ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A347
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 78/14)
20 Ιουλίου, 2021
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
1. XXXXX Α. ΕΥΘΥΜΙΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ XXXXX ΑΝΔΡΕΟΥ
2. XXX ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
3. ΧXX ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
Εφεσίβλητοι
---------
Χρ. Ηλιοφώτου (κα), για εφεσείοντα.
Κ. Πατσαλίδου (κα) Μαρκίδη & Μαρκίδη, για εφεσίβλητο 1.
Κ. Πετρίδου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους 2 και 3.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο Δ.Α. απεβίωσε καταλείποντας μητέρα, έξι αδέλφια και δύο ανίψια, τέκνα προαποβιώσαντος αδελφού του.
Με διαθήκη κληροδότησε το σύνολο της περιουσίας του στους εφεσίβλητους 2 και 3 και σε ένα τρίτο συγγενικό πρόσωπο που δεν είναι διάδικος. Τον εφεσίβλητο 1 τον είχε ορίσει ως εκτελεστή της διαθήκης.
Όλοι οι παραπάνω συγγενείς του αποποιήθηκαν τυχόν κληρονομικών τους δικαιωμάτων υπέρ των εφεσιβλήτων, πλην ενός, του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ισχυριζόμενος ότι ως αδελφός είναι νόμιμος κληρονόμος του αποβιώσαντα. Αξίωσε επί αυτής της βάσης δήλωση και αντίστοιχο διάταγμα ότι η διαθήκη είναι έγκυρη ως προς το ποσοστό που καθορίζει ο Νόμος, ήτοι κατά το ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρονομιάς και ότι ο ίδιος είναι νόμιμος κληρονόμος σχετικά με το υπόλοιπο ήμισυ.
Με άλλα λόγια, το επίδικο θέμα που τέθηκε ήταν κατά πόσον ο εφεσείων, ως αδελφός του κληρονομούμενου, αναγνωρίζεται από τον περί Διαθηκών και Κληρονομικής Διαδοχής Νόμο, Κεφ. 195 (ο «Νόμος»), ως νόμιμος ή εκ του Νόμου ή αναγκαίος κληρονόμος ή μεριδούχος.
Η πλευρά του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τούτο προκύπτει από την ερμηνεία των άρθρων 41(1)(β) και 46 του Νόμου, ενώ αντίθετα η πλευρά των εφεσιβλήτων αντέτεινε ότι ο αδελφός δεν εμπίπτει στους νόμιμους μεριδούχους, οι οποίοι ρητώς προσδιορίζονται από το άρθρο 41 χωρίς να περιλαμβάνονται οι αδελφοί. Αυτή ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, εξ ου και η παρούσα έφεση, με την οποία προσβάλλεται η κατάληξη αυτή.
Ο Νόμος μας ακολούθησε την προσέγγιση του ηπειρωτικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία διάθεσης με διαθήκη (ελευθερία του διατιθέναι) περιορίζεται με διατάξεις περί αναγκαστικής διαδοχής (νόμιμη μοίρα). Σχετικό είναι το άρθρο 41 το οποίο καθορίζει το ελεύθερα διαθέσιμο μέρος της κληρονομίας (disposable portion), ήτοι «το μέρος της κινητής ιδιοκτησίας και ακίνητης ιδιοκτησίας προσώπου, το οποίο δύναται να διαθέσει με διαθήκη» (άρθρο 2). Το υπόλοιπο μέρος αποτελεί τη νόμιμη μοίρα και πρέπει να διατίθεται αναγκαστικά εκ του Νόμου στα πρόσωπα που ο Νόμος ορίζει.
Το άρθρο 41 έχει ως ακολούθως:
«Διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς.
41.-(1) Εκτός όπως πρovoείται στo άρθρο 42, όταν πρόσωπο αποβιώσει αφήvovτας-
(α) σύζυγο και τέκvo ή σύζυγο και κατιόvτα τέκvoυ ή όχι σύζυγο αλλά τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, το διαθέσιμο μέρας της κληρovoμιάς δεν θα υπερβαίνει το ένα τέταρτo της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς
(β) σύζυγο ή πατέρα ή μητέρα, αλλά όχι τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, το διαθέσιμο μέρος της κληρovoμιάς δεν θα υπερβαίνει το ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς
(γ) ούτε σύζυγο, ούτε τέκvo ούτε κατιόvτα τέκvoυ, ούτε πατέρα ούτε μητέρα, το διαθέσιμο μέρος της κληρovoμιάς είναι το σύvoλo της κληρovoμιάς.
(2) Όταν πρόσωπο, το oπoίo έχει διαθέσει με διαθήκη μέρoς της κληρovoμιάς του το oπoίo είναι μεγαλύτερo από το διαθέσιμο μέρος της, η διάθεση αυτή μειώνεται και περικόπτεται ανάλογα, ώστε να περιοριστεί στo διαθέσιμο μέρος της κληρovoμιάς:
Συνεπώς δια του άρθρου 41 καθιερώνονται δύο τάξεις αναγκαστικής διαδοχής. Στην πρώτη τάξη ανήκουν οι κατιόντες και στη δεύτερη οι γονείς που καθίστανται αναγκαίοι κληρονόμοι όταν δεν υπάρχουν κατιόντες, ενώ ο/η σύζυγος είναι πάντοτε αναγκαίος κληρονόμος. Τα αδέλφια δεν περιλαμβάνονται.
Παρατηρούμε ότι η νόμιμη μοίρα περιορίζεται σε στενά πλαίσια συγγένειας, με το ποσοστό της να αυξάνεται και αντιστρόφως να περιορίζεται η εξουσία διάθεσης, σε συνάρτηση με το πόσο στενή αναμένεται να είναι η εξάρτιση. Έξω από τα στενά αυτά πλαίσια, νόμιμη μοίρα δεν υπάρχει, εφόσον εάν ο κληρονομούμενος δεν καταλείπει σύζυγο, κατιόντες ή γονείς μπορεί να διαθέσει ελεύθερα το σύνολο της περιουσίας του (εδάφιο 1(γ) του άρθρου 41).
Θεωρούμε ότι ήδη προκύπτει ο σκοπός και η φύση των διατάξεων του άρθρου 41 και της νόμιμης μοίρας. Χρήσιμη όμως είναι η περαιτέρω αναδρομή στην ελληνική βιβλιογραφία εφόσον ο ελληνικός Αστικός Κώδικας έχει παρομοίως υιοθετήσει το σύστημα περιορισμού του διαθέσιμου μέρους της κληρονομιάς με διατάξεις περί νόμιμης μοίρας (άρθρα 1825 επ.). Το άρθρο 1825 ειδικότερα προβλέπει ότι οι δικαιούμενοι νομίμου μοίρας είναι οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί και η νόμιμη μοίρα καθορίζεται στο μισό της εξ αδιαθέτου νόμιμης μοίρας.
Η έννοια, ο σκοπός και η νομική φύση της νόμιμης μοίρας επεξηγούνται στο σύγγραμμα Κληρονομικό Δίκαιο Ι, Νίκη Ψούνη, Ε΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 436 επ. Οι σχετικές πρόνοιες (ΑΚ 1825 επ.) περί αναγκαστικής διαδοχής εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο (ius cogens), στα πλαίσια του οποίου ο κληρονομούμενος δεν μπορεί να αποκλείσει με τη διαθήκη του από την κληρονομική διαδοχή τα συγκεκριμένα εκείνα πρόσωπα που καθορίζονται από το Νόμο ως αναγκαίοι ή νόμιμοι μεριδούχοι του. Πρόκειται για πρόσωπα με τα οποία η εξ αίματος, αλλά και η κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια, όπως και η ένωση και συμβίωση των συζύγων, δημιουργεί ψυχική, αλλά και υλική συμπαράσταση τέτοια, ώστε μετά το θάνατο του μέλους της οικογένειας να δικαιολογείται η συμμετοχή των άλλων στην περιουσία του, στη δημιουργία της οποίας δεν αποκλείεται να έχει συμβάλει και ο μεριδούχος. Ο σκοπός της νόμιμης μοίρας άπτεται του θεσμού της οικογένειας υπ' αυτή τη στενή έννοια. Όπως αναφέρεται στη σελ. 437:
«Σκοπός του θεσμού της νόμιμης μοίρας είναι η προστασία των στενών συγγενών και του συζύγου του κληρονομουμένου, ουσιαστικά δηλαδή του θεσμού της οικογένειας [.] Η προστασία της οικογένειας, έτσι - με την κοινωνική λειτουργία που επιτελεί και την ηθική σημασία που έχει - αποτελεί την κύρια δικαιολογία του θεσμού της νόμιμης μοίρας. »
Οι διατάξεις για την αναγκαστική διαδοχή και ο περιορισμός που επιβάλλουν στην ελευθερία του κληρονομούμενου να διαθέσει την περιουσία του κατά τη βούληση του δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας της οικογένειας του κληρονομούμενου και από το ηθικό καθήκον του απέναντι στους νόμιμους μεριδούχους (Ι.Σ. Σπυριδάκη, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου 5, Κληρονομικό Δίκαιο, σελ. 112).
Στο σύγγραμμα Νικ. Σ. Παπαντωνίου, Κληρονομικόν Δίκαιον, 4η έκδοσις Αναθεωρημένη, σελ. 334 εξηγείται περαιτέρω ότι οι, κατά το άρθρο 1825, αναγκαίοι κληρονόμοι ορίζονται ως τέτοιοι in abstracto και καθίστανται in concreto μεριδούχοι στη συγκεκριμένη περίπτωση εάν θα εκαλούντο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Τούτο σημαίνει ότι εάν ο κληρονομούμενος καταλείπει ένα τέκνο, τον πατέρα του και την επιζώσα σύζυγο του, νόμιμη μοίρα αποκτούν το τέκνο και η σύζυγος του, αφού η ύπαρξη τέκνου αποκλείει την κλήση του γονέα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου (άρθρο 1819, Διαδοχή τάξεων σε εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αντίστοιχες είναι οι πρόνοιες του δικού μας άρθρου 46, περί διαδοχής συγγενών στο μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομίας ή στο τυχόν αδιάθετο μέρος).
Αντίθετα, η απόλυτη ελευθερία διάθεσης με διαθήκη (testamentary disposition) αποτελούσε χαρακτηριστικό του αγγλικού δικαίου. Τούτο όμως είχε ως αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις να παραβλέπονται οι υποχρεώσεις προς την οικογένεια με αποτέλεσμα να προβλεφθεί μια εκ των υστέρων δυνατότητα περιορισμού με παρέμβαση του δικαστηρίου. Η διαφορά του δικού μας συστήματος από το αγγλικό δίκαιο εξηγείται Halsbury's Laws of England, Vol. 102, (2021), para. 567, ως ακολούθως:
«567. Restrictions on freedom of testamentary disposition.
The complete freedom of testamentary disposition which was a characteristic of English law sometimes resulted in a testator disregarding his family obligations and making insufficient provision or no provision for his wife and children. This is prevented in systems of law which are founded on the Roman Civil Law by setting aside for the widow and children definite shares of the estate. The duty of providing maintenance for them is imposed by statute in some Commonwealth jurisdictions. The principle of restriction on freedom of testamentary disposition is reflected in English law by the Inheritance (Provision for Family and Dependants) Act 19751. This Act, which governs applications for provision out of the estates of persons dying on or after 1 April 19762, repealed and replaced the Inheritance (Family Provision) Act 1938 and applies whether the deceased made a will or died intestate3.»
(παραβλέπονται οι υποσημειώσεις).
Με βάση τον αγγλικό νόμο και το αγγλικό σύστημα τα καθοριζόμενα από το νόμο πρόσωπα, βασικά σύζυγος και τέκνα ή εξαρτώμενα πρόσωπα, έχουν δικαίωμα να αποταθούν εκ των υστέρων στο δικαστήριο και να ισχυριστούν ότι η διαθήκη και/ή ο νόμος είχε ως αποτέλεσμα μια μη εύλογη οικονομική πρόβλεψη για τους ίδιους, εγείροντας ανάλογη αξίωση (Halsbury's, ibid, para. 568).
Επανερχόμενοι στο δικό μας σύστημα και το δικό μας Νόμο έχουμε ήδη αναφέρει ότι τα αδέλφια δεν συγκαταλέγονται στα πρόσωπα που τυγχάνουν εκ του Νόμου προστασίας ως αναγκαστικοί κληρονόμοι.
Τα αδέλφια αναγνωρίζονται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι με βάση το άρθρο 46 του Νόμου, δηλαδή σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν παραμένει μη διαθέσιμο ή τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς. Καλούνται δε στη δεύτερη τάξη, ομού μαζί με τους γονείς, εάν δεν υπάρχουν κληρονόμοι της πρώτης τάξης (κατιόντες) εφόσον τα πρόσωπα της μιας τάξης αποκλείουν πρόσωπα απώτερης.
Το άρθρο 46 έχει ως ακολούθως:
«46. Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ως πρoς τηv αvαξιότητα πρoσώπωv για διαδoχή σε κληρovoμιά και με τηv επιφύλαξη της μερίδας επιζώvτoς συζύγoυ τoυ απoβιώσαvτoς, η τάξη πρoσώπoυ ή πρoσώπωv τα oπoία με τo θάvατo τoυ απoβιώσαvτoς καθίσταvται δικαιoύχα βάσει τoυ vόμoυ στo μη διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς και στo τυχόv αδιάθετo μέρoς της κληρovoμιάς και oι μερίδες στις oπoίες αυτoί δικαιoύvται, αv είvαι περισσότερoι από έvας, είvαι όπως καθoρίζovται στις διάφoρες στήλες τoυ Πρώτoυ Παραρτήματoς:
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Antoniades and another v. Solomonidou (1980) 1 CLR 441, στην οποία ο αποβιώσας, ο οποίος κατέλειπε σύζυγο και αδελφή, άφησε όλη του την περιουσία με διαθήκη στη σύζυγο του. Η απαίτηση της αδελφής του για κληρονομικό μερίδιο απορρίφθηκε κατ' έφεση, χωρίς όμως να αποφασιστεί ευθέως ότι η αδελφή δεν ήταν νόμιμη μεριδούχος. Το Εφετείο βασίστηκε στην επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 41, σύμφωνα με την οποία ακόμα και το σύνολο της νόμιμης μοίρας μπορεί να κληροδοτηθεί στον επιζώντα σύζυγο αν δεν υπάρχουν κατιόντες ή γονείς. Το ίδιο και στην υπόθεση Ιοαnnou and others v. Marcou (1981) 1 CLR 349, όπου ο αποβιώσας άφησε όλη του την περιουσία στη σύζυγο του, ενώ είχε ανίψια. Παρομοίως αποφασίστηκε ότι η σύζυγος εδικαιούτο το σύνολο της περιουσίας ως η μόνη κληρονόμος με βάση τη διαθήκη, αλλά και πάλι με αναφορά στην εν λόγω επιφύλαξη.
Εν προκειμένω ο αποβιώσας διέθεσε το σύνολο της κληρονομιάς του, ενώ υπήρχε περιορισμός με βάση το άρθρο 41(1)(β) υπέρ της μητέρας του εφόσον δεν άφησε σύζυγο ή τέκνα ή κατιόντες τέκνων. Η παράβαση τέτοιου περιορισμού δεν καθιστά τη διαθήκη άκυρη, αλλά η καθ' υπέρβαση διάθεση μειώνεται και αποκόπτεται αναλόγως ώστε να περιοριστεί στο διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς (άρθρο 41(2)), εκτός εάν το καθ' υπέρβαση μέρος, το οποίο δυνατόν να ανέρχεται μέχρι του συνόλου της νόμιμης μοίρας, κληροδοτήθηκε στον επιζώντα σύζυγο και δεν υπάρχουν κατιόντες ή γονείς (επιφύλαξη άρθρου 41(2)) (Antoniades and another (ανωτέρω) και Ιοαnnou and others (ανωτέρω)). Εδώ δεν επρόκειτο για διάθεση σε επιζώντα σύζυγο ώστε να βρίσκει εφαρμογή η επιφύλαξη αυτή, υπήρχε όμως γονέας ο οποίος και ήταν το μόνο πρόσωπο, το οποίο κατά τον χρόνο του θανάτου, θα μπορούσε να έχει παράπονο και δικαίωμα να ζητήσει μείωση και περικοπή, ώστε η διαθήκη να περιοριστεί στο διαθέσιμο μέρος της κληρονομίας. Ήταν η μητέρα του αποβιώσαντος η οποία ήταν η μόνη in concreto νόμιμη μεριδούχος και τέτοιο δικαίωμα το αποποιήθηκε και μάλιστα το αποποιήθηκε ρητά προς όφελος των κληροδόχων που κατονομάζονται στη διαθήκη.
