ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χ. Τιμοθέου μαζί με κ. Λ. Νεοφύτου, για τον Αιτητή CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-03-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΖΑΜΠΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 29/2021, 9/3/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D81

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 29/2021

                                     

9 Μαρτίου, 2021

 

[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑIΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

                                                ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2018

 

                                                ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 12, 15, 17, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ  ΣΥΜΒΑΣΗΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11, 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2002/52/ΕΚ, Η ΟΠΟΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/136/ΕΚ

 

                                                ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟ 183(Ι)/07 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΝΟΜΟ 138(Ι)/2001

                                                ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΖΑΜΠΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

                                                KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΖΑΜΠΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

                                                KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/12/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4, 6, 7, 8, 9, 10 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007

                                                -----------------

 

Χ. Τιμοθέου μαζί με κ. Λ. Νεοφύτου, για τον Αιτητή

 

                                         -----------------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Στις 22/12/2020 η Αστυνομία προσέφυγε σε Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή επιδιώκοντας την έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα δηλαδή των στοιχείων της ταυτότητας των κατόχων συνδρομητικών καρτών με συγκεκριμένους αριθμούς κλήσης και του αριθμού κλήσης των συνδρομητικών καρτών που χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένα κινητά τηλέφωνα.

 

Η αίτηση αυτή βασιζόταν στο άρθρο 4(1)(2)(3) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό την Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου (Ν.183(Ι)/2007).

 

Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στη βάση της αίτησης ημερομηνίας 22/12/2020.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου με την Έκθεση και Ένορκη Δήλωση του Αιτητή που συνοδεύουν την υπό κρίση  αίτηση, στις 3/2/2021 ο Αιτητής  συνελήφθηκε από την Αστυνομία για διάφορα κατ' ισχυρισμόν αδικήματα και στις 4/2/2021 εξασφαλίστηκε από την Αστυνομία διάταγμα προσωποκράτησης του για 5 μέρες.  Κατά την διαδικασία της προσωποκράτησης πληροφορήθηκε ότι στις 23/12/2020 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διάταγμα πρόσβασης  σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 147/2020, το οποίο τον αφορούσε.  Είναι της άποψης ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εσφαλμένα, παράνομα, αναιτιολόγητα και καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατόπιν έκδηλης πλάνης του Νόμου εξέδωσε το διάταγμα.  Ειδικότερα, το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας δεδομένης της αόριστης και ανεπαρκούς αναφοράς στα γεγονότα.  Το διάταγμα, προσθέτει, στηρίχθηκε επί Νόμου που συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Άρθρα του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη νομολογία του ΔΕΕ.  

 

Προς το σκοπό εξέτασης της υπό κρίση  αίτησης χρήσιμη επίσης είναι η αναφορά στα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή από τον αστυφύλακα Αρ.  3xx7 Αριστοτέλους της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) Λεμεσού, με την Ένορκη του Δήλωση που συνόδευε την αίτηση ημερομηνίας 22/12/2020 για πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.  Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση του,  η Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών διερευνούσε υπόθεση εναντίον των 1. xxx Αριστοδήμου, 2. xxxx Οδυσσέως, 3. xxx Παναγιώτου και 4. xxx Παμπακά για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 371 ΚΕΦ. 154), παράνομη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (άρθρο 4(1)(α)(β) Ν. 29/1977), παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (άρθρο 6(1)(2) Ν. 29/1977), παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο (άρθρο 6(3) Ν.29/1977), νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (άρθρα 3, 4 και 5 Ν.61(Ι)/1996) και παράνομη εισαγωγή και κατοχή εκρηκτικών υλών (άρθρο 4(α)(δ) ΚΕΦ. 154), αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 18/12/2020 στη Λεμεσό.  Όπως ισχυρίζετο,  στα πλαίσια των ερευνών κατέστη αναγκαία η καταχώρηση αίτησης, σύμφωνα με το Νόμο 183(Ι)/2007 για πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.  Ως προς τα υπό διερεύνηση αδικήματα ανέφερε ότι  κατόπιν πληροφορίας ότι θα επιχειρείτο εισαγωγή στην Κύπρο ποσότητας ναρκωτικών ουσιών από την Ελλάδα ατμοπλοϊκώς, η Αστυνομία διευθέτησε ελεγχόμενη παράδοση τους όπου και συνελήφθησαν οι δύο πρώτοι ύποπτοι στην κατοχή των οποίων ανευρέθηκαν κινητά τηλέφωνα, κάρτες SIM και άλλα τεκμήρια.  Κατά τη διερεύνηση των αδικημάτων συνελήφθησαν και οι άλλοι δύο ύποπτοι.  Εξασφαλίστηκε εναντίον και των τεσσάρων υπόπτων διάταγμα προσωποκράτησης αριθμού ημερών, εντάλματα έρευνας και το επίδικο διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, προς το σκοπό υποβοήθησης των αστυνομικών ερευνών.

 

Κατά τον Αιτητή, το διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ημερομηνίας 23/12/2020, που εκδόθηκε στα πλαίσια της διερεύνησης υπόθεσης εναντίον των πιο πάνω τεσσάρων προσώπων, είναι παράνομο ενόψει παραβίασης της νομοθεσίας, του Συντάγματος, των Οδηγιών και νομολογίας της Ευρωπαϊκής  Ένωσης.

 

Εξέτασα την αίτηση υπό το φως των εισηγήσεων του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή και νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα  που τέθησαν ενώπιον μου.  

 

Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ.  Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.»  Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.  

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης  (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121,  και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56. 

 

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ.   Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015 ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (1985) 1 CLR 250,  με αναφορά στην Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All E.R. 681.  Στη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης αναφέρθηκαν τα εξής:

 

"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression 'arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then."

 

 

Η εξέταση του κατά πόσο υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της άδειας κρίνεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς εμβάθυνση στην υπόθεση (βλ.  In Re Kakos (ανωτέρω)).

 

Άδεια δίδεται επίσης όπου διαπιστώνεται παραβίαση των αρχών  της φυσικής δικαιοσύνης ή καταδεικνύονται στοιχεία παρανομίας στη διαδικασία που ακολουθήθηκε (βλ. Base Metal Trading Ltd (2005) 1 (A) A.A.Δ. 1).

 

Είναι φανερό από τα στοιχεία ενώπιον μου, ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 147/2020 δεν αφορούσε τον Αιτητή αλλά τέσσερα άλλα πρόσωπα, εναντίον των οποίων καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση.

 

Το όνομα του Αιτητή σε εκείνη τη διαδικασία δεν συνδέθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Ούτε και στην Ένορκη του Δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, ο Αιτητής δίνει οποιαδήποτε εξήγηση, εφόσον η μοναδική του αναφορά περιορίζεται στο  ότι το διάταγμα τον αφορά.  Όταν το Δικαστήριο κατά   την προφορική αγόρευση του δικηγόρου του, τον κάλεσε να τοποθετηθεί ως προς το θέμα νομιμοποίησης του Αιτητή στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, ο δικηγόρος αναφέρθηκε σε διάφορα γεγονότα για την εμπλοκή του Αιτητή, που όμως δεν αποτελούν μέρος του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε με την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, γι' αυτό και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.   Όπως διευκρίνισε περαιτέρω  ο δικηγόρος του, σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, δεν έχει καταχωρηθεί ποινική υπόθεση εναντίον του Αιτητή. 

 

Συνεπώς προτού υπεισέλθω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης κρίνω σκόπιμο να εξεταστεί κατά προτεραιότητα το locus standi του Αιτητή, ενόψει των δεδομένων της υπόθεσης, όπου δεν εκκρεμεί εναντίον του δικαστική διαδικασία για οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα και το όνομα του δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με τη διαδικασία ενώπιον του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλ' ούτε και με την παρούσα διαδικασία επαρκώς.

 

Παρόμοιο θέμα ηγέρθηκε στην υπόθεση Πουργουρίδη Πολιτική Έφεση 331/2014, ημερομηνίας 25/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:A459  με την οποίαν επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που απέρριψε αίτηση για άδεια για certiorari  προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, με το εξής σκεπτικό:

 

«Το πρώτον που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το locus standi του Αιτητή, ο οποίος χωρίς να είναι διάδικος σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, εγείρει θέμα παραβίασης των συνταγματικών του δικαιωμάτων, καθώς και θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 183(Ι)/07. Σύμφωνα με τη νομολογία ένας αιτητής για να νομιμοποιείται να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα, θα πρέπει να αποδείξει ότι «έχει επαρκές συμφέρον στο θέμα το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται». Για να αποφασιστεί αν ο Αιτητής έχει ή όχι επαρκές συμφέρον, το Δικαστήριο ερευνά τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 761).

 

Ως προς την αντισυνταγματικότητα οποιουδήποτε νόμου, το Σύνταγμα αναγνωρίζει δύο τρόπους ελέγχου:- (α) προληπτικό έλεγχο (δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο Γνωμάτευση επί του συνταγματικού νομοθετήματος) και (β) παρεμπίπτοντα ή κατασταλτικό έλεγχο εφόσον ένας τέτοιος έλεγχος κρίνεται απαραίτητος για να επιλυθεί αναφυείσα διαφορά στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται αφηρημένων ερωτημάτων συνταγματικής φύσεως, εκτός αν μια τέτοια εξέταση είναι απολύτως αναγκαία για την έκβαση συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Σύγγραμμα Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α. Ν. Λοΐζου, Έκδοση 2001, στις σελ. 313-316).

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κατά την άποψή μου δεν έχει locus standi να ζητά παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου, χωρίς να εκκρεμεί εναντίον του οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Η μόνη διαδικασία που εκκρεμεί είναι η ποινική υπόθεση 7138/14, η οποία εκκρεμεί εναντίον του πελάτη του και όχι του ίδιου του Αιτητή. Ενόψει των πιο πάνω, δεν έχω πειστεί ότι ο Αιτητής έχει αποδείξει ότι έχει επαρκές συμφέρον για να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα.»

 

 

Σχετική με τη νομιμοποίηση του αιτούντα για προνομιακό ένταλμα είναι και η υπόθεση BOUKO, Πολιτική Έφεση Αρ. 126/2020 ημερομηνίας 18/12/2020 στην οποίαν αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Συναφώς, κριτήριο για τη νομιμοποίηση υποβολής αίτησης για ένταλμα certiorari είναι το επαρκές συμφέρον στο θέμα, στο οποίο αναφέρεται η αίτηση (IRC v. National Federation of Self-Employment and Small Business Ltd [1981] 2 All E. R. 93, Attorney-General Independent Broadcasting Authority [1973] QB 629].  Το δικαίωμα καλύπτει κάθε παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο (any person aggrieved) (Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 42).  Στην Ηλία (Αρ. 1)(1995) 1 ΑΑΔ 497 και  στην Zhigachov (ανωτέρω) αναγνωρίστηκε η δυνατότητα παρέμβασης μη διαδίκου, νοουμένου ότι αυτός έχει τέτοιο επαρκές συμφέρον, δηλαδή επηρεάζονται άμεσα και προσωπικά τα συμφέροντα του από το αντικείμενο της αίτησης.»

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω είναι κατάληξη μου ότι τα δεδομένα της υπόθεσης, όπως τέθηκαν ενώπιον μου και σημειώνω πιο πάνω,  δεν νομιμοποιούν τον Αιτητή  στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης.

 

Ως εκ της απόφασης μου αυτής η εξέταση της ουσίας της αίτησης παρέλκει.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                          Α.  Πούγιουρου, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο