ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σωκράτους, Δώρα Στ.Ερωτοκρίτου, για την εφεσείουσα/αιτήτρια/εναγόμενη 3 Θ.Ιωαννίδης, για τον εφεσίβλητο 1/ενάγοντα/καθ΄ου η αίτηση Δ.Καλλής, για Λ.Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητο 2/εναγόμενο 1 Δ.Καλλής, για Καλλή amp;amp;amp; Καλλή ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητη 3/εναγόμενη 2 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-06-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο KOΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΤΥΡΙΜΟΣ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 87/2019, 9/6/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A234

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 87/2019)

 

9 Ιουνίου, 2021

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

KOΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

Εφεσείουσα/Εναγόμενη 3

και

1.   xxx ΤΥΡΙΜΟΣ  εφεσίβλητος 1/ενάγων

2.   xxx ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ εφεσίβλητος 2/εναγόμενος 1

3.   A.L. VASILIOU MOTORS LTD εφεσίβλητη 3/εναγόμενη 2

_ _ _ _ _ _

Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης εκ μέρους της εφεσείουσας/εναγόμενης 3, ημερ.17.3.2021

 

Στ.Ερωτοκρίτου, για την εφεσείουσα/αιτήτρια/εναγόμενη 3

Θ.Ιωαννίδης, για τον εφεσίβλητο 1/ενάγοντα/καθ΄ου η αίτηση

Δ.Καλλής, για Λ.Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητο 2/εναγόμενο 1

Δ.Καλλής, για Καλλή & Καλλή ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητη 3/εναγόμενη 2

_ _ _ _ _ _

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ο εφεσίβλητος 1 ως ενάγων είχε εγείρει το 2011 την αγωγή αρ.6652/2011, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος το οποίο υπέστη, οδηγώντας την ιδιόκτητη μοτοσυκλέτα  του, στις 15.12.2009, εναντίον του εναγομένου 1 (νυν εφεσίβλητου 2) ως οδηγού του έτερου ενεχόμενου οχήματος,  της εναγόμενης 2 (νυν εφεσίβλητης 3) ως ιδιοκτήτριας του εν λόγω οχήματος και ως εκ προστήσεως υπεύθυνης, και της εναγομένης 3 (νυν εφεσείουσας) ως των ασφαλιστών του εν λόγω αυτοκινήτου προς όφελος της εφεσίβλητης 3. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από εκτενή ανάλυση της δοθείσας μαρτυρίας καθώς και τη νομική κατάταξη των ευρημάτων του, έκρινε ότι οι αξιώσεις του εφεσίβλητου 1/ενάγοντα (από τώρα και στο εξής καθ΄ου η αίτηση) έναντι των εναγομένων 1 και 2 θα έπρεπε να αποτύχουν.  Εν αντιθέσει,  η αγωγή εναντίον της εφεσείουσας, (από τώρα και στο εξής η αιτήτρια) έκρινε ότι έπρεπε να επιτύχει.  Και ως αποτέλεσμα εξεδόθη η ακόλουθη απόφαση:

«(8)  Επί τη βάσει όλων των ανωτέρω:

 

(Ι) Η αγωγή σε όση έκταση αφορά στους εναγομένους αρ. 3 επιτυγχάνει.

 

Κατά συνέπειαν και εφ'όσον ο εναγομένος αρ. 1 κρίνεται ως υπεύθυνος για το δυστύχημα κατά 80%, και επί τη βάσει αυτού του ποσοστού ευθύνης, επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντος και εναντίον των εναγομένων αρ.3 τα ακόλουθα ποσά: (1) €72.000 (€90.000x80%:100%) ως γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που αυτός υπέστηκε και τις συνέπειές τους, (2) €16.000 ως η απώλεια της εργασιακής του ικανότητας (€20.000x80%:100%) και (3) €21.124 (€26.405x80%:100%) ως οι ειδικές αποζημιώσεις.

 

Το ποσά των €72.000 και των €16.000 θα φέρουν τόκο με νόμιμο επιτόκιο από τις 15.12.2009, ημερομηνία κατά την οποίαν συνέβηκε το δυστύχημα, μέχρι να εξοφληθούν. Το ποσόν των €21.124 θα φέρει τόκο με νόμιμο επιτόκιο από την 6.10.2011, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι να εξοφληθεί.

 

Τα έξοδα της αγωγής, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντος και εναντίον των εναγομένων αρ.3.

 

 (ΙΙ) Η αγωγή σε όση έκταση αφορά στους εναγομένους αρ.1 και 2, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα της αγωγής, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων αρ.1 και 2 και εναντίον του ενάγοντος.

 

 Περαιτέρω, εκδίδεται διαταγή διά της οποίας οι εναγόμενοι αρ.3 διατάσσονται να καταβάλουν στον ενάγοντα και τα έξοδα τα οποία αυτός διετάχθηκε να καταβάλει στους εναγομένους αρ.1 και 2.

 

 (ΙΙΙ) Η απαίτηση των εναγομένων αρ.3 εναντίον των εναγομένων αρ.2 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επειδή η εκδίκαση της απαίτησης αυτής έγινε στο πλαίσιο εκδίκασης της αγωγής, δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.

 (IV) Η ανταπαίτηση των εναγομένων αρ.2 εναντίον των εναγομένων αρ.3 επιτυγχάνει. Δεδομένης της ήδη διατυπωθείσας κρίσης περί της αποκλειστικής ευθύνης των εναγομένων αρ.3 να καλύψουν τις ζημίες του ενάγοντος και δεδομένης της ήδη διατυπωθείσας κρίσης περί της απουσίας οιασδήποτε σχετικής ευθύνης των εναγομένων αρ.2, κρίνεται αχρείαστη η έκδοση των δηλωτικών αποφάσεων που επιδιώκονται δια της ανταπαίτησης αυτής. Περαιτέρω, και επειδή η εκδίκαση της ανταπαίτησης αυτής έγινε στο πλαίσιο ακρόασης της αγωγής, δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα».

 

Mε την υπό κρίση αίτηση, η αιτήτρια επιδιώκει την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω απόφασης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της παρούσας έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 15.3.2019 εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.  Δυνάμει της ένορκης δήλωσης που στηρίζει την αίτηση εκ μέρους της κας Ηλία, υπαλλήλου της ασφαλιστικής εταιρείας, η αιτήτρια είχε προσφύγει αρχικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο επιδιώκοντας αναστολή της εκτέλεσης. Μετά την απορριπτική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (ημερ.10.3.21) προσέφυγε με το ίδιο αιτητικό στο Εφετείο προβάλλοντας αφενός την ορατή πιθανότητα επιτυχίας των λόγων έφεσης και αφετέρου την έλλειψη οποιασδήποτε διασφάλισης της, εάν καταβληθούν τα επιδικασθέντα ποσά στον καθ΄ου η αίτηση, κατά πόσο δηλαδή θα είναι σε θέση να τα επιστρέψει στην αιτήτρια σε περίπτωση που η έφεσή της επιτύχει.  Γίνεται αναφορά στις λεπτομέρειες των απολαβών του καθ΄ου η αίτηση, όπως προέκυψαν από τη δοθείσα στο Δικαστήριο μαρτυρία.  Αντιθέτως, κατά την εισήγηση της αιτήτριας, η ασφαλιστική εταιρεία είναι φερέγγυα με πλήρη δυνατότητα διασφάλισης των δικαιωμάτων του καθ΄ου η αίτηση.  Αυτό ειδικά κατοχυρώνεται και από τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης ΄Εναντι Τρίτου) Νόμο του 2000, Ν.96(Ι)/2000[1], ενώ τέτοιο αντίστοιχο εχέγγυο από την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση είναι ανύπαρκτο.  Ούτε επίσης ο τελευταίος είναι σε θέση να δώσει τραπεζική εγγύηση στην περίπτωση που η έφεση θα επιτύχει, ώστε να επιστραφούν στην ασφαλιστική εταιρεία τα ποσά που επιδικάστηκαν από το Δικαστήριο.  Σύμφωνα δε με τη παραγρ.21 της ένορκης δήλωσης, η αιτήτρια είναι έτοιμη να παραχωρήσει προς τον καθ΄ου η αίτηση τραπεζική εγγύηση για τα ποσά της απόφασης.

 

Αναφορικά δε με το χρόνο καταχώρησης της αίτησης αναφέρθηκε ότι μόλις τον Ιούλιο του 2020 ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση τηλεφωνικώς πληροφόρησε τη δικηγόρο της αιτήτριας ότι επιθυμούσε την καταβολή των επιδικασθέντων ποσών.  Λόγω δε της μη δυνατότητας παραχώρησης εγγύησης εκ μέρους του καθ΄ου η αίτηση, η πλευρά της αιτήτριας, θεώρησε τελικά ορθό να προχωρήσει στην καταχώρηση αίτησης αναστολής.  Να σημειωθεί ότι τα έξοδα των εναγομένων 1 και 2 είχαν καταβληθεί, ενώ ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση δεν είχε μέχρι τότε ζητήσει την εξόφληση των εξόδων του.  Μετά που ο κ.Ιωαννίδης πληροφόρησε την άλλη πλευρά με επιστολή του για έκδοση εντάλματος κινητών προς είσπραξη δικαστικής απόφασης, η αιτήτρια προχώρησε με την παρούσα.  Θα πρέπει να λεχθεί ότι σε αρκετές παραγράφους, συγκεκριμένα στις 8-17, γίνεται αναφορά με λεπτομέρεια για τους λόγους έφεσης.  Εκείνο που μπορεί να συνοψισθεί σε σχέση με τους λόγους αυτούς, είναι, ότι αφορούν τόσο νομικούς λόγους όσο και θέματα που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Πλήττονται δε συγκεκριμένα κονδύλια επιδίκασης ποσών, εξόδων και τόκων.  Είναι μέρος των εισηγήσεων αυτών η αναφορά, ότι ήταν λανθασμένη η απόρριψη της αγωγής εναντίον του εναγομένου 1 με την εξής αιτιολογία:

«Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο εναγόμενος 1 ήτο κατά 80% υπεύθυνος για την πρόκληση του δυστυχήματος, αντί να εκδώσει απόφαση εναντίον του απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου 1 χωρίς να επιδικάσει τις αποζημιώσεις εναντίον του ως αδικοπραγήσαντος κατά 80%.»

 

 

Μάλιστα, γίνεται επισήμανση ότι ο λόγος αυτός είναι ταυτόσημος με το δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντα/εφεσίβλητου 1.  Προβάλλεται επίσης ότι το ποσό των €90.000 που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις υπέρ του καθ΄ου η αίτηση, ήταν έκδηλα υπερβολικό. 

 

Στην αίτηση υπήρξε ένσταση από πλευράς του καθ΄ου η αίτηση, με την οποία εγείρονται τα εξής θέματα:  Το επίδικο δυστύχημα επεσυνέβη το 2009 και η πρωτόδικη απόφαση εξεδόθη στις 22.2.2019 χωρίς μέχρι σήμερα να ικανοποιηθεί.  Ο καθ΄ου η αίτηση ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στο επίδικο δυστύχημα δικαιούται σε αποκατάσταση των δικαιωμάτων του από τη δικαστική απόφαση.  Η αιτήτρια, ελάχιστες πιθανότητες έχει για επιτυχία της έφεσης της, ενώ αντίθετα ο καθ΄ου η αίτηση έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας της αντέφεσης του «ειδικά στο θέμα της ευθύνης, γεγονός που θα αυξήσει το ποσό της απόφασης προς όφελος του».  Επίσης ισχυρίζεται ότι το ποσό της δικαστικής απόφασης και των εξόδων που θα καταβάλει η αιτήτρια είναι πλήρως εξασφαλισμένο, γιατί ο κύριος λόγος της έφεσης και ο πρωτόδικος χειρισμός της υπόθεσης «αφορούσε ισχυρισμό ότι η εναγομένη 3 δεν καλύπτει το επίδικο δυστύχημα και δεν παρέχει ασφαλιστική κάλυψη και ότι ασφαλιστική κάλυψη παρέχουν οι εναγόμενοι 1 και 2 καθώς και το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων».  Επισημαίνεται επίσης ότι δεν παρουσιάζεται οποιαδήποτε μαρτυρία από την αιτήτρια ότι ο καθ΄ου η αίτηση είναι αναξιόχρεος. 

 

Η νομική βάση της αίτησης είναι βεβαίως η Δ.35 θ.18 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, (αντιστοιχούσα στην παλαιά αγγλική Διαταγή Ο.58 r.r.15, 16)  η οποία έχει ως εξής:

«Δ.35 θ.18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given».

 

Mε βάση δε τη Δ.35 θ.19 θα πρέπει να προηγηθεί αίτηση αναστολής στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εν προκειμένω, αυτό έχει τηρηθεί, με την απόρριψη πρωτοδίκως παρόμοιου αιτήματος. 

 

Η Δ.35 θ.18 έχει τύχει νομολογιακής επεξεργασίας σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρκετές εκ των οποίων απασχόλησαν τους ευπαίδευτους συνήγορους στις γραπτές αγορεύσεις ενώπιον μας.

 

Είχαμε την ευκαιρία στις Πολ.εφ. αρ.Ε50/19, Ε51/19, και Ε52/19, 1. Xxx Μάρκου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ημερ.21.12.2020 να συνοψίσουμε τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία ως εξής:

«Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή πρωτόδικης απόφασης είναι απόλυτα συναφής με τη διεργασία της εξισορρόπησης δύο εξίσου σημαντικών παραγόντων για την απονομή της δικαιοσύνης.  Αφενός της διασφάλισης της τελεσιδικίας της πρωτόδικης απόφασης με την άμεση απόδοση στον επιτυχόντα διάδικο της δυνατότητας να δρέψει τους καρπούς της επιτυχίας του και αφετέρου της εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος της έφεσης.

Σύμφωνα δε με την Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147:

«Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει η στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγω της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου."

Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως και στη Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου (ανωτέρω), δεν υφίστανται τέτοιες προϋποθέσεις ώστε να προεξοφλήσουμε το αποτέλεσμα της έφεσης, οπότε επιβεβαιώνεται πως, εν προκειμένω, ο παράγοντας για την προοπτική επιτυχίας της έφεσης δεν είναι καθοριστικός αλλά οριακής σημασίας.  Για να εγκριθεί αίτημα αναστολής θα πρέπει να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν. Επιπρόσθετα, ο αιτητής θα πρέπει να καταδείξει ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη "irreparable mischief may be done by refusing it" (βλ. Chester v. Powell, 1 T.L.R. 390, Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649 και Θεοφάνους κ.ά. Γεωργίου κ.ά. Π.Ε. 251/14 ημερ. 19.2.2016), ECLI:CY:AD:2016:A103».

 

Η κα Ερωτοκρίτου προέβαλε έντονα το θέμα της αδικίας που θα υποστεί η αιτήτρια εάν καταβάλει όλο το ποσό που με τους συσσωρευμένους μέχρι σήμερα τόκους είναι αρκετά μεγάλο, και τελικά κερδίσει την έφεση. 

 

Ας σημειωθεί ότι το ποσό με τους τόκους μέχρι σήμερα, αν οι μαθηματικοί μας υπολογισμοί είναι ορθοί, ανέρχεται περίπου στις €158.000.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος θεωρεί, ότι θα είναι αδύνατο ο καθ΄ου η αίτηση να μπορεί να επιστρέψει το ποσό που θα του δοθεί.  Συνεπώς η αναστολή είναι επιβεβλημένη.  Μάλιστα εισηγήθηκε στα πλαίσια της ακρόασης της έφεσης να καταβληθεί στον καθ΄ου η αίτηση ποσό €30.000 έναντι του εξ αποφάσεως επιδικασθέντος ποσού και για το υπόλοιπο να υπάρξει αναστολή.  Η συνήγορος τόνισε την ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης συνδέοντάς την, με την αφερεγγυότητα του καθ΄ου η αίτηση, αφού ο ίδιος στη μαρτυρία του κατά την πρωτόδικη διαδικασία δήλωσε, ότι το εισόδημα του τα τελευταία 4 χρόνια ήταν περίπου €500 μηνιαίως.  Το θέμα της αφερεγγυότητας ή καλύτερα της αδυναμίας του καθ΄ου η αίτηση να επιστρέψει τα ποσά που θα του καταβληθούν, τίθεται ευθέως στην ένορκη δήλωση επί της αίτησης.  Δηλώνεται επίσης ότι η αιτήτρια είναι έτοιμη να παραχωρήσει προς τον καθ΄ου η αίτηση τραπεζική εγγύηση για τα ποσά της απόφασης.  Σημειώνεται, ότι ο καθ΄ου η αίτηση επ΄αυτού του θέματος δεν προβάλλει συγκεκριμένη θέση οπότε και κρίνεται ότι ο ίδιος δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει τα ποσά εάν επιτύχει η έφεση της αιτήτριας.  Προβάλλει, ωστόσο ο καθ΄ου η αίτηση τη θέση ότι το ποσό που θα του καταβληθεί θα είναι πλήρως εξασφαλισμένο διότι, εάν επιτύχει η έφεση,  θα καταβληθεί από το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων M.I.F., το οποίο εμφανίστηκε στην αγωγή εκ μέρους του εναγομένου 1 (βλ. παραγρ.12 της ένορκης δήλωσης του καθ΄ου η αίτηση).  Ο κ.Ιωαννίδης στάθηκε ιδιαίτερα σ΄αυτό το γεγονός.

 

Η πλευρά της αιτήτριας αντιτείνει ότι το τελευταίο δεν ισχύει, αφού «αυτό που υποχρεούται να επιστρέψει στην αιτήτρια δεν θα είναι τα ποσά της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία ήδη θα έχουν καταβληθεί στον καθ΄ου η αίτηση, αλλά τα μειωμένα ποσά που το Ανώτατο Δικαστήριο θα επιδικάσει».

 

΄Εχουμε ιδιαίτερα προβληματισθεί για το τι δέον γενέσθαι στην κρινόμενη περίπτωση.  Υπάρχουν τω όντι ειδικές περιστάσεις που λειτουργούν υπέρ του καθ΄ου η αίτηση κατ΄εφαρμογήν της αρχής, ότι ένας διάδικος πρέπει να καρπούται αμέσως το όφελος από τη δικαστική απόφαση υπέρ του.  Αυτές οι περιστάσεις είναι φυσικά ο διαρρεύσας χρόνος εάν συνυπολογισθεί το σύνολο της δικαστικής διαδικασίας και το γεγονός ότι η απόφαση εξεδόθη το 2019 και παραμένει ανικανοποίητη.  Η αρχή αυτή ενέχει μια δική της δυναμική συναρτώμενη με την ισχύ του δικαίου.  Από την άλλη δεν μπορεί να αγνοηθεί ο παράγοντας της ανάγκης η έφεση να μην παραμείνει χωρίς αντικείμενο, εάν ο εφεσίβλητος, σε περίπτωση τελικής αποτυχίας του, εμφανώς δεν έχει τα μέσα επιστροφής ενός τέτοιου μεγάλου ποσού απόφασης.  Κάτι που εν προκειμένω συμβαίνει, αφού όπως εξηγήσαμε, δεν επιχειρήθηκε καν ενόρκως να γίνει άλλη εισήγηση, οπότε δεν ισχύουν αυτά που λέχθηκαν στη Πολ.εφ.273/19 Χ΄Ιωάννου ν. Gordian Holdings Ltd, 8.9.2020.  Περαιτέρω, δεν αγνοούμε ότι οι λόγοι έφεσης στρέφονται ουσιαστικά και σε θέματα που αφορούν την ευθύνη άλλων εναγομένων-εφεσιβλήτων.  Ούτε το ότι μ΄αυτό τον τρόπο, εμπλέκεται το M.I.F. το οποίο εν τέλει σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης ενδεχομένως να κληθεί να καταβάλει τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος της απόφασης.

 

Είναι γεγονός, ότι η πρωτόδικη διαδικασία περιέλαβε πολλές ιδιότητες εναγομένων, εδραζομένων σε διαφορετικής υφής αξιώσεις και ότι μεταξύ των εναγομένων υπήρξαν διαδικασίες που δυνατόν να ανατραπούν με τους λόγους έφεσης, παρά το ότι το σημείο αυτό δεν είναι, ως έχει νομολογηθεί, δεσπόζουσας σημασίας.

 

΄Εχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου, σε μια ad hoc προσπάθεια πραγματικής εξισορρόπησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αποφασίζουμε τα ακόλουθα:

-      Για το ποσό των €65.000 εκ της απόφασης δεν θα υπάρξει αναστολή εκτέλεσης.  Ως αποτέλεσμα, το ποσό αυτό είναι άμεσα πληρωτέο.  Όπως επίσης και τα έξοδα της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση.   H πορεία αυτή φαίνεται να ακολουθήθηκε στην Xαραλάμπους ν. Panayides Contracting Ltd (2001)1Γ AAΔ 1978  (όπου διατάχθηκε να πληρωθεί ποσό €100.000 και για το υπόλοιπο υπήρξε αναστολή).  Στην κρινόμενη περίπτωση δεν ακολουθούμε την επιβολή ταυτόχρονης εγγύησης στον καθ΄ου η αίτηση, ενόψει της θέσης για το M.I.F.

 

-      Για το υπόλοιπο εκ της απόφασης ποσό και τους τόκους μέχρι σήμερα θα υπάρχει αναστολή εκτέλεσης μέχρι αποπεράτωσης της έφεσης, εφόσον σε 20 ημέρες από σήμερα, δοθεί τραπεζική εγγύηση από την αιτήτρια.

 

-      Ενόψει του αμφίδρομου και για τις δύο πλευρές αποτελέσματος, κρίνουμε ότι δεν θα εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Εν κατακλείδι, θέλουμε να προσθέσουμε τα ακόλουθα: 

 

Ευχαριστούμε βεβαίως τους συνηγόρους για τη βοήθεια τους ως προς τις κατευθύνσεις της νομολογίας, όμως επισημαίνουμε το αυτονόητο,  υπήρχε έδαφος συνεννόησης για την αίτηση με συγκερασμό των θέσεων και των δύο πλευρών.  Αναμένουμε ότι οι συνήγοροι θα το πράττουν χωρίς την ανάγκη να απόλλυται δικαστικός χρόνος.  Το οφείλουν εξάλλου και ως συλλειτουργοί του Δικαστηρίου.

 

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                          ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                          ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 



[1] Απασχόλησαν και τις δύο πλευρές τα άρθρα 28 και 32.  Κυρίως το άρθρ.28, το οποίο έχει ως εξής:

28.-(1) Το Ταμείον Ασφαλιστών δεσμεύεται έναντι του Υπουργού από συμφωνία που στο εξής θα αναφέρεται ως "η Βασική Συμφωνία", που υπογράφεται κατά καιρούς μεταξύ του Ταμείου Ασφαλιστών και του Υπουργού και δημοσιεύεται με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία το Ταμείον Ασφαλιστών αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, αποζημιώσεις προς τρίτα πρόσωπα.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, τρίτα πρόσωπα θεωρούνται και πρόσωπα που έχουν υποστεί σωματική βλάβη ή έχουν αποθάνει ως αποτέλεσμα ευθύνης αγνώστων οδηγών.

(3) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, η Βασική Συμφωνία δε θα ερμηνεύεται κατά τρόπο που να δημιουργεί, υπέρ του απαιτητή, αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Ταμείου Ασφαλιστών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο