα ουσιώδη γεγονότα και τυχόν παράλειψη του να εκπληρώσει το καθήκον θα έχει ως συνέπεια η αίτηση του αναπόφευκτα να απορριφθεί, συμπαρασύροντας και οποιαδήποτε δοθείσα θεραπεία.
Εις την παρούσα υπόθεση καταλογίζεται από τον καθ' ου η αίτηση εις τους αιτητές ότι δεν παρουσίασαν με την αίτηση τους το πρακτικό ημερ. 3.11.2020 του Ε.Δ. Αμμοχώστου, στο οποίο το Δικαστήριο ρητώς διατυπώνει τη δική του κρίση επί των στοιχείων που παρατέθηκαν ενώπιον του «περιλαμβανομένης και της διαπίστωσης του περί στοιχειοθέτησης της εκ του Νόμου απαιτούμενης εύλογης υποψίας ή πιθανότητας».
Πιστό αντίγραφο του πρακτικού ημερ. 3.11.2020 παρουσιάστηκε από τον καθ΄ ου η αίτηση ως τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωση του υπαστυνόμου xxx Χρίστου ημερ. 10.6.2021, η οποία συνοδεύει την ένσταση και έχει ως ακολούθως:
«ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ
Ενώπιον: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 19/20
Ημερομηνία: 3.11.2020.
Εμφανίσεις:
Για Αιτητή: Αστυφ. 1xx2, xxx Ξενή, Παρούσα.
Αιτητής/Αστυφ.: Αιτούμαι ως η Αίτηση.
Δικαστήριο: Από την ενώπιον μου μαρτυρία έχω ικανοποιηθεί ότι η Αίτηση για έκδοση διατάγματος άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων έχει εγκριθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα, συνοδεύεται από την απαραίτητη Ένορκη Δήλωση του Αστυφύλακα/Ανακριτή, περιέχει τις πληροφορίες και τα στοιχεία που προβλέπονται από τα εδάφια (1), (2), (3) και (4) του Άρθρου 21 του Περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 και 2015, και ότι στη βάση των δεδομένων που τέθηκαν διαπιστώνεται η ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρά ποινικά αδικήματα.
Ως εκ τούτου η Αίτηση εγκρίνεται.
Εκδίδονται Διατάγματα ως η Αίτηση. (Υπ.)
Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ.»
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον υπαστυνόμο εις την ένορκη δήλωση του, με επιστολή του ημερ. 6.5.2021 ζήτησε από τον Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Αμμοχώστου «αντίγραφα των Δικαστικών Διαταγμάτων 17/20 και 19/20, καθώς και των Συμπληρωματικών Αιτήσεων, ημερ. 4.2.2021, οι οποίες εκδόθηκαν στη βάση των πιο πάνω Δικαστικών Διαταγμάτων» (Το απόσπασμα είναι αυτούσιο από την επιστολή προς τον Πρωτοκολλητή). Λήφθηκαν ως αποτέλεσμα πιστοποιημένα αντίγραφα των εγγράφων που ζητήθηκαν, περιλαμβανομένου και του πρακτικού ημερ. 3.11.2020 το οποίο, ως αναφέρεται από τον υπαστυνόμο Χρίστου, ήδη ευρίσκετο στον ανακριτικό φάκελο της υπόθεσης αφού είχε παραδοθεί στην αστυν. 1xx2 xxx Ξενή, μαζί με το επίδικο ένταλμα στις 3.11.2020. Περαιτέρω προβάλλονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί:
«5. Μετά την επίδοση της παρούσας Αίτησης στο Γενικό Εισαγγελέα, αφού πληροφορήθηκα για τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι Αιτητές, περί αναζήτησης, εκ μέρους των δικηγόρων τους, πρακτικού της διαδικασίας χωρίς θετικό αποτέλεσμα, αποτάθηκα εκ νέου τηλεφωνικώς προς την Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου, ρωτώντας την κατά πόσο το αναφερόμενο Πρακτικό ημερομηνίας 3.11.2020, βρισκόταν εντός του φακέλου του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία που ζητήθηκε από τους δικηγόρους των Αιτητών και εάν αυτό τους είχε παραδοθεί ή όχι. Η Πρωτοκολλητής μου ανέφερε ότι το Πρακτικό ημερομηνίας 3.11.2020 βρισκόταν εντός του φακέλου που διατηρείται στο Πρωτοκολλητείο για τα Εντάλματα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, συνημμένο στο επίδικο Ένταλμα, από την ημερομηνία που εκδόθηκε δηλαδή από τις 3.11.2020. Μου ανέφερε περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις που συντάσσεται τέτοιο πρακτικό από το Δικαστήριο, αυτό πάντα δίδεται όταν υποβληθεί σχετικό αίτημα, πλην όμως δεν τηρείται οποιοδήποτε αρχείο ώστε να πιστοποιείται εγγράφως κατά πόσο αυτό δόθηκε ή όχι. Σύμφωνα με τα όσα η Πρωτοκολλητής μου ανέφερε, η δεύτερη επίσκεψη δικηγόρου εκ μέρους των Αιτητών στο Πρωτοκολλητείο Λάρνακας-Αμμοχώστου, αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στην εκ νέου ετοιμασία πιστών αντιγράφων των ίδιων εγγράφων που είχαν ήδη παραδοθεί.»
Οι ισχυρισμοί που παρουσιάστηκαν από τους αιτητές με τη μονομερή αίτηση τους ημερ. 10.3.2021 για παροχή Άδειας συνοψίζονται στην απόφαση μου ημερ. 13.4.2021, σελ. 23-24 ως ακολούθως:
«Το Τεκμήριο 1 που παρουσιάστηκε ενώπιον μου με την υπό εξέταση αίτηση είναι, όπως φαίνεται, Πιστόν Αντίγραφο συνταγμένου Διατάγματος. Στην Έκθεση των Αιτητών, σελ. 17 παράγρ. 24, γίνεται αναφορά σε δικηγόρο των Αιτητών που επισκέφθηκε το Πρωτοκολλητείο Αμμοχώστου μεταξύ άλλων για να επιβεβαιώσει ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε πρακτικό Δικαστηρίου ή άλλα έγγραφα στους φακέλους της Αίτησης 19/20 πέραν των τεκμηρίων 1-5 της Ένορκης Δήλωσης xxx Αντωνίου και Τεκμήρια 1-2 του Ενόρκως Δηλούντα Τζιοβάνη. Στις Ένορκες Δηλώσεις των δύο Αιτητών υιοθετείται η Έκθεση και επαναλαμβάνεται. Η υιοθέτηση και επανάληψη δικογράφου δεν καθιστά, βεβαίως, το περιεχόμενο του δικογράφου μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρατηρώ όμως ότι στην επιστολή του Δικηγόρου του, Τεκμ. 6 στην Ένορκη Δήλωση του, ότι με αυτή ο συνήγορος ζητούσε όλο το περιεχόμενο των φακέλων της Αίτησης 19/20. Αυτό επαναλαμβάνεται και στην παράγρ. 11 της Ένορκης Δήλωσης Τζιοβάνη. Με αυτά τα δεδομένα για σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης και μόνο, δέχομαι ότι εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει άλλο πρακτικό ημερ. 3.11.2020 όπου φαίνεται η εξέταση υπό του Δικαστηρίου της Αίτησης με Αρ. 19/2020 του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα.»
Τονίζεται ότι με την επιστολή ημερ. 9.2.2021 των δικηγόρων του αιτητή/Αντωνίου ζητήθηκε από τον Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Αμμοχώστου «όλο το περιεχόμενο του φακέλου της Αίτησης αρ. 19/20.» και με την επιστολή ημερ. 9.2.2021 των δικηγόρων των υπόλοιπων αιτητών ζητήθηκαν «. τα διατάγματα, αιτήσεις έκδοσης και ανανέωσης, ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν της αιτήσεις και ό,τι άλλο σχετικό για σκοπούς καταχώρισης προνομιακού εντάλματος Certiorari .». Παρόλα ταύτα δεν τους δόθηκε το πρακτικό ημερ. 3.11.2020, όπως ισχυρίζονται, αλλά το γνήσιο αντίγραφο του συνταχθέντος διατάγματος, που αναφέρεται νωρίτερα στην απόφαση μου και το οποίο παρουσιάστηκε κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης τους. Από μαρτυρία που προσήχθη από πλευράς καθ' ου η αίτηση και ειδικότερα την ένορκη δήλωση του υπαστυνόμου xxx Χρίστου, ημερ. 10.6.2021, παράγρ. 5, με αναφορά στην Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Λάρνακας-Αμμοχώστου, μπορεί να δημιουργούνται διάφορες υποθέσεις (presumptions), αλλά σε καμιά περίπτωση δεν βεβαιούται ότι πράγματι δόθηκε στους δικηγόρους των αιτητών το πρακτικό ημερ. 3.11.2020. Οι εκτιμήσεις της Πρωτοκολλητού παραμένουν μετέωρες, δεδομένης της μη δυνατότητας της να πιστοποιήσει τυχόν παράδοση του πρακτικού στους δικηγόρους των αιτητών.
Στην CommerzBank AuslandsBanken Holding A.G. κ.α ν. Adeona Holdings Limited, Πολ. Έφ. Ε6/2014, ημερ. 27.2.2015 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις:
«Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη. Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.α. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 ΑΑΔ 607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598 και Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.α. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.
Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd (2010) EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd´s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.
Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.
Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) (1985) F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.α. v. Tράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερ. 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A269). Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος. Στην υπόθεση Brink´s-Mat Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 All ER 188 o δικαστής Balcombe LJ επεξηγώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:-
«The rule that an ex parte injunction will be discharged if it was obtained without full disclosure has a two-fold purpose. It will deprive the wrongdoer of an advantage improperly obtained: see R v Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 509. But it also serves as a deterrent to ensure that persons who make ex parte applications realise that they have this duty of disclosure and of the consequences (which may include a liability in costs) if they fail in that duty. Nevertheless, this judge-made rule cannot be allowed itself to become an instrument of injustice. It is for this reason that there must be a discretion in the court to continue the injunction, or to grant a fresh injunction in its place, notwithstanding that there may have been non-disclosure when the original ex parte injunction was obtained: see in general Bank Mellat v Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87, 90 and Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow Holdings Plc., ante p. 1337, a recent decision of this court in which the authorities are fully reviewed. I make two comments on the exercise of this discretion. (1) Whilst, having regard to the purpose of the rule, the discretion is one to be exercised sparingly, I would not wish to define or limit the circumstances in which it may be exercised. (2) I agree with the views of Dillon L.J. in the Lloyds Bowmaker case, at. P. 1349C-D, that if there is jurisdiction to grant a fresh injunction, then there must also be a discretion to refuse, in an appropriate case, to discharge the original injunction.»
[η υπογράμμιση είναι δική μου]
Χρήσιμη ανάλυση της νομολογίας για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δίδεται επίσης στην αγγλική υπόθεση Arena Corporation Ltd (In Provisional Liquidations) v. Schroeder (2003) All ER (D) 199.»
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο οι αιτητές να έχουν οιανδήποτε συνέπεια εις την προώθηση της αίτησης τους. Η μη αποκάλυψη του πρακτικού ημερ. 3.11.2020 κρίνεται ως αθώα για την οποία δεν ευθύνονται οι αιτητές. Οι τελευταίοι έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να εφοδιαστούν με όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν την υπόθεση τους. Η προσπάθεια τους αυτή τεκμηριώνεται με τις επιστολές τους ως έχει αναλυθεί πιο πάνω. Η μη απόκτηση των πρακτικών ημερ. 3.11.2020 από τους αιτητές δεν βαρύνει στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του ίδιους ή τους δικηγόρους τους. Παραμένει όμως ως γεγονός ότι το πρακτικό της 3.11.2020 δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όταν εξέταζε την αίτηση ημερ. 13.3.2021 ενώ τώρα είναι ενώπιον του και θα συνεκτιμηθεί με όλο το υπόλοιπο υλικό.
Β. Λόγοι 3(γ) και 3(στ).
Το πρακτικό ημερ. 3.11.2020, τεκμ.2 στην ένορκη δήλωση υπαστυνόμου xxx Χρίστου από μόνο του ανατρέπει τον λόγο 3(γ) για τον οποίο δόθηκε η άδεια. Σύμφωνα με αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε την αστυφ. 1xx2, xxx Ξενή, η οποία με τη λακωνική της φράση παρέπεμπε στην αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξ άλλου το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται η εισήγηση αυτή των αιτητών είναι ότι δεν υπάρχει σχετικό πρακτικό. Η ύπαρξη του πρακτικού ημερ. 3.11.2020 από μόνο της εκθεμελιώνει την εισήγηση.
Παρενθετικά αναφέρεται ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών ότι το πρακτικό αναιρεί το Διάταγμα ή αντίστροφα δεν είναι ορθή. Σύμφωνα με τη νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.2) (1992) 1 ΑΑΔ 761, 771, Ο Φιλελεύθερος Λτδ και άλλοι (2003) 1 ΑΑΔ 1727, Katarina Shipping Inc v. The Cargo now on board the Ship "Poly" (1978) 1 CLR 186) «η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι το συνταγμένοι διάταγμα (drawn up order) αλλά η πλήρης απόφαση, περιλαμβανομένου και του σκεπτικού της. Η συντεταγμένη ή και καταχωρημένη (drawn up ή entered) απόφαση δεν αποτελεί το πλήρες πρακτικό (record). Δεν υπάρχει ορισμός του όρου «απόφαση», αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να περιορίζεται στην καταχωρημένη και/ή συντεταγμένη (drawn up) διαταγή του Δικαστηρίου.» Συνεπώς η εξέταση της παρούσας αίτησης γίνεται με βάση το πρακτικό ημερ. 3.11.2020. Το συνταχθέν Διάταγμα ημερ. 3.11.2020 ήτο το αποτέλεσμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Εκδίδονται Διατάγματα ως η Αίτηση».
Γ. Μηχανιστική Προσέγγιση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών με την ικανή αγόρευση του προβάλει, με αναφορά στην αίτηση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα βάσει της οποίας εξεδόθησαν τα προσβαλλόμενα Διατάγματα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι «ανέγνωσε την ένορκη δήλωση» χωρίς να προκύπτει από το πρακτικό ότι το ίδιο ικανοποιήθηκε για τη συνδρομή οποιασδήποτε των προϋποθέσεων (α), ή (β), ή (γ) του άρθρου 23(1) του Νόμου του 1996 και γενικά καμιά αναφορά δεν γίνεται στο πρακτικό στο άρθρο 23(1) και (2) του Νόμου του 1996. Περαιτέρω, ήταν η θέση του ότι δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι το ίδιο το Δικαστήριο έχει πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) και (2) και περαιτέρω ουδεμία αναφορά γίνεται στα εδάφια (1), (2), (3) και (4) του άρθρου 21 του Νόμου του 1996. Η αναφορά των εδαφίων 1-4 του άρθρου 21 του Νόμου του 1996 πρακτικά καμιά σχέση δεν έχουν με τις πληροφορίες και στοιχεία που πρέπει να περιέχει η ένορκη δήλωση του αρμόδιου λειτουργού που συνοδεύει την αίτηση και τα οποία προσδιορίζονται στο άρθρο 22(1) - (στ) του Νόμου του 1996. Επίσης ουδεμία αναφορά γίνεται στο προρρηθέν άρθρο του Ν. 92(Ι)/1996 και η τυπική μηχανιστική προσέγγιση στη βάση του πρακτικού προκύπτει από την ανάμιξη και σύγχυση των προϋποθέσεων δύο ξεχωριστών νόμων, ήτοι του Ν.92(Ι)/1996 και του Ν.183(Ι)/2007. Ακόμη θεωρείται ως εσφαλμένη η αναφορά σε έγκριση από το Γενικό Εισαγγελέα, ενώ η αίτηση υπογράφεται από Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τον πρώτο, όπως εσφαλμένη είναι και η αναφορά σε «εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρά ποινικά αδικήματα», ενώ ο Ν. 92(Ι)/1996 δεν αναφέρεται σε ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας. Τέλος, στο πρακτικό γίνεται αναφορά σε «διάταγμα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων» που παραπέμπει στο Ν. 183(Ι)/2007, που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, ενώ με την αίτηση ζητήθηκε και εκδόθηκε ένταλμα για πρόσβαση στο καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας. Τα δύο είναι διαφορετικά. Όλα αυτά, σύμφωνα με τους αιτητές, καταδεικνύουν την μηχανιστική προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του εντάλματος.
Αντίθετη βεβαίως ήτο η τοποθέτηση των δικηγόρων του καθ΄ ου η αίτηση, η οποία επιγραμματικά είναι ότι η συνδυασμένη ανάγνωση του ίδιου του εντάλματος και του πρακτικού που το συνοδεύει, ως αναπόσπαστο μέρος του, με ρητή αναφορά στα σχετικά άρθρα του Νόμου, πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
Θα πρέπει από την αρχή να γίνει ξεκάθαρο ότι οι δύο νόμοι στους οποίους γίνεται αναφορά τόσο στην αίτηση όσο και από τους αιτητές, καλύπτουν διαφορετικά πεδία:
(Α) Ο περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος του 1996, Ν. 92(Ι)/1996 προστατεύει την ιδιωτική επικοινωνία δια της ποινικοποίησης παράνομων ενεργειών που την παραβιάζουν και παράλληλα προβλέπει τις υποχρεώσεις του παροχέα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, τον τρόπο και προϋποθέσεις για έκδοση Δικαστικού Διατάγματος παρακολούθησης ιδιωτικής επικοινωνίας, τη διασφάλιση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας εξασφαλισθείσας με Δικαστικό Διάταγμα, την χρήση μαρτυρίας που λήφθηκε έπειτα από παρακολούθηση ως ανωτέρω κτλ, τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας από Τριμελή Επιτροπή και κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα απόφαση, την πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.
Παρενθετικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου:
«καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας" σημαίνει περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας οποιασδήποτε μορφής, το οποίο βρίσκεται καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο σε οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο και περιλαμβάνει επικοινωνία καταγεγραμμένη σε επιστολές, ηλεκτρονικά μηνύματα και μηνύματα μέσω υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων (sms) ή μέσω υπηρεσίας μηνυμάτων πολυμέσων (mms) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails) ή άλλων μηνυμάτων διαδικτύου·»
(B) O περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμος του 2007, Ν. 183(Ι)/2007.
Ο Νόμος αυτός είναι εναρμονιστικός νόμος της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006.
Σύμφωνα με αυτόν κάθε παροχέας υπηρεσιών έχει υποχρέωση διατήρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, των δεδομένων εφόσον αυτά παράγονται ή υποβάλλονται σε επανεξέταση από αυτόν στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του κατά την παροχή των προσδιοριζόμενων υπηρεσιών. Επίσης προβλέπεται από ποιόν, ο τρόπος και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η εξασφάλιση Δικαστικού Διατάγματος πρόσβασης στα δεδομένα που διατηρεί ο παροχέας. Γίνεται επίσης αναφορά σε διάφορες κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων και απαγόρευση αποκάλυψης του περιεχομένου επικοινωνίας, του χρόνου διατήρησης των δεδομένων και του παροχέα, στην προστασία και ασφάλεια του, στην Εποπτική Αρχή, Αδικήματα κ.α.
Όπως γίνεται αντιληπτό οι δύο νόμοι ρυθμίζουν διαφορετικές καταστάσεις πραγμάτων. Παρόλα ταύτα δεν είναι ξένοι μεταξύ τους. Στα άρθρα 21(3), 22(δ) και 23(2) του Ν. 92(Ι)/1996 γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο, Ν. 183(Ι)/2007, με αποτέλεσμα Δικαστικό Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Ν. 92(Ι)/1996 να εξουσιοδοτεί πρόσβαση σε δεδομένα ως αυτά ορίζονται στον Ν.183(Ι)/2007 (βλ. άρθρο 21(3)(α), 22(δ) και 23(2) του Ν. 92(Ι)/1996. Αυτό ήτο το αποτέλεσμα του τροποποιητικού Ν. 216(Ι)/2015.
Εις την παρούσα υπόθεση η αίτηση ημερ. 2.11.2020 όπως στην ίδια αναφέρεται, έγινε δυνάμει των άρθρων 21, 22, 23 και 24 του Νόμου του1996 και 2015. Με αυτή επιζητούντο δύο Διατάγματα, (α) Διάταγμα για πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και (β) Διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα (σελ.2). Το τελευταίο ήτο εφικτό δυνάμει του άρθρου 21(3)(α) που επιτρέπει την περίληψη τέτοιου αιτήματος σε αίτηση που γίνεται βάσει του άρθρου 21(1) του Ν. 92(Ι)/1996 και την έκδοση τέτοιου Διατάγματος βάσει του άρθρου 23(2) του ιδίου Νόμου (Ν. 92(Ι)/1996).
Η έκδοση ασφαλώς τέτοιων Διαταγμάτων δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Όπως ο ίδιος ο νόμος ορίζει (βλ. άρθρο 23(1)) ο Δικαστής θα πρέπει ο ίδιος να ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του:
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Οι τρεις (3) πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά. Εξέταση τους αποκαλύπτει παραπομπή σε διαφορετικά θέματα. Η υπό (α) παραπέμπει σε πρόσωπο που διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα. Η υπό (β) παραπέμπει σε ιδιωτική επικοινωνία η οποία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα και υπό (γ) παραπέμπει προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το ότι θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι τρεις (3) προϋποθέσεις ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο νόμο, άρθρο 23(1) δεν ενυπάρχει ο διαζευκτικός σύνδεσμος «ή» μετά το τέλος έκαστης των προϋποθέσεων.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση η ευπαίδευτη ΑΕΔ αναφέρει «.στη βάση των δεδομένων που τέθηκαν διαπιστώνεται η ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρά αδικήματα .», δηλαδή ικανοποιήθηκε μόνο για την προϋπόθεση του άρθρου 23(1)(β). Για τις άλλες δύο προϋποθέσεις, υπό 23(1)(α) και (γ), δεν αναφέρει οτιδήποτε και αυτό παρότι στην ένορκη δήλωση της αστυφ. Ξενή, που υποστήριζε την αίτηση, στη σελ. 19, υποδεικνύεται ότι συντρέχουν και οι τρεις (3) προϋποθέσεις του Νόμου και συνεπώς το Δικαστήριο θα έπρεπε να τεθεί σε εγρήγορση να λειτουργήσει όπως ο νόμος ορίζει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το σημαντικό αυτό καθήκον να εξετάσει και διαμορφώσει ίδια γνώμη, κατά πόσο συντρέχουν και οι τρεις (3) προϋποθέσεις του νόμου. Το Δικαστήριο στην περίπτωση δεν λειτούργησε σύμφωνα με το νόμο, δεν εξέτασε κατά πόσο συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις του νόμου αλλά ενήργησε εντελώς μηχανικά. Ο λόγος συνεπώς θα πρέπει να επιτύχει. Με την κατάληξη αυτή σφραγίζεται ασφαλώς και η τύχη της αίτησης. Παρόλα ταύτα να εξετάσω και τον τρίτο λόγο.
Δ. Έλλειψη ή Υπέρβαση Δικαιοδοσίας και Έκδηλη Πλάνη περί το Νόμο
Η όλη υπόθεση των αιτητών στηρίζεται στην εισήγηση ότι τα εξεταζόμενα αδικήματα που αναφέρονται εις την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα δεν εμπίπτουν στην υποπαράγραφο Β του Άρθρου 17 του Συντάγματος και συνεπώς είναι εκτός της εμβέλειας του Νόμου Ν. 92(Ι)/1996, άρθρο 21(4)(β), το οποίο προβλέπει:
«(4) Καμιά αίτηση από ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν μπορεί να υποβληθεί και καμιά εξουσιοδότηση ή έγκριση δεν μπορεί να δοθεί από Δικαστή για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο-
(α) Προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας· ή
(β) για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σε σχέση με αδικήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος.»
Αντίθετη βέβαια είναι η θέση της άλλης πλευράς, η οποία εισηγήθηκε ότι η συμπερίληψη στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα αδικημάτων τα οποία δεν ευρίσκονται στην εμβέλεια του Άρθρου 17 του Συντάγματος δεν καθιστούν το ένταλμα παράνομο ή επιδεκτικό ακύρωσης.
Τα αδικήματα υπό διερεύνηση σύμφωνα με την αίτηση ήτο τα ακόλουθα:
"1. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργημάτων, Άρθρο 371 ΚΕΦ. 154.
2. Διαφθορά, κατά παράβαση του άρθρου 3 περί πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161.
3. Κατάχρηση εξουσίας, Άρθρο 105, Κεφ. 154
4. Αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 12,2, 3, 4, 7 και 8 περί σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικός) Ν.23(ΙΙΙ)/2000.
5. Νόμος που κυρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών 25(ΙΙΙ)/2018, άρθρα 15, 18, 19, 21, 23.
6. Δεκασμός Δημόσιου Λειτουργού 100, Κεφ. 154
7. Δωροληψία για επίδειξη εύνοιας 102, Κεφ. 154
8. Πλαστογραφία 331, 333, 334, Κεφ. 154
9. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, 339, Κεφ. 154
10. Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(iv) του Ν.188(Ι)/2007,
11. Εξασφάλιση εγγραφής με Ψευδείς Παραστάσεις, άρθρο 305, Κεφ. 154."
Στην απόφαση μου ημερ. 13.4.2021 συμφώνησα με την εισήγηση των αιτητών μόνο αναφορικά με τα αδικήματα υπ' αριθμό 7 και 11, εν όψει του ότι η προβλεπόμενη ποινή γι' αυτά είναι κάτω των 5 ετών. Οι αιτητές με την αγόρευση τους επανήλθαν προβάλλοντας ότι τα αδικήματα υπ' αρ. 1, 3, 8, 9 και 10 δεν περιλαμβάνονται εις το Άρθρο 17.2Β(ε) του Συντάγματος, χωρίς όμως δικαιολόγηση. Επαναλαμβάνω τα όσα ανέφερα στην απόφαση μου ημερ. 13.4.2021 και περαιτέρω παραπέμπω στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο 23(ΙΙΙ)/00, όπου προσδιορίζονται από απόψεως ποινικοποίησης συμπεριφορές που κατηγοριοποιούνται ως αδικήματα διαφθοράς.
Έχοντας εξετάσει όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνω ότι η εισήγηση των αιτητών είναι ορθή στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Όπως προανέφερα, με την αίτηση ημερ. 2.11.2020 ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας αιτήθηκε, ως είχε δικαίωμα, και Διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα όπως ορίζεται στο Ν. 183(Ι)/2007, με βάση το άρθρο 21(3)(α) του Ν. 92(Ι)/1996. Το Διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα αφορά διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων συμφώνως του Ν. 183(Ι)/2007. Εις το άρθρο 2 του Νόμου αναφέρεται:
««σοβαρό ποινικό αδίκημα» σημαίνει αδίκημα που καθορίζεται ως κακούργημα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή επιφέρει, σε περίπτωση καταδίκης, μέγιστη ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω ή αποτελεί αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου»
Τα αδικήματα υπ' αρ. 7 και 11 ως ανωτέρω, συμφώνως του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155, άρθρα 102 και 305 αντίστοιχα, χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα και δεν επιφέρουν ποινή φυλάκισης πέντε ετών ως άνω αναφέρεται, αλλά ούτε αποτελούν αδίκημα συμφώνως του Ν. 183(Ι)/2007. Συνεπώς η συμπερίληψη τους δεν ήταν επιτρεπτή από αμφότερους του Νόμους, Ν. 183(Ι)/2007 και Ν. 92(Ι)/1996. Η υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου έκδοση των δύο Διαταγμάτων ως η αίτηση, αδιακρίτως ως προς τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ήτοι κατά πόσο αυτά συγκαταλέγονται εις το Άρθρο 17(2)(Β)(ε) ή εις τα σοβαρά ποινικά αδικήματα, ως αυτά καθορίζονται εις το άρθρο 2 του Ν. 183(Ι)/2007 πάσχει και κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός επιτυγχάνει.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εκτροπών και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί η αίτηση επιτυγχάνει και συνακόλουθα τα εκδοθέντα Διατάγματα ημερ. 3.11.2020 ακυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών, τόσο της αίτησης για άδεια όσο και της παρούσας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/φκ