ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D423
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ.180/2021)
28 Σεπτεμβρίου 2021
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΧΧΧ ΤΣΙΑΜΠΑΡΤΑ ΔΤ.ΧΧΧΧΧΧ, ΧΧΧ ΤΣΙΑΜΠΑΡΤΑ ΔΤ.ΧΧΧΧΧΧ, ΧΧΧ ΒΩΝΙΑΤΗ ΔΤ.ΧΧΧΧΧΧ ΚΑΙ ΧΧΧ ΒΟΝΙΑΤΗ ΔΤ.ΧΧΧΧΧΧ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/07/2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ Α/ΑΣΤ.3ΧΧ8 ΧΧΧ ΖΑΚΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21.
--------------
Α. Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Θ. Παπακυριακού (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
-------------
ΑΠΟΦΑΣΗ (ex-tempore)
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Την 3.9.2021 δόθηκε άδεια στους Αιτητές για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση των ενταλμάτων σύλληψης τους ημερ.19.7.2021, τα οποία εκδόθηκαν από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Τα εντάλματα σύλληψης είχαν εκδοθεί αναφορικά με δέκα αδικήματα και η άδεια σε σχέση με τα επτά πρώτα δόθηκε στη βάση ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας ότι οι Αιτητές τα είχαν διαπράξει και σε σχέση με τα εναπομείναντα τρία στη βάση ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση τους και δεν είχε τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας.
Κατά τη σημερινή δικάσιμο, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δήλωσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν θα καταχωρίσει ένσταση και αποδέχεται την ακύρωση των ενταλμάτων σύλληψης των Αιτητών.
Στην έκταση που ενδιαφέρει για την παρούσα υπόθεση, για να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης πρέπει ο Δικαστής σε πρώτο στάδιο να ικανοποιηθεί, στη βάση των όσων τίθενται ενώπιον του με γραπτή ένορκη δήλωση, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα στρέφεται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα. Αφού έτσι ικανοποιηθεί, θα εκδώσει το σχετικό ένταλμα μόνο εφόσον θεωρήσει τη σύλληψη του ύποπτου εύλογα αναγκαία.[1] Εδώ υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας, που εγείρεται οποτεδήποτε εξετάζεται ζήτημα αναγκαιότητας. Και βέβαια, η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, για εύλογη υποψία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην πλήρωση και της δεύτερης για την αναγκαιότητα (Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ.355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257).
Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, οι τέσσερις Αιτητές είχαν λάβει μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά των μέτρων που είχαν επιβληθεί από την Κυβέρνηση για την καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19, που πραγματοποιήθηκε την 18.7.2021, στη λεωφόρο Προεδρικού Μεγάρου έξω από το Προεδρικό Μέγαρο. Η διαμαρτυρία συνεχίστηκε με πορεία των διαμαρτυρόμενων στη λεωφόρο Άντη Χατζηκωστή και στο κτίριο του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», όπου προκλήθηκαν ζημιές εντός και εκτός του κτιρίου και σε αυτοκίνητα υπαλλήλων του συγκροτήματος που βρίσκονταν σταθμευμένα εντός του περιφραγμένου χώρου του συγκροτήματος. Οι διαμαρτυρόμενοι προέβησαν και σε εμπρησμούς αριθμού τέτοιων αυτοκινήτων. Μετά την αποχώρηση τους από το χώρο του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», οι διαμαρτυρόμενοι μετέβηκαν εκ νέου στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου όπου συνέχισαν τη διαμαρτυρία τους ρίχνοντας πέτρες, κροτίδες και άλλα αντικείμενα εναντίον αστυνομικών, φωνάζοντας διάφορα συνθήματα.
Μέλος της Αστυνομίας, που βρισκόταν σε καθήκον στο Προεδρικό Μέγαρο, αντιλήφθηκε επτά διαδηλωτές να επιβιβάζονται σε ημιφορτηγό το οποίο διέθετε κλειστή κάσια. Αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση ότι: «Μετά από παρακολούθηση του εν λόγω φορτηγού, διαπιστώθηκε ότι οι επιβαίνοντες του εν λόγω ημιφορτηγού είχαν λάβει μέρος και στην διαμαρτυρία που έγινε στο συγκρότημα του «ΔΙΑ».» Το ημιφορτηγό ανακόπηκε στη συνέχεια από περίπολο της Αστυνομίας. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση: «Τα πρόσωπα τα οποία επέβαιναν του ημιφορτηγού εξήλθαν από την κάσια και επιτέθηκαν στα μέλη της Αστυνομίας.» Οι πρώτοι τρεις Αιτητές, που προφανώς είχαν εξέλθει από την κάσια, συνελήφθηκαν επιτόπου για αυτόφωρα αδικήματα. Ο τέταρτος Αιτητής, που ήταν ο οδηγός του ημιφορτηγού, δεν αναφέρεται να αδικοπράγησε κατά την ανακοπή του ημιφορτηγού και δεν αναφέρεται ότι συνελήφθηκε. Το περιστατικό της ανακοπής του ημιφορτηγού δεν συνδέεται με τα επίδικα εντάλματα σύλληψης που αφορούσαν σε αδικήματα που φέρονταν να είχαν διαπραχτεί στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου και του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ».
Από την υποστηρικτική ένορκη δήλωση και με αναφορά στα όσα εξελίχθηκαν στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου και του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», ό,τι προκύπτει σε σχέση με τους Αιτητές ήταν ότι είχαν λάβει μέρος στην εκδήλωση διαμαρτυρίας στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου. Η αναφορά ότι: «. διαπιστώθηκε ότι οι επιβαίνοντες του εν λόγω ημιφορτηγού είχαν λάβει μέρος και στην διαμαρτυρία που έγινε στο συγκρότημα του «ΔΙΑ»», δεν συνιστά μαρτυρία την οποία θα μπορούσε να αξιολογήσει ο Δικαστής που έκδωσε το ένταλμα, αλλά κατάληξη της ομνύουσας αστυνομικού στη βάση μαρτυρίας που, αν υπήρχε, δεν αποκαλύφθηκε στον Δικαστή. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την αναφορά στην τελευταία παράγραφο της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης ότι: «υπάρχει μαρτυρία που παρέχει εύλογη υποψία ότι ενέχονται στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων» (Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 216 και Κυπριανού (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 17, 21). Και σε σχέση με το χώρο του Προεδρικού Μεγάρου, η μαρτυρία ότι οι Αιτητές είχαν λάβει μέρος στην εκδήλωση διαμαρτυρίας δεν επεκτείνεται σε οτιδήποτε άλλο, πέραν του ότι παρέστησαν στην εκδήλωση και στο χώρο. Δεν παρουσιάστηκε καμιά συγκεκριμένη μαρτυρία ότι οι Αιτητές διέπραξαν ως αυτουργοί άλλο αδίκημα ή ότι ήταν συναυτουργοί, βοηθώντας, παρακινώντας, συμβουλεύοντας ή προάγοντας οιονδήποτε άλλον να διαπράξει οιονδήποτε αδίκημα.
Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι το υλικό που είχε ενώπιον του ο Δικαστής δεν του επέτρεπε να διαμορφώσει την απαραίτητη εύλογη υπόνοια ότι οι Αιτητές είχαν διαπράξει τα επτά από τα δέκα αδικήματα αναφορικά με τα οποία εξέδωσε τα εντάλματα (κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών (άρθρο 4(1)(ε) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ.54), πρόκληση κακόβουλης ζημιάς (άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154), εμπρησμός (άρθρο 315 του Κεφ.154), συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 371 του Κεφ.154), οχλαγωγία (άρθρα 70 και 72 του Κεφ.154), και διέγερση προς διάπραξη ποινικού αδικήματος (άρθρο 370(β) του Κεφ.154)).
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν σε ισχύ το περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διάταγμα (Αρ. 28) του 2021, που είχε τεθεί σε ισχύ την 9.7.2021 και η ισχύς του θα έληγε την 31.7.2021. Ο Καν.2.4 του Διατάγματος προέβλεπε ότι: «Απαγορεύονται οι μαζικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, παρελάσεις, συναυλίες, φεστιβάλ, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, εξαιρουμένων των διοργανώσεων, για τις οποίες εκδίδονται κατευθυντήριες οδηγίες από το Υπουργείο Υγείας.» Το δε άρθρο 7 του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, Κεφ.260, προβλέπει ότι: «Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιοδήποτε από τους Κανονισμούς και/ή τα Διατάγματα που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται μετά από καταδίκη σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου.»
Η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή μπορούσε να τον είχε ικανοποιήσει ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι οι Αιτητές είχαν διαπράξει το αδίκημα του άρθρου 7 του Κεφ.260 και ότι είχαν συνωμοτήσει μεταξύ τους για να το διαπράξουν (άρθρο 372 του Κεφ.154), αλλά και ότι έτσι συναθροίστηκαν παράνομα (άρθρα 70 και 71 του Κεφ.154). Εφόσον η εύλογη υπόνοια περιοριζόταν στα αδικήματα η διάπραξη των οποίων τεκμηριωνόταν με την παρουσία και μόνο των Αιτητών στην εκδήλωση και στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου, για την οποία υπήρχε η μαρτυρία αστυνομικών, δεν ικανοποιείτο χωρίς άλλο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση των επίδικων ενταλμάτων. Δεν διαφαινόταν από τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή ότι η σύλληψη των Αιτητών ήταν απαραίτητη για τη διερεύνηση των αδικημάτων αυτών και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή ότι σε θέματα που ανάγονται στη σύλληψη ατόμου, πρέπει να τηρείται δίκαιο ισοζύγιο μεταξύ, αφ΄ενός της ανάγκης για τη διασφάλιση του δικαιώματος ελευθερίας του προσώπου και, αφετέρου, της προάσπισης της κοινωνικής ασφάλειας, έχει από πολύ νωρίς αναγνωριστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Pitsillos v. the Police (1966) 2 C.L.R. 50, 55 και Γ. Μ. Πικής: «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η έκδ., 1975, 43).
Εκδίδεται συνεπώς προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνονται τα εντάλματα σύλληψης των Αιτητών ημερ.19.7.2021, τα οποία εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης όπως και τα έξοδα της αίτησης για την άδεια, επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Άρθρο11.2 του Συντάγματος: «Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις: . (γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,»
Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155: «Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»