ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179
Oρφανίδου Νίκη Ανδρέα ν. Ανδρέα Στέλιου Ορφανίδη (2001) 1 ΑΑΔ 1889
Θεωρή Αντώνης ν. Δέσποινας Χρυσοστόμου (2003) 1 ΑΑΔ 386
Σοφοκλέους Τζοάνα Πέτρου ν. Πέτρου Χαραλάμπους Σοφοκλέους (2005) 1 ΑΑΔ 1030
(Σφικτού) Παναγιώτου Χρυστάλλα ν. Ορφέα Παναγιώτου (2007) 1 ΑΑΔ 28
Μάρκαρη Μάρκος ν. Μάρκου Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493
Φαναράς Σόλων ν. Περικλή Κυπριανίδη (2015) 1 ΑΑΔ 884, ECLI:CY:AD:2015:A287
Tsiklauri Natalia ν. Artur Isakov και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 156, ECLI:CY:AD:2016:A34
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2021:11
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 11/2018)
3 Ιουνίου, 2021
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
xxx ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Εφεσείουσα,
ν.
xxx ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Εφεσίβλητου.
________________________________________________
Χρ. Αργυρού (κα), για την Εφεσείουσα.
Δρ. Α. Ποιητής με Φ. Χατζηνικολή (κα), για τον Εφεσίβλητο.
________________________________________________
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο γάμος των διαδίκων, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν τρία παιδιά, δεν έμελλε να ευτυχήσει εφόσον κατέληξε σε διάσταση, η οποία επήλθε στις 23/10/2011.
Όμως, ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η Αίτηση που καταχωρήθηκε από πλευράς Εφεσίβλητου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία αξίωνε (Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται σε εγγραφή ολόκληρου του κτήματος της εξοχικής κατοικίας στο XXXXX και (Β) Διατάγματος διατάττον την Εφεσείουσα να μεταβιβάσει το ½ μερίδιο της πιο πάνω κατοικίας που είναι εγγεγραμμένη επ' ονόματι της.
Η Εφεσείουσα αντέδρασε στην Αίτηση του συζύγου της με την καταχώρηση Υπεράσπισης καθώς και Ανταπαίτησης με την οποία αξίωνε (Α) Δήλωση ότι δικαιούται στο ½ μερίδιο και/ή οποιοδήποτε άλλο μερίδιο ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο το Δικαστήριο, της αύξησης της περιουσίας του συζύγου της, τόσο της κινητής, όσο και της ακίνητης, που επιτεύχθηκε ως αποτέλεσμα της συμβολής και/ή συνεισφοράς της κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον Εφεσίβλητο, μέχρι της διακοπής της συμβίωσης των διαδίκων, (Β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δικαιούται στην εγγραφή του ½ μεριδίου και/ή οποιουδήποτε άλλου μεριδίου ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο το Δικαστήριο, της πιο πάνω περιουσίας, καθώς (Γ) ποσό €900.00 ως η αξία του μέρους της αύξησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Εφεσίβλητου, η οποία προήλθε και/ή οφείλεται στη συμβολή και/ή συνεισφορά της Εφεσείουσας.
Αίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας με την Απόφαση του, ημερ. 21/12/2017, απέρριψε την Αίτηση του Εφεσίβλητου/Αιτητή, ενώ καθόσον αφορά την Ανταπαίτηση της Εφεσείουσας/Καθ'ης η Αίτηση εξέδωσε Απόφαση με την οποία ο Εφεσίβλητος διατάσσετο να καταβάλει στην Εφεσείουσα το ποσό των €4.339, πλέον νόμιμο τόκο από 25/11/2011 και έξοδα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα όλες τις υπόλοιπες θεραπείες που αξιώνονταν μέσω της Ανταπαίτησης.
Ως προς την Αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος είχε αποτύχει να αποδείξει με θετικό τρόπο ότι αυτός κατέβαλε όλο το ποσό για την αγορά της οικίας στο XXXXX. Στη βάση αυτής της κατάληξης απέρριψε την Αίτηση του Εφεσίβλητου.
Όσον αφορά την Ανταπαίτηση, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, αναλύοντας ξεχωριστά κάθε περιουσιακό στοιχείο που η Εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι εκείνη και ο σύζυγος της κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν, κατέληξε ότι με δεδομένο ότι η Εφεσείουσα διεκδικούσε το ½ της περιουσίας του Εφεσίβλητου, επιλέγοντας, δηλαδή, τον πραγματικό υπολογισμό της συνεισφοράς της, απέτυχε να αποδείξει ότι δικαιούται το ½ της περιουσίας του συζύγου της.
Η πρωτόδικη Απόφαση δεν ικανοποίησε την Εφεσείουσα, η οποία προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση Έφεσης αρχικά με 16 λόγους και στη συνέχεια, κατά το στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, με 15 λόγους, εφόσον αποσύρθηκε ο 5ος Λόγος Έφεσης.
Οι περισσότεροι Λόγοι Έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και των συνακόλουθων ευρημάτων και συμπερασμάτων του Δικαστηρίου. Βασικά, με τους πλείστους Λόγους Έφεσης βάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συνακόλουθα, των ευρημάτων του ως λανθασμένα (Λόγοι Έφεσης 1- 4, 6 -14).
Με το 15ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε το τεκμήριο του 1/3, γιατί μέρος της περιουσίας αποκτήθηκε λόγω χρηματικής παροχής του πατέρα του Εφεσίβλητου και μέρος μέσω της οικογενειακής επιχείρησης.
Με το 16ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συνεισφορά της Εφεσείουσας αποζημιώνεται με το ½ μερίδιο της κατοικίας στο XXXXX και το δικαίωμα οίκησης στην κατοικία στην XXXXX, καθώς και η επιδίκαση του ποσού των €4.339, δεν ακολούθησε τις προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο και τη νομολογία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο Νόμο και στη Νομολογία που άπτεται των ζητημάτων που εγείρονταν ενώπιον του, εξέτασε στη συνέχεια τη μαρτυρία και προέβη στις διαπιστώσεις του οι οποίες θα έπρεπε να υπαχθούν στο Νόμο.
Εν πρώτοις αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/1991), όπως τροποποιήθηκε, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις αξίωσης της συμμετοχής σε περιουσία ως ακολούθως:
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Στο Άρθρο 2 ερμηνεύεται η λέξη «περιουσία» ως ακολούθως:
««περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους»
Στο ίδιο το ερμηνευτικό Άρθρο ο όρος «συνεισφορά» σημαίνει:
«την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας».
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία που καθορίζει τον τρόπο επίλυσης περιουσιακών διαφορών συζύγων στη βάση του Άρθρου 14 του Νόμου 232/1991 και, συγκεκριμένα, στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, όπου στις σελίδες 187 και 189 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ΄ εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.
(γ) Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, όπως και στο Αγγλικό δίκαιο το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Αντίθετα όμως, από το Αγγλικό δίκαιο, εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο.»
.................................
«Το πρώτο που πρέπει να τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού. Εξαιρείται από τη διανομή και δεν προσμετρά ως αύξηση περιουσία η οποία δωρίζεται σε σύζυγο καθώς και το προϊόν της διάθεσής της. Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, και το τρίτο, ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς. Εάν η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική, ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του νόμου.........................»
Όπως, επομένως, προκύπτει από το Άρθρο 14(Ι) του Ν. 232/91, που είναι το ουσιαστικό δίκαιο, για να γεννηθεί η αξίωση απόδοσης της συνεισφοράς ή η αξίωση της απόδοσης της συμβολής στα αποκτήματα του γάμου, όπως είναι η ελληνική ορολογία, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή ορισμένων ουσιαστικών προϋποθέσεων ως ακολούθως:
(α) Λύση ή ακύρωση ή διάσταση των συζύγων,
(β) Η ύπαρξη περιουσίας,
(γ) Η αύξηση της περιουσίας αυτής,
(δ) Συμβολή του συζύγου (συνεισφορά) στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.
Το Άρθρο 14 του Νόμου παρέχει δικαίωμα σε εκάτερο των συζύγων μετά τη διακοπή του γάμου να αξιώσει από το έτερο μέρος μερίδιο από την αύξηση της περιουσίας του που επήλθε μετά το γάμο, ανάλογα με τη συνεισφορά του σε αυτή.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Natalia Tsiklauri v. Arthur Icakov κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. Ε8/2014, ημερ. 25/1/2016, ECLI:CY:AD:2016:A34, σε σχέση με το Άρθρο 14(1) του Ν. 232/91:
«Οπωσδήποτε, η εν λόγω πρόνοια δεν προβλέπει δικαίωμα ενός των συζύγων να προβάλει αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου συζύγου, άνευ ετέρου. Αυτός πρέπει να έχει συμβάλει στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.»
Όπως ορθά υπογράμμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τον υπολογισμό της αύξησης της περιουσίας πρέπει να συγκριθεί η περιουσία του συζύγου κατά την τέλεση του γάμου, η αρχική, δηλαδή, περιουσία και η περιουσία κατά τη διάσταση, η τελική, δηλαδή, περιουσία. Η προκύπτουσα, επομένως, μεταξύ των δύο πιο πάνω χρονικών σημείων διαφορά συνιστά την επαύξηση.
Περαιτέρω, όπως έχει νομολογηθεί, αποτυχία διαδίκου να αποδείξει την αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, δεν του επιτρέπει να επικαλεστεί το μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Ν. 252/91. (Τζ. Σοφοκλέους ν. Π. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030).
Ως προς το θέμα της περιουσιακής αύξησης σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα της Ε. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο», Τόμος Ι, Β' έκδοση, σελίδα 249:
«Η περιουσιακή αύξηση του υποχρέου πρέπει να έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου και επομένως, προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας του κατά την αρχή και το τέλος του γάμου, δηλαδή από την αφαίρεση της αρχικής από την τελική του περιουσία».
Όσον αφορά την εξουσία επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι αρκετό να παραπέμψουμε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέου και Τσίρου, Έφεση αρ. 26/2017, ημερ. 28/7/2020, στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. A. Panayides Contracting Ltd, Πολ. ΄Εφεση 259/11, ημερ. 4/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A333).»
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αιτιάσεις και τα παράπονα της Εφεσείουσας ως προς τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου έχοντας ανατρέξει στα πρακτικά. Για τους λόγους που αναλυτικά πιο κάτω καταγράφονται στο πλαίσιο εξέτασης του κάθε Λόγου Έφεσης ξεχωριστά, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ανάλυση της αποδεκτής μαρτυρίας και κατέληξε σε ευρήματα και συμπεράσματα που δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως αυθαίρετα. Αντιθέτως παρατηρούμε ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθές και αιτιολογημένες. Δεν έχουμε, συνεπώς, εντοπίσει οτιδήποτε που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των ευρημάτων. Παρόλο που η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας θα μπορούσε να ήταν πιο αναλυτική, δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε αυθαίρετη ή παράλογη ή αντίθετη με τη δικογραφία, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου. Το Δικαστήριο εξήγησε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους κατέληξε ότι η Εφεσείουσα δεν κατέδειξε οποιαδήποτε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου και δεν διαπιστώσαμε την ύπαρξη μαρτυρίας η οποία σαφώς να υποδηλοί τέτοια συνεισφορά. Με δεδομένο αυτό, η αξίωση της Εφεσείουσας δεν μπορεί να επιτύχει γι' αυτό και μόνο το λόγο. Παρ' όλα ταύτα θα εξετάσουμε τους Λόγους Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του Μ. Αιτ. 1, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε ακροσφαλή ευρήματα και συμπεράσματα. Μεταξύ άλλων προβάλλεται ότι ο Μ. Αιτ. 1 μετέφερε, απλώς, πληροφορίες στο Δικαστήριο, η αξιοπιστία των οποίων δεν μπορούσε να ελεγχθεί από το Δικαστήριο.
Προσεκτική, ωστόσο, εξέταση της πρωτόδικης Απόφασης, αποδεικνύει ότι όχι μόνο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αποδεχθεί πλήρως τη μαρτυρία του Μ. Αιτ. 1, αλλά, κυρίως, δεν βασίστηκε σε μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα.
Σχετική είναι, μεταξύ άλλων, και η πιο κάτω περικοπή από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Σε υποβολή, κατά την αντεξέταση, ότι στις εκθέσεις του έγραψε ό,τι του είπε ο Αιτητής, απάντησε: «Διαφωνώ διότι αν ήταν να γράψω ότι μου είπε ο κ. Αποστόλου δεν θα επισύναπτα ούτε αποδεικτικά στοιχεία, ούτε οτιδήποτε και θα επαναλάβω αυτό που είπα προηγουμένως, μέχρι που θέλει κάποιος να προχωρήσει για τη στοιχειοθέτηση και την απόδειξη μιας συγκεκριμένης πράξης». Σε άλλο σημείο παραδέχθηκε ότι κάποιες αναφορές στην έκθεσή του δεν στοιχειοθετούνται απευθείας από τα Τεκμήρια αλλά προήλθαν από πληροφορίες που του έδωσε ο ίδιος ο Αιτητής, όπως για παράδειγμα ότι ο πατέρας του, του δώρισε £22.000 και £5.000 τις οποίες μεταγενέστερα τις χρησιμοποίησε για την οικία στο XXXXX.
