ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A94
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 222/2020)
11 Μαρτίου 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 19, 22, 29, 30 ΚΑΙ 31 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/60) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 155.4, 163 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018).
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ELENA BABOYNNIKOVA, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΩΜΗ, ΟΔΟΣ XXX XXX, ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/6/2020 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 256/2004, ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΤΑΙ ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΤΟ ΠΟΣΟ ΠΟΥ ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΑΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΗΣ ΕΝΤΟΣ 45 ΗΜΕΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΙΣΤΩΤΗ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΠΙΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΕΞΟΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ ΖΗΤΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΤΗΤΑ.
--------------
Ν. Βαρωσιώτου (κα) για Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
--------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση του Εφεσείοντα για άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση, μεταξύ άλλων, προνομιακού εντάλματος certiorari για την ακύρωση διαταγμάτων που εκδόθηκαν εναντίον του.
Ο Εφεσείοντας, διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του, καταχώρισε το 2006 αγωγή για ιατρική αμέλεια σε σχέση με το θάνατο της, που απορρίφθηκε το 2014, με τα έξοδα να επιδικάζονται εναντίον της περιουσίας της. Κατά της απορριπτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση, που εκκρεμεί. Η περιουσία της αποβιωσάσης συνίστατο σε χρηματικά ποσά που συμποσούνταν σε $51.278,53 σε πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς, όπως αποκάλυπτε απογραφή που καταχωρίστηκε το 2010. Ωστόσο, δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο ποσό όταν την 16.10.2019 ο δικηγόρος του επιτυχόντος εναγόμενου ιατρού εμφανίστηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, στα πλαίσια της διαχείρισης και ήγειρε ζήτημα σε σχέση με την πληρωμή των υπέρ του πελάτη του επιδικασθέντων εξόδων. Στους ενδιάμεσους λογαριασμούς που καταχωρίστηκαν την 19.9.2019 αναφερόταν ότι: «Τα πιο πάνω χρήματα δεν μεταβιβάστηκαν σε οποιοδήποτε κληρονόμο αλλά διατέθηκαν κατά καιρούς σε όλους τους κληρονόμους οι οποίοι τα χρησιμοποίησαν για προσωπικούς λόγους έκαστος για αγορές και εξοφλήσεις οφειλών και πληρωμών που εκκρεμούσαν.» Προς επίρρωση της θέσης του Εφεσείοντα ότι τα ποσά είχαν διατεθεί στους κληρονόμους πριν την καταχώριση της αγωγής, παρουσιάστηκαν καταστάσεις των τραπεζικών λογαριασμών της αποβιωσάσης που καταδείκνυαν ότι αυτοί έκλεισαν την 30.11.2004.
Το κατώτερο Δικαστήριο αφού άκουσε και τη θέση του Εφεσείοντα και του εγγυητή του, εξέδωσε την 29.6.2020 απόφαση με την οποία έκρινε ότι ο Εφεσείοντας είχε παραβιάσει τα καθήκοντα του ως διαχειριστής της περιουσίας με αποτέλεσμα τη διασπάθιση της προς όφελος των κληρονόμων, περιλαμβανομένου και του ιδίου, σε βάρος του πιστωτή. Έκρινε ότι ήταν «προσωπική υποχρέωση του διαχειριστή να επιστρέψει τα χρήματα που διένειμε στη διαχείριση ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη αυτής και μετά να ακολουθήσει διανομή ανάλογα με το μερίδιο εκάστου κληρονόμου». Σε αυτή τη βάση διέταξε τον Εφεσείοντα να επιστρέψει το ποσό που εισέπραξε από τους λογαριασμούς εντός 45 ημερών. Περαιτέρω, διάταξε ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ο πιστωτής θα είχε το δικαίωμα να προχωρήσει με τη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον του Εφεσείοντα προσωπικά. Εναντίον του τελευταίου προσωπικά επιδίκασε και τα έξοδα για την «εκδίκαση του ζητήματος».
Ήταν η βασική θέση του Εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε ενεργήσει καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών και της δικαιοδοσίας του, στη βάση ότι δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που να δίνει εξουσία στο Δικαστήριο της διαχείρισης να επιληφθεί τέτοιου ζητήματος και αυτό δεν μπορούσε να αποδώσει τις θεραπείες που χορήγησε.
Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε για δύο λόγους. Όπως διαπίστωσε ο αδελφός Δικαστής, δεν επρόκειτο για περίπτωση εξόφθαλμης έλλειψης δικαιοδοσίας και κατάδηλης πλάνης περί το νόμο, ώστε να μπορούσε να ενεργοποιηθεί η εξαιρετική δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος certiorari και επομένως να χορηγηθεί προς τούτο άδεια για την καταχώριση σχετικής αίτησης. Σε κάθε περίπτωση εφόσον υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, η καταχώριση έφεσης, που δεν είχε καταδειχθεί ότι δεν προσφερόταν στην περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη ότι θα μπορούσε να ζητηθεί και αναστολή εκτέλεσης των διαταγμάτων εκκρεμούσας της έφεσης, δεν αναδεικνύονταν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση της άδειας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλονται ως εσφαλμένες άλλες τρεις επιμέρους αποφάσεις του. Ότι υπήρχε στη διάθεση του Εφεσείοντα το εναλλακτικό μέσο της έφεσης, ότι η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου αφορά και στην περίπτωση όπου το ζήτημα αφορά στην έλλειψη δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου και ότι δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις.
Η θέση ότι είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση εδράζεται στη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε έλλειψη δικαιοδοσίας και υπερέβηκε την εξουσία του εκδίδοντας τα επίδικα διατάγματα. Η διαδικασία που ακολούθησε είναι άγνωστη και ανύπαρκτη στο κυπριακό δίκαιο και δεν έγινε επίκληση κάποιου νόμου ή κανονισμού στον οποίο να βασίστηκε το κατώτερο Δικαστήριο. Αυτό που στην ουσία υποστηρίζει ο Εφεσείοντας, είναι ότι η τυχούσα προσωπική του ευθύνη θα μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο στα πλαίσια αγωγής εναντίον του από τον πιστωτή της περιουσίας της αποβιωσάσης και όχι στα πλαίσια της διαχείρισης και μάλιστα χωρίς να έχει καταχωριστεί οιαδήποτε αίτηση. Θα έπρεπε, αναφέρει, να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία, στα πλαίσια αγωγής, κατά την οποία θα είχε το δικαίωμα να ακουστεί.
Τόσο ενώπιον του κατώτερου και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον μας, έγινε αναφορά στη xxx Βασιλείου προσωπικά και/ή υπό την ιδιότητα του ως Διαχειριστής της περιουσίας του Περικλή Δημητρίου ν. xxx Βρόντη, Πολ. Έφ.12/2011, ημερ.20.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:A769. Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αυτή για να υποδείξει ότι ο διαχειριστής περιουσίας αποβιώσαντα μπορεί να βρεθεί προσωπικά υπόλογος να αποζημιώσει τρίτους για ζημιές που υπέστησαν για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως διαχειριστής.
Η βάση για τη διαπίστωση τέτοιας ευθύνης πηγάζει από το νόμο. Το άρθρο 31 του περί Διαχείρισης Κληρovoμιώv Απoθαvόvτωv Νόμoυ, Κεφ.189, επιβάλλει, τηρουμένης άλλης νομοθετικής πρόνοιας, στο διαχειριστή περιουσίας αποβιώσαντα τα καθήκοντα τα oπoία επιβάλλovται σε εκτελεστή διαθήκης από τo κoιvoδίκαιo και από τις αρχές τoυ δικαίoυ της επιείκειας.[1] Δεν ήταν, όμως, αυτό το κρίσιμο ερώτημα. Ούτε αμφισβητείται ότι ο διαχειριστής περιουσίας αποβιώσαντος μπορεί να καταστεί προσωπικά υπόλογος για να αποζημιώσει πιστωτή της περιουσίας που διαχειρίζεται. Το κρίσιμο ερώτημα αφορούσε στην εξουσία προς διαπίστωση τυχών τέτοιας ευθύνης.
Το Εφετείο δεν καλείται να αποφανθεί κατά πόσο προσωπική ευθύνη διαχειριστή περιουσίας αποβιώσαντος έναντι πιστωτή της περιουσίας δεν μπορούσε να διαπιστωθεί στα πλαίσια της διαδικασίας της διαχείρισης. Αυτό θα το αποφασίσει πρωτόδικα ο αδελφός Δικαστής στην αίτηση με κλήση που θα καταχωριστεί, στην περίπτωση που το Εφετείο κρίνει ότι η άδεια έπρεπε να είχε δοθεί και την δώσει. Αυτό στο οποίο καλούμαστε να αποφανθούμε, είναι κατά πόσο καταδεικνυόταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ότι το Δικαστήριο της διαχείρισης, που έκρινε το ζήτημα με τον τρόπο που αυτό έγινε στην ενώπιον του διαδικασία, υπερέβηκε την εξουσία του, αποφασίζοντας ζήτημα που δεν είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει και με τον τρόπο που το αποφάσισε. Στην ουσία, κατά πόσο προέκυπτε εκ πρώτης όψεως ότι η τυχoύσα ευθύνη του Εφεσείοντα θα μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο μέσα από αγωγή εναντίον του.
Η απάντηση είναι καταφατική. Η διάθεση της περιουσίας εσφαλμένα, έτσι ώστε πιστωτής της να παραμείνει ανικανοποίητος, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην απόδοση προσωπικής ευθύνης στο διαχειριστή να τον αποζημιώσει. Επομένως, η διεξαγωγή δίκης προβάλλει, εκ πρώτης όψεως, απαραίτητη διαδικασία για την επίλυση του ζητήματος (βλ. Williams, Mortimer and Sunnucks, "Executors, Administrators and Probate", 21st Ed., Sweet & Maxwell, 2018, ειδικά τα Κεφάλαια 52: "The Liability for a Representative's Own Acts", 62: "Judgements Against Representatives" και 78: "Refunding, Following, Tracing and Subrogation" και Α. Κ. Αιμιλιανίδης, "Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο", Hippasus, 3η Έκδ., 2015, 230-232, "Εξουσίες και Καθήκοντα Προσωπικών Αντιπροσώπων"). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Θα πρέπει, κατ' ακολουθία, να εξετάσουμε κατά πόσο, υπήρχε στη διάθεση του Εφεσείοντα άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο και στην περίπτωση που η απάντηση είναι θετική, κατά πόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση της σχετικής άδειας (Νικολάου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422, 1425-6). Αυτό μας οδηγεί και στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.
Η πρώτη επιμέρους διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή υπήρχε στη διάθεση του Εφεσείοντα το εναλλακτικό μέσο της έφεσης, δεν προσβάλλεται ως εσφαλμένη στην αγόρευση των δικηγόρων του, που περιορίζονται στην αποτελεσματικότητα της έφεσης, δεδομένου ότι ο Εφεσείοντας διατασσόταν να επιστρέψει τα χρήματα που διένειμε στη διαχείριση μέσα σε 45 μέρες. Όπως εύστοχα υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το οποίο συμφωνούμε, ο Εφεσείοντας θα μπορούσε να αποταθεί για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης εκκρεμούσας της έφεσης, ώστε να μην ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τα ποσά, μέχρι που να αποφασιστεί κατά πόσο ορθά διατάχτηκε έτσι.
Η δεύτερη επιμέρους διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν επίσης ορθή. Η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου αφορά και στην περίπτωση όπου το ζήτημα αφορά στην έλλειψη δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου. Οι δικηγόροι του Εφεσείοντα, υποστηρίζοντας την αντίθετη θέση τους, παρέπεμψαν σε αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία, παραβλέποντας την επί του προκειμένου προσέγγιση της κυπριακής νομολογίας (Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ Α.Α.Δ.1535, 1541-2, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1Α Α.Α.Δ. 878, 887-90, Καμηλάρης (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1001,1005-6 και Αίτηση των Junport International Limited, Πολ. Έφ.321/2018, ημερ. 2.4.2018).
Επομένως, δεδομένης της δυνατότητας καταχώρησης έφεσης και αναστολής ακόμα της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της, θα πρέπει να διαπιστώσουμε κατά πόσο συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αυτό εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 49 και xxx Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31, 36-7).
Στην xxx Παπακόκκινου γίνεται επίκληση της R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257, όπου κρίθηκε πως ήταν τόσο σοβαρή η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε αρνηθεί να επιτρέψει στην αιτήτρια, ως διάδικο, να χειριστεί την υπόθεση της αυτοπροσώπως, ουσιαστικά απαγορεύοντας της να υποβάλει, με τον τρόπο που επιθυμούσε, τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως είχε δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 30.3(β) του Συντάγματος. Κατ' επίκληση της Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, 1224, όπου τονίστηκαν οι επιπτώσεις από την αποστέρηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30 του Συντάγματος, αποφασίστηκε ότι η φύση του θέματος που εγειρόταν και οι προεκτάσεις του, σε συνάρτηση και με τη θέση πως η αντίθεση της υπό αναθεώρηση ενδιάμεσης απόφασης προς τις νομικές διατάξεις που το διέπουν ήταν έκδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου, δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της εξέτασης της ουσίας της αίτησης.
Καταλήγουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση, η απόδοση προσωπικής ευθύνης στον Εφεσείοντα με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, εκ πρώτης όψεως εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου απόδοσης αστικής ευθύνης, που είναι η εκδίκαση αγωγής, διαδικασία που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα του Εφεσείοντα ως διαδίκου, τεκμηριώνει, για σκοπούς του σταδίου αυτού της διαδικασίας, εξαιρετικές περιστάσεις. Στην έκταση αυτή επιτυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Παρέχεται κατ' ακολουθία άδεια στον Εφεσείοντα να καταχωρήσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari ως το (Α) της Αίτησης του. Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε πέντε μέρες και να επιδοθεί στην πλευρά του πιστωτή. Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με τον αδελφό Δικαστή που θα την εκδικάσει.
Τα έξοδα θα είναι στην πορεία της αίτησης με κλήση.
Π. Παναγή, Π.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] «31.-(1) Εκτελεστής έχει τις εξoυσίες oι oπoίες παρέχovται σε αυτόv και υπέχει τα καθήκovτα τα oπoία επιβάλλovται σε αυτόv από τo κoιvoδίκαιo (common law) και από τις αρχές τoυ δικαίoυ της επιείκειας (equity) τηρoυμέvης oπoιασδήπoτε άλλης πρόvoιας η oπoία έγιvε ή θα γίvει από oπoιoδήπoτε vόμo της Δημoκρατίας.
(2) Κάθε πρόσωπo στo oπoίo χoρηγείται η διαχείριση της κληρovoμιάς απoθαvόvτoς πρoσώπoυ έχει, τηρoυμέvωv τωv περιoρισμώv πoυ αvαφέρovται στo παραχωρητήριo, τα ίδια δικαιώματα και υπoχρεώσεις και είvαι υπόλoγoς κατά τov ίδιo τρόπo ωσάv vα ήταv o εκτελεστής τoυ απoθαvόvτoς.»