ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
COSTAS PAPADOPOULLOS (EX PARTE) (1968) 1 CLR 496
IN RE NINA PANARETOU (1972) 1 CLR 165
IN RE ROUSIAS CO. (1981) 1 CLR 703
Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 ΑΑΔ 31
Mπάντσιου Kαλλιόπη (1994) 1 ΑΑΔ 634
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 126
Pοδοθέου Aνδρέας (1997) 1 ΑΑΔ 602
Montrago Trustees Ltd και άλλοι (Αρ. 2) (2012) 1 ΑΑΔ 1289
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΙΔΟΥ , Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, 12/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A56
Aνδρέας Σ. Kοιλιάρης Λτδ ν. Eπαρχιακού Λειτουργού Eργασίας (1998) 2 ΑΑΔ 194
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Κώστα Σωφρονίου (2008) 2 ΑΑΔ 803
ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 74/2020, 31/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B281
Attorney-General of the Republic ν. Panayiotis Christou (1962) 1 CLR 129
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D576
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 70/21
3 Ιουνίου, 2021
[Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛAI ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 05/04/2021 ΠΟΥ ΛΗΦΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 395/21 ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΠΕΤΡΑΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΝΑ ΕΓΕΙΡΕΙ ΕΝΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155, ΠΡΟΤΟΥ ΑΥΤΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ
........
Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Κ. Ουστά (κα), για κ. Ν. Κληρίδη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Απευθείας από την Έδρα)
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Άκουσα τους συνηγόρους. Δεν υπάρχει, κατ' ουσίαν, ένσταση εκ πλευράς καθ' ου η αίτηση για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος certiorari. Δεν έχω πολλά άλλα να προσθέσω πέραν των όσων λέχθηκαν στην - διασυνδεόμενη με την παρούσα - απόφαση για χορήγηση άδειας καταχώρισης αίτησης certiorari στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Αίτ. 62/21, ημ. 20.4.21, ECLI:CY:AD:2021:D162. Σε αυτό το στάδιο (και για ό,τι εδώ ενδιαφέρει υπό την τρέχουσα οπτική), επαναλαμβάνω τα αναφερθέντα στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Αίτ. 62/21, ημ. 20.4.21, ECLI:CY:AD:2021:D162, καθιστώντας τα ως αναπόσπαστο μέρος του παρόντος σκεπτικού:
«...........................................
Ζητούνται διά της ενώπιον μου μονομερούς αιτήσεως ημερομηνίας 16.4.21, τα πιο κάτω (με την περικοπή που ακολουθεί να παρατίθεται αυτούσια όπως και όλες οι άλλες που έπονται):
«Α. Την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού /εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 05/04/2021, που λήφθηκε στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης υπ' αρ. 395/21 και με την οποία επετράπη στον Κατηγορούμενο να εγείρει Ένσταση στη βάση του άρθρου 66 του Κεφ. 155, προτού αυτός απαντήσει στο κατηγορητήριο.
Β. Eνδιάμεσο Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αναφορικά με την ποινική υπόθεση υπ' αρ. 395/21, μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της Αίτησης δια Κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Γ. Την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται και/ή εμποδίζεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην συνέχιση της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης υπ' αρ. 395/21, μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της Αίτησης δια Κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
...............................................................................».
Τα προτασσόμενα από τον Αιτητή ως γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση, φαίνονται σε συνημμένη εκεί Έκθεση Γεγονότων και ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16.4.21 (καθώς και σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 20.4.21).
Πιο συγκεκριμένα, στην Έκθεση Γεγονότων συνοψίζονται οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται το αίτημα, κατά τα ακόλουθα:
«Α. Την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 05/04/2021, που λήφθηκε στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης υπ' αρ. 395/21 και με την οποία επετράπη στον Κατηγορούμενο να εγείρει Ένσταση στη βάση του άρθρου 66 του Κεφ. 155, προτού αυτός απαντήσει στο κατηγορητήριο.
Β. Eνδιάμεσο Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αναφορικά με την ποινική υπόθεση υπ' αρ. 395/21, μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της Αίτησης δια Κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Γ. Την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται και/ή εμποδίζεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην συνέχιση της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης υπ' αρ. 395/21, μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της Αίτησης δια Κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
..............................................................................».
Στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16.4.21, γράφονται και τούτα για όσα εδώ ενδιαφέρουν εξ απόψεως γεγονότων και επιχειρηματολογίας εκ πλευράς Αιτητή:
«...................................................3. Στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεση υπ' αρ.395/21, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορία αναφορικά με το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 7 του περί Λοιμοκαθάρσης Νόμου (Κεφ.260). Το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει οποιοδήποτε από τους Κανονισμούς και/ή τα Διατάγματα που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού, είναι ένοχο αδικήματος.
4. Ειδικότερα και ως προκύπτει από τις Λεπτομέρειες του αδικήματος, που καταγράφονται επί του κατηγορητηρίου (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1), ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι σε συγκεκριμένη ημερομηνία παραβίασε τους όρους Διατάγματος, που βρισκόταν σε ισχύ και είχε εκδοθεί από τον Υπουργό Υγείας στο πλαίσιο λήψης μέτρων για παρεμπόδιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού COIVD-19.
5. Το κατηγορητήριο της υπόθεσης καταχωρήθηκε στις 05/02/21 και ορίστηκε στις 05/04/21 ώστε να απαντήσει ο κατηγορούμενος στην Κατηγορία. Ως φαίνεται στα επίσημα πρακτικά του Δικαστηρίου (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2), κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία ο συνήγορος Υπεράσπισης αιτήθηκε όπως το Δικαστήριο ακούσει και εξετάσει Ένσταση, προτού ο κατηγορούμενος κληθεί να απαντήσει στο κατηγορητήριο. Η Ένσταση, η οποία διαδικαστικά δεν στηρίχθηκε από την Υπεράσπιση σε συγκεκριμένη πρόνοια της Ποινικής Δικονομίας, αφορούσε την εισήγηση ότι το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε αντισυνταγματικά ή/και παράνομα. Μάλιστα ρητώς δηλώθηκε από την Υπεράσπιση ότι δεν επρόκειτο για κάποια από τις ειδικές απαντήσεις που προβλέπει το άρθρο 69 του Κεφ. 155.
6. Αποτέλεσε θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το δικονομικό στάδιο, στο οποίο βρισκόταν η υπόθεση, δεν ήταν το κατάλληλο για να εξεταστεί η εισήγηση της Υπεράσπισης. Εντέλει το Δικαστήριο αποδέχτηκε το αίτημα της Υπεράσπισης και επέτρεψε την έγερση της Ένστασης, στηρίζοντας την απόφαση του στο άρθρο 66 του Κεφ. 155.
7. Το άρθρο 66 της Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι ο Κατηγορούμενος δύναται να εγείρει ένσταση, προτού απαντήσει, αναφορικά με «οποιοδήποτε εκ πρώτης όψεως τυπικό μειονέκτημα» του κατηγορητηρίου. Ως «τυπικό», μπορεί να θεωρηθεί το μειονέκτημα/ελάττωμα του κατηγορητηρίου όταν αυτό αφορά στον τρόπο σύνταξης του ή σε ένα γραμματικό και/ή τυπογραφικό λάθος και το οποίο δεν επηρεάζει τη βάση και/ή την ουσία της κατηγορίας που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος.
8. Το ζήτημα που επιθυμεί, μέσω της Ένστασης, να θέσει η Υπεράσπιση, ήτοι η νομιμότητα του Διατάγματος, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί και να χαρακτηριστεί ως τυπικό μειονέκτημα. Αντιθέτως πρόκειται για θεμελιώδους σημασίας ισχυρισμό, ο οποίος δεν αποτελεί ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου αλλά ουσιώδη υπεράσπιση στη διάπραξη του επίδικου αδικήματος. Συνακόλουθα, η απόφαση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να κάνει δεκτό το Αίτημα της Υπεράσπισης, στηριζόμενο συγκεκριμένα στο άρθρο 66 του Κεφ. 155, αποτελεί καταφανές νομικό σφάλμα και οδηγεί σε διαδικαστική αντικανονικότητα και/ή αποτελεί προϊόν νομική πλάνης κατά την ερμηνεία του Νόμου.
