ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A180
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 211/2013)
20 Απριλίου, 2021
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσείων- Καθ' ου η αίτηση 2,
ν.
1. XXX ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης 1-Αιτήτριας,
2. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ J.V.M. DESIGNERS MANUFACTURERS &
INTERIOR DECORATION CO LTD,
Εφεσίβλητου 2-Καθ' ου η Αίτηση 1.
________________________
Δήμητρα Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, μαζί με Τ. Σκούρου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Αριστοφάνης Γεωργίου, για Αριστοφάνης Α. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.
Καμιά εμφάνιση για τον εφεσίβλητο 2.
________________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το Ταμείο διά πλεονάζον προσωπικό, γνωστό ως «το Ταμείο», καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 24(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο Νόμος). Ο κύριος σκοπός του είναι η πληρωμή εργοδοτουμένων προσώπων, των οποίων η εργοδότηση τερματίζεται λόγω πλεονασμού, (άρθρο 16 του Νόμου). Οι πόροι του προέρχονται, κυρίως, από εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες για τους εργοδοτουμένους τους, οι οποίες καθορίζονται από Κανονισμούς που εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο, (άρθρο 25 του Νόμου).
Το Ταμείο, με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 24 του Νόμου, κέκτηται νομική προσωπικότητα και την ικανότητα, μεταξύ άλλων, να παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, (το Δικαστήριο), ως εναγόμενο, σε σχέση με απαίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού. Τέτοια περίπτωση αφορούσε η αίτηση αρ. 74/2012, (η αίτηση), την οποία η εδώ εφεσίβλητη καταχώρισε στο Δικαστήριο στις 2.2.2012. Με αυτήν, αξίωνε από τον εφεσίβλητο 2, ως εκκαθαριστή της πρώην εργοδότριάς της εταιρείας J.V.M. Designers Manufacturers & Interior Decoration Co. Ltd., (η εταιρεία), την καταβολή αποζημίωσης για παράνομη απόλυση. Διαζευκτικά, αξίωνε από το Ταμείο πληρωμή λόγω πλεονασμού. Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η περίπτωση της εφεσίβλητης αφορούσε παράνομη απόλυση, υπολόγισε την καταβλητέα προς αυτήν αποζημίωση στο ποσό των €8.242,38. Ακολούθως, αφού έλαβε υπόψη του και κάποια άλλα γεγονότα, τα οποία θα αναφερθούν στη συνέχεια, διέταξε όπως το συγκεκριμένο ποσό καταβληθεί, μαζί με νόμιμο τόκο, από το Ταμείο, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31(3) του Νόμου.
Το Ταμείο καταχώρισε την παρούσα έφεση, επιδιώκοντας την ανατροπή της πιο πάνω απόφασης. Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, γίνεται εισήγηση ότι, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπό αναφορά υπόθεσης, το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 31(3) του Νόμου. Τα εν λόγω γεγονότα αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου και είναι αδιαμφισβήτητα. Αυτά προήλθαν από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της. Η εφεσίβλητη επικαλέστηκε την εν λόγω μαρτυρία, προκειμένου να καταδείξει και πως η απόλυσή της από την εταιρεία οφειλόταν στο ότι η ίδια αποτελούσε πλεονάζον προσωπικό. Το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την πιο πάνω εκδοχή. Κατέληξε δε, κατ' εφαρμογή των σχετικών προνοιών του Νόμου, στο συμπέρασμα ότι η απόλυσή της ήταν παράνομη. Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη το ύψος των απολαβών της, έκρινε ότι αυτή δικαιούτο στο προαναφερθέν ποσό, ως αποζημίωση για παράνομη απόλυση.
Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο έκανε δεκτά, η εφεσίβλητη, με επιστολή της εταιρείας ημερομηνίας 30.4.2010, απολύθηκε από την εργασία της στις 25.6.2010. Εν τω μεταξύ, στις 18.5.2010, αυτή είχε υποβάλει αίτηση στο Ταμείο για πληρωμή λόγω πλεονασμού, η οποία απορρίφθηκε με επιστολή ημερομηνίας 4.8.2011. Ακολούθησε η καταχώριση της υπό αναφορά αίτησης. Προηγουμένως, η εταιρεία αντιμετώπισε αίτηση, η οποία είχε καταχωριστεί από το Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για να τεθεί υπό εκκαθάριση. Αργότερα, στις 26.10.2011, εκδόθηκε και διάταγμα εκκαθάρισής της. ΄Οταν δε, μερικούς μήνες μετά, στις 2.2.2012, η εφεσίβλητη καταχώρισε στο Δικαστήριο την αίτηση, αυτή στρεφόταν και εναντίον του Επίσημου Παραλήπτη, ως εκκαθαριστή της. Η εταιρεία, πασιφανώς, την 1.7.2013, που εκδόθηκε η υπό έφεση απόφαση, βρισκόταν υπό το πιο πάνω καθεστώς, δηλαδή της εκκαθάρισης.
Δεδομένων των προαναφερθέντων γεγονότων, με τον πρώτο λόγο έφεσης, γίνεται εισήγηση ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 31(3) του Νόμου, διότι η διαδικασία διάλυσης, (προφανώς, εννοείται, εκκαθάρισης), της εταιρείας άρχισε και ολοκληρώθηκε πριν από την καταχώριση της αίτησης. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, γίνεται εισήγηση ότι πληρωμή από το Ταμείο αποτελεί μέτρο εκτέλεσης. Επομένως, αυτό θα έπρεπε να έπετο της απόφασης του Δικαστηρίου. Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος έφεσης, στον οποίο θα γίνει αναφορά στο κατάλληλο σημείο.
Το άρθρο 31(3) του Νόμου προβλέπει τα εξής:-
«(3) ΄Οταν κατά τον χρόνον της επιδικάσεως υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, έχη αρχίσει διαδικασία αναφορικώς προς τον εργοδότην δυνάμει του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή του Μέρους V του περί Εταιρειών Νόμου ο εργοδοτούμενος προς τον οποίον εγένετο η επιδίκασις εισπράττει ολόκληρον το επιδικασθέν ποσόν εκ του Ταμείου. Τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου αναφορικώς προς πάσαν επιδικασθείσαν πληρωμήν καταβλητέαν απ' ευθείας υπό του εργοδότου μεταβιβάζονται εις το Ταμείον.»
Η πιο πάνω πρόνοια αναφέρεται στην περίπτωση όπου, κατά το χρόνο επιδίκασης από το Δικαστήριο εναντίον εργοδότριας εταιρείας αποζημίωσης για παράνομη απόλυση εργοδοτουμένου της, έχει ήδη καταχωριστεί και βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισής της, ή έχει εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, οπότε αυτή τελεί, πλέον, υπό εκκαθάριση. Η διάλυση εταιρείας επέρχεται με διάταγμα δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 260(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, αφού ολοκληρωθεί η εκκαθάρισή της. Πασιφανώς, η συγκεκριμένη πρόνοια εφαρμόζεται, αδιακρίτως, σε όλα τα στάδια στα οποία μπορεί να βρεθεί μια εταιρεία δυνάμει του Μέρους V του Κεφ. 113. Κατά συνέπεια, εφόσον η υπόθεση εργοδοτουμένου εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 31(3) του Νόμου, αυτός «εισπράττει», δικαιωματικά, το επιδικαζόμενο προς όφελός του ποσό της αποζημίωσης από το Ταμείο. Το Ταμείο δε έχει αντίστοιχη υποχρέωση για πληρωμή του εν λόγω ποσού, είτε αυτό είναι διάδικο μέρος στη σχετική αίτηση ενώπιον του δικαστηρίου, είτε όχι. Οι διαπιστώσεις, ανωτέρω, υποστηρίζονται από την απόφαση στην υπόθεση Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού ν. Γεωργίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 115.
Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα γεγονότα που εκτίθενται πιο πάνω, είναι φανερό ότι, κατά το χρόνο της καταχώρισης της αίτησης, η εταιρεία τελούσε υπό καθεστώς εκκαθάρισης. Τούτο επιμαρτυρείται από το γεγονός της συμπερίληψης στον τίτλο της αίτησης του διαχειριστή της ως διάδικου μέρους σε αυτή. Στη συνέχεια, ο εκκαθαριστής της εμφανίζεται ως εφεσίβλητος στον τίτλο της παρούσας έφεσης. Επομένως, είναι φανερό ότι η κατάσταση, ανωτέρω, όσον αφορά την εταιρεία, υφίστατο και κατά την έκδοση της υπό έφεση απόφασης, η δε περίπτωση της εταιρείας, σαφώς, ενέπιπτε στην πρόνοια του άρθρου 31(3) του Νόμου. Η διαπίστωση αυτή, αναμφίβολα, καθιστούσε υπόλογο το Ταμείο να προβεί σε πληρωμή προς την εφεσίβλητη, σε αντίθεση προς την εισήγηση στον πρώτο λόγο έφεσης, η οποία, ως εκ τούτου, κρίνεται ανεδαφική.
Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπό έφεση απόφαση, προς υλοποίηση της προαναφερθείσας υποχρέωσης του Ταμείου, το οποίο ήταν, ήδη, διάδικο μέρος στην εν λόγω διαδικασία και, παρεμπιπτόντως, γνώριζε, ως εκ του τίτλου της αίτησης, ότι η εταιρεία τελούσε υπό εκκαθάριση· δεν απαιτείτο να δικογραφηθεί οτιδήποτε άλλο, προς τούτο. Τοιουτοτρόπως, απαντάται και ο τρίτος λόγος έφεσης, ότι δεν είχε δικογραφηθεί το γεγονός ότι η εταιρεία τελούσε υπό εκκαθάριση.
Εν πάση περιπτώσει, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και η συνοπτικότητα της διαδικασίας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 12(11) του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, (Ν. 8/1967), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), προς το σκοπό, βασικά, εξοικονόμησης χρόνου και πόρων, δικαιολογούσαν πλήρως την απόφαση του Δικαστηρίου να επιληφθεί, του, ως άνω, προκύψαντος θέματος και να δώσει και σε αυτό τέλος, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, της υπό αναφορά αίτησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να καταχωριστεί, αχρείαστα, νέα αίτηση από την εφεσίβλητη εναντίον του Ταμείου, εξαντλώντας τους πόρους, τόσο αυτού όσο και της ιδίας, άνευ οποιασδήποτε αιτίας. Η κατάληξη τούτη δείχνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν επί της ουσίας, αφού αυτό είχε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ενώπιόν του και όχι μέτρο εκτέλεσης οποιασδήποτε άλλης απόφασης, την οποία, στην πραγματικότητα, δεν εξέδωσε. Ως εκ τούτου, και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του Ταμείου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΜΠ