ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A129
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε165/2013
8 Απρίλιου, 2021
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗ, ΔΔ]
ΜΕΤΑΞΥ
xxx ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΕΚ ΛΑΤΣΙΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΜΑΛΟΥΝΤΑΣ
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
Και
ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης
---------------------
Ο Εφεσείοντας εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Χλόη Τοφαρίδου (κα) για κ. Λεωνίδα Γεωργίου
--------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Με την Αγωγή Αρ. 2029/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ο Ενάγων υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας αποβιώσαντος προσώπου, αξίωνε εναντίον της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου το ποσό των €235.000.000 υπόλοιπο λογαριασμού και/ή δανείου που της είχεν δοθεί από τους προγόνους του, διαρκούσης της χρονικής περιόδου από το 1807 μέχρι το 1926 «διά χρεία και ανάγκην των θρόνων τους» εντόκως προς 12% ετησίως.
Η Εναγόμενη με την Υπεράσπιση της ήγειρε προδικαστικήν ένσταση προβάλλοντας ότι η απαίτηση είχεν παραγραφεί προ πολλού, δυνάμει της ισχύουσας εκάστοτε νομοθεσίας. Κατόπιν δε διαβημάτων της πέτυχε την έκδοση διατάγματος στις 22/3/2013, όπως αυτή αποφασιστεί κατά πρώτο πριν την ακρόαση της Αγωγής.
Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας της προδικαστικής ένστασης, που διεξήχθηκε στη βάση γραπτών αγορεύσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 8/7/2013, έκρινε, με αναφορά στα ισχύοντα κατά καιρούς νομοθετήματα, ότι εφόσον η βάση της Αγωγής προέρχετο από χρέη και/ή ομολογίες και/ή δάνεια που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, το 1808 ή και ενωρίτερα, η Αγωγή είναι εκπρόθεσμη και προέβη στην έκδοση διαταγής αναστολής της διαδικασίας της Αγωγής με έξοδα εναντίον του Ενάγοντα.
Ο Ενάγων/εφεσείων αντέδρασε με την καταχώρηση έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης προβάλλοντας τρεις λόγους. Ο πρώτος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αποδεκτή την αίτηση για εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης πριν την ακρόαση της όλης Αγωγής. Ο δεύτερος βάλλει κατά της ορθότητας της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι υπήρξε συμμόρφωση από πλευράς εφεσίβλητης με τις πρόνοιες της Δ.19 θ.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και ο τρίτος κατά της διαταγής για αναστολή της διαδικασίας της Αγωγής.
Ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο αφού συνόψισε τις θέσεις των δύο πλευρών, της μεν εφεσίβλητης στο ότι δυνάμει της συνδυασμένης εφαρμογής των άρθρων 1660 και 1674 του Οθωμανικού Κώδικα η αξίωση του εφεσείοντα είχε παραγραφεί προ πολλού και του δε εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση από πλευράς εφεσίβλητης με τις πρόνοιες της Δ.19 θ.13 με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται εξ απροόπτου, διαπίστωσε κατ' αρχάς ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος εδράζετο ουσιαστικά στη νομοθεσία που ίσχυε στην Κύπρο κατά το χρόνο που γεννήθηκαν οι αξιώσεις του εφεσείοντα∙ ξεκινώντας από τον Οθωμανικό Κώδικα «Mejelle», που ίσχυε μέχρι τις 27/9/1945, όπου τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Παραγραφής Νόμος ΚΕΦ. 15. Στη συνέχεια προσδιόρισε το πραγματικό υπόβαθρο, στη βάση του οποίου θα εξέταζε την αίτηση, που παραθέτουμε αυτούσιο για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης του ο Ενάγοντας αναφέρει ότι:
«Διαρκούσης της Περιόδου 1807-1926 οι πρόγονοι του και/ή ο Χριστοφής Χατζητοφής Μιχαήλ κατόπιν παρακλήσεων και/ή οδηγιών και/ή συμφωνιών παρέσχον δάνεια προς τους Εναγόμενους δια χρεία και ανάγκην των θρόνων τους. Οι τόκοι που θα οφείλοντο σε σχέση με τα εν λόγω δάνεια θα ήτο 12% ετησίως. Τα δάνεια καθώς και λεπτομέρειες αυτών ευρίσκονται καταγεγραμμένα εις τον Κώδικα της Αρχιεπισκοπής. Ο ενάγοντας επιφυλάσσσει το δικαίωμα του να αναφερθεί με λεπτομέρειες κατά τη δικάσιμο,»
Στις λεπτομέρειες που έδωσε ο Ενάγοντας, κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 5.10.2010, σε σχέση με την παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης, αναφέρει ότι ο πρόγονος του Ενάγοντα που δάνεισε χρήματα στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ήταν ο Χατζηγεώργιος Κορνέσιος σε ημερομηνίες που αφορούν τη χρονολογία 1808 και συγκεκριμένα:
«Α) Ομολογία ημερομηνίας 1ης Μαρτίου 1808, Πιάστρες/Γρόσια 30,000 (Τριάντα χιλιάδες Πιάστρες/Γρόσια).
Β) Ομολογία ημερομηνίας 1ης Μαρτίου 1808, Πιάστρες/Γρόσια 75,535 (Εβδομήντα πέντε χιλιάδες πεντακόσιες τριάντα πέντε Πιάστρες/Γρόσια).
Γ) Ομολογία ημερομηνίας 1ης Μαρτίου 1808, Πιάστρες/Γρόσια 20,500 (Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες Πιάστρες/Γρόσια.
Δ) Ομολογία ημερομηνίας 1ης Οκτωβρίου 1808, Πιάστρες/Γρόσια 68,500 (Εξήντα οκτώ χιλιάδες πεντακόσιες Πιάστρες/Γρόσια).
Ε) Ομολογία ημερομηνίας 1ης Οκτωβρίου 1808, Πιάστρες/Γρόσια 43,500 (Σαράντα τρεις χιλιάδες πεντακόσιες Πιάστρες/Γρόσια).»
Εξετάζοντας το θέμα της παραγραφής, το Δικαστήριο, έχοντας ως δεδομένο ότι η παραγραφή αρχίζει να μετρά από τη δημιουργία του αγώγιμου δικαιώματος, εφαρμόζοντας τη σχετική νομοθεσία στα ενώπιον του στοιχεία κατέληξε στα εξής:
«Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι έχουμε ως χρονικό σημείο την ομολογία του χρέους, που είναι οι ημερομηνίες 1ης Μαρτίου 1808 και 1ης Οκτωβρίου 1808, τότε η αξίωση του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και/ή των κληρονόμων αυτού παραγράφηκε περί το 1823 (δεκαπέντε έτη μετά τη σύνταξη της ομολογίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 1660 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1669 και 1674). Να σημειωθεί σε αυτό το στάδιο ότι ο Ενάγοντας δεν έχει εν πάση περιπτώσει αποκαλύψει οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει τις εν λόγω ομολογίες.
Προκύπτει από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω ότι οι οποιεσδήποτε ισχυριζόμενες αξιώσεις παραγράφηκαν πριν καν τεθεί σε εφαρμογή ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15. Στο ίδιο κείμενο του Κεφ. 15 γίνεται σαφής αναφορά ότι τίποτα στο Νόμο αυτό δεν μπορεί να επιτρέψει σε έγερση αγωγής η οποία εμποδιζόταν από το να εγερθεί από νόμο που καταργήθηκε με τον περί Παραγραφής Νόμο. Αυτό σημαίνει ότι οι αξιώσεις όπως φαίνονται στην Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα ξεκάθαρα έχουν παραγραφεί με τον Οθωμανικό Κώδικα όπως ίσχυε τότε.
Ακόμη όμως και το Κεφ. 15 να μην ανέφερε οτιδήποτε, με βάση το άρθρο 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, θα είχα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Το άρθρο 10 προνοεί τα ακόλουθα:
«Όταν ο Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η ακύρωση δεν θα - (α) επαναφέρει οτιδήποτε που δεν ισχύει ή δεν υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να ισχύει η ακύρωση.»
Αλλά και αν ακόμη το Δικαστήριο δεν εφάρμοζε τον Οθωμανικό Κώδικα διά την ουσιαστική περίοδο αλλά τον περί Παραγραφής Νόμο, Κεφ. 15, για να εξακριβώσει αν έχει παραγραφει η αξίωση του Ενάγοντα πάλι θα κατέληγα στο ότι το ισχυριζόμενο χρέος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου προς τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο έχει παραγραφεί με βάση τα άρθρα 5 και 6 του Κεφ. 15».
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος, δεν συνιστά αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης γι' αυτό και δεν θα επεκταθούμε. Παραθέσαμε το αμέσως πιο πάνω απόσπασμα για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου που το οδήγησε στο να κάμει αποδεκτή την προδικαστική ένσταση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν μπορούσε το Δικαστήριο να αποφασίσει επί της προδικαστικής ένστασης εφόσον δεν βρίσκονταν ενώπιον του όλα τα γεγονότα που αμφισβητούντο στα δικόγραφα, αλλ' ούτε και παραδεκτά γεγονότα. Εισηγείται περαιτέρω ότι τα γεγονότα στα οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν παραδεκτά, ώστε να αποτελούσαν τη βάση για να αποφασιστεί το θέμα της παραγραφής που εγείρετο με την προδικαστική ένσταση.
Αντίθετη άποψη εξέφρασε η εφεσίβλητη η οποία, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της δικηγόρου της, υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση σε όλες τις πτυχές της, προτάσσοντας ότι όλα τα αναγκαία γεγονότα βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της Έκθεσης Απαίτησης και των Περαιτέρων και Καλύτερων Λεπτομερειών που έδωσε ο εφεσείων, κατόπιν σχετικού διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομοθεσίας και νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταγράφουμε ανωτέρω.
Η εισήγηση του εφεσείοντα για την απουσία του πραγματικού υπόβαθρου προς εξέταση της προδικαστικής ένστασης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε την προδικαστική ένσταση στη βάση των δεδομένων που ο ίδιος ο εφεσείων παρουσίασε οπότε δεν τίθετο θέμα αμφισβητούμενων γεγονότων ή δυσμενούς επηρεασμού του. Ούτε επίσης υπήρξε η ανάγκη εξαγωγής παραδεκτών γεγονότων.
Ο εφεσείων προς υποστήριξη της εισήγησης του ότι απουσίαζε το πραγματικό υπόβαθρο επίλυσης του ζητήματος της παραγραφής, μας παρέπεμψε στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Philippa Estates Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1431 της οποίας όμως τα γεγονότα είναι διαφορετικά από της παρούσας. Ναι μεν αφορούσε επίσης σε εκδίκαση προδικαστικής ένστασης για στέρηση αγώγιμου δικαιώματος που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αλλά το υπόβαθρο επί του οποίου προωθήθηκε η προδικαστική ένσταση, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν ήταν συγκεκριμένο εφόσον προϋπέθετε αναδρομή σε ακαθόριστους νόμους και κανονισμούς. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν ετίθετο θέμα ασάφειας των γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου ή του νομοθετικού πλαισίου για σκοπούς επίλυσης του θέματος της παραγραφής.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Με τον δεύτερο λόγο ο εφεσείων προβάλλει θέμα λανθασμένης διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της Δ.19 θ.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών για να εξεταστεί το θέμα της παραγραφής. Σύμφωνα με τη Διαταγή αυτή θα πρέπει ο διάδικος να εγείρει στο δικόγραφο του όλα τα θέματα που καταδεικνύουν ότι η αγωγή ή ανταπαίτηση δεν ευσταθεί και επίσης όλα τα σημεία της υπεράσπισης ή απάντησης που αν δεν εγερθούν θα καταλάβουν τον αντίδικο εξ απροόπτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις αρχές που έθεσε η νομολογία ως προς την επίκληση του ζητήματος της παραγραφής (βλ. Φεσσά κ.ά ν. Κασάπη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 341, Ketterman and Others v. Hansel Properties Ltd (1988) 1 All E.R. 38 κ.ά.) έκρινε ότι στην παρούσα περίπτωση το θέμα της παραγραφής είχε ορθά δικογραφηθεί ως γεγονός, ενώ η παράθεση της νομοθεσίας δεν είχε θέση στα δικόγραφα (βλ. Ouzounian v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2058 και The Annual Practice 1959, σελ. 446). Προσθέτει δε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσείων δεν είχε καταληφθεί εξ απροόπτου ως εκ της παράλειψης αναφοράς της σχετικής νομοθεσίας στην Υπεράσπιση εφόσον αυτή αποκαλύπτετο από την αίτηση της εφεσίβλητης για εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης που ήταν το Άρθρο 30 του Συντάγματος, ο περί Παραγραφής Νόμος ΚΕΦ. 15 και ο Νόμος Mejelle, άρθρα 1660-1675.
Ανατρέχοντας στα δικόγραφα είναι και δική μας διαπίστωση ότι το θέμα της παραγραφής είχε ορθά προβληθεί από την εφεσίβλητη, υπέρ της οποίας λειτουργούσε η παραγραφή, ως γεγονός υπό την μορφή προδικαστικής ένστασης στην αρχή μάλιστα της Υπεράσπισης της. Το δε νομοθετικό πλαίσιο επί του οποίου στηρίζετο εμφαίνετο τόσο στην αίτηση για εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης όσο και στην Ένορκη Δήλωση που συνόδευε την αίτηση. Συνεπώς, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ετίθετο θέμα να καταλαμβάνετο εξ απροόπτου ο εφεσείων.
Στη βάση των πιο πάνω ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης μας βρίσκει σύμφωνους.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο τρίτος λόγος έφεσης που προσβάλλει τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της διαδικασίας. Ειδικότερα ο εφεσείων εισηγείται ότι σύμφωνα με τις περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες που έδωσε ο ίδιος, ζήτησε για πρώτη φορά πληρωμή του χρέους στις 14/4/2007 και στη συνέχεια λόγω μη ανταπόκρισης της εφεσίβλητης, καταχώρησε την Αγωγή. Από την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης μόνο σε εικασίες μπορούμε να προβούμε ως προς την αποδιδόμενη σχέση της πιο πάνω επιστολής με την διαταγή για αναστολή της διαδικασίας ή έστω με το εξεταζόμενο θέμα της παραγραφής. Ό,τι το Δικαστήριο θεώρησε ως αποφασιστικής σημασίας για το θέμα της παραγραφής, ήταν οι ημερομηνίες καταρτισμού των Ομολογιών, Δανείων, διαπίστωση όμως που επαναλαμβάνουμε δεν προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνοντας ότι η Αγωγή είχεν καταχωρηθεί εκπρόθεσμα, δηλαδή εκτός των χρονικών ορίων της νομοθετικής παραγραφής, με παραπομπή σε νομολογία (βλ. Φεσσάς κ.ά ν. Κασάπη (ανωτέρω), Carter v. White (1883) 25 Ch. D. 666 και Allen v. Waters & Co (1935) 1 K.B. 200) έκρινε ότι η ορθή διαδικασία ήταν η αναστολή και όχι η απόρριψη της Αγωγής εφόσον δεν είχεν εκδικαστεί στην ουσία της η Αγωγή.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Φεσσά κ.ά. ν. Κασάπη (ανωτέρω) που μας ενδιαφέρει:
«Η εφεσίβλητη-εναγόμενη ήγειρε το ζήτημα της παραγραφής, που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προδικαστική ένσταση, γιατί απόφαση πάνω σ' αυτή θα περάτωνε τη διαδικασία. Το δικάσαν Δικαστήριο απεφάνθη πως η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει γιατί καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα και κατ' ακολουθία την απέρριψε. Εφόσον βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο παρατηρούμε πως το ορθό διατακτικό θα ήταν η αναστολή της παραπέρα διαδικασίας στην υπόθεση και όχι η απόρριψη της αγωγής. Αυτό καθιερώνει η νομολογία. Είναι όμως και η εύλογη συνέπεια του γεγονότος πως η ουσία της αγωγής δεν εκδικάζεται, για να απολήξει στην απόρριψή της. Η διαδικασία απλώς αναστέλλεται. Να προσθέσουμε μάλιστα πως, αν ο διάδικος, υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή, δεν την εγείρει στο δικόγραφό του, τότε η υπόθεση προχωρεί στην εκδίκαση.»
Δεν τέθηκε κανένα ικανό στοιχείο από πλευράς εφεσείοντα που να καθιστά την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου τρωτή ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.