9. Ως φαίνεται στο Τεκμήριο 2, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όρισε την υπόθεση στις 23/04/21 ώστε να αγορεύσει η Κατηγορούσα Αρχή επι της ως άνω Ενστάσεως. Ενόψει του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκτρέπει δικονομικά και οδηγεί σε αντικανονικότητα την διαδικασία εκδίκασης της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης υπ' αρ. 395/21 και δεδομένης της ανάγκης για πιστή εφαρμογή και τήρηση των κανόνων της Ποινικής Δικονομίας, ειλικρινά πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης όπως εκδοθεί ενδιάμεσο διάταγμα, με το οποίο να αναστέλλεται η συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης μέχρι την αποπεράτωση της εκδίκασης της Αίτησης δια Κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
............................................................................».
Στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 20.4.21, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3, δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο του επίδικου κατηγορητηρίου, και ως Τεκμήριο 4, πιστό αντίγραφο των στενοτυπημένων πρακτικών της επίμαχης διαδικασίας (ημερομηνίας 5.4.21) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Κατώτερο Δικαστήριο»). Τα εν λόγω τεκμήρια, είχαν κατατεθεί, με αντίστοιχη σειρά, ως Τεκμήρια 1 και 2 στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16.4.21 (που συνοδεύει την μονομερή αίτηση).
Η περί ης ο λόγος συμπληρωματική ένορκη δήλωση, καταχωρίστηκε κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου μετά από σημερινό προφορικό αίτημα του Αιτητή - πριν από την επί της ουσίας έναρξη της διαδικασίας - επειδή (ως έθεσε το θέμα η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Αιτητή στην αγόρευση της) «. εκ παραδρομής δεν είχαν καταχωρηθεί ως τεκμήρια πιστά αντίγραφα τόσο του κατηγορητηρίου όσο και των πρακτικών του Δικαστηρίου .» (με τη μνεία να σχετίζεται κατ' αντιστοιχίαν με τα Τεκμήρια 1 και 2).
Το υπό αναφοράν αίτημα εγκρίθηκε από το Δικαστήριο με παραπομπή στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ευθυμίου (1990) 1 ΑΑΔ 1, 4-5, αλλά και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ροδοθέου (1997) 1(Β) ΑΑΔ 602, 605-608, όπου (πρέπει να σημειωθεί), η ακρόαση της αίτησης (σε αντίθεση με εδώ), είχε αρχίσει (έπειτα από την αρχική χορήγηση άδειας για προνομιακό ένταλμαcertiorari).
Άκουσα με προσοχή την ευπαίδευτη εκπρόσωπο του Αιτητή.
Εν σχέσει προς τις αρχές που διέπουν τα όσα εδώ αποσκοπούνται από τον Αιτητή - και ιδιαίτερα αναφορικώς προς τα προνομιακά εντάλματα certiorari (ως το αιτητικό Α) - ευχερής είναι, κρίνω, η παραπομπή στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημ. 6.4.21, όπου υπενθυμίστηκαν και αυτά:
«...................................................
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση». Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ.133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.
Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο τo πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ. Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.
Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (ανωτέρω) με αναφορά στη Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All Ε.R 681, στην οποίαν μας παρέπεμψε ο εκ των δικηγόρων της εφεσείουσας κ. Πολυβίου, εισηγούμενος ότι απλά σε διαδικασία παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης είναι χαμηλό, αρκεί ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής παρουσιάζει ένα θέμα που κεντρίζει την προσοχή του.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης:
"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then."
....................................................».
Επιπροσθέτως, στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα: Αρχές και Υποθέσεις, 2004, σελ. 205-208, αναφέρεται ότι:
«......................................................
Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η δικαιοδοσία αυτή είναι το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για καθορισμένους λόγους.
Για τη χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο ζήτημα", στην έννοια που δόθηκε στις αποφάσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
Στο παρόν στάδιο, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari να φαίνεται στην αίτηση και στις ενόρκους δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια. [Attorney General of the Republic v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129, στις σελίδες 133 και 134, Costas Papadopoulos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250].
Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και συγκεκριμένα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα Certiorari.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):
"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια."
.......................................................».
