ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σάντης, Νικόλας Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον αιτητή. Χρ. Πλαστήρα (κα) μαζί με Ειρ. Οικονομίδου (κα), για τη Δημοκρατία CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-03-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY MOHAMMAD ALTΟRK ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 20/2021, 8/3/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D80

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 20/2021

 

8 Mαρτίου, 2021

 

[Ν.Γ.ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

 

αναφορικα με το αρθρο 155.4 του συνταγματοσ και τα αρθρα 3 και 9 του περι απονομησ τησ δικαιοσυνησ (ποικιλαι διαταξεισ) νομου του 1964 (ν.33/1964)

και

αναφορικα με τον περι ανωτατου δικαστηριου (δικαιοδοσια εκδοσησ ενταλματων προνομιακησ φυσεωσ) διαδικαστικο κανονισμο του 2018

και

αναφορικα με την αιτηση toy xxx xxx mohammad altοrk για την εκδοση εντάλματος habeas corpus

και

αναφορικα με το συνταγμα τησ κυπριακησ δημοκρατιασ, τον περι δικαστηριων νομο 14/60, των περι απονομησ τησ δικαιοσυνησ (ποικιλαι διαταξεισ) νομων του 1964 μεχρι 1991, την ευρωπαϊκη συμβαση για την προασπιση των ανθρωπινων δικαιωματων, τον χαρτη θεμελιωδων δικαιωματων τησ ε.ε., τον περι προσφυγων νομο, και την οδηγια 2013/33/εε σχετικα με τισ απαιτησεισ για την υποδοχη των αιτουντων διεθνη προστασια

και

 

αναφορικα με την κυπριακη δημοκρατια μεσω

1. αρχηγου αστυνομιασ

   2. υπουργου εσωτερικων

δια του γενικου εισαγγελεα τησ δημοκρατιασ

 

και

 

οι οποιοι παρανομα συνεχιζουν να εχουν υπο κρατηση ton xxx xxx mohammad altοrk κατα παραβαση του αρθρου 11 του συνταγματοσ τησ κυπριακησ δημοκρατιασ, του αρθρου 5(1) τησ ευρωπαϊκησ συμβασησ για την προασπιση των ανθρωπινων δικαιωματων, του αρθρου 6 του χαρτη θεμελιωδων δικαιωματων τησ ε.ε., του αρθρου 9στ του περι προσφυγων νομου και των αρθρων 8 και 9 τησ οδηγιασ 2013/33/εε σχετικα με τισ απαιτησεισ για την υποδοχη των αιτουντων διεθνη προστασια.

 

........

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον αιτητή.

Χρ. Πλαστήρα (κα) μαζί με Ειρ. Οικονομίδου (κα), για τη Δημοκρατία

 

........

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus ad subjiciendum διά του οποίου «. να κηρύσσεται η συνεχιζόμενη κράτηση του . υπό την ιδιότητα του ως αιτητής ασύλου από τις 03/06/2020 μέχρι και σήμερα ως παράνομη».

 

Η αίτηση ερείδεται - ανάμεσα σε άλλα - στο άρθρο 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/00 ο Περί Προσφύγων Νόμος»), στα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [Σχετικά με τις Απαιτήσεις για την Υποδοχή των Αιτούντων Διεθνή Προστασία](«η Οδηγία 2013/33/ΕΕ») και στα άρθρα 3 και 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΕΣΔΑ»).

 

Αποτελεί κοινό έδαφος - και το ιστορικό που ακολουθεί έχει τη σημασία του - πως ο αιτητής γεννήθηκε την 4.2.87 και κατάγεται από το Αμάν της Ιορδανίας. Αφίχθηκε παρανόμως στην Κύπρο μέσω του (έκνομου) αεροδρομίου της Τύμπου την 18.12.06. Την 30.4.07 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (στην ποινική υπόθεση 5654/07), τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 μηνών (για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή) και 2 μηνών (για είσοδο στην Δημοκρατία χωρίς τη συγκατάθεση του Λειτουργού Μετανάστευσης). Την 15.5.07 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, την οποία και απέσυρε την 28.6.07. Την επαύριον ( 29.6.07), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέδωσε ένταλμα απονομής χάριτος για τον αιτητή υπό τον όρο ο τελευταίος να εγκαταλείψει την Κύπρο με την αποφυλάκιση του και να παραμείνει εκτός αυτής για το υπόλοιπο της ποινής και πως αν επανερχόταν στην Κύπρο οποτεδήποτε κατά την ισχύν τού υπόλοιπου της ποινής, θα συλλαμβανόταν και φυλακιζόταν για να το εκτίσει. Την 2.7.07 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105. Την 6.7.07 ο αιτητής απελάθηκε για τη χώρα του. Την 20.8.07 τα στοιχεία του αιτητή καταχωρίσθηκαν στο «. stop list .», με την ένδειξη απαγορευμένος μετανάστης. Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού ημερομηνίας 2.10.09, ο αιτητής αφίχθηκε εκ νέου στην κατεχόμενη Κύπρο και στη συνέχεια εισήλθε παρανόμως στις ελεύθερες περιοχές όπου και άρχισε να διαμένει (παρανόμως και πάλιν). Την 4.3.09 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καταδίκασε τον αιτητή (στην ποινική υπόθεση 763/09), σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών (για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή), 18 μηνών (για κλοπή), 3 μηνών (για είσοδο στην Δημοκρατία χωρίς τη συγκατάθεση του Λειτουργού Μετανάστευσης), 5 μηνών (για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη), 2 ετών (για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή), 18 μηνών (για κλοπή) και 2 μηνών (για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή). Την 7.8.09 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέδωσε ένταλμα απονομής χάριτος για τον αιτητή (υπό σχεδόν απαράλλαχτους όρους όπως εκείνους που διέπαν το προειρημένο ένταλμα απονομής χάριτος ημερομηνίας 29.6.07). Την 5.10.09 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης του αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105, με τον αιτητή να απελαύνεται για τη χώρα του την 9.10.09. Κατά επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού ημερομηνίας 11.8.10, ο αιτητής εισήλθε ξανά παρανόμως στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (σε άγνωστη ημερομηνία). Την 10.3.10 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καταδίκασε τον αιτητή (στην ποινική υπόθεση 6372/10), σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 μηνών (για παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία) και 20 μηνών (για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη). Την 12.8.10 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης του αιτητή, ως το άρθρο 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105. Την 25.8.10 ο αιτητής αποφυλακίστηκε και απελάθηκε για τη χώρα του. Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού ημερομηνίας 4.2.13, ο αιτητής εισήλθε και πάλι παρανόμως στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (σε άγνωστη ημερομηνία). Ως διαφάνηκε, την 30.7.10 ο αιτητής έφθασε στην Κύπρο από το παράνομο αεροδρόμιο Τύμπου και την 1.9.11 βρέθηκε στην Λεμεσό. Την 8.11.11 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (στην ποινική υπόθεση 15991/11), σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών (για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη) και 6 μηνών (για παράνομη είσοδο στην Κυπριακή Δημοκρατία). Την 7.2.13 εκδόθηκε εναντίον του, διάταγμα κράτησης και απέλασης. Την 10.2.13 απελάθηκε για τη χώρα του. Την 11.3.20 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Την 18.3.20 τα στοιχεία τού αιτητή καταχωρίσθηκαν στο stop list με την ένδειξη όπως η έξοδος του από την Κύπρο απαγορευθεί κατόπιν οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Την 1.6.20 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καταδίκασε τον αιτητή σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με τριετή αναστολή (για το αδίκημα του παράνομου/απαγορευμένου μετανάστη), επιβάλλοντας σε αυτόν και ποινή προστίμου €750,00 (για κατοχή καννάβεως). Την 1.6.20 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή διάταγμα κράτησης για λόγους «. δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας τάξης .» δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου. Την 3.6.20 - με εκτέλεση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.6.20 - ο αιτητής συνελήφθη από μέλη της ΥΚΑΝ. Τη 19.6.20 ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) την Προσφυγή ΔΚ22/20 [M.I.M.L.T v Κυπριακής Δημοκρατίας], ως το Τεκμήριο 5 (στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση) και το ταυτόσημο Τεκμήριο 28 (στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση), προσβάλλοντας το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 1.6.20 («η Προσφυγή ΔΚ22/20»). Την 24.6.20 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διαβίβασε επιστολή προς την Υπηρεσία Ασύλου, καλώντας την όπως εξετάσει αμέσως το αίτημα του αιτητή για διεθνή προστασία. Την 20.7.20 το ΔΔΔΠ απέρριψε την Προσφυγή ΔΚ22/20. Δεν υποβλήθηκε έφεση από τον αιτητή. Την 5.10.20 ο αιτητής απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, αιτούμενος όπως αφεθεί ελεύθερος εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Την 23.10.20 αποφασίστηκε η συνέχιση της κράτησης του κατόπιν επανεξέτασης. Την 4.11.20 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έστειλε ξανά επιστολή στην Υπηρεσία Ασύλου ζητώντας την αυθωρεί εξέταση της αίτησης του αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημερομηνία (4.11.20), το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έστειλε επιστολή στον υπεύθυνο των Αστυνομικών Κρατητηρίων Λακατάμειας, ζητώντας πληροφόρηση για το αν υφίσταται γραπτή ή προφορική εισήγηση ή ενημέρωση από τον θεράποντα ιατρό του αιτητή για το αν ο τελευταίος μπορεί να παραμείνει κρατούμενος μέχρι την εξέταση τής αίτησης του για διεθνή προστασία ή παροχή άλλης πληροφορίας σχετικώς προς την αίτηση και τα προβλήματα υγείας που φαίνεται να έχει. Την 8.1.21 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή για διεθνή προστασία. Την 22.1.21 η Υπηρεσία Ασύλου ακύρωσε την απόφαση ημερομηνίας 8.1.21 (για απόρριψη τής αίτησης του αιτητή για διεθνή προστασία) και εξέδωσε νέα απορριπτική απόφαση που επιδόθηκε στον αιτητή την 15.1.21. Την 28.1.21 το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε αίτηση του αιτητή για δωρεάν νομική αρωγή. Την 9.2.21 ο αιτητής καταχώρισε στο ΔΔΔΠ την Προσφυγή 185/21 («η Προσφυγή 185/21»), προσβάλλοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 8.1.21 να απορρίψει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Η προσφυγή εκκρεμεί. Κατόπιν τούτων, ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα αίτηση την 15.2.21.

         

Είναι θέση του αιτητή, ως ικανώς αναπτύχθηκε από την κ. Χαραλαμπίδου, ότι η συνέχιση της κράτησης του για 9 τόσους μήνες (σήμερα) - χωρίς να ενημερώνεται περί των όποιων ενεργειών από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας για την επαλήθευση των λόγων κράτησης του και δίχως οι αρχές αυτές να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τις διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους αυτούς - είναι παράνομη αφού παραβιάζει τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αλλά και το άρθρο 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου. Υποστηρίζεται προσέτι, πως ο αιτητής δεν ενημερώθηκε για το αν θεωρείται ύποπτος για κάποιο αδίκημα αλλά και για το αν υπάρχει πρόθεση να του προσαφθούν αντίστοιχες κατηγορίες ώστε να προσκτηθεί δικαιωμάτων υπόπτου ή κατηγορούμενου προκειμένου να δυνηθεί να υπερασπισθεί αναλόγως. Περιπλέον, προτείνεται ότι η κράτηση του δεν συνδέεται (και δεν μπορεί να συνδεθεί) με τις περί ασύλου εκκρεμούσες διαδικασίες, ειδάλλως τούτη, θα ταυτιζόταν (αντινομικώς), αποκλειστικώς και μόνον με την ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου, με την κράτηση να είναι εν πάση περιπτώσει αδικαιολογήτως μακρά και ασύνδετη με όσα του προσάπτονται. Προσθέτως, η διάρκεια της κράτησης (ως ο αναφέρει αιτητής), είναι παράνομη και ως εκ της αντίθεσης της με τις διατάξεις του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, με αυτόν να μην γνωρίζει μέχρι σήμερα στη βάση ποιων εξαιρέσεων τού δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία (ως καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο) κρατείται, αλλά και για το ποιες ενέργειες λαμβάνονται από τις αρχές ως προς τούτο. για την υφιστάμενη κράτηση και εξακολούθηση της. Εκτός αυτών, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η (αυθαίρετη και απροσδιόριστης διάρκειας) κράτηση του, επισυμβαίνει σε χώρο που αφορά σε υπόδικους και όχι σε αιτητές ασύλου, με παρεπόμενο η διαβίωση του (στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λακατάμειας) - τα οποία «. έχουν ως σκοπό την κράτηση υπόπτων για χρονικό διάστημα λίγων ημερών .» - να μην του επιτρέπουν πρόσβαση σε εξωτερικούς χώρους και να του προξενούν δυσχέρεια, αφού τού «. αναλογεί πολύ μικρό εμβαδόν προσωπικού χώρου, χωρίς να κατηγορούμαι για οποιοδήποτε αδίκημα».

 

Η Δημοκρατία αντιτείνει, μεταξύ άλλων, ότι η κράτηση του αιτητή είναι νόμιμη και τέτοιας έκτασης που δεν υποδηλοί εγκατάλειψη της στόχευσης για την οποία τούτη διενεργείται, ή παραβίαση των δικαιωμάτων του αιτητή ως αυτά διαγράφονται από το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 9ΣΤ(7) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Μετά από την επιφύλαξη της απόφασης (την 19.2.21) και ύστερα από αίτημα της Δημοκρατίας (στο οποίο συναίνεσε ο αιτητής), η υπόθεση επανανοίχθηκε την 1.3.21 για να κατατεθούν κάποια (αποχαρακτηρισμένα πια) έγγραφα «. που αφορούν στην υπόθεση και για τα οποία έγινε λόγος στις αγορεύσεις» (ως δήλωσε επί τούτω η κ. Πλαστήρα). Ως εκ του επανανοίγματος και της κατάθεσης των εγγράφων (ως Τεκμήριο Α), έδωσα στα μέρη, άδεια καταχώρισης εκατέρωθεν συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων -την οποία εκμεταλλεύτηκε μόνον ο αιτητής (την 2.3.21) - για ενασχόληση εκεί και περιγραφή τής σημασίας των εγγράφων αυτών στα όσα κειμένως απασχολούν.

 

Εξέτασα με την προσήκουσα προσοχή τις εισηγήσεις και επιχειρήματα που ξεδίπλωσαν ενώπιον μου στις επιμελείς τους αγορεύσεις οι δικηγόροι, υπό το φως και της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας και νομολογίας (ημεδαπής, ενωσιακής και άλλης), σε συνάρτηση και με ό,τι τέθηκε διά της αίτησης, της ένστασης, των ένορκων δηλώσεων, της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του αιτητή και των κατατεθέντων τεκμηρίων.

 

Εν προκειμένω, το μεδούλι τού πράγματος σύγκειται στο κατά πόσον η κράτηση του αιτητή (από την 3.6.20) - και όχι «. για περίοδο 11 και πλέον μηνών .» (ως τούτος διισχυρίζεται στην παράγραφο 24 τής συμπληρωματικής του ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 2.3.11) - αντιμάχεται των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου το οποίο προβλέπει ότι η κράτηση «. έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)» (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Maloul, Πολ. Αίτ 177/20, ημ. 24.2.21).

 

Το άρθρο 9ΣΤ(1) του Περί Προσφύγων Νόμου απαγορεύει την κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας ως εκ της ιδιότητας του αυτής και μόνον (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με τον Jumayev, Πολ. Αίτ 129/20, ημ. 25.11.20).

 

Μολοντούτο, κατά το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του Περί Προσφύγων Νόμου, είναι εφικτό, εφόσον κρίνεται αναγκαίο (και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης), ο αιτητής να τεθεί υπό κράτηση ύστερα από γραπτό διάταγμα του αρμοδίου Υπουργού των Εσωτερικών όταν αυτό απαιτείται για προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Αlabdalla, Πολ. Αίτ. 129/19, ημ. 8.8.19), ECLI:CY:AD:2019:D542.

 

Κατά τις προβλέψεις του άρθρου 9ΣΤ(7)(α)(i) του Περί Προσφύγων Νόμου, η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (για έκδοση διατάγματος habeas corpus), οριοθετείται στη δυνατότητα ελέγχου τής διάρκειας κράτησης και όχι της νομιμότητας τού αφορώντος διατάγματος κράτησης (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Aίτηση του Μhammedi, Πολ. Αίτ. 126/19, ημ. 5.8.19, ECLI:CY:AD:2019:D344).

 

Η συνέχιση της κράτησης είναι κατ' αρχήν επιτρεπτή εκεί όπου κρίνεται απαραίτητη για ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες μπορεί να αφορούν, όπως εδώ, και στο υποβληθέν από τον αιτητή αίτημα διεθνούς προστασίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Αlabdalla, Πολ. Αίτ. 129/19, ημ. 8.8.19, ECLI:CY:AD:2019:D542, Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 126/2019, ECLI:CY:AD:2019:D344, ημ. 5.8.19, Αναφορικά με την Αίτηση του Abdelaziz, Πολ. Αίτ. 24/19, ημ. 12.3.19, ECLI:CY:AD:2019:D78, Αναφορικά με την Αίτηση του Aksu, Πολ. Αίτ. 113/14, ημ. 11.7.14), ECLI:CY:AD:2014:D518.

 

Είναι γεγονός ότι η Δημοκρατία κατέθεσε (μετά από το επανάνοιγμα της υπόθεσης), μερικά μόνο από τα έγγραφα που φέρεται να δομούν τον απόρρητο φάκελο εντός του οποίου περιέχονται πληροφορίες για τον αιτητή. Το γεγονός - μ' όλο που δεν έτυχε πραγμάτευσης από την δικηγόρο του αιτητή υπό αυτή τη γωνία - δεν προκαλεί οποιοδήποτε πρόσκομμα εντός της υπό συζήτησιν θεματικής (ενώ θα μπορούσε δυνητικώς να επιφέρει επιπτώσεις υπό αλλιώτικες καταστάσεις), αφού το υπόβαθρο επί του οποίου παρουσιάζεται να βασίστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες για να κατατάξουν τον αιτητή στην κατηγορία των ατόμων που κρατούνται για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας αναφέρεται (εκτός των όσων παρατέθηκαν και ως παραδεκτά γεγονότα ή και ως ισχυρισμοί στις ένορκες δηλώσεις) και στην Προσφυγή ΔΚ22/20. Κρίνω πρόσφορη την αυτούσια μεταφορά περικοπής από την περί ης ο λόγος απόφαση για να καταστεί εναργέστερη η εικόνα που προκύπτει:

 

« ...................................................

Σε άγνωστη ημερομηνία φαίνεται ότι ο αιτητής επανήλθε στην επικράτεια της Δημοκρατίας χωρίς άδεια αφού ανευρέθηκε από αστυνομικούς και συνελήφθηκε. Ενώ τελούσε υπό κράτηση, στις 11/3/20 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Μετέπειτα στις XX/XX/20 καταδικάστηκε για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη και για το αδίκημα κατοχής κάνναβης. Θα πρέπει να αναφερθεί πως στην υπόθεση του ΔΕΕ C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, ημερομηνίας 29/4/2004, σκέψη 67, λέχθηκε ότι «ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η χρήση ναρκωτικών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη μέτρων κατά των αλλοδαπών που παραβαίνουν τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C‑348/96, Calfa, Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψεις 22 έως 24).» 

Παρόλο που θέση του συνηγόρου του Αιτητή ήταν ότι έχουν παρέλθει αρκετά χρόνια από την προηγούμενη παραβατική συμπεριφορά του αιτητή, έχω θέσει και στον ίδιο το ζήτημα της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς του Αιτητή στο παρελθόν αλλά τονίζω ότι ακόμα και το 2020 εισήλθε στη Δημοκρατία χωρίς άδεια, γεγονός που δείχνει μη συμμόρφωση με τους όρους που τίθενται από τις αρμόδιες αρχές και γενικά απαξίωση για τους θεσμούς και κανονισμούς του κράτους. 

Πέρα των όσων ανέφερα πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη ότι υπέβαλε την αίτηση ασύλου ενώ τελούσε σε προφυλάκιση μετά από διαταγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, γεγονός που καταδεικνύει ότι πιθανόν η πράξη του αυτή να ήταν εκ των υστέρων ενέργεια και/ή καταχρηστική ώστε να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης από τις αρχές του κράτους και χωρίς να υπάρχει γνήσιος φόβος δίωξης στη χώρα του. Αναφέρω το γεγονός αυτό μόνο ενδεικτικά και εκ πρώτης όψεως, αφού ο παράγοντας του κατά πόσο αίτηση ασύλου θεωρείται προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική συνεκτιμάται μαζί με τα στοιχεία της συμπεριφοράς του αιτητή που ανέλυσα πιο πάνω, ώστε να δικαιολογείται η κράτηση του σύμφωνα και με την Κατευθυντήρια Οδηγία 4.1, παράγραφος 22. Φυσικά το αίτημα του θα αξιολογηθεί πλήρως από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία θα εκδώσει και τελική απόφαση επί του αιτήματος του, και όπως παρατηρώ από το διοικητικό φάκελο, έχει ήδη σταλεί επιστολή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ώστε να εξεταστεί άμεσα και κατά προτεραιότητα το αίτημα του αιτητή για διεθνή προστασία, αφού τελεί υπό κράτηση.

 ..................................................

Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων που έχω από το διοικητικό φάκελο και τα οποία είναι σε γνώση του αιτητή και στη βάση των συμπερασμάτων που εξήγαγα ως πιο πάνω αναφέρεται, τα απόρρητα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου δεν είναι απαραίτητα για συμπλήρωση της αιτιολογίας αφού η συμπεριφορά του αιτητή μέχρι σήμερα είναι τέτοια ώστε να δώσει έρεισμα και δικαιολογία στην έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι τα επιπρόσθετα απόρρητα στοιχεία που προσήγαγε η πλευρά των Καθ' ων η Αίτηση, δεν συμπληρώνουν αλλά προσθέτουν στην αιτιολογία της απόφασης για κράτηση του αιτητή.

...................................................

Από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή, η οποία διαφαίνεται διαχρονικά μέσα από τα στοιχεία που συμπληρώνουν τον διοικητικό φάκελο που τον αφορά, διαφαίνεται ότι είναι άτομο το οποίο παραβίασε κατ' επανάληψη στο παρελθόν το Νόμο της Κύπρου αλλά και όρους που του τέθηκαν από τα αρμόδια όργανα. Επίσης ακόμα και σήμερα, υπάρχουν στοιχεία που σκιαγραφούν ένα άτομο που είναι πρόθυμο και ικανό να διαπράξει αδικήματα. Το συμπέρασμα αυτό το εξάγω τόσο από τα απόρρητα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου όσο και από την πρόσφατη καταδίκη του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καθώς και από τις θέσεις που εκφράστηκαν κατά την ακρόαση της παρούσας προσφυγής από τους συνηγόρους του Αιτητή και της Δημοκρατίας. Λαμβάνω υπόψη ότι ο αιτητής συνεργάστηκε με την αστυνομία της Κύπρου, πλην όμως η συνεργασία του αυτή πιθανόν να τον θέσει σε ευμενέστερη μεταχείριση σε μελλοντικό χρόνο από τις αρμόδιες αρχές και δεν είναι στοιχείο αρκούντως σοβαρό για να υποσκελίσει όλα τα υπόλοιπα και να χαρακτηρίσει την κράτηση του ως μη κατάλληλο και αναλογικό μέτρο.

Παραπέμπω και στην απόφαση H.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Δ.Κ. 1/20, ημερ. 6/02/20 όπου το Δικαστήριο έχοντας ενώπιον του στοιχεία διοικητικού φακέλου που αφορούσαν καταδίκη προσώπου από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατέληξε ότι «Τα γεγονότα αυτά, τα οποία οδήγησαν και στην καταδίκη του, σκιαγραφούν άτομο το οποίο δεν έχει διάθεση να συνδράμει στην ομαλή και σύμφωνα με το Νόμο κοινωνική συμβίωση. Αντιθέτως, η συμπεριφορά του δείχνει άτομο έτοιμο να πάρει το Νόμο στα χέρια του γεγονός που υποδηλώνει την αρκούντως σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη».

Ο αιτητής αναζητεί προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία, διαπράττοντας ποινικό αδίκημα στο έδαφός της και παραβιάζοντας την μόνη υποχρέωση που έχει απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως αυτή η υποχρέωση καταγράφεται στο άρθρο 24 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, όπου καθορίζονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «24.-(1) Κάθε αιτητής διεθνούς προστασίας ή άλλου καθεστώτος βάσει του παρόντος Νόμου και κάθε δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή άλλου καθεστώτος βάσει του παρόντος Νόμου και κάθε μέλος οικογένειας προαναφερόμενου προσώπου οφείλει να υπακούει στο Σύνταγμα, στην πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία και στο δίκαιο της Δημοκρατίας.

(2) Δεν επιτρέπεται σε πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) να συμμετέχει σε δραστηριότητες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή τη δημόσια ασφάλεια ή τη συνταγματική τάξη ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας ή βλάπτουν ή είναι δυνατό να βλάψουν άλλως πως το δημόσιο συμφέρον.

(3) Πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε δραστηριότητες οι οποίες είναι αντίθετες προς τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή του διεθνούς δικαίου.

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω πως τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, με ικανοποιούν ότι η ποινική καταδίκη του αιτητή αποτελεί στοιχείο διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, εφόσον ο αιτητής παραβίασε το Νόμο και διαπιστώσω για τους λόγους που έχω αναφέρει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας που δεν είναι άλλο από την ομαλή συμβίωση των πολιτών του κράτους. Κατά την εισήγησή μου, προκύπτει πως ο κίνδυνος αυτός δεν θα μπορούσε να αποτραπεί με την χρήση των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, εφόσον η εφαρμογή τους δεν θα μπορούσε να αποτρέψουν τον κίνδυνο για την δημόσια τάξη.»

 

Τα αναφερθέντα στην Προσφυγή ΔΚ 22/20, ως εκ του ότι δεν εφεσιβλήθηκαν, περιβάλλονται πλέον και από το στοιχείο της τελεσιδικίας (βλ. κατ' αναλογίαν Αναφορικά με την Αίτηση του Maloul, Πολ. Αίτ. 48/20, ημ. 16.6.20, ECLI:CY:AD:2020:D193, Αναφορικά με την Αίτηση του Yal, Πολ. Αίτ. 202/19, ημ. 20.2.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Lakoud, Πολ. Αίτ. 182/19, ημ. 6.12.19), ECLI:CY:AD:2019:D510.

 

Τούτη η παράμετρος - μαζί με όσα άλλα υποδείχθηκαν πιο πριν - διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τα όσα αναπτύχθηκαν λόγου χάριν στην Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 4/20, ημ. 24.2.20, αλλά και από μερικές άλλες αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε η κ. Χαραλαμπίδου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Almuhana, Πολ. Αίτ. 28/20, ημ. 28.7.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Alsheiko, Πολ. Αιτ. 64/20, ημ. 9.7.20), όπου (στη βάση των εκεί ισχυόντων γεγονότων και περιστάσεων), εκδόθηκαν διατάγματα habeas corpus.

 

Κατ' ακολουθίαν, τα πιο πάνω απαρτίζουν τμήμα τού όλου της αξιολογήσιμης μαρτυρίας που αφορά στην κείμενη υπόθεση. Από πουθενά δεν φύεται ότι η μελέτη από το Δικαστήριο τού συνόλου των απόρρητων εγγράφων τα οποία κατέχονται από τη Δημοκρατία σε τέτοιες περιπτώσεις (δίχως μάλιστα να γίνεται και συγκεκριμένη υπόδειξη περί τούτου εκ πλευρά αιτητή) - συναποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για έγκριση (ή όχι) αιτημάτων τού είδους.

 

Δεν είναι ίσως και συμπτωματικό που η νομολογία, κατά κόρον, υπομιμνήσκει πως τέτοια αιτήματα αποφασίζονται αναλόγως των δικών τους πραγματικών γεγονότων και δεδομένων (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με τον Abdelmogheeth, Πολ. Αίτ 56/20, ημ. 15.9.20, ECLI:CY:AD:2020:D305, Αναφορικά με τον Mhammedi, Πολ. Αίτ 4/20, ημ. 24.2.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Αlabdalla, Πολ. Αίτ. 129/19, ημ. 8.8.19, ECLI:CY:AD:2019:D542, Αναφορικά με την Αίτηση του Ivanov, Πολ. Αιτ. 85/19, ημ. 3.7.19, Αναφορικά με την Αίτηση του Yusuf, Πολ. Αίτ 91/19, ημ. 20.6.19, ECLI:CY:AD:2019:D237, Αναφορικά με την Αίτηση του Τikov, Πολ. Αιτ. 63/19, ημ. 10.5.19).

 

Ούτως ή άλλως - και στην έκταση που μπορεί να απασχολήσει αυτή τη στιγμή - δεν εμπίπτει, ως υπογραμμίστηκε ήδη (με μνεία και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 126/19, ημ. 5.8.19), ECLI:CY:AD:2019:D344, στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου (πάντοτε εντός των διαδικαστικών παραμέτρων έκδοσης προνομιακού εντάλματος habeas corpus), η εκτίμηση των στοιχείων και πληροφοριών που οδήγησαν στην έκδοση τού διατάγματος κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας.

 

Τούτο - υπό τους περιορισμούς που θα αναπτυχθούν πιο κάτω - ας θεωρηθεί ότι απαντά και στα όσα ο αιτητής θεωρεί πως διευκρινίζει δίκην εκδοχής και ερμηνευτικής του στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 2.3.21, όπου προωθεί και το ότι οι εναντίον του κατηγορίες είναι κατασκευασμένες και τον στοχοποιούν λόγω των παλαιότερων καταδικών του «. ή για λόγους που μόνο η ΥΚΑΝ μπορεί να εξηγήσει .» και πως καμιά από τις τρεις (πρώην) απόρρητες επιστολές που αποκαλύφθηκαν (βλ. Τεκμήριο Α) «. δεν δικαιολογούν την θέση των αρχών ότι είμαι επικίνδυνος για την δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια .».

 

Η επικινδυνότητα του αιτητή και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών, απασχόλησαν στην προκειμένη περίπτωση τα αρμόδια σώματα, με τη νομιμότητα τού διατάγματος κράτησης να έχει ήδη κριθεί από αρμόδιο Δικαστήριο (στην Προσφυγή ΔΚ22/20).

 

Η Διοίκηση δεν υποχρεούται να παράσχει εξηγήσεις για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης προς προστασίαν της δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας. Ως θέμα γενικής αρχής, η αποτίμηση και στάθμιση των περί ων ο λόγος στοιχείων (ή και πληροφοριών), συναπαρτίζουν κατ' εξοχήν έργο και ευθύνη της Διοίκησης, με το Δικαστήριο να περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας τής όλης διαδικασίας in concreto (και όχι in abstracto), στον βαθμό, εννοείται, που η νομιμότητα της κράτησης μπορεί εκ των πραγμάτων να συσχετισθεί και προς την έκταση τού χρόνου κράτησης (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Μaloul, Πολ. Αίτ. 177/20, ημ. 24.2.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Alabdalla, Πολ. Αίτ. 3/20, ημ. 11.3.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 4/20, ημ. 24.2.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Αlabdalla, Πολ. Αίτ. 129/19, ημ. 8.8.19, ECLI:CY:AD:2019:D542, Fasel v Κυπριακής Δημοκρατίας, ΠΕ 236/15, ημ. 31.3.16, Khlaief v Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1402, 1408).

 

Προσθέτω, σε παρεμφερές μοτίβο, ότι στην Bekefi και Άλλων ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 42/13, ημ. 30.6.16, ECLI:CY:AD:2016:C317, τονίστηκε πως:

 

« Η έννοια της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας δεν ορίζονται στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Η δε έκταση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στον τομέα αυτό, επίσης παραμένει αόριστη και αδιευκρίνιστη. Προφανώς γιατί πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα εμπίπτοντα στη σφαίρα του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα περί της εισόδου και παραμονής ξένων υπηκόων στο έδαφος τους και που χρήζουν, συνήθως, καθορισμού σε ad hoc βάση. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατ' ουσία να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και αξίες (36/75 Rutili), οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος και τη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, όμως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς στο πλαίσιο της Ένωσης, αν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ.C-434/10, Petar Aladzhov v. Zamestnik director na Stolichna direktsia na vatreshnite raboti kam Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερομηνίας 17.11.2011), η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης».

 

Παρομοίως, στην Αναφορικά με την Αίτηση του Μaloul, Πολ. Αίτ. 177/20, ημ. 24.2.21, υπογραμμίστηκαν και αυτά:

 

« Το θέμα όμως δεν εξαντλείται μέχρι εδώ. Στην J.N. v. Staatssecretaris Van Veiligheld en Justitute, