ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D322
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 56/2021)
20 Ιουλίου, 2021
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχ BRIDI, ΑΠΟ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8, 11, 12, 30, 33-35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ Ν. 97(Ι)/1970 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3(2) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΠΑ ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΤΗΝ 25/06/03 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 17/6/96 (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ/Ή ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ χχχ BRIDI ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ/ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ/ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ.
--------
Α. Χαραλάμπους για Χρ. Δημητριάδη, για τον αιτητή.
Αδ. Σελίπας για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ' ων η αίτηση.
Αιτητής παρών.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) ζήτησαν από την Κυπριακή Δημοκρατία την έκδοση και παράδοση του εφεσείοντα με σκοπό την ποινική του δίωξη, στη βάση κατηγορητηρίου το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Νότιας Επαρχίας της Νέας Υόρκης (South District of New York). Η εν λόγω υπόθεση αφορά στα αδικήματα της συνωμοσίας για προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, της συνωμοσίας προς διάπραξη ηλεκτρονικής απάτης και της συνωμοσίας για ενδοπολιτειακή μεταφορά κλοπιμαίων κατά παράβαση του Τίτλου 18 του Ποινικού Κώδικα των ΗΠΑ (άρθρα 371, 1349, 2314 και 2319 (c) (1) και (d)(1)) και του Τίτλου 17 (άρθρα 506(a)(1)(B) και (C)). Για όλα τα ως άνω αδικήματα προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους.
Ο εφεσείων είχε αφιχθεί το βράδυ στις 22.8.2020 στο αεροδρόμιο Πάφου από το Ηνωμένο Βασίλειο για διακοπές μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Κατά τον έλεγχο των διαβατηρίων διαπιστώθηκε ότι το όνομα του βρισκόταν σε ερυθρά αγγελία (red notice) της Interpol με οδηγίες όπως σε περίπτωση εντοπισμού του ειδοποιηθεί το οικείο ΤΑΕ για να προβεί, σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία, στη σύλληψη του. Με βάση τις οδηγίες αυτές, ο αστυνομικός που έλεγξε το διαβατήριο του αιτητή, τον οδήγησε γύρω στις 10:30 μμ της 22.8.2020, σε γραφείο εντός του αεροδρομίου Πάφου όπου και παρέμεινε μέχρι την επομένη όταν στις 08:20 πμ εκτελέστηκε προσωρινό ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκδοθεί στις 06:40 πμ, με βάση το άρθρο 8(1)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο, Ν.97/1970 όπως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»).
Ακολούθησε διαδικασία έκδοσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με βάση το Νόμο και τον περί Εγγράφου που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996 (Κυρωτικός) Νόμο του 2008, Ν. 8(ΙΙΙ)/2008 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος 8(ΙΙΙ)/2008»). Το Επαρχιακό Δικαστήριο, παρά τις ενστάσεις του αιτητή, ενέκρινε το αίτημα και διέταξε την κράτηση του μέχρι την έκδοση του.
Ορθά το δικαστήριο διέταξε την κράτηση μέχρι την έκδοση και όχι, όπως εσφαλμένα συνηθίζεται, την έκδοση. Η έκδοση δεν είναι αρμοδιότητα και έργο του δικαστηρίου, αλλά του Υπουργού Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το άρθρο 9(5) εάν το «επιληφθέν της εκδόσεως Δικαστήριον» ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ώστε να δύναται να χωρήσει έκδοση, δύναται να διατάξει την «προφυλάκιση» του εκζητουμένου μέχρι να χωρήσει η έκδοση. Είναι ακολούθως που σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του Νόμου με τίτλο «Διάταγμα Εκδόσεως», μπορεί να διαταχθεί από τον Υπουργό η έκδοση:
«11.-(1) Εv αις περιπτώσεσιv ήθελε διαταχθή η κράτησις oιoυδήπoτε πρoσώπoυ επί τω σκoπώ απoδόσεως αυτoύ εις τo Κράτoς ή χώραv, ήτις ητήσατo τηv έκδoσιv αυτoύ, τo δε πρόσωπov τoύτo δεv αφέθη ελεύθερov δυvάμει διατάγματoς τoυ Αvωτάτoυ Δικαστηρίoυ, o Υπoυργός δύvαται vα διατάξη τηv απόδoσιv αυτoύ εις τo εv λόγω Κράτoς ή χώραv, εκτός εάv η έκδoσις αυτoύ απαγoρεύεται ή επί τoυ παρόvτoς απαγoρεύεται, υπό τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 6 ή τoυ παρόvτoς άρθρoυ ή εάv o Υπoυργός απoφασίση όπως μη πρoβή εv τη συγκεκριμέvη περιπτώσει εις τηv έκδoσιv τoυ διατάγματoς της εκδόσεως.»
Παράλληλα, σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) ο Υπουργός Δικαιοσύνης «δύναται να αποφασίσει όπως μη προβή εις την έκδοση διατάγματος» για τους λόγους που εκεί ορίζονται.
Συνεπώς, η εξουσία του δικαστηρίου περιορίζεται στο διάταγμα για κράτηση («προφυλάκιση») του εκζητούμενου μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση του (άρθρο 9(5)) αποφασίζοντας βεβαίως ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση. Σε δεύτερο στάδιο, αποφασίζεται από τον Υπουργό εάν θα εκδώσει ή όχι διάταγμα έκδοσης.
Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου προσβάλλεται με την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus στην οποία ο αιτητής επανέφερε ενστάσεις που είχε προβάλει στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Θα πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια αυτής της φύσεως των υποθέσεων δεν έχει εξουσία να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εάν και εφόσον το δικαστήριο κινήθηκε στα νόμιμα πλαίσια. Το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα, υπ' αυτή την έννοια, της διαδικασίας και το κατά πόσον υπήρξε, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση του φυγοδίκου, χωρίς να έχει εξουσία να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Hatchem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191 και Kotlyarenko (2011) 1 AAΔ 505).
Ο αιτητής, κατά πρώτον, ισχυρίστηκε ότι ο περιορισμός του για δέκα περίπου ώρες σε ένα γραφείο στο αεροδρόμιο Πάφου συνιστούσε παράνομη σύλληψη, εφόσον δεν υπήρχε μέχρι τις 06:40 πμ και δεν είχε εκτελεστεί μέχρι τις 08:20 πμ οποιοδήποτε ένταλμα σύλληψης. Ο περιορισμός του, κατά τον αιτητή, ήταν τέτοιος ώστε να ισοδυναμεί με σύλληψη, εφόσον εξαναγκάστηκε να παραμείνει στον χώρο χωρίς να έχει άλλη επιλογή, όπως δέχθηκε αντεξεταζόμενος ο αστυνομικός που τον έθεσε σε περιορισμό. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι δεν θα επέτρεπε στον αιτητή να φύγει ενόσω εκκρεμούσε η έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Παρέπεμψε επί τούτου ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή στην Hadjisavvas v. The Republic (1988) 2 CLR 37, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«The decision in The Republic v. Phivos Petrou Pierides establishes that the conduct of the police in pursuing the investigation of a crime must be examined objectively; a position compatible with the effective sustenance of the rights of the citizen and protection from abuse of police power. Therefore, the professed intention of the police not to put the appellant under arrest and their subjective evaluation of the task they were pursuing is not conclusive. The fact that the police did not seek to put the appellant under arrest or their claim that they had no intention, at that stage, to arrest him, are not decisive. If it is made to appear that despite the absence of formal constraints to the freedom of movement of the appellant the police intended to keep him under their control if he made any attempt in exercise of that freedom to refuse cooperation or leave, the police action would amount to an arrest effected without a warrant in breach of the constitutional rights of the appellant safeguarded by article 11.2(c) of the Constitution.»
Εν προκειμένω η σχετική πρόνοια του Συντάγματος είναι το Άρθρο 11.2(στ), το οποίο, στο βαθμό που τώρα ενδιαφέρει, έχει ως ακολούθως:
«2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:
[.]
(στ) σύλληψης ή κράτησης ατόμου προς παρεμπόδιση της χωρίς άδεια εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας ή σύλληψης ή κράτησης αλλοδαπού εναντίον του οποίου έγιναν ενέργειες προς το σκοπό απέλασης ή έκδοσης ή σύλληψης ή κράτησης πολίτη της Δημοκρατίας προς το σκοπό έκδοσης ή παράδοσής του, με την επιφύλαξη των ακόλουθων διατάξεων:
[.]»
Επίσης, σύμφωνα με το Άρθρο 11.3:
«3. Εξαιρουμένου του δια θανάτου ή φυλακίσεως, ότε και όπως ο νόμος ορίζη, τιμωρουμένου αυτοφώρου αδικήματος, ουδείς συλλαμβάνεται, ειμή κατόπιν ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος εκδοθέντος συμφώνως προς τους υπό του νόμου προδιαγεγραμμένους τύπους.»
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του Συντάγματος, η σύλληψη προϋποθέτει την ύπαρξη δικαστικού εντάλματος και δεν χωρεί διαφορετική προσέγγιση στην περίπτωση προσωρινού εντάλματος για σκοπούς έκδοσης. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Τakiveikata ν. State [2008] FJHC 315 (High Court των Fiji) ισχυριζόμενος ότι εκεί αποφασίστηκε πως η κράτηση του εκζητουμένου χωρίς την ύπαρξη εντάλματος σύλληψης συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας και απορρίφθηκε το αίτημα έκδοσης του.
Η άλλη πλευρά απάντησε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης, αλλά θα έπρεπε να είχε εξεταστεί με την καταχώριση αίτησης certiorari προς ακύρωση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίχθηκε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε παρανομία ή κατάχρηση διαδικασίας, εφόσον ο περιορισμός του αιτητή ήταν αναγκαίος, επειδή εκκρεμούσε εναντίον του ερυθρά αγγελία, μέχρι την εξασφάλιση προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Παρέπεμψε σχετικά ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας στην υπόθεση Liao v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 45/2019, ημερ. 21.2.2020.
Η διαδικασία έκδοσης διενεργείται, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου που αφορούν στα προσωρινά εντάλματα, με εντολή του Υπουργού (Υπουργός Δικαιοσύνης) η οποία στο Νόμο αναφέρεται ως «εξουσιοδότηση προς έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως». Η εξουσιοδότηση εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως που υποβάλλεται από την αιτούσα χώρα (άρθρο 7(1) του Νόμου). Άμα τη λήψει τέτοιας εξουσιοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 8(1)(α) του Νόμου, δύναται να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του εκζητουμένου, από δικαστή του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου. Χωρίς τέτοια εξουσιοδότηση, είναι δυνατή η έκδοση εντάλματος σύλληψης, από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου, «άμα ως ήθελε ληφθεί καταγγελία ότι το ως είρηται πρόσωπο ευρίσκεται εν τη Δημοκρατία» («προσωρινό ένταλμα σύλληψης», άρθρο 8(1)(β)).
Το προσωρινό ένταλμα σύλληψης, που αποτέλεσε το υπόβαθρο της διαδικασίας, δεν προσεβλήθη από τον αιτητή επί της βάσης που σήμερα επικαλείται. Ακόμα και αν ήταν να δεχθώ ότι προηγήθηκε παράνομος περιορισμός, θεωρώ ότι θα ήταν αντιφατικό να παραμένει απρόσβλητο το προσωρινό ένταλμα σύλληψης και ως εκ τούτου να τεκμαίρεται νόμιμο, αλλά να προσβάλλεται στη συνέχεια η κατάληξη της όλης διαδικασίας για λόγο που προϋπήρχε της νόμιμης σύλληψης. Αποδέχομαι τη θέση της Δημοκρατίας ότι εάν υπήρχε παρανομία η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την μετέπειτα διαδικασία, αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να είχε εγερθεί μέσα από προσβολή του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, με αίτηση για έκδοση certiorari, όπως έγινε στην Liao (ανωτέρω), αλλά και στην υπόθεση Tolkacheva, Πολ. Έφ. Αρ. 151/2019, ημερ. 6.9.2019. Ήταν η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή ότι η Liao δεν εφαρμόζεται επειδή αφορούσε διαδικασία certiorari για ακύρωση του εντάλματος στην οποία εξετάζεται η νομιμότητα του εντάλματος στην όψη του και το κατά πόσον προηγήθηκε παράνομη σύλληψη δεν μπορεί να ελεγχθεί με διαδικασία certiorari. Η αποκάλυψη όμως των συνθηκών υπό τις οποίες εκδίδεται ένα ένταλμα ή η μη αποκάλυψη τους είναι στοιχείο που μπορεί να ελεγχθεί με ακυρωτικό ένταλμα certiorari, επί των όσων προκύπτουν ή δεν προκύπτουν, ενώ θα έπρεπε, από την ένορκη δήλωση επί της οποίας εκδίδεται το ένταλμα σύλληψης.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν ήταν να δεχθώ ότι θα μπορούσε το ζήτημα αυτό να τεθεί στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης, με απρόσβλητο, έγκυρο και νόμιμο το προσωρινό ένταλμα σύλληψης, δεν έχω παραπεμφθεί σε αυθεντία ότι ο παράνομος, έστω, περιορισμός που διενεργείται με σκοπό την αναμονή του προσωρινού εντάλματος σύλληψης μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας έκδοσης μέχρι τέλους. Δεν είναι περίπτωση που κατά τη διάρκεια της κατ' ισχυρισμόν παρανομίας εξασφαλίστηκε μαρτυρία κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που διασφαλίζονται από το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, η οποία και δεν είναι αποδεχτή (Police v. Georghiades (1983) 2 CLR 33, 66). H εμβέλεια της αρχής αυτής έχει επεξηγηθεί στην Γενικός Εισαγγελέας v. Kozina (1999) 2 AAΔ 503, όπου αποφασίστηκε ότι πρόσωπο που βρίσκεται σε σύλληψη ως αποτέλεσμα παραβίασης του δικαιώματος ατομικής ελευθερίας δεν απολαμβάνει ασυλίας σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της αντισυνταγματικής κράτησης του διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα. Συνεπώς και κατ' αναλογία το αντισυνταγματικό ή παράνομο της κράτησης δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε «μόλυνση» της διαδικασίας, είτε ποινικής, είτε sui generis όπως εν προκειμένω. Εάν υπήρξε τέτοια παρανομία, τα δικαιώματα του προσώπου διασφαλίζονται με τη δυνατότητα αξίωσης αποζημιώσεων.
Ούτε πρόκειται για την περίπτωση της υπόθεσης Tolkacheva (ανωτέρω), στην οποία το προσωρινό ένταλμα σύλληψης είχε εκδοθεί από επαρχιακό δικαστή και συνεπώς χωρίς δικαιοδοσία, οπότε κρίθηκε ότι δεν είχε σημασία ότι η διαδικασία έκδοσης συνεχίστηκε και μάλιστα χωρίς ένσταση, εφόσον η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί αναδρομικά, ακόμα και με τη συγκατάθεση του επηρεαζομένου.
Εν όψει των παραπάνω, που καθορίζουν τον ισχυρισμό σε σχέση με την παράνομη κράτηση, δεν θα προχωρήσω σε περαιτέρω εξέταση της ουσίας του ισχυρισμού αυτού και αφήνω ανοικτό το ερώτημα κατά πόσον ο αναγκαίος εν τοις πράγμασι περιορισμός, όταν υπάρχει ερυθρά αγγελία, για εύλογο χρόνο μέχρι να εξασφαλιστεί προσωρινό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να τύχει της ίδιας θεώρησης όπως στην περίπτωση που αναμένεται η έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης επί τη βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Liao, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης, κατά την άφιξη του εφεσείοντα στο αεροδρόμιο Λάρνακας η ώρα 23:58 της 25.11.2018 και κατά τον έλεγχο του διαβατηρίου του διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο γραφείο αφίξεων του αερολιμένα υπό τη φύλαξη αστυνομικού. Το προσωρινό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δυνάμει του άρθρου 16(2)(α) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, Ν. 133(Ι)/2004, εκδόθηκε την επόμενη μέρα το πρωί και εκτελέστηκε η ώρα 06:40 πμ της 26.11.2018. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο που εξέδωσε το προσωρινό ένταλμα η κατ' ισχυρισμόν παράνομη στο μεταξύ κράτηση του και στη βάση αυτή αξίωσε την ακύρωση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης ως επηρεαζόμενου από την προηγηθείσα παρανομία. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προηγούμενη «παράνομη» φύλαξη του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το νόμιμο της έκδοσης του προσωρινού εντάλματος σύλληψης.
Πριν προχωρήσω στο επόμενο ζήτημα θα πρέπει για σκοπούς τάξης να διευκρινίσω ότι η Τakiveikata, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, δεν αφορούσε σε διαδικασία έκδοσης αλλά επρόκειτο για αίτημα για μόνιμη αναστολή ποινικής δίκης λόγω κατάχρησης της διαδικασίας για διάφορους σοβαρούς λόγους. Στα πλαίσια αυτά είχε τεθεί ζήτημα, ως εκ του μακρού περιορισμού υπό αστυνομική κράτηση χωρίς ένταλμα σύλληψης και χωρίς μετέπειτα διάταγμα δικαστηρίου, ενός εκ των κατηγορουμένων. Ο κατηγορούμενος αν και είχε νομίμως, υπό τις περιστάσεις, συλληφθεί χωρίς ένταλμα θα έπρεπε εντός ευλόγου χρόνου να μεταφερθεί ενώπιον δικαστή. Παρά ταύτα, για 60 και πλέον ημέρες και ενώ θα μπορούσε τούτο να είχε γίνει, δεν μεταφέρθηκε ενώπιον δικαστή και η κράτηση του κρίθηκε παράνομη. Τα γεγονότα αυτά δεν έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση.
Ένα δεύτερο ζήτημα που έχει εγείρει ο αιτητής είναι ότι δεν έχει αποδειχθεί η απαιτούμενη προϋπόθεση της αμφοτερόπλευρης ή διπλής εγκληματικότητας (double criminality). Σύμφωνα με το άρθρο 2(1) του Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008 αδίκημα για το οποίο δύναται να χωρήσει η έκδοση είναι αδίκημα που τιμωρείται βάσει των νόμων και των δύο συμβαλλομένων κρατών με στέρηση της ελευθερίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος ή με αυστηρότερη ποινή.
Σύμφωνα με τα έγγραφα έκδοσης τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως τεκμήριο 13 ο αιτητής κατά ή περί το έτος 2011 - Ιανουάριο 2020 από τη Νότια Επαρχία της Νέας Υόρκης αλλά και από αλλού συνωμότησε με άλλα πρόσωπα ως μέλος της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας με την ονομασία Sparks Group και προέβηκε μέσω διαδικτύου σε παράνομη διάθεση ταινιών και τηλεοπτικών εκπομπών που προστατεύονταν από πνευματικά δικαιώματα. Με βάση τα έγγραφα έκδοσης ο ρόλος του αιτητή ήταν να διευθετεί με απάτη και ψευδείς παραστάσεις την αποστολή των δίσκων από τους χονδρικούς διανομείς στο Μανχάταν, Μπρούκλιν και Νέα Υερσέη σε άλλα μέλη της Sparks Group στις ΗΠΑ, οι οποίοι προέβαιναν σε παράνομη αναπαραγωγή και διάθεση μέσω του διαδικτύου πριν από την ημερομηνία επίσημης κυκλοφορίας τους. Ως αποτέλεσμα προκάλεσαν ζημία στις εταιρείες παραγωγής ταινιών ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εν λόγω εγκληματικές δραστηριότητες εκτός από παραβάσεις της νομοθεσίας των ΗΠΑ συνιστούν και παραβάσεις της νομοθεσίας της Δημοκρατίας (συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 371), κλοπή (άρθρο 255), ψευδείς παραστάσεις (άρθρο 297), εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις (άρθρο 298), απάτη (άρθρο 300), συνωμοσία για καταδολίευση (άρθρο 302) σε συνδυασμό με άλλα άρθρα του Ποινικού Κώδικα), αλλά και παραβάσεις του περί Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου, Ν.59/1976 (όπως τροποποιήθηκε) και του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188/2007 (όπως τροποποιήθηκε) και του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, Ν. 138(Ι)/2001, οι οποίες επισύρουν ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους.
Η διαπίστωση αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί.
Ό,τι ο αιτητής εγείρει είναι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (2011- 2020) δεν βρισκόταν στις ΗΠΑ, αλλά πάντοτε στην Αγγλία και συνεπώς δεν υφίσταται αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους των ΗΠΑ. Στο εν λόγω τεκμήριο 13 ως τόπος κατοικίας του αιτητή αναφέρεται το Isle of Wight στην Αγγλία. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τούτο δεν αποκλείει τη διάπραξη των αδικημάτων στις ΗΠΑ, ή ακόμα και τη διάπραξη τους χωρίς τη φυσική παρουσία του αιτητή, εφόσον πρόκειται για αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της σύγχρονης τεχνολογίας και του διαδικτύου. Εν πάση περιπτώσει το δικαστήριο υπέδειξε ότι στο τεκμήριο 13 αναφέρει ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις ΗΠΑ. Με αναφορά δε στη σχετική νομολογία θεώρησε ότι έχει στοιχειοθετηθεί η προϋπόθεση της διπλής εγκληματικότητας και ότι τα ζητήματα που τέθηκαν θα κριθούν από το αρμόδιο δικαστήριο των ΗΠΑ. Παρά ταύτα, προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα και υπό το φως του άρθρου 5(1)(ε)(ii) σύμφωνα με το οποίο ο Ποινικός Κώδικας εφαρμόζεται και αναφορικά με αδικήματα για τα οποία δυνάμει διεθνούς συνθήκης ή σύμβασης που δεσμεύει τη Δημοκρατία, εφαρμόζεται ο νόμος της Δημοκρατίας. Τέτοια εξέταση ήταν εκ περισσού και αχρείαστη, εν όψει της προηγηθείσας διαπίστωσης. Εάν ετίθετο θέμα διάπραξης του αδικήματος εκτός ΗΠΑ, σχετική θα ήταν η πρόνοια του άρθρου 2.4 του Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008, σύμφωνα με το οποίο «Αν το αδίκημα διαπράχθηκε εκτός της επικράτειας του Αιτούντος Κράτους η έκδοση χορηγείται αν οι νόμοι του Αιτούμενου Κράτους προνοούν για την τιμωρία του αδικήματος που διαπράχθηκε εκτός της επικράτειας του υπό παρόμοιες περιστάσεις. .» εκτός αν η εκτελεστική εξουσία του «Αιτουμένου Κράτους» (Κυπριακής Δημοκρατίας) συγκατατεθεί για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης.
Αυτά όμως είναι εκτός πλαισίου. Όπως ορθά απάντησε στην περί αντιθέτου εισήγηση της άλλης πλευράς ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας, το άρθρο 2.4 θα είχε εφαρμογή μόνο αν από τα έγγραφα έκδοσης προέκυπτε ότι τα αδικήματα έλαβαν χώρα εκτός της επικράτειας των ΗΠΑ. Σύμφωνα όμως με τα γεγονότα όπως τέθηκαν από το «Αιτούν Κράτος» (ΗΠΑ) οι πράξεις που αποδίδονται στον αιτητή τελέστηκαν στις ΗΠΑ όπου και είναι ποινικά κολάσιμες, τιμωρούμενες με αυστηρότερες από την προβλεπόμενη ως προϋπόθεση ποινές. Όπως αποφασίστηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κonovalova, Πολ. Έφ. Αρ. 436/2011, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639, πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι οι πράξεις που καταλογίζει το αιτούν κράτος σε εκζητούμενο πρόσωπο συνιστούν κολάσιμες πράξεις κατά το δίκαιο του. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Shimkevich, Πολ. Έφ. Αρ. 235/2012, ημερ. 30.3.2017 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«.Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει. Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).»
Με αυτά ως δεδομένα και εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον αιτητή αποτελούν και αδικήματα με βάση την κυπριακή νομοθεσία, ως η διαπίστωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η διπλή εγκληματικότητα στοιχειοθετείται. Τα υπόλοιπα αφορούν τα αρμόδια δικαστήρια των ΗΠΑ.
Ο αιτητής έχει εγείρει και άλλα ζητήματα που φαίνεται να είναι συναφή με το προηγούμενο ζήτημα. Λ.χ. ενώ σε μια ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 22.12.2020, είχε αναφέρει ότι το κατά πόσον «ο αιτητής επισκέφθηκε τις ΗΠΑ ή η όποια σχέση του με την χώρα αυτή φαίνεται ότι θα απασχολήσουν και θα κριθούν κατά την ακρόαση», τελικά παρέλειψε να το πράξει. Το δικαστήριο όμως έκρινε, και ορθά, ότι θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα της διπλής εγκληματικότητας επί τη βάσει των δεδομένων που είχε θέσει το αιτούν κράτος. Τέθηκε επίσης ζήτημα για το γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία των ΗΠΑ είναι δυνατή η δίωξη του αιτητή στις ΗΠΑ όταν ο ίδιος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν εκτός ΗΠΑ. Αν και το ζήτημα τούτο τέθηκε αυτοτελώς εμπίπτει και εξετάστηκε στα ανωτέρω, αναφορικά με το ζήτημα της διπλής εγκληματικότητας επί τη βάσει των εγγράφων που έθεσε το αιτούν κράτος.
Άλλο ζήτημα που έχει εγείρει ο αιτητής είναι η κατ' ισχυρισμόν καθυστέρηση. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως προκύπτουν από τα έγγραφα έκδοσης η διερεύνηση της υπόθεσης άρχισε το 2016, αλλά τα στοιχεία για τον αιτητή προέκυψαν τον Ιούνιο 2018 μέχρι και το Δεκέμβριο του 2019. Η ερυθρά αγγελία εκδόθηκε στις 24.3.2020 και έκτοτε ο αιτητής κατεζητείτο μέχρι που εντοπίστηκε στην Κύπρο στις 22.8.2020. Επομένως δεν υπήρχε καθυστέρηση, ούτε και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής επικαλέστηκε ότι ως εκ της παρόδου του χρόνου προκλήθηκε αδικία και καταπίεση, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις όπως έχουν στο μεταξύ διαμορφωθεί (Sergeenva (2012) 1 ΑΑΔ 1574, 1579). Ακόμα και αν θα υπήρχε καθυστέρηση που να οφείλεται στο αιτούν κράτος δεν θα αποτελούσε αφ' εαυτής λόγο μη έκδοσης, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 10(3)(β) του Νόμου θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον «θα απετέλει, λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον». (Καρπένκο (1997) 1 ΑΑΔ 989, 995-996).
Ένα τελευταίο ζήτημα είναι ο ισχυρισμός για επηρεασμό της δίκαιης δίκης. Τούτο γιατί ενώ το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα στις 22.2.2021 με το οποίο επιτράπηκε σε αμερικάνο δικηγόρο του αιτητή να δώσει μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, το διάταγμα του δικαστηρίου δεν εκτελέστηκε γιατί οι αμερικάνικες αρχές αρνήθηκαν να παραχωρήσουν αίθουσα δικαστηρίου και προσωπικό για σκοπούς λήψης της μαρτυρίας από τον εν λόγω δικηγόρο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε επί τούτου ότι το ζήτημα της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας για το οποίο είχε ζητηθεί να δοθεί μαρτυρία από τον αμερικάνο δικηγόρο, το είχε αποφασίσει χωρίς να καταλήγει σε νομικό κενό που να αφορά το αλλοδαπό δίκαιο και απέρριψε τον ισχυρισμό επηρεασμού της δίκαιης δίκης. Ο αιτητής εισηγείται τώρα ότι το δικαστήριο ήταν προκατειλημμένο και ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα το αιτητή να παρουσιάσει την υπόθεση του. Επίσης οι αμερικάνικες αρχές επέδειξαν ασέβεια στους θεσμούς και στο κυπριακό δικαστήριο.
Ουδεμία προκατάληψη υπάρχει. Το Επαρχιακό Δικαστήριο διερεύνησε, ως όφειλε, τις επιπτώσεις του εγειρόμενου ζητήματος επί της έκβασης της διαδικασίας. Ορθά δε θεώρησε ότι δεν υπήρχε κενό σε ότι αφορούσε στο περιορισμένο πλαίσιο της. Τα γεγονότα, όπως τέθηκαν από το αιτούν κράτος, ήταν ενώπιον του. Το ζήτημα της διπλής εγκληματικότητας το εξέτασε και το επέλυσε ως άνω.
Εν πάση περιπτώσει, όπως ενημερώθηκε το δικαστήριο, το US Department of Justice των ΗΠΑ με την σχετική επιστολή του ημερ. 1.3.2021, είχε αναφέρει ότι το διάταγμα δεν μπορούσε να εκτελεστεί με τον τρόπο τον οποίο καθόρισε το Επαρχιακό Δικαστήριο, γιατί ο εν λόγω δικηγόρος όταν ενημερώθηκε από τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ δήλωσε ότι δεν ήταν πρόθυμος να καταθέσει μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης από δικαστική αίθουσα στις ΗΠΑ, ή από το γραφείο του Federal Prosecutor, αλλά ήταν πρόθυμος μόνο να καταθέσει μέσω τηλεφώνου ή εικονοτηλεδιάσκεψης από το σπίτι του στη Φλώριδα. Ισχυρίζεται τώρα ο αιτητής ότι κακώς το δικαστήριο έλαβε υπόψιν του την επιστολή αυτή των αμερικανικών αρχών, η οποία δεν τέθηκε ως τεκμήριο αλλά τέθηκε στα πλαίσια μιας δήλωσης της άλλης πλευράς, χωρίς ο αιτητής να ήταν σε θέση να σχολιάσει αφού δεν είχε καμιά επικοινωνία με τις αμερικάνικες αρχές. Είχε όμως ασφαλώς επικοινωνία με τον δικηγόρο τον οποίο ήθελε να καλέσει ως μάρτυρα. Ούτε και η επικοινωνία μεταξύ των αρχών των δύο χωρών για την εκτέλεση του διατάγματος ήταν ζήτημα μαρτυρίας.
Δεν στοιχειοθετείται επηρεασμός της δίκαιης δίκης.
Η αίτηση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