Για όσα οριοθετούν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων prohibition - ως το αιτητικό Γ στην αίτηση - επισημάνθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση των Montrago Trustees και Άλλων (Αρ 2) (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1289, 1302-1303, πως:
«.............................................
Ειδικά για το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition, το οποίο επίσης επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση, εξηγείται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» στο Κεφ. 5. σελ. 216-218, ότι το prohibition εκδίδεται για να εμποδιστεί κατώτερο Δικαστήριο από του να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή καθ' υπέρβαση της, ώστε να μην συνεχίζονται δικαστικές διαδικασίες καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά τρόπο που η διαδικασία που ακολουθείται να είναι ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Αναφέρεται ιδιαίτερα στην παρ. 5.05, σελ. 218, ότι το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition δεν προσφέρεται για την ακύρωση διαταγής κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά έχει βασικό σκοπό να «.. εμποδίσει τα κατώτερα Δικαστήρια να ενεργούν εκτός των πλαισίων της δικαιοδοσίας τους ή κατά παράβαση των νόμων της χώρας».
Το prohibition συνδυάζεται συνήθως και με το προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari, εφόσον το τελευταίο στοχεύει στη διόρθωση λαθών επί του νόμου ή και επί απόφασης ληφθείσας καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, ενώ το πρώτο απαγορεύει στο Δικαστήριο που έχει υπερβεί δικαιοδοσία, από του να τη συνεχίσει. Δεν χωρεί βέβαια εναντίον τελεσίδικης απόφασης, ούτε εναντίον νομοθετικής αρχής ή σώματος (δέστε O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law 5η έκδ. σελ. 540-541). Όπως εξηγήθηκε από τον Atkin L.J. στην υπόθεση R. v. Electricity Commisioners [1924] 1 K.B.D. 204, και τα δύο αυτά προνομιακά εντάλματα έλκουν την καταγωγή τους από τα βάθη του χρόνου και σχετίζονται στην ουσία με την υπέρβαση της δικαιοδοσίας των κατωτέρων Δικαστηρίων. Το prohibition απαγορεύει τη συνέχιση της διαδικασίας, (επί ποινή περιφρόνησης), ενώ το certiorari σκοπεί στη μεταφορά του πρακτικού και της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου στο ανώτερο Δικαστήριο, για να εξεταστεί η νομιμότητα αυτών και εν ανάγκη, να ακυρωθούν.
.....................................................».
Σε σχέση προς τα περί πασιφανούς πλάνης, νομικών σφαλμάτων και αντικανονικότητας της διαδικασίας, στην Prime International Alliance Inc v Erin Resources SA και Άλλων (2014) 1(Α) ΑΑΔ 55, ECLI:CY:AD:2014:A10, 65, επισημάνθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση) και αυτά:
«...................................................Το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το επαρχιακό δικαστήριο, δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός εάν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα, καταφανές στο πρακτικό του - (βλ. Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634). Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου εξετάζεται και τότε μόνο η απόφασή του ακυρώνεται, εάν προκύπτει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
............................................................................».
Περαιτέρω, κατά άλλη νομολογία, ενδείκνυται (αναλόγως των εκάστοτε γεγονότων), η υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari όταν η υπό αναθεώρηση απόφαση υπόκειται σε ακύρωση ως θέμα νόμου επειδή από το ίδιο το περιεχόμενο της προκύπτει σαφώς ότι η απόφαση εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία ή εξαιτίας νομικού λάθους (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Παπακόκκινου (1993) 1 ΑΑΔ 31, 36-37).
Προσθέτως, όπου οι λόγοι αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ή συζητήσιμα θέματα που αναφέρονται σε έκδοση διατάγματος καθ' υπέρβασιν δικαιοδοσίας Δικαστηρίου, ή σε νομικό σφάλμα εμφανές στο δικαστικό πρακτικό, το όποιο (σφάλμα) θα πρέπει να διακριβώνεται αμέσως από το Δικαστήριο και όχι ύστερα από έρευνα όλων των στοιχείων ή της διαθέσιμης μαρτυρίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ 2) (1995) 1 ΑΑΔ 126, 129).
Λάθη του είδους που ενδιαφέρουν εδώ, θα μπορούσαν να είναι, φερ' ειπείν, η λανθασμένη ερμηνεία νόμου, η λαθεμένη εφαρμογή νόμου ή ακόμη και η μη τήρηση τής δικονομίας που τούτος ορίζει (βλ. In Re Agroktimatiki Epihirisis Rousias Co Ltd (1981) 1 CLR 703, 706-707).
Υπό ένα τέτοιο πρίσμα (και στην κανονική πορεία των πραγμάτων), είναι δυνατόν τα προειρημένα σφάλματα να συνιστούν εξαιρετική περίσταση η οποία να καθιστά εφικτή την έγκριση της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλων θεραπειών (βλ. Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα: Αρχές και Υποθέσεις, 2004, σελ. 58-60, 120, 127, 166).
Με όλα τα ως άνω κατά νουν, περνώ στο ζητούμενο.
Αρχίζω από το αίτημα του κατηγορούμενου, στη λεπτομέρεια του.
Ο δικηγόρος του κατηγορουμένου είχε, στα πολλά, διαρθρώσει το αίτημα του στο Κατώτερο Δικαστήριο, ως εξής:
«....................................................Κύριε Πρόεδρε, με την άδεια του Δικαστηρίου, ήθελα να σας αναφέρω ότι δεν θα απαντήσει στις κατηγορίες ο Κατηγορούμενος, καθότι θα θέσω εγώ, εκ μέρους του, θέμα νομιμότητας και συνταγματικότητας των διαταγμάτων, που έχουν εκδοθεί, και των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, βάσει των οποίων κατηγορείται σήμερα ο Κατηγορούμενος. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, έχω μιλήσει και με τη συνάδελφο. Ίσως να ήταν, νομίζω, πιο πρόσφορο να δούμε και κάποια παραδεκτά γεγονότα με τη συνάδελφο, επειδή υπάρχουν μάρτυρες, και να μου δώσετε την ευκαιρία να αγορεύσω επί του θέματος, που μόλις σας ανέφερα τώρα, και, όταν είμαστε έτοιμοι με τα παραδεκτά γεγονότα, εάν απορρίψετε την εισήγηση; τότε να προχωρήσουμε με την κατηγορία και να απαντήσει.
.........................................................................................
Βάσει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, βάσει του Άρθρου 69. Κατηγορούμενος μπορεί να μην απαντήσει εάν τεθεί θέμα, είτε που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δηλαδή αν ισχυριστεί ότι δεν έχει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, ή εάν ισχυριστεί ότι έχει εκδικαστεί για το ίδιο αδίκημα και έχει, προηγουμένως, καταδικαστεί ή αθωωθεί ή έτυχε χάριτος για το ποινικό αδίκημα. Αυτά δεν εγείρονται εδώ, είναι η πραγματικότητα. Όμως, εδώ, προδικαστικά, θα ήθελα να θέσω ένα θέμα, που αφορά τη συνταγματικότητα και τη νομιμότητα των διαταγμάτων, βάσει των οποίων κατηγορείται ο Κατηγορούμενος, και η απάντηση του, νομίζω, θα αφορά το εάν παραδέχεται τη διάπραξη των αδικημάτων, ως περιγράφονται στο Κατηγορητήριο, όμως, η θέση του εδώ είναι ότι τα διατάγματα είναι αυτά καθ' αυτά παράνομα και αντισυνταγματικά. Αυτή είναι η θέση του. Άρα, εγώ θέτω ότι είναι πρόωρο, πιστεύω, να απαντήσει. Να μας δοθεί ο χρόνος πρώτα να εξετάσετε αυτό το θέμα, που εγείρω, και εάν κρίνετε ότι το απορρίπτετε, τότε να απαντήσει.
...............................................................................».
Το άρθρο 66 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στο οποίο βασίστηκε το Κατώτερο Δικαστήριο για να αποφασίσει (επί του εκεί εγερθέντος αιτήματος εκ μέρους του κατηγορουμένου) - ήτοι πως «. εγείρεται ζήτημα ένστασης στο Κατηγορητήριο, ένστασης που αφορά την ουσία του Κατηγορητηρίου του Κατηγορούμενου, στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 66 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Θα αποδεχτώ την εισήγηση από πλευράς Κατηγορούμενου και θα ακούσω την ένσταση, προτού καλέσω τον Κατηγορούμενο να απαντήσει στο Κατηγορητήριο του» - έχει ως ακολούθως:
«66. Οποιαδήποτε ένσταση στο κατηγορητήριο ή σε κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για οποιοδήποτε εκ πρώτης όψεως τυπικό μειονέκτημα αυτού προβάλλεται αμέσως μετά την ανάγνωση στον κατηγορούμενο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο και προτού αυτός απαντήσει σε αυτό αλλά όχι αργότερα».
Μια απλή αντιπαραβολή των προνοιών του άρθρου 66 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 με το δικαστικό πρακτικό/Τεκμήριο 4 (υπό τον φακό που κειμένως συζητείται), καταδεικνύει - με υπόψιν και νομολογία η οποία αποπειράθηκε να ερμηνεύσει την εμβέλεια εφαρμογής του άρθρου 66 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (βλ. Cantabs Trading Limited και Άλλου ν Χαμπάκη και Άλλων, Ποιν. Έφ. 40/19, ημ. 21.10.20, ECLI:CY:AD:2020:B362, Αντωνίου ν Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 74/20, ημ. 31.7.20, Aestas Trading Ltd και Άλλου ν Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Ποιν. Έφ. 78/14, ημ. 3.9.15, ECLI:CY:AD:2015:B574, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν Σωφρονίου (2008) 2 ΑΑΔ 803, Γαβριηλίδης ν Κοινοτικού Συμβούλιου Αγίου Τύχωνα (2002) 2 ΑΑΔ 255, Ανδρέας Κοιλιάρης Λτδ ν Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 ΑΑΔ 194) - ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα περί του κατά πόσον (ως ανέπτυξε στο Κατώτερο Δικαστήριο ο δικηγόρος του κατηγορούμενου), η νομιμότητα και συνταγματικότητα των διαταγμάτων και κανονιστικών πράξεων βάσει των οποίων κατηγορείται ο Κατηγορούμενος αφορά, τωόντι, σε εκ πρώτης όψεως τυπικό μειονέκτημα του κατηγορητηρίου/Τεκμήριο 3 για να δικαιολογείται έτσι η ενεργοποίηση των όσων διαλαμβάνονται στην υπό συζήτησιν νομοθετική πρόνοια.
Στη βάση αυτή (και δίχως εννοείται να υπεισέρχομαι στην ουσία του αιτήματος), έχω ικανοποιηθεί, βάσει των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να χορηγηθεί η επιζητούμενη άδεια για αμφότερα τα επιδιωκόμενα προνομιακά διατάγματα (στα αιτητικά Α και Γ).
Δεν χρειάζεται, αυτονοήτως, να λεχθούν άλλα επί του θέματος, και τούτο για τους καλούς λόγους που η αφορώσα νομολογία (και η προειρημένη κρίσιμη για τα πράγματα νομοθετική πρόνοια) προβλέπουν ως ζήτημα αρχής κατά τα ανωτέρω.
Τα υπόλοιπα στην ώρα τους, αν και εφόσον χρειαστεί.
Αλλιώτικη προσέγγιση θα καταστρατηγούσε, πιθανώς, τα δικαιώματα των μερών, και προπαντός του κατηγορούμενου (και προτιθέμενου καθ' ου η αίτηση).
.......................................................................».
Ανεξαρτήτως της φαινόμενης συναίνεσης του καθ' ου η αίτηση στην έκδοση του προνομιακού διατάγματος certiorari, κρίνω πως τα πράγματα, στην ουσία τους πια (και ως έχουν ενεστώτως διαρθρωθεί και αποκρυσταλλωθεί), δικαιολογούν - βάσει των προειρημένων αρχών και διαπιστώσεων, κρινόμενων πλέον υπό το φάσμα που τώρα μέλει - την έκδοση του επιζητούμενου προνομιακού εντάλματος certiorari.
Η αίτηση εγκρίνεται.
Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari (ως το αιτητικό Α της αίτησης). Η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 5.4.21 - η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 395/21 - ακυρώνεται.
Καμία διαταγή για έξοδα.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