ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ELLINAS ν. REPUBLIC (1989) 1 CLR 17
Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D412
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 183/2021)
29 Σεπτεμβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (N.33/64), ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ HEMPLIFE LTD HE416694 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/07/2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΧ. 1XX6 XXX ΤΣΙΟΛΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ 39Ε ΕΓΚΩΣΗ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28.
__________________
Κ. Χριστοδουλίδης, για τους Αιτητές.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας ημερομηνίας 28.7.2021, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Το εν λόγω ένταλμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης του Λοχ. 1XX6 του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, στην οποία αναφέρεται ότι το Τμήμα του διερευνά πληροφορία που αφορά τα ακόλουθα αδικήματα:
«1. Διεξαγωγή επιχείρησης φαρμακοποιού από πρόσωπο μη εγγεγραμμένο ως φαρμακοποιός [Άρθρα 4(1)(α) και 43, Κεφ. 254]
2. Κυκλοφορία φαρμακευτικών προϊόντων χωρίς άδεια κυκλοφορίας [Άρθρα 9(1) και 99 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος του 2001, Ν.70(Ι)/2001]
3. Απόκτηση, κατοχή, χρήση περιουσίας, η οποία εν γνώσει αποτελεί έσοδο από παράνομη δραστηριότητα [Άρθρο 4(1)(iii), Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007, Ν.188(Ι)/2007].»
Το αίτημα εδραζόταν στα ακόλουθα γεγονότα:
«.στις 22/07/2021 λήφθηκε πληροφορία στην Υποδιεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και συγκεκριμένα στον Κλάδο Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων, από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, σύμφωνα με την οποία το κατάστημα με την επωνυμία 'CBD OIL SHOP', που βρίσκεται στην οδό Ηλία Παπακυριακού 39Ε, Έγκωμη, Λευκωσία, διατίθενται προς πώληση φαρμακευτικά προϊόντα.
Στις 22/07/2021 μέλος του Κλάδου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων διενήργησε εξετάσεις στο διαδίκτυο σχετικά με το εν λόγω κατάστημα και εντόπισε την ιστοσελίδα https://www.cbdolishop.com.cy/ η οποία δραστηριοποιείται διαδικτυακά και διατηρεί φυσικό κατάστημα με την επωνυμία 'CBD OIL SHOP', τα οποίο βρίσκεται στην οδό Ηλία Παπακυριακού 39Ε, Έγκωμη, στο οποίο γινόταν αναφορά ότι στο κατάστημα διατίθενται προς πώληση προϊόντα με βασικό συσταστικό την κανναβιδιόλη (CBD). Διαπιστώθηκε ότι η ιστοσελίδα https://www.cbdolishop.com.cy/, διαφημίζει ότι διαθέτει προς πώληση προϊόντα τα οποία περιέχουν κανναβιδιόλη.
Στις 24/07/2021 μέλος του Κλάδου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων μετέβηκε στην οδό Ηλία Παπακυριακού 39Ε, Έγκωμη, Λευκωσία και διαπίστωσε ότι πράγματι στο υποστατικό υπ΄ αριθμό 39 Ε στεγάζεται το κατάστημα με την επωνυμία 'CBD OIL SHOP'. Επίσης την ίδια μέρα μετά από διακριτική παρακολούθηση που διενήργησε το μέλος του Κλάδου διαπίστωσε ότι στα ράφια του καταστήματος διατίθονταν προς πώληση προϊόντα, στα οποία αναγραφόταν η ένδειξη CBD.
Στις 26/07/2021 μέλος του Κλάδου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων επικοινώνησε με λειτουργό των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και πληροφορήθηκε ότι η ένδειξη CBD παραπέμπει στην ουσία κανναβιδιόλη, η οποία σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων θεωρείται φαρμακευτική ουσία και απαιτείται άδεια κυκλοφορίας των σκευασμάτων που περιέχουν τέτοια ουσία. Επίσης, πληροφορήθηκε ότι το εν λόγω κατάστημα δεν έχει άδεια διεξαγωγής επιχείρησης φαρμακοποιού.»
Με το επίδικο ένταλμα εξουσιοδοτήθηκε η Αστυνομία όπως, με τη συνοδεία λειτουργού των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, εισέλθει στο κατάστημα με την επωνυμία «CBD OIL SHOP», στην οδό Ηλία Παπακυριακού 39Ε, για να ερευνήσουν τα πράγματα που αναφέρονται στο ένταλμα, ήτοι «φαρμακευτικά προϊόντα για τα οποία δεν εκδόθηκε άδεια κυκλοφορίας, ως επίσης άλλα τεκμήρια όπως τιμολόγια, έντυπα παραγγελιών, σημειώσεις κτλ., καθώς επίσης χρήματα ή και άλλη περιουσία που προέρχεται από παράνομες πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων».
Οι αιτητές προβάλλουν ότι το εν λόγω ένταλμα εκδόθηκε αντίθετα με τις επιταγές των άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 16 του Συντάγματος, γιατί τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν γενικά και ανεπαρκή, μη δυνάμενα να δημιουργήσουν «εύλογη υποψία» ότι στο εν λόγω υποστατικό υπάρχει οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε. Το Δικαστήριο ουσιαστικά ενήργησε ως «rubber stamp», αποδεχόμενο τις θέσεις της Αστυνομίας.
Κύριος άξονας της θέσης που προβάλλεται και της επιχειρηματολογίας που επιμελώς ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, τόσο στη γραπτή του αγόρευση, όσο και προφορικά ενώπιόν μου, ήταν ότι το Δικαστήριο θεώρησε ως δεδομένο ότι τα περί ου ο λόγος προϊόντα θεωρούνται «φάρμακα». Δεν συγκεκριμενοποιείται στον όρκο του Αστυφύλακα, ανέφερε, η απόφαση του Φαρμακευτικών Υπηρεσιών επί της οποίας στηρίχτηκε το αίτημα, ούτε κατά πόσο αυτή είναι δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα ή κατά πόσο είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, ούτε τέθηκε η εν λόγω απόφαση στο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με την εισήγηση και με παραπομπή στον περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμο του 2001, Ν.70(Ι)/2001, στο Κεφ. 254, προβάλλεται πως η εξουσία καθορισμού ουσιών που πρέπει να ελέγχονται, αποδίδεται στον Υπουργό Υγείας και στο Υπουργικό Συμβούλιο, με το Συμβούλιο Φαρμάκων να μην έχει την εξουσία να αποφασίζει τι αποτελεί φάρμακο και τι όχι. Περαιτέρω, προβάλλεται πως, με βάσει την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και νομολογία, δεν είναι όλα τα πράγματα που περιέχουν κανναβιδιόλη φάρμακα και, επίσης, ότι η κανναβιδιόλη εμπίπτει στα άρθρα 34 και 36 της ΣΛΕΕ και επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων εντός της επικράτειάς της. Προς τούτο, παρέπεμψε στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C - 663/18, ημερομηνίας 19.11.2020.
Στο ένταλμα δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα αντικείμενα που αναζητούνται, αλλά γενικά και αόριστα «προϊόντα που περιέχουν κανναβιδιόλη», ενώ υπήρχε η δυνατότητα καθορισμού τους εφόσον έγινε έρευνα στο διαδίκτυο απ΄ όπου εντοπίστηκαν τα προϊόντα, με αποτέλεσμα το ένταλμα να στερείται αιτιολογίας και τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, αποτελεί επίσης λόγο ακυρότητας που προωθήθηκε από τους αιτητές.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν προέκυπτε εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη κανενός από τα αδικήματα, ούτε η αναγκαιότητα του μέτρου, ούτε τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Η μη παρουσίαση της απόφασης ή η δημοσίευση της απόφασης δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα το οποίο εκδόθηκε επί ανύπαρκτης νομικής βάσης και, συνεπώς, υπό νομική πλάνη. Περαιτέρω, το ένταλμα εκδόθηκε με δόλο και είναι προϊόν απόκρυψης και ψευδορκίας, με στόχο τη συνειδητή παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Αυτός ο λόγος ακύρωσης περιστρέφεται γύρω από τη μη αποκάλυψη της απόφασης των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και την ΚΔΠ 189/2018.
Τέλος, προβάλλεται παραβίαση των προνοιών του άρθρου 27(γ)(ι) του Κεφ. 155, εφόσον στο ένταλμα παραλείπεται η φράση «για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο», καθιστώντας το ένταλμα παράνομο.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του xxx Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, xxx Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Με βάση τη νομολογία (Πολυκάρπου (1991 1 ΑΑΔ 207, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 ΑΑΔ 17 και Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 ΑΑΔ 104), η νομιμότητα εντάλματος έρευνας μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια αίτησης certiorari (Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282).
Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος. Η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 16, δηλαδή «.... ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου.....».
Το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 δίδει την εξουσία σε δικαστή να εκδώσει ένταλμα έρευνας εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται σε αυτό.
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»
Κάθε τέτοιο ένταλμα, δυνάμει του άρθρου 28, «φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος».
Εξέτασα την παρούσα αίτηση και τα όσα επιμελώς έθεσε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στη βάση των πιο πάνω αρχών.
Το γεγονός ότι στο υποστατικό όπου διατάχθηκε η έρευνα πωλούνταν προϊόντα που περιείχαν κανναβιδιόλη είναι παραδεκτό από τους αιτητές, καθώς και το γεγονός ότι δεν είχαν άδεια για την κυκλοφορία αυτών των προϊόντων. Ούτε το κατάστημα που διατηρούσαν ήταν φαρμακείο, ούτε ο ενόρκως δηλών, προς υποστήριξη της αίτησης, διευθυντής της εταιρείας CBD OIL SHOP LTD, εκ των διευθυντών της αιτήτριας εταιρείας, ήταν φαρμακοποιός.
Στον περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμο του 2001, Ν. 70(Ι)/2001, άρθρο 2 , δίδεται η ερμηνεία του φαρμακευτικού προϊόντος ως εξής:
"φαρμακευτικό προϊόν" σημαίνει -
(α)κάθε ουσία ή συνδυασμό ουσιών, που χαρακτηρίζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών ανθρώπων, ή
(β)κάθε ουσία ή συνδυασμό ουσιών, που δύναται να χρησιμοποιηθεί ή να χορηγηθεί σε άνθρωπο, με σκοπό-
(i) είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής, ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης,
(ii)είτε να γίνει ιατρική διάγνωση.»
Τα καθήκοντα του Συμβουλίου Φαρμάκων καθορίζονται στο άρθρο 7 του Νόμου ως ακολούθως:
«7. Το Συμβούλιο Φαρμάκων έχει αρμοδιότητα και εξουσία-
(α) Να εξετάζει αιτήσεις και να εκδίδει άδειες κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων,
(β) να τροποποιεί, να ανακαλεί και να αναστέλλει άδειες κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων,
(γ) να εξετάζει και να εκδίδει άδειες παρασκευής και εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(γΑ) να εξετάζει και να εκδίδει άδειες παρασκευής και εισαγωγής δοκιμαζόμενων φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(δ) να τροποποιεί, να ανακαλεί και να αναστέλλει άδειες παρασκευής και εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(δα) σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων αποφασίζει για τη μορφή και το περιεχόμενο της άδειας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 39, καθώς στο εδάφιο (1) του άρθρου 82, των εκθέσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (11) του άρθρου 48 και των πιστοποιητικών ορθής παρασκευής και ορθής πρακτικής διανομής που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (15) του άρθρου 48,
(δβ) οργανώνει συναντήσεις με τη συμμετοχή οργανώσεων ασθενών και καταναλωτών και, εφόσον χρειάζεται, της αστυνομίας σχετικά με τις ενέργειες που αναλήφθηκαν στον τομέα της πρόληψης και της επιβολής του παρόντος Νόμου με στόχο την καταπολέμηση της παραποίησης των φαρμακευτικών προϊόντων,
(δγ) κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη συνεργασία των τελωνειακών αρχών, εκεί όπου χρειάζεται,
(δΑ) να αποτελεί την εθνική αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού(ΕΕ) αριθ. 536/2014,
(ε) να τηρεί αρχείο και να αξιολογεί πληροφορίες φαρμακοεπαγρύπνησης,
(στ) να ζητά και να παρέχει αναγκαίες πληροφορίες για την τήρηση των υποχρεώσεων που σχετίζονται με την άδεια κυκλοφορίας ή την άδεια παρασκευής ή εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(ζ) να διασφαλίζει την ύπαρξη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων ελέγχου της διαφήμισης φαρμακευτικών προϊόντων,
(η) να προβαίνει στην κατάταξη φαρμακευτικών προϊόντων σε κατηγορίες που χορηγούνται με ή χωρίς ιατρική συνταγή,
(θ) να εξετάζει και να εκδίδει άδειες χονδρικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων,
(ι) να ανακαλεί και να αναστέλλει άδειες χονδρικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων,
(ια) να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων κάθε απόφασή του για έκδοση άδειας κυκλοφορίας, μη έκδοση ή ανάκληση αυτής, απαγόρευσης της κυκλοφορίας και απόσυρσης από την κυκλοφορία αναφέροντας τους λόγους που στηρίζουν αυτή, καθώς επίσης κάθε ακυρωτική δικαστική απόφαση μη έκδοσης ή ανάκλησης άδειας κυκλοφορίας,
(ιβ) να ενημερώνει την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και την Επιτροπή για κάθε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο (ια) και η οποία μπορεί να επηρεάσει την προστασία της δημόσιας υγείας σε τρίτες χώρες,
(ιγ) να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων, στην Επιτροπή και στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κάθε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 14,
(ιδ) να αποτελεί την εθνική αρμόδια αρχή για την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων του Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2016/161,
(ιε) να εκτελεί ό,τι άλλο καθήκον ή αρμοδιότητα του ανατεθεί από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»
Τα όσα επικαλούνται οι αιτητές ως προς την εξουσία του Συμβουλίου να καθορίσει ποια προϊόντα αποτελούν φαρμακευτικά προϊόντα είναι κάτι που θα πρέπει να εξεταστεί κατά τη δίκη σε περίπτωση που καταχωριστεί υπόθεση εναντίον των αιτητών και όχι θέμα που εξετάζεται στα πλαίσια αίτησης για προνομιακό ένταλμα. Από τη νομοθεσία είναι σαφές ότι το Συμβούλιο Φαρμάκων είναι αυτό που εκδίδει άδειες κυκλοφορίας για φαρμακευτικά προϊόντα και στο Νόμο καθορίζεται ποια προϊόντα αποτελούν φαρμακευτικά προϊόντα. Το κατά πόσο ορθά καθορίστηκαν από το Συμβούλιο Φαρμάκων τα προϊόντα από κανναβιδιόλη ως φαρμακευτικά προϊόντα είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Εδώ το ένταλμα έρευνας στηρίχθηκε σε απόφαση του Συμβουλίου, η οποία ακόμα και να παρουσιαζόταν, δεν θα επέλυε το εγειρόμενο ζήτημα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση C-663/18 ΔΕΕ:
«Τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει την εμπορία της νομίμως παραγόμενης σε άλλο κράτος μέλος κανναβιδιόλης (CBD), όταν αυτή εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa και όχι μόνον από τις ίνες και τους σπόρους του, εκτός αν η εν λόγω ρύθμιση είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.»
Δεν θεωρώ ότι τα πιο πάνω βοηθούν την υπόθεση των αιτητών υπό την έννοια ότι απαντά άμεσα στα εγειρόμενα ζητήματα. Αντίθετα, θα έλεγα, αυτό που προκύπτει είναι ότι το εγειρόμενο ζήτημα δεν είναι απλό, ούτε απολύτως σαφές, έτσι ώστε να μπορεί κάποιος να εισηγηθεί άνευ ετέρου ότι η κανναβιδιόλη δεν αποτελεί φαρμακευτικό προϊόν, ως η εισήγηση των αιτητών.
Αναφορικά με την έκταση της έρευνας που διατάχθηκε δεν θεωρώ ότι αυτή επεκτείνεται πέραν του επιτρεπόμενου υπό τις περιστάσεις. Δεν θα μπορούσε να απαριθμηθούν επακριβώς τα εμπορεύματα που αναζητούντο στη βάση των αναρτήσεων των αιτητών στο διαδίκτυο, ως η εισήγηση, εφόσον οι αναρτήσεις δεν σημαίνει ότι περιλαμβάνουν το σύνολο των προϊόντων. Πέραν τούτου, τα παράπονα των αιτητών ως προς τον τρόπο που έγινε η έρευνα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτής της διαδικασίας, ούτε επηρεάζουν την νομιμότητα του εντάλματος, αλλά το στάδιο εκτέλεσής του.
Ένα άλλο ζήτημα που εγέρθηκε είναι το γεγονός ότι το ένταλμα δεν αναφέρει πως τα πράγματα που θα κατασχεθούν να τύχουν χειρισμού σύμφωνα με το Νόμο. Συγκεκριμένα, στο επίδικο ένταλμα αναφέρονται τα εξής:
«.αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια και συνοδεία λειτουργού των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας να μπείτε στο αναφερόμενο κατάστημα με την επωνυμία 'CBD OIL SHOP', στην οδό Ηλία Παπακυριακού 39Ε, Έγκωμη, Λευκωσία μεταξύ 0900-1750 οποιαδήποτε μέρα και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσει για τα αναφερόμενα πράγμα και αν αυτά ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι.».
Ελλείπει η φράση «για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο», ως προνοείται στο Άρθρο 27. Προφανώς, εκ παραδρομής, επειδή στο ένταλμα υπήρχε και εντός παρενθέσεως η αναφορά «και ακόμα να συλλάβετε και να παρουσιάσετε τον αναφερόμενο ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εντός 24 ωρών από τη σύλληψη του για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.», την οποία το Δικαστήριο διέγραψε, δεν έγινε η ανάλογη προσθήκη της πιο πάνω φράσης επί του κειμένου. Όμως, αυτό το στοιχείο δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας του εντάλματος. Εφόσον, σύμφωνα με το Άρθρο 27, τα κατασχεθέντα αντικείμενα θα πρέπει να τύχουν μεταχείρισης, σύμφωνα με το Νόμο, η παράλειψη αναγραφής αυτής της φράσης δεν αφαιρεί οτιδήποτε από τη νομική αυτή υποχρέωση. Συναφές είναι και το άρθρο 32[1] το οποίο προνοεί το τρόπο χειρισμού των κατασχεθέντων μετά από έρευνα αντικειμένων.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] «32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.
(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-
(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή
(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.»