ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984
Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Ξάνθος Λυσιώτης, Αίτηση Αρ. 174/96, 9 Οκτωβρίου, 1996
Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Συρίμη Μαρία ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131
Edrinotio Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1461, ECLI:CY:AD:2015:D477
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 138(I)/2002 - Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002
Ν. 66(I)/1997 - Ο περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος του 1997
Ν. 66(I)/1997 - Ο περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος του 1997
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D228
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 227/2020
8 Ιουνίου, 2021
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤHΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/11/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 379/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ (ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 7) ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 14) ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν. 188(Ι)/2007)
-------------------------
Πόλυς Πολυβίου μαζί με τον με Γιώργο Μίτλεντον και Παναγιώτη Μακρίδη για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. Λτδ, για τους Αιτητές
Θεοδώρα Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα
-------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ είναι εταιρεία που έχει συσταθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία στη βάση άδειας που χορηγήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997 μέχρι 2000 (Ν.66(Ι)/1997) και βρίσκεται υπό τον έλεγχο και εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου (Ν.138(1)/2002).
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. είναι εταιρεία που έχει συσταθεί στην Ελληνική Δημοκρατία και η οποία δραστηριοποιείται στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υποκαταστήματος δυνάμει του άρθρου 10 Α του Νόμου Ν. 66(Ι)/1997.
Στις 8/12/2020 στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 209/2020 δόθηκε άδεια στους Αιτητές ώστε να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση με την οποίαν επιδιώκουν την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης ημερομηνίας 6/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:D414 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της Αίτησης της Αστυνομίας Αρ. 379/2020. Διατάχθηκε επίσης η αναστολή της ισχύος του διατάγματος.
Οι λόγοι για τους οποίους δόθηκε άδεια περιορίζονται στο κατά πόσο υπήρξε υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας και νομικό σφάλμα εφόσον δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος αποκάλυψης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45 και 46 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου (Ν.188(Ι)/2007) τόσο από νομική θεώρηση όσο και γεγονότων και ιδιαίτερα δεν διαπράχθηκε κανένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ούτε δεν αποδείχθηκε περαιτέρω η σχέση των Αιτητών με αυτά.
Της αίτησης αρ. 379/2020 προηγήθηκε σειρά άλλων διαδικασιών από πλευράς Αστυνομίας με το ίδιο αντικείμενο δηλαδή την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης με πιο πρόσφατη την Αίτηση Αρ. 288/2020 στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε σχετικό διάταγμα την 1/9/2020. Για το διάταγμα αυτό δόθηκε άδεια για καταχώρηση διά κλήσεως αίτησης για certiorari. Ακολούθησε η καταχώρηση της διά κλήσεως αίτησης στα πλαίσια της οποίας, αποδεχόμενη η Δημοκρατία την ακύρωση του διατάγματος, εκδόθηκε σχετικό διάταγμα ακύρωσης.
Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση του κ. Αζά που υποστήριζε την Αίτηση Αρ. 379/2020 για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση που αφορούσε σε αδικήματα που προβλέπονται από τους εξής Νόμους:
«1) Ο περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμος 66(Ι)/1997 άρθρα 2, 30, 41 και 43.
2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.
3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(Ι)/13 άρθρα 4, 5 και 7.
4) Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.
5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ. 161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.
6) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.
7) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 105 - Κατάχρηση εξουσίας.
8) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 135(1)(3) - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.
9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.
10) Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργούς του δημοσίου Νόμος 51(Ι)/04 άρθρα (2) (3) και (4).
11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες, Νόμος 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.
που διαπράχθηκαν κατά η περί τα έτη 2012-2013 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο εξωτερικό.»
Αναφέρετο περαιτέρω ότι στις 25/10/2017 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε από τον Αρχηγό Αστυνομίας τη διεξαγωγή εξετάσεων για να διαπιστωθεί κατά πόσο διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα από Τράπεζες που δραστηριοποιούντο στην Κύπρο το 2013 και βρίσκοντο κάτω από την εποπτεία και έλεγχο της ΚΤΚ. Οι εξετάσεις αφορούσαν σε εκροές κεφαλαίων που έγιναν από διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την περίοδο που αυτά δεν λειτουργούσαν, κατόπιν διαταγμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, κατά την κλειστή περίοδο. Δίνεται έμφαση στην εγκύκλιο ημερομηνίας 16/3/2013 που εκδόθηκε από μέρους του τότε Διοικητή της ΚΤΚ με την οποία α) απαγορεύοντο προσωρινά η εισαγωγή είτε από ιδρύματα υποκείμενα στην εποπτεία της ΚΤΚ ή κατ' άλλο τρόπο εντολών πληρωμής ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης κ.λ.π. καθώς και άλλες πράξεις που αναφέρονται στην Ένορκη Δήλωση και β) αναστέλλετο προσωρινά ο διακανονισμός εντολών που είχαν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης κ.λ.π. Η εγκύκλιος αποσκοπούσε στην πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση των οδηγιών της εγκυκλίου με σκοπό την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Οι Τράπεζες επαναλειτούργησαν στις 28/3/2013 με περιοριστικά μέτρα δυνάμει διατάγματος του Υπουργού Οικονομικών σύμφωνα με το Νόμο για την Επιβολή Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης του 2013.
Παραθέτω αυτούσια τα άρθρα 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 που αποτελούσαν την κύρια νομική βάση της αίτησης της Αστυνομίας:
«Διάταγμα αποκάλυψης
45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.
Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Κύριος άξονας των εισηγήσεων των Αιτητών όπως εξάγεται από την Αίτηση και γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους είναι ότι δεν αποκαλύπτετο από την Ένορκο Δήλωση του κ. Αζά η διάπραξη οποιουδήποτε των αδικημάτων που διερευνούσε η Αστυνομία ή άλλου αδικήματος που να δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης στη βάση των άρθρων 45(1) και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007.
Εισηγούνται περαιτέρω ότι ο τρόπος που παρουσιάστηκαν τα γεγονότα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, σκοπό είχαν την παραπλάνηση του προς το σκοπό έκδοσης του. Συγκεκριμένα η Αστυνομία, δεν παρουσίασε την Εγκύκλιο ημερομηνίας 16/3/2013 στο Δικαστή και την άλλη που ακολούθησε ημερομηνίας 19/3/2013 και επέτρεψε ορισμένες συναλλαγές, και δεν αποκάλυψε ότι αυτές δεν δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ότι παράβαση τους δεν συνιστά αδίκημα. Με όσα παρουσίασε η Αστυνομία, αυτή διατείνετο ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι οι Αιτητές παραβίασαν την Εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας και ότι η παραβίαση αυτή συνιστούσε ποινικό αδίκημα το οποίο διερευνούσε, ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι οι Αιτητές παραβίασαν την εγκύκλιο και τέλος ότι ήταν απόλυτα αναγκαία η έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης.
Οι Αιτητές προς υποστήριξη των θέσεων τους προτάσσουν ότι η παραβίαση της Εγκυκλίου δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα αλλά τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο στη βάση του άρθρου 48(4) του Νόμου 138(Ι)/2002. Εισηγούνται ότι από την όλη δομή της Ένορκης Δήλωσης του κ. Αζά, που συνοδεύει την ένσταση της Δημοκρατίας, αλλά και την άλλη Ένορκη Δήλωση του ιδίου που παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς το σκοπό έκδοσης του διατάγματος, κύριος στόχος της Αστυνομίας με την επιδίωξη έκδοσης του, ήταν να δοθεί η δυνατότητα ελέγχου στις διωκτικές αρχές κατά πόσο οι Αιτητές προέβησαν σε παραβίαση της Εγκυκλίου. Προβάλλουν επίσης θέμα μη ενεργοποίησης των προνοιών της Εγκυκλίου ενόψει της μη δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48(3) του Νόμου 138(Ι)/2002.
Στο σημείο αυτό παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της Εγκυκλίου προς το σκοπό καλύτερης παρακολούθησης:
«Κύριο xxx xxx Μπέη
Διευθύνων Σύμβουλος
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ
Κύριε,
ΘΕΜΑ: Λήψη μέτρων δυνάμει των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων του 2002 έως 2007
Ενεργώντας με βάση
(α) τις διαλαμβανόμενες στις παραγράφους (ε) και (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, αναφορικά με τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη ρύθμιση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών, και
(β) την εξουσία που της παραχωρεί το εδάφιο (3) του άρθρου 48 των αυτών Νόμων περί της έκδοσης αποφάσεων αναφορικά με την αναστολή λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών,
η Κεντρική Τράπεζα διά της παρούσης
α) απαγορεύει προσωρινά, και μέχρι νεωτέρας, την εισαγωγή, είτε από ιδρύματα υποκείμενα στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας ή κατ' άλλον τρόπο, εντολών πληρωμής ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος (Intra-bank transactions),
β) αναστέλλει προσωρινά, και μέχρι νεωτέρας, το διακανονισμό εντολών που έχουν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση σε οιοδήποτε σύστημα, πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions).
Τα ως άνω μέτρα ισχύουν από την κοινοποίηση της παρούσας επιστολής στους παραλήπτες της.
Οι παραλήπτες της παρούσης καλούνται σε πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση, προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διασφάλιση της σταθερότητας το χρηματοοικονομικού συστήματος, καθώς και σε αυστηρή τήρηση του απορρήτου της παρούσης επιστολής.
Με εκτίμηση
Πανίκος Δημητριάδης»
Εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη εξέφρασε η δικηγόρος της Δημοκρατίας ότι δηλαδή η παραβίαση αποφάσεων που επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα αναφορικά με συστήματα πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 48 του Νόμου 138(Ι)/2002, συνιστά ποινικό αδίκημα στη βάση του άρθρου 65 του πιο πάνω Νόμου αλλά και του άρθρου 43 του Νόμου 66(Ι)/97. Η δε δημοσίευση των αποφάσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στη βάση του άρθρου 48(3) του Νόμου 138(Ι)/2002 δεν συνιστά προϋπόθεση για την έναρξη της ισχύος τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 48(3) του τελευταίου Νόμου:
«48.—(1)...................................................................................
(2) ..........................................................................................
(3) Η Τράπεζα δύναται να αναστέλλει τη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών ή να τερματίζει τη συμμετοχή οποιουδήποτε μέλους σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που βρίσκεται υπό την επίβλεψη της, με επιστολή προς τα μέλη του συστήματος υπό όρους που καθορίζονται από την ίδια και περιέχονται στη σχετική επιστολή.
Νοείται ότι, η σχετική απόφαση της Τράπεζας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
Παραθέτω και το άρθρο 48(4)(α) το οποίο επικαλούνται περαιτέρω οι Αιτητές προς υποστήριξη της θέσης τους ότι η παραβίαση Εγκυκλίου δεν συνιστά ποινικό αδίκημα αλλά είναι θέμα επιβολής διοικητικού προστίμου.
«48(4)(α) Σε περίπτωση, κατά την οποία διαπιστώνεται ότι μέλος ή διαχειριστής συστήματος πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που βρίσκεται υπό την επίβλεψη της Τράπεζας παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο λειτουργίας του συστήματος αυτού, η Τράπεζα έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες λίρες (ΛΚ100.000), ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης.
(β) Σε περίπτωση δεύτερης παράβασης η Τράπεζα δύναται, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ200.000).
(γ) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά το παρόν άρθρο επιβαλλόμενου από την Τράπεζα διοικητικού προστίμου, η Τράπεζα λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.»
Οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης συνοψίστηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Edrinotio Ltd κ.α., Πολ. Έφεση 363/2012 ημερομηνίας 03/07/2015, ECLI:CY:AD:2015:D477 ως εξής:
«Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, ήτοι διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ΄ ακολουθία των προαναφερθέντων άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 46, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία. Εύλογη αιτία που συνδέεται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) του εν λόγω εδαφίου, με την αντιστάθμιση του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας αλλά, κατ΄ ακολουθία της υποπαραγράφου (ii), και των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της».
Ως προς την εμβέλεια των προνομιακών ενταλμάτων certiorari σχετική είναι η υπόθεση Αντώνης Αντρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Έφεση 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 στην οποίαν αναφέρθησαν τα εξής:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Στην πρόσφατη υπόθεση, Δέσπω Στυλιανού, Πολ. Εφ. 67/2014, ημερ. 25 Ιουνίου 2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
″Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3. 2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).″
Εξέτασα τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της πιο πάνω νομοθεσίας και νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Κρίνω σκόπιμο όπως δοθεί προτεραιότητα στην εξέταση της εισήγησης των Αιτητών ότι δεν αποκαλύπτετο με τον όρκο του κ. Αζά η διάπραξη ποινικού ή ποινικών αδικημάτων, απαραίτητη προϋπόθεση για εξασφάλιση του επίδικου διατάγματος, εφόσον το αποτέλεσμα μπορεί να κρίνει και την τύχη της αίτησης.
Είναι φανερό ότι αναγκαία προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης στη βάση του άρθρου 45 (1) του Νόμου 188(Ι) /2007 είναι ο καθορισμός των υπό διερεύνηση αδικημάτων ενώ σύμφωνα με το άρθρο 46(2) του ιδίου Νόμου θα πρέπει το Δικαστήριο να πειστεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένα πρόσωπα τα διέπραξαν ή έχουν επωφεληθεί από τη διάπραξη των καθορισμένων αδικήματων κ.ά.
Από την έρευνα μου στον Όρκο και στα όσα ισχυρίζετο ο κ. Αζάς στην Ένορκη του Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και στα άλλα γεγονότα που παρέθεσαν οι Καθ' ων η Αίτηση, το μόνο σχετικό στοιχείο που εντοπίζεται ως προς την κατ' ισχυρισμό παράβαση από πλευράς Αιτητών είναι η παραβίαση της Εγκυκλίου.
Από το περιεχόμενο της ίδιας της Εγκυκλίου καθίσταται σαφές ότι αυτή εκδόθηκε στη βάση των προνοιών του Νόμου 138(Ι)/2002 και συγκεκριμένα του άρθρου 48(3).
Σύμφωνα δε με το εδάφιο (4) του ιδίου άρθρου που ακολουθεί αμέσως μετά, σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου λειτουργίας του συστήματος η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο.
Στην υπόθεση Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131, 1143 τονίζεται ακριβώς η νομική υπόσταση γενικά των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, επισημαίνοντας ότι τυχόν παραβάσεις τους αποτελούν εσωτερικό θέμα μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Εμπορικών Τραπεζών και συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στις Τράπεζες που παραβιάζουν τους όρους.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων αν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν όπως παραβίαση του περιεχομένου της Εγκυκλίου συνιστούσε επιπρόσθετα και ποινικό αδίκημα, θα προέβαινε σε ρητή νομοθετική ρύθμιση.
Ούτε το άρθρο 65 στο οποίο παραπέμπουν οι Καθ' ων η Αίτηση σε απάντηση των θέσεων των Αιτητών ποινικοποιεί την παραβίαση προνοιών της Εγκυκλίου. Το άρθρο αυτό ποινικοποιεί την παραβίαση διατάξεων του συγκεκριμένου Νόμου 138(Ι)/2002 που τιμωρείται με φυλάκιση και/ή πρόστιμο. Το τι καθορίζει το άρθρο 48(3) του Νόμου 138(Ι)/2002, στη βάση του οποίου εκδόθηκε η εγκύκλιος, είναι το δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας να αναστέλλει τη λειτουργία συστήματος πληρωμών ή συναλλαγών Τραπεζικού Ιδρύματος με την αποστολή επιστολής της προς αυτό. Δεν εντοπίζεται ρητή πρόνοια για απαγόρευση της Τράπεζας να παραβιάζει την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 65 και η παραβίαση να συνιστά αδίκημα.
Παραθέτω αυτούσιο το άρθρο 65:
«Αδικήματα
65. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ειδική προς τούτο πρόβλεψη και στην έκταση που δεν προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επιβάλλει κυρώσεις, όποιος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και εάν το αδίκημα συνεχίζεται, με περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.»
Καταλήγοντας οι Καθ' ων η Αίτηση δεν παρέθεσαν ουσιαστικά στοιχεία, ως προς συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη του Νόμου 138(Ι)/2002, που κατ' ισχυρισμόν παραβίασαν οι Αιτητές, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 65.
Σ' ό, τι αφορά την εισήγηση της δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση ότι η παραβίαση Εγκυκλίου συνιστά αδίκημα και στη βάση του άρθρου 43 του Νόμου 66(Ι)/1997 δεν με βρίσκει σύμφωνη. Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε παραβίαση διάταξης του συγκεκριμένου Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται στη βάση αυτού ή Οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση, εφ' όσον η Εγκύκλιος εκδόθηκε στη βάση των άρθρων 48(3) και 6 (2)(ε) και (ζ) του Νόμου 138(Ι)/2002, για την οποίαν εφαρμόζεται το άρθρο 48(4) που αναφέρεται σε διοικητικό πρόστιμο.
Παραθέτω το άρθρο 43 του Νόμου 66(Ι)/1997 για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας των νομοθετημάτων στα οποία παρέπεμψαν οι συνήγοροι.
« Διοικητικό πρόστιμο
«43.-(1) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.
(2) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 21, 23, 24, 25 ή 26 του παρόντος Νόμου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε αυτό διαπράττεται από ΑΠΙ είτε από οργανισμό προσώπων με νομική ή χωρίς νομική προσωπικότητα, τότε οποιοδήποτε μέλος διοικητικού οργάνου, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος της Τράπεζας ή του οργανισμού που εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του, είναι ένοχος του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στα εδάφια (1) ή (2) αναλόγως της περιπτώσεως.»
Ενόψει των πιο πάνω είναι κατάληξη μου ότι δεν αποκαλύπτεται με τον όρκο του κ. Αζά η διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος ενώ η παραβίαση της Εγκυκλίου δεν συνιστά ποινικό αδίκημα αλλά τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις. Συνεπώς το Δικαστήριο με την έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης ενήργησε καθ' υπέρβαση και εκτός των πλαισίων των εξουσιών του.
Ενόψει της απόφασης μου αυτής η εξέταση οποιουδήποτε άλλου εκ των εγερθέντων ζητημάτων παρέλκει.
Η αίτηση επιτυγχάνει.
Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα της φύσεως certiorari και ακυρώνεται το διάταγμα αποκάλυψης ημερομηνίας 6/11/2020 για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω.
Τα έξοδα της μονομερούς αίτησης και της παρούσας εκ €2.500 επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και σε βάρος των Καθ' ων η Αίτηση.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.