ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A279
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 114/2020)
28 Ιουνίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX YEGIAZARYAN
Εφεσείων
ΚΑΙ
XXX XXX SMAGIN
Εφεσίβλητος
---------
Αίτηση ημερομηνίας 6.10.2020
O. Kαϊλης για Χαβιαράς και Φιλίππου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντα-αιτητή.
Α. Λύτρας για Μ. Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητο-καθ' ου η αίτηση.
------------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 5.5.2020 προχώρησε στην αναγνώριση για σκοπούς εκτέλεσης της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης ημερ. 11.11.2014 που εκδόθηκε στα πλαίσια της διαιτησίας με αριθμό υπόθεσης 101721, η οποία διεξήχθη μεταξύ του εφεσίβλητου αφενός και του εφεσείοντα και ενός άλλου προσώπου (εταιρείας) αφετέρου, σύμφωνα με τους Κανονισμούς Διαιτησίας του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (London Court of International Arbitration).
Τούτο, παρά τις ενστάσεις που προέβαλαν οι καθ΄ ων η αίτηση και ειδικότερα παρά τις ενστάσεις του νυν εφεσείοντα, οι οποίες περιελάμβαναν, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής δύο σημεία:
(1) Ότι η προώθηση της αίτησης για αναγνώριση και εγγραφή της εν λόγω διαιτητικής απόφασης αποτελεί κατάχρηση και κατ' επέκταση αντίκειται στη δημόσια τάξη και πολιτική, αφού ο αιτητής παράλληλα με την προώθηση της γενικής αίτησης προωθούσε και την αγωγή αρ. 711/2011, Ε.Δ. Λευκωσίας, με την οποία αξίωνε τις ίδιες θεραπείες που ήδη εξασφάλισε με τη διαιτητική απόφαση που επεδίωκε να αναγνωρίσει και εγγράψει στη Δημοκρατία.
(2) Ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο IV της Σύμβασης της Νέας Υόρκης που αφορά την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων, που κυρώθηκε από τον περί Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (Ν. 84/1989), αφού δεν έχουν προσκομιστεί (α) δεόντως θεωρημένο το πρωτότυπο ή δεόντως κεκυρωμένο αντίγραφο της διαιτητικής απόφασης και (β) της συμφωνίας περί διαιτησίας, δυνάμει των οποίων οι διαφορές των μερών παραπέμφθηκαν σε διαιτησία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε το σύνολο των ενστάσεων και ειδικά τις δύο παραπάνω ενστάσεις τις απέρριψε.
Ακολούθησε η παρούσα έφεση στις 19.5.2020 με την οποία προβλήθηκαν δύο λόγοι έφεσης οι οποίοι αφορούν το κατ' ισχυρισμόν σφάλμα του δικαστηρίου να δεχθεί ότι ο αιτητής παρουσίασε τα απαιτούμενα, από την εν λόγω Σύμβαση και το Νόμο, έγγραφα, ήτοι, δεόντως κεκυρωμένο αντίγραφο της διαιτητικής απόφασης με επίσημη μετάφραση στα ελληνικά και το κατ' ισχυρισμόν σφάλμα του δικαστηρίου να καταλήξει ότι ο αιτητής ικανοποίησε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις σε σχέση με τις συμφωνίες δυνάμει των οποίων οι διαφορές των μερών παραπέμφθηκαν σε διαιτησία, ή δεόντως πιστοποιημένα αντίγραφα αυτών.
Το σκέλος που αφορούσε την κατ' ισχυρισμόν κατάχρηση, αν και ήταν σαφώς επίδικο κατά τρόπο αυτοτελή, δεν περιελήφθη στην έφεση.
Στις 6.10.2020 ο εφεσείων καταχώρισε την υπό εξέταση τώρα αίτηση τροποποίησης με την οποία επιδιώκει να προσθέσει τρίτο λόγο έφεσης ώστε να εισάξει για πρώτη φορά το ζήτημα της κατάχρησης. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, προερχόμενη από δικηγόρο στο γραφείο των δικηγόρων του εφεσείοντα, εφόσον ο τελευταίος είναι κάτοικος εξωτερικού, προβάλλεται η θέση ότι «εκ λάθους και/ή εξ αβλεψίας και/ή εκ παραδρομής δεν είχε καταγραφεί στην ειδοποίηση έφεσης ο τρίτος λόγος».
Υπήρξε ένσταση επί της βάσης που θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε αγορεύοντας στην υπόθεση Ακίνητα Ανδρέας και Λένια Στροβολίδου Λίμιτεδ ν. Κωνσταντινίδη (1997) 1 ΑΑΔ 447 εισηγούμενος ότι ο χρόνος υποβολής της αίτησης συνεκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών, «ιδιαίτερα με το κατά πόσον απολήγει σε ανατροπή του προγράμματος για την ακρόαση της έφεσης» και ότι σχετικός παράγοντας είναι το κατά πόσον η έγκριση της αίτησης δεν θα προκαλέσει βλάβη στους εφεσίβλητους. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου είναι απόλυτη και ασκείται με βάση τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και πως καθοριστικό ρόλο συνιστά ο χρόνος υποβολής της αίτησης. Εν προκειμένω, είπε, η αίτηση καταχωρήθηκε σε πολύ πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, εφόσον η έφεση καταχωρίστηκε στις 19.5.2020 και δεν έχει οριστεί για προδικασία μέχρι σήμερα. Εισηγήθηκε επίσης ότι η έγκριση της αίτησης δεν θα προκαλέσει βλάβη στον εφεσίβλητο. Τέλος κάλεσε το δικαστήριο να αντικρίσει την αίτηση υπό το ευρύ πνεύμα που προκύπτει από την τροποποίηση της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με την τροποποίηση δικογράφων.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου απάντησε ότι δεν είναι μόνο ζήτημα ευχέρειας με βάση τον χρόνο ή τις επιπτώσεις, αλλά ότι τυχόν έγκριση της αίτησης θα απέληγε σε καταστρατήγηση των κανονισμών που διέπουν τις προθεσμίες καταχώρισης έφεσης, καθότι θα είχε ως αποτέλεσμα την εκπρόθεσμη εισαγωγή νέου λόγου έφεσης.
Πράγματι στην Καμένος v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 24, με παραπομπή στην G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 449, υποδείχθηκε ότι η εισαγωγή νέων λόγων έφεσης μετά την εκπνοή της προθεσμίας, συνεπαγόμενη την ανάπλαση της, δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή. Αποδοχή νέου λόγου έφεσης χωρίς ικανοποιητική εξήγηση θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάπλαση της έφεσης εκπρόθεσμα, κάτι που όντως καταστρατηγεί τη Δ.35 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με την οποία καθορίζεται η σχετική προθεσμία.
Σημαντική είναι η διαπίστωση κάθε φορά κατά πόσον πρόκειται για διεύρυνση της αιτιολογίας δια της παροχής εξηγήσεων που άπτονται του πυρήνα του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ο οποίος παραμένει βασικά αναλλοίωτος, ή κατά πόσον ο νέος λόγος συνεπάγεται την ανάπλαση της έφεσης και τη διεύρυνση σε μεγάλο βαθμό της υπάρχουσας βάσης της. Εάν επιχειρείται να προστεθούν θέματα τα οποία δεν είχαν τεθεί με τους υφιστάμενους λόγους έφεσης, τότε η τροποποίηση, κατά κανόνα, δεν είναι επιτρεπτή στην απουσία εξήγησης για τη μη συμπερίληψη εξαρχής και δικαιολόγησης της καθυστέρησης (Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 ΑΑΔ 1714).
Εν προκειμένω δεν πρόκειται για διεύρυνση της αιτιολογίας ή επαναδιατύπωση των λόγων έφεσης με πλέον άρτιο τρόπο (Frederickou Schools Ltd ν. Acuac Inc. (1998) 1 AAΔ 155) ή για πλήρωση του κενού της αιτιολογίας υφιστάμενων λόγων έφεσης (Ακίνητα Ανδρέας και Λένια Στροβολίδου Λίμιτεδ (ανωτέρω)) αλλά για προσθήκη ενός νέου αυτοτελούς λόγου έφεσης η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδόμηση της έφεσης πάνω σε αυτοτελώς νέα, διευρυμένη, βάση. Ικανοποιητική εξήγηση δεν δόθηκε. Η σχετική αναφορά υπήρξε γενικόλογη και αόριστη. Όπως έχουμε αναφέρει το επίδικο θέμα της κατάχρησης ήταν σαφέστατο και δεν μπορεί η απουσία του από την έφεση να μην είχε γίνει αντιληπτή με οποιαδήποτε εύλογη επιμέλεια. Ό,τι προκύπτει είναι πως επιχειρείται αναδόμηση της έφεσης σε χρόνο πολύ καθυστερημένο από την προβλεπόμενη προθεσμία, κάτι που αντίκειται και καταστρατηγεί την σχετική πρόνοια, ανεξάρτητα από τους παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε η πλευρά του εφεσείοντα. Ούτε και το πνεύμα που διέπει την Δ.25 μπορεί να έχει εν προκειμένω σημασία.
Καταλήγουμε ότι δεσμευόμενοι από πάγια και αποκρυσταλλωμένη νομολογία θα πρέπει να απορρίψουμε την αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