Από τη μαρτυρία του Μ.Αιτ.1, είναι φανερό και εξάλλου το παραδέχεται και ο ίδιος, ότι κάποιες από τις θέσεις που κατέγραψε στις εκθέσεις του (Τεκμ. 1 και 2) προέρχονται από πληροφορίες που του έδωσε ο Αιτητής και δεν προκύπτουν ξεκάθαρα από τα τεκμήρια που προσκόμισε.
Όπως θα διαφανεί πιο κάτω, η μαρτυρία του Μ.Αιτ.1 είναι αποδεκτή μερικώς.»
Όπως προκύπτει από διάφορα σημεία της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στα οποία θα γίνει στη συνέχεια αναφορά, η βάση της Απόφασης και, κατ' επέκταση, των ευρημάτων και συμπερασμάτων του, δεν ήταν η μαρτυρία του Μ. Αιτ. 1.
Για παράδειγμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας στη σελ. 18 της Απόφασης του το θέμα της οικίας στο XXXXX, αναφέρει ότι:
« Ο Μ. Αιτ. 1 δεν κατέθεσε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν το χρηματικό ποσό των £31.394,04 με την αγορά του σπιτιού στο XXXXX. Ούτε και κατέθεσε ως μάρτυρας υπάλληλος της ΣΠΕ Μακράσυκας για να διαφωτίσει το Δικαστήριο περί του ισχυρισμού αυτού. Το Τεκμήριο 1, παράρτημα 2 δεν αποκαλύπτει ότι η ανάληψη ποσού £31,394.04 στις 27.6.05 δόθηκε στους πωλητές της οικίας στον XXXXX. Είναι φανερό ότι η θέση του Μ. Αιτ. 1 ότι το ποσό αυτό δόθηκε για την αγορά της οικίας στο XXXXX, προέρχεται από πληροφορίες που πήρε από τον αιτητή και δεν προκύπτει από τα τεκμήρια που κατέθεσε. Αυτό εξάλλου αναφέρει ο Μ. Αιτ. 1 στην επιστολή προς τον αιτητή (Τεκμήριο 1).»
Στην ίδια σελίδα της Απόφασης σε ό,τι αφορά κατάθεση που έγινε στο λογαριασμό του Αιτητή στη ΣΠΕ Μακράσυκας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του Μ. Αιτ. 1, ότι ο Αιτητής χρησιμοποίησε την εν λόγω κατάθεση συνολικού ποσού Λ.Κ. 27.000 για την αγορά του σπιτιού στο XXXXX και το οποίο ποσό προέρχετο από τον πατέρα του, όχι γιατί το είχε αναφέρει ο Μ. Αιτ. 1, αλλά διότι η κατάθεση των ποσών αυτών είχε προκύψει από τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, υπαλλήλου της ΣΠΕ Μακράσυκας.
Στη σελ. 20 της Απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τη θέση του Μ. Αιτ. 1, ότι ο Αιτητής είχε κάνει δάνειο στις 20/7/2005 στη ΣΠΕ Μακράσυκας για το ποσό των Λ.Κ. 79.199,50, το οποίο κατεβλήθη έναντι του κόστους απόκτησης οικίας στο XXXXX, κατέληξε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που να συνδέει το εν λόγω δάνειο με την αγορά της οικίας στο XXXXX.
Αποτέλεσμα της πιο πάνω προσέγγισης ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής δεν είχε αποδείξει, με θετικό τρόπο, ότι αυτός είχε καταβάλει όλο το ποσό για την αγορά της οικίας στο XXXXX και είναι πάνω σε αυτή τη βάση που, τελικώς, απερρίφθη η Αίτηση του.
Όσον δε αφορά την Ανταπαίτηση, τα διάφορα αιτήματα που την συνέθεταν εξετάστηκαν, κυρίως, στη βάση της μαρτυρίας που η ίδια η Εφεσείουσα προσέφερε.
Σε ό,τι αφορά την οικία στην Τ. Α., η αναφορά του Μ. Αιτ. 1 με παραπομπή στο Παράρτημα 2 του Τεκμηρίου 2 ότι το οικόπεδο μεταβιβάστηκε στο όνομα του Εφεσίβλητου στις 14/4/1987, υποστηρίζετο και από τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 η οποία κατέθεσε πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας (Τεκμήριο 18).
Αναφορικά με την εξοχική κατοικία στο συγκρότημα «Akathiotis Akti Oneiron Beach Gardens», στη σελ. 29 της Απόφασης του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη θέση του Μ. Αιτ. 1 ότι γι' αυτή έγινε δάνειο από τον Εφεσίβλητο για το ποσό των €350.000.
Περαιτέρω, στη σελ. 30 το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του Μ. Αιτ. 1 σχετικά με το Παράρτημα 10 του Τεκμηρίου 1, που αφορούσε λογαριασμό δανείου στο όνομα του Εφεσίβλητου, από το οποίο φαίνεται ότι έγινε ανάληψη ποσού €322.916,03 στις 19/11/2009, διότι δεν συνδέθηκε η σχέση του χχχ Αθανασίου, δικαιούχου της επιταγής για το ποσό των €348.000, με την αγορά της εξοχικής οικίας.
Βεβαίως εκείνο που στο τέλος ήταν καθοριστικό για την Απαίτηση της Εφεσείουσας σε σχέση με την πιο πάνω οικία, δεν ήταν «οι αδυναμίες», όπως χαρακτηρίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη μαρτυρία του Μ. Αιτ. 1, αλλά η απουσία οποιασδήποτε επεξήγησης εκ μέρους της για το πώς η ίδια είχε συμβάλει στην απόκτηση της εν λόγω οικίας.
Σε σχέση με τα δύο οικόπεδα στο Παραλίμνι και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία της ίδιας της Εφεσείουσας, η οποία, αντεξεταζόμενη, παραδέχθηκε ότι τα οικόπεδα αυτά είχαν αγοραστεί από το συνεταιρισμό και η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε χρηματική συνεισφορά στην απόκτησή τους.
Όσον αφορά το κατάστημα στην περιοχή Φανερωμένης στη Λάρνακα και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία της Εφεσείουσας, η οποία δεν απέδειξε ότι δικαιούτο το ½ αυτού.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η μαρτυρία του Μ. Αιτ. 1 δεν αποτέλεσε τη βάση της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επιπλέον προσεκτική εξέταση της πρωτόδικης Απόφασης καταδεικνύει ότι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρει τελικά ποια από τη μαρτυρία του δέχεται και ποια απορρίπτει, είναι άνευ ερείσματος.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα δεν έλεγε την αλήθεια στο Δικαστήριο, χωρίς να δικαιολογήσει την κατάληξη του και ότι διακατείχετο από τάση υπερβολής για να πετύχει το στόχο της.
Εν πρώτοις, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρεται στις σελίδες 10-13 της Απόφασης του εν εκτάσει στη μαρτυρία που η Εφεσείουσα προσέφερε μέσω της γραπτής της δήλωσης, Τεκμήριο 29, και σε όλους τους ισχυρισμούς της αναφορικά με την προσφορά της στο σπίτι και το πώς η ίδια ζούσε, καταλήγει στη σελ. 13 της Απόφασης ως εξής:
«Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω ότι η καθ' ης η αίτηση δεν έλεγε την αλήθεια στο δικαστήριο, διακατείχετο από τάση υπερβολής για να πετύχει το στόχο της. Παρόλο που παραδέχθηκε ότι από τον αρραβώνα μέχρι τη διάσταση δεν είχε μισθό ή άλλα εισοδήματα, ότι όλη την οικογένεια τη συντηρούσε ο αιτητής και ότι ούτε είχε χρηματική συνδρομή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της, εκτός από το ποσό £2.540 που πήρε από την Υπηρεσία Μέριμνας ως πρόσφυγας και τον ισχυρισμό ότι της έδωσαν οι γονείς της £12.000 για τα πελεκανικά στην κατοικία στην Τ. Α. και £8.000 για τα έπιπλα και κουρτίνες, εντούτοις διεκδικά το ½ όλης της περιουσίας του αιτητή επιλέγοντας έτσι τον πραγματικό υπολογισμό της συνεισφοράς της. Διαφάνηκε ότι προσκόμιζε μαρτυρία χωρίς να έχει ξεκάθαρους στόχους. Όπως θα διαφανεί πιο κάτω τη μαρτυρία της την αποδέχομαι σε ένα μικρό μέρος.»
Πέραν των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας περαιτέρω τη μαρτυρία της Εφεσείουσας προχώρησε στη διατύπωση των ευρημάτων του, αναφέροντας στη σελ. 15 τα ακόλουθα:
«Από τη μαρτυρία της καθ' ης η αίτηση προκύπτει ότι από τον αρραβώνα μέχρι και τη διάσταση δεν είχε μισθό, ούτε οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα και αυτό αποτελεί εύρημα του δικαστηρίου. Είναι εύρημα του δικαστηρίου ότι αυτός που εργαζόταν και συντηρούσε την οικογένεια ήταν ο αιτητής, ο οποίος εργοδοτούσε και οικιακή βοηθό για τη φροντίδα της οικογένειας και κάλυψε ακόμη και τις επεμβάσεις αισθητικής της συζύγου του, εφόσον αυτή δεν είχε εισοδήματα. Ούτε και θεωρώ ότι υπήρχε οποιαδήποτε βοήθεια εκ μέρους της αιτήτριας στην οικογενειακή επιχείρηση XXXXX του συζύγου της, ο οποίος δούλευε με τον πατέρα του, τον αδελφό του και το γαμπρό του και είχε και βοηθό στην επιχείρηση τους. Η καθ' ης η αίτηση, μάλιστα, είπε ότι όταν υπήρχε πολλή δουλειά εργοδοτούσαν και άλλο άτομο. Από όσα η ίδια ανέφερε και συγκεκριμένα ότι η ίδια πήγαινε 3-4 φορές τη βδομάδα γυμναστική και ότι φρόντιζε και τα τρία ανήλικα παιδιά, μεταξύ των οποίων και τη Μ. που έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας, δεν φαίνεται να υπήρχε χρόνος για βοήθεια και στην επιχείρηση XXXXX. Δέχομαι τη θέση της ότι φρόντιζε τα τρία ανήλικα παιδιά της, βοηθούμενη φυσικά από την οικιακή βοηθό και αυτό είναι εύρημα του δικαστηρίου αλλά απορρίπτω τη θέση της ότι βοηθούσε στην επιχείρηση XXXXX. Είναι εύρημα του δικαστηρίου ότι η καθ'ης η αίτηση δεν βοηθούσε στην επιχείρηση του συζύγου της.»
Προβλήθηκε από μέρους της Εφεσείουσας ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι παρόλο που η Εφεσείουσα παραδέχτηκε ότι η ίδια από τον αρραβώνα μέχρι τη διάσταση δεν είχε εισοδήματα και ότι ο Εφεσίβλητος συντηρούσε την οικογένεια και ότι παρόλα αυτά αυτή διεκδικούσε το ½ της περιουσίας του συζύγου της, δεν συνιστούσε λόγο που επηρέαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, ουδόλως οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, στη βάση των οποίων διεκδικούσε το ½ της περιουσίας του Εφεσίβλητου, επιλέγοντας, με αυτό τον τρόπο, τον πραγματικό υπολογισμό της συνεισφοράς της, ορθά εξέτασε αν υπήρχε από μέρους της οποιαδήποτε χρηματική συνεισφορά. Και τούτο διότι σε μια τέτοια περίπτωση η Εφεσείουσα, ως ο διεκδικών διάδικος, ήτο επιφορτισμένη να αποδείξει με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας (Ορφανίδης v. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889 και Χρυστάλλα Παναγιώτου Σφικτού v. Ορφέα Παναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 28).
Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του εν λόγω λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα και συμπεράσματα που έρχονται σε αντίθεση και/ή συγκρούονται με την ενώπιον του μαρτυρία, χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία. Αρκετά από αυτά που προβλήθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα στο πλαίσιο υποστήριξης του εν λόγω Λόγου Έφεσης, συμπλέκονται και με άλλους Λόγους Έφεσης και συγκεκριμένα με τους Λόγους Έφεσης 7-12 οι οποίοι εξετάζονται πιο κάτω.
Εξετάσαμε με προσοχή τη σχετική μαρτυρία και την αξιολόγηση καθώς και τα συνακόλουθα ευρήματα του Δικαστηρίου και κρίνουμε ότι ο εν λόγω Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί. Δεν διαπιστώνουμε η αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και κυρίως εκείνη της Εφεσείουσας να ήταν αυθαίρετη ή παράλογη. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε κάθε στοιχείο της Ανταπαίτησης, παρέθεσε με σαφήνεια και αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στις διαπιστώσεις του ξεχωριστά για το καθένα από αυτά.
Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα δεν βοηθούσε στην επιχείρηση του Εφεσίβλητου.
Η θέση της κας Αργυρού ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε «προσωπική άποψη» για το αν η Εφεσείουσα παρείχε βοήθεια στην οικογενειακή επιχείρηση XXXXX, είναι αυθαίρετη. Είναι φανερό από την Απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματα του δίδοντας προς τούτο καλούς και εύλογους λόγους στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε. Ήδη έχουμε πιο πάνω παραθέσει απόσπασμα της πρωτόδικης Απόφασης από το οποίο προκύπτει η αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε και σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε στο πλαίσιο του περιγράμματος Αγόρευσης της Εφεσείουσας ότι, «ο τρόπος που διατυπώνει τα ευρήματα του το Δικαστήριο δίνει εύλογα την εντύπωση της προκατάληψης και ότι επιχειρεί να υποβαθμίσει τις υπηρεσίες αλλά και όλες τις ευθύνες που είχε η Εφεσείουσα απέναντι στα παιδιά της, στον Εφεσίβλητο και στην επιχείρηση», πέραν του ότι δεν περιλαμβάνεται στους Λόγους Έφεσης, δεν διαπιστώνουμε να έχει οποιοδήποτε έρεισμα.
Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι για την κατοικία στην Τ. Α. η Εφεσείουσα προσέφερε μόνο το ποσό των Λ.Κ. 2.540 που έλαβε από την Υπηρεσία Μερίμνης.
Σε ό,τι αφορά την κατοικία επί της οδού Τ. Α. και την ισχυριζόμενη, από την Εφεσείουσα, οικονομική βοήθεια από τους γονείς της το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παραθέτει απόσπασμα από την αντεξέταση της Εφεσείουσας, στη σελίδα 23 της Απόφασης του αξιολογεί τη μαρτυρία της ως ακολούθως:
«Από το πιο πάνω απόσπασμα φαίνονται οι αντιφάσεις της Καθ΄ης η αίτηση- Αιτήτριας στην ανταπαίτηση. Αρχικά σε ερώτηση κατά πόσο οι γονείς της είχαν αποδείξεις, απάντησε «δεν νομίζω» στη συνέχεια σε ερώτηση αν τους ρώτησε αν είχαν αποδείξεις, είπε ότι η ίδια ξέρει ότι οι γονείς της έκαναν αυτές τις πληρωμές. Στη συνέχεια, είπε ότι ρώτησε τη μητέρα της η οποία της απάντησε ότι μετά από τόσα χρόνια πώς να βρεις αποδείξεις. Ενώ αρχικά είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσει τον πατέρα της αν έχει αποδείξεις, στη συνέχεια είπε ότι το ανέφερε στον πατέρα της».
Ως αποτέλεσμα δε της αξιολόγησης που διενήργησε επί της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, κατέληξε ότι η Εφεσείουσα «κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκόμισε για τα λεφτά που ισχυρίζεται ότι έδωσαν οι γονείς της», καθώς και ότι «ούτε έκανε οποιαδήποτε αναφορά για το κόστος ανέγερσης ή το κόστος αποπεράτωσης ώστε να διαφανεί το ποσοστό συνεισφοράς της».
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού, στις σελίδες 22-23 της Απόφασης του, αναφέρθηκε σε έκταση στη μαρτυρία της Εφεσείουσας, έδωσε, στη συνέχεια, σαφείς και πειστικούς λόγους για την κατάληξη του αναφορικά με αυτό το θέμα.
Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τη συνεισφορά της στην απόκτηση του οικοπέδου στο XXXXX.
Εν πρώτοις, σε σχέση με το εν λόγω θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 25 της Απόφασης του παραθέτει απόσπασμα από την αντεξέταση της Εφεσείουσας που αποδεικνύει ότι η Εφεσείουσα είχε άγνοια για το πώς αγοράσθηκε το οικόπεδο στο XXXXX.
Προβλήθηκε στο πλαίσιο της αιτιολογίας του 7ου Λόγου Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, ότι τα χρήματα που έδινε ο πατέρας του Εφεσίβλητου υπό μορφή δωρεάς επιστρέφοντο από τον Εφεσίβλητο στον πατέρα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ωστόσο, πέραν της επισήμανσης ότι η θέση της Εφεσείουσας περί επιστροφής των χρημάτων που έδινε ο πατέρας του Εφεσίβλητου δεν περιλαμβάνετο στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από μέρους της Εφεσείουσας, υπογράμμισε ότι η πιο πάνω θέση ήταν, εν πάση περιπτώσει, αντίθετη με τα όσα η Εφεσείουσα είχε ισχυριστεί στη γραπτή της Δήλωση (παράγραφος 16), σύμφωνα με τα οποία ήταν ο Εφεσίβλητος που έδινε χρήματα στον πατέρα του και ο πατέρας του του τα επέστρεφε πίσω υπό μορφή δωρεάς για φορολογικούς λόγους.
Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία που είχε προσαχθεί αναφορικά με το ζήτημα της απόκτησης του οικοπέδου στο XXXXX, παρέθεσε με σαφήνεια τους λόγους για την κατάληξη του. Η δε κατάληξη του ότι η Εφεσείουσα είχε αποτύχει να αποδείξει τη συνεισφορά της στην απόκτηση του εν λόγω οικοπέδου, συνάδει απόλυτα με τη μαρτυρία που είχε αποδεχτεί.
Μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αποφασίζοντας ότι η Εφεσείουσα δεν έδωσε επεξήγηση πώς έχει συμβάλει στην απόκτηση της κατοικίας στην XXXXX. Σύμφωνα δε με την αιτιολογία που δίδεται σε σχέση με τον εν λόγω Λόγο Έφεσης, η συνεισφορά της Εφεσείουσας για τη συγκεκριμένη οικία τεκμηριώθηκε πλήρως με τη μαρτυρία που έδωσε ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που είχε προσφερθεί, ορθά επεσήμανε ότι το μόνο που η Εφεσείουσα είχε αναφέρει για την πιο πάνω οικία, στο πλαίσιο της γραπτής της δήλωσης, ήταν ότι αυτή αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της και, αντεξεταζόμενη, απλώς ανέφερε ότι διαμένει σε αυτή μαζί με τη θυγατέρα της, χωρίς, δηλαδή, να δίδει οποιαδήποτε επεξήγηση για το πώς η ίδια είχε συμβάλει στην απόκτηση της οικίας αυτής.
Μέσω του 9ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά στην απόκτηση των οικοπέδων στο Παραλίμνι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που είχε προσφερθεί, ορθά επεσήμανε ότι η Εφεσείουσα αντεξεταζόμενη παραδέχτηκε ότι τα οικόπεδα αυτά είχαν αγορασθεί από το συνεταιρισμό και ότι η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε συνεισφορά.
Οι Λόγοι Έφεσης 10 και 11 λόγω της συνάφειας τους θα εξεταστούν μαζί.
Μέσω του 10ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σοβαρότατο σφάλμα με την παράλειψη του να προβεί σε εύρημα ότι τα οικόπεδα στα Λειβάδια, εντός των οποίων ανεγέρθηκε η κρεαταγορά, αποτελούν περιουσία την οποία απέκτησε ο Εφεσίβλητος κατά τη διάρκεια του γάμου του με την Εφεσείουσα και ότι ο πραγματικός δικαιούχος είναι ο Εφεσίβλητος.
Μέσω του 11ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα δεν συνέβαλε στην απόκτηση των πιο πάνω οικοπέδων και ότι η μαρτυρία της περιορίστηκε στην απλή καταγραφή της απόκτησης των τεμαχίων.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι αναφέρθηκε στη μαρτυρία που προσκομίσθηκε, δεν κατέληξε σε εύρημα αναφορικά με το αν ο Εφεσίβλητος, στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένο το 1/5 μερίδιο των πιο πάνω οικοπέδων, κατέστη, τελικά, στη βάση σχετικής Συμφωνίας (Τεκμήριο 32), απόλυτος ιδιοκτήτης του όλου μεριδίου αυτών των οικοπέδων. Ωστόσο, εκείνο που ενείχε εν προκειμένω σημασία για τους σκοπούς της αξίωσης της Εφεσείουσας ήταν το κατά πόσο η Εφεσείουσα είχε οποιαδήποτε συμβολή και/ή συνεισφορά στην απόκτηση του μεριδίου του συζύγου της. Όπως δε ορθά τέθηκε από το Δικαστήριο στη σελίδα 43 της Απόφασης του:
«Το ερώτημα όμως δεν είναι αν τηρήθηκε η εν λόγω συμφωνία, αλλά αν η Καθ΄ης η αίτηση συνέβαλε στην απόκτηση του μεριδίου του συζύγου της. Η απάντηση είναι αρνητική. Η μαρτυρία περιορίστηκε στην απλή καταγραφή της απόκτησης των τεμαχίων.»
Μέσω του 12ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας, ότι ο Εφεσίβλητος κατά τη διάσταση διέθετε σε θυρίδα τράπεζας το ποσό των €200.000.
Όπως προκύπτει από την Απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας για την ύπαρξη, από μέρους του Εφεσίβλητου, ποσού €200.000 σε τραπεζική θυρίδα. Εξηγώντας το λόγο που ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έπεισε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στη σελίδα 43 της Απόφασης του τα εξής:
«Η Καθ΄ης η αίτηση δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι όντως ο Αιτητής της ανέφερε κάτι τέτοιο. Πως είναι δυνατό από τη μια να ισχυρίζεται ότι ένα από τα προβλήματα στο γάμο ήτο το γεγονός ότι δεν είχαν επικοινωνία και να διατείνεται ότι μετά τη διάσταση ο Αιτητής της αποκάλυψε ότι είχε λεφτά στη θυρίδα. Ο ισχυρισμός της Καθ΄ης η αίτηση απορρίπτεται.»
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της και επί αυτού του ζητήματος. Αντιθέτως προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε σαφείς και πειστικούς λόγους για την κατάληξη του και επί αυτού του ζητήματος.
Μέσω του 13ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία πώς προέκυψαν τα χρήματα που βρίσκονταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς του Εφεσίβλητου όπως, επίσης, ότι δεν έδωσε μαρτυρία για το πώς προέκυψαν οι εν λόγω καταθέσεις.
Για το πιο πάνω ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε τόσο στη μαρτυρία του Μ.Υ.3, υπαλλήλου στην ΣΠΕ Μακράσυκας, ο οποίος κατέθεσε αναφορικά με τους λογαριασμούς που ο Εφεσίβλητος διατηρούσε στην εν λόγω ΣΠΕ, όσο και στη μαρτυρία της Εφεσείουσας και, ειδικότερα, στον ισχυρισμό της στην παράγραφο 17 της γραπτής της Δήλωσης ότι ο Εφεσίβλητος προέβη σε αποξένωση χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς στην Τράπεζα, με σκοπό την καταδολίευση της αξίωσης της για απόδοση της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του, κατέληξε στη σελίδα 45 της Απόφασης του ως εξής:
«Ο λογαριασμός Τεκμήριο 24 είχε κατά την ημερομηνία διάστασης, δηλαδή στις 23.11.11[1] μηδενικό υπόλοιπο, επομένως λόγω του ότι σύμφωνα με τη νομολογία λαμβάνεται υπόψη η περιουσία που υπήρχε κατά τη διάσταση, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Τα ίδια ισχύουν και για το λογαριασμό Τεκμήριο 26 και 28. Ως προς τους άλλους δύο λογαριασμούς, η Καθ' ης η αίτηση δεν έδωσε καμία μαρτυρία για το πως προέκυψαν, ούτε ως προς τον τρόπο που αυτή συνεισέφερε».
Εν πρώτοις, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι λογαριασμοί Τεκμήρια 24, 26 και 28 ήταν, με βάση όλα τα ενώπιον του δεδομένα, απόλυτα ορθή. Και τούτο λόγω του ότι ο μεν λογαριασμός Τεκμήριο 24 είχε μηδενικό υπόλοιπο κατά την ημερομηνία της διάστασης, ο δε λογαριασμός Τεκμήριο 28 είχε κλείσει στις 27/6/2005, πριν δηλ. την ημερομηνία της διάστασης, ενώ καθόσον αφορά το λογαριασμό Τεκμήριο 26 είχε αποσυρθεί στις 23/12/2010, πάλι πριν την ημερομηνία της διάστασης, ποσό συγκεκριμένου γραμματίου το οποίο είχε πληρωθεί.
Στη βάση δε της μαρτυρίας που είχε προσκομισθεί το ίδιο ορθή ήταν και η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δεν είχε δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία είτε σε σχέση με το πώς οι πιο πάνω λογαριασμοί είχαν προκύψει, είτε σε σχέση με τον τρόπο που η ίδια είχε συνεισφέρει.
Οι Λόγοι Έφεσης 14 και 15 λόγω της συνάφειας τους θα εξεταστούν μαζί.
Μέσω του 14ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την Ανταπαίτηση της Εφεσείουσας, όπως διατυπώνεται στη σελ. 45 της Απόφασης του, είναι έκδηλα λανθασμένη.
Ως αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η μαρτυρία της Εφεσείουσας ήταν γενική, αόριστη και ανεπαρκής, είναι πλήρως λανθασμένη αφού η Εφεσείουσα έδωσε λεπτομερή μαρτυρία για τον τρόπο που συνεισέφερε μέσω των υπηρεσιών της στην οικογένεια τους, αλλά και στην επιχείρηση του Εφεσίβλητου. Επίσης, προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι ο ίδιος ο Νόμος και η νομολογία αναγνωρίζουν τη συνεισφορά της συζύγου μέσω των υπηρεσιών που προσφέρει στην οικογένεια της, τη φροντίδα της οικιακής εστίας και τα λοιπά, με την επανειλημμένη αναφορά ότι η Εφεσείουσα δεν είχε χρηματική συνεισφορά.
Μέσω δε του 15ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα, αποφαινόμενο ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε το τεκμήριο του 1/3, γιατί μέρος της περιουσίας αποκτήθηκε λόγω χρηματικής παροχής του πατέρα του Εφεσίβλητου και μέρος μέσω της οικογενειακής επιχείρησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε λεπτομερώς τη διεκδίκηση της Εφεσείουσας του ½ της περιουσίας του Εφεσίβλητου, στη βάση του πραγματικού υπολογισμού της συνεισφοράς της και προέβηκε σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εντός των πλαισίων που η νομολογία καθορίζει, κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματα του. Η αιτιολογία που δόθηκε ήταν επαρκής και βάσιμη. Δεν παρουσιάζονται δε σε αυτή παράλογα και αυθαίρετα συμπεράσματα.
Καθόσον δε αφορά την κατάληξη του ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε το τεκμήριο του 1/3 και αυτή στηρίχθηκε σε σαφείς και επαρκείς λόγους, οι οποίοι στηρίζονταν, κατά πρώτο, στο εύρημα του ότι μέρος της περιουσίας είχε αποκτηθεί λόγω της χρηματικής παροχής του πατέρα του Εφεσίβλητου και μέρος μέσω της πατρικής οικογενειακής επιχείρησης και κατά δεύτερο, λόγω της ποιότητας της μαρτυρίας της Εφεσείουσας την οποία χαρακτήρισε ως γενική, αόριστη και ανεπαρκή, διατυπώνοντας στο τέλος το εύρημα ότι αυτή δεν είχε αποδείξει ότι είχε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα «για τη συνεισφορά της στη φροντίδα της οικογένειας είναι ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου της κατοικίας στο Μενεού και ότι έχει επίσης το δικαίωμα οίκησης της κατοικίας στην XXXXX».
Ωστόσο, τα όσα καταγράφονται στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμέσως μετά την πιο πάνω αναφορά, μέσω της παραπομπής σε σχετική επί του θέματος του τεκμηρίου του 1/3 νομολογία, ερμηνευτική του εδαφίου (2) του Άρθρου 14, αποκαλύπτουν, χωρίς καμιά αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε ορθά επί των σχετικών αρχών, κατέληξε ότι στην προκείμενη περίπτωση η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου. Η καταληκτική του αναφορά ότι η Εφεσείουσα «δεν απέδειξε ότι είχε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του» Εφεσίβλητου, σε αυτό κατατείνει καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο τόσο τον πραγματικό υπολογισμό της συνεισφοράς με βάση το εδάφιο (1) του Άρθρου 14, όσο και τον τεκμαρτό υπολογισμό με βάση το εδάφιο (2) του Άρθρου 14 του Νόμου.
Στην υπόθεση Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889, η Εφεσείουσα, σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, είχε πετύχει να αποδείξει ότι συνεισέφερε κάποια ποσά, καθώς και υπηρεσίες, φροντίζοντας την όλη οικογένεια, αλλά «απέτυχε να αποδείξει την έκταση της εν λόγω συνεισφοράς». Συνακόλουθα, εφάρμοσε το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Νόμου. Το Εφετείο, στη βάση των αρχών που τέθηκαν στην υπόθεση Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, έκρινε ορθή την πρωτόδικη Απόφαση και κατέληξε ότι «η εφεσείουσα δεν έχει, επομένως, αποδείξει με «θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας»». Κατά συνέπεια ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εφαρμόσει το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Νόμου.
Στην υπόθεση Σ.Γ.Ι. ν. Α.Α.Γ., Έφεση αρ. 25/2015, ημερ. 29/11/2019, λόγω του ότι δεν είχαν αποδειχθεί συγκεκριμένα ποσά προς διακρίβωση της συνεισφοράς του Εφεσείοντα στην τυχόν αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής του τεκμηρίου που προνοείται από το Άρθρο 14(2).
Στην υπόθεση Θεωρή ν. Χρυσοστόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 386, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 14(2) του Νόμου:
«. η εφεσίβλητη, αν και απέδειξε ότι συνεισέφερε στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, εν τούτοις απέτυχε να αποδείξει, με θετικό τρόπο, την έκταση της συνεισφοράς της σ΄αυτή την αύξηση. Ταυτόχρονα, έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη δεν συνεισέφερε, με κανένα τρόπο, στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ούτε μεγαλύτερη, ούτε μικρότερη, αλλά ούτε και ανύπαρκτη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης.»
Η αδυναμία εφαρμογής του τεκμηρίου συνεισφοράς δικαιολογείται λόγω έλλειψης μαρτυρίας και απόδειξης συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για τη διακρίβωση της συνεισφοράς του ενός συζύγου στην περιουσία του άλλου. Στην υπόθεση Μαλαός κ.ά. ν. Χρίστου (2005) 1 Α.Α.Δ. 191, στην οποία υπόθεση ο αιτητής ζητούσε το ½ της ακίνητης περιουσίας ή οποιοδήποτε άλλο μερίδιο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την εφαρμογή του 1/3:
«Δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του Άρθρου 14(2) του Νόμου. Η αδυναμία εφαρμογής του τεκμηρίου, που δημιουργείται με το πιο πάνω Άρθρο, ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης μαρτυρίας και απόδειξης συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για τη διακρίβωση της συνεισφοράς του αιτητή στην περιουσία της καθ'ης η αίτηση.»
Μόνο όπου ενώ υπάρχει μαρτυρία συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, αλλά η μαρτυρία ως προς την έκταση της δεν είναι καταληκτική ως προς την έκταση της, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 14(2) του Νόμου. (Α. Σταυρινού ν. Η. Στυλιανού, Έφεση αρ. 18/2017, ημερ. 7/5/2020).
Επισημαίνεται ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις, όπως η υπό εξέταση, απαιτείται η ύπαρξη ουσιώδους συνδέσμου μεταξύ της «συμβολής» και της «αύξησης» της περιουσίας. (Χέυς ν. Φιλιππίδης, Έφεση αρ. 41/2015, ημερ. 5/2/2021). Η σημασία της συνεισφοράς στο πλαίσιο του Νόμου έγκειται στην εξάρτηση από αυτή του μέρους της όποιας αύξησης οφείλεται σε αυτή. Με άλλα λόγια, θα πρέπει η συνεισφορά του ετέρου των συζύγων να συναρτάται με την πραγμάτωση της αύξησης της περιουσίας. Αποτελεί δε η συνεισφορά την προϋπόθεση για τη γέννηση δικαιώματος και τον παράγοντα για τον καθορισμό της έκτασης της. Το κριτήριο για την απόκτηση μεριδίου είναι αντικειμενικό, εκείνο της συνεισφοράς.
Η συνεισφορά ή η συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση. Άμεση είναι η συμβολή ή συνεισφορά που διαπιστώνεται με παροχή κεφαλαίων, εισοδημάτων και τα λοιπά, ενώ έμμεση συνεισφορά θεωρείται η εξοικονόμηση πόρων, όπως όταν ένας σύζυγος επιδίδεται στις οικιακές εργασίες ή την ανατροφή των τέκνων. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η συνεισφορά των συζύγων στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας από μόνη της δεν μπορεί να στηρίξει αξίωση για συμμετοχή σε περιουσία. Εκτός εάν πρόκειται για σύζυγο που, ενώ είχε τις δυνατότητες για πλήρη επαγγελματική δραστηριότητα, επιδόθηκε στις οικιακές εργασίες για την οικογένειά της. Στη θέση αυτή κατατείνει η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 αναφορικά με τον όρο «συνεισφορά».
Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται από το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Βασίλη Βαθρακοκοίλη, στη σελ. 248.
«Συμβολή δικαιούχου: Η αύξηση της περιουσίας πρέπει να βρίσκεται σε σύνδεσμο με συμβολή του δικαιούχου σ΄ αυτήν, η οποία μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο. Το είδος και η έκταση της συμβολής συναρτάται με τις περιστάσεις και συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Η συμβολή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, αφού ο νόμος δεν προσδιορίζει τρόπους, ούτε άλλωστε και δυνατή και σκόπιμη είναι εξαντλητική απαρίθμηση των τρόπων συμβολής στην επαύξηση της περιουσίας. Μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση, αφού ο νόμος δεν διακρίνει. Άμεση είναι η συμβολή που διαπιστώνεται εξωτερικά με παροχή κεφαλαίου, εισοδημάτων ή εξωοικιακής εργασίας, ενώ έμμεση θεωρείται η εξοικονόμηση πόρων, όταν ο ένας σύζυγος επιδίδεται στις οικιακές εργασίες ή την ανατροφή των τέκνων ή και συμπαράσταση σε δύσκολες περιόδους π.χ. ασθένειας κλπ.).
Όταν η συμβολή της γυναίκας στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της γίνεται με τη μορφή της πλήρους απασχόλησης της στο συζυγικό οίκο, ή, με τον τρόπο αυτό, συμβολή πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο αρνητικό, δηλαδή με την έννοια ότι πρέπει να αποτιμάται σε χρήμα το μηνιαίο εισόδημα που θα αποκόμιζε η γυναίκα, αν στη διάρκεια του γάμου της είχε πλήρη επαγγελματική δραστηριότητα, που ενώ είχε τις προϋποθέσεις και δυνατότητες, επιδόθηκε στις οικιακές εργασίες για την οικογένεια της. .»
Στην υπόθεση Χέυς ν. Φιλιππίδης, Έφεση αρ. 41/2015, ημερ. 5/2/2021, το Εφετείο επικύρωσε την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, αφού εξέτασε τόσο το κατά πόσο υπήρχε από μέρους της Εφεσείουσας άμεση συνεισφορά όσο και έμμεση συνεισφορά, κατέληξε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συνεισφορά. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του Εφετείου:
«Τονίζεται ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις απαιτείται η ύπαρξη ουσιώδους συνδέσμου μεταξύ της «συμβολής» και της «αύξησης» της περιουσίας. Το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην εξέταση της ύπαρξης άμεσης συνεισφοράς, αλλά εξέτασε και κατά πόσο υπήρξε έμμεση συνεισφορά της εφεσείουσας και κατέληξε πως δεν καταδείχθηκε οποιαδήποτε συνεισφορά. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, όπως προβάλλεται στον 12ο λόγο έφεσης, ότι επιδόθηκε στις οικιακές εργασίες της οικογένειάς της, ενώ είχε τις δυνατότητες για πλήρη επαγγελματική δραστηριότητα, δεν υποστηρίζεται ούτε από τη μαρτυρία της ίδιας. Και αυτό, πέραν του ότι, με βάση τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, υπήρχε οικιακή βοηθός στο σπίτι για κάποια χρόνια και, ακολούθως, υπήρχε καθαρίστρια η οποία βοηθούσε στις οικιακές εργασίες.»
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις σχετικές αρχές της νομολογίας, κρίνοντας ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας, αυτή δεν μπορούσε να αξιώνει την εφαρμογή του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2), το οποίο προϋποθέτει την απόδειξη κάποιας συνεισφοράς είτε σε χρήματα, είτε σε υπηρεσίες. Το εύρημα του Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας της Εφεσείουσας που είχε προηγηθεί ήταν σαφές, όπως καταγράφεται στη σελ. 46 της Απόφασης, ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι είχε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου. Τούτου δοθέντος, ορθά κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το τεκμήριο του 1/3.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον της Εφεσείουσας.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Η αναφορά στην ημερομηνία είναι προφανώς λάθος εφόσον στα παραδεκτά γεγονότα η ημερομηνία της διάστασης είναι 23/10/2011.