Το ερώτημα συνεπώς που εν τέλει τίθεται είναι το κατά πόσον το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας που είχε η μητέρα και δεν το άσκησε αποσβέννυται λόγω της αποποίησης, ή διατηρείται και μπορεί να ασκηθεί από τα αδέλφια, που μαζί με τη μητέρα, ανήκουν στη δεύτερη τάξης της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Η παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα δεν ρυθμίζεται από το δικό μας Νόμο. Στην Ελλάδα, στο άρθρο 1826 ΑΚ ορίζεται ότι σε περίπτωση παραίτησης, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του μεριδούχου που παραιτήθηκε, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Δηλαδή το δικαίωμα παραμένει μεν, αλλά περιορίζεται μεταξύ μεριδούχων που τυχόν ακολουθούν.
Στην Κύπρο δεν υπάρχει ειδική πρόνοια. Είναι ζήτημα ερμηνείας. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει το δίκαιο αναγνωρίζει καταρχάς την εξουσία ελεύθερης διάθεσης της περιουσίας, ως δικαίωμα και επιλογή του κληρονομούμενου. Η ελευθερία αυτή περιορίζεται στο βαθμό που είναι αναγκαίος για την προστασία και υποστήριξη της οικογένειας εν τη στενή εννοία, στην οποία δεν ανήκουν τα αδέλφια. Αυτό είναι το γενικότερο πνεύμα. Εν προκειμένω, εάν η μητέρα δεν επιζούσε του κληρονομούμενου, αυτός θα μπορούσε να διαθέσει την κληρονομία του χωρίς κανένα περιορισμό, με βάση το άρθρο 41(1)(γ). Συνεπώς η νόμιμη μοίρα in concreto αφορούσε τη μητέρα και μόνο. Αυτή ήταν η «στενή οικογένεια» του αποβιώσαντος που ο Νόμος είχε σκοπό να προστατεύσει. Αυτή ήταν το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε με αγωγή να διεκδικήσει την μείωση και περικοπή της διαθήκης στο διαθέσιμο μέρος της περιουσίας. Οι πρόνοιες περί νομίμου μοίρας είναι αναγκαστικού δικαίου σε ότι αφορά τον διαθέτη, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ένας δικαιούχος δεν μπορεί να αποποιηθεί του δικαιώματος του. Εφόσον η μητέρα εν προκειμένω αποποιήθηκε τέτοιας προστασίας, η νόμιμη μοίρα έχασε την έννοια και τον σκοπό της. Εφαρμογή βρίσκει πλέον, κατ' αναλογία, το άρθρο 41(1)(γ).
Άλλο είναι το ζήτημα του άρθρου 46 που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, με το οποίο ρυθμίζεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή στο μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς και στο τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς. Εάν ο αποβιώσας εν προκειμένω δεν άφηνε διαθήκη ή δεν διέθετε ολόκληρη την κληρονομιά του με τη διαθήκη, τότε είναι που ο εφεσείων, ως αδελφός, θα εκαλείτο επί του μη διαθέσιμου ή του τυχόν αδιάθετου μέρους της κληρονομίας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος μαζί με τους υπόλοιπους συγγενείς της δεύτερης τάξης, κατά τον τρόπο που έχει εξηγηθεί στην Καμηλάρη ν. Υπουργού Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 839/99, ημερ. 18.7.2002. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι δεν πρέπει να ερμηνευθεί ο Νόμος κατά τρόπο που να προσδίδει διαφορετικά δικαιώματα. Όπως όμως υποδείχθηκε πολύ πρόσφατα σε σχέση με το συναφές ζήτημα των τάξεων στην εξ αδιαθέτου διαδοχή στην Κοτζιάπασιης κ.α. ν. Χατζηγιάννη κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 107/15, 26.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A171 ο διαφορετικός βαθμός συγγένειας θεμελιώνει ανομοιογένεια και καθιστά παραδεκτή τη διαφορετική μεταχείριση.
Το γεγονός ότι ο αδελφός θα μπορούσε να είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος υπό την έννοια του άρθρου 46, δεν τον καθιστά αναγκαίο κληρονόμο υπό την έννοια του άρθρου 41.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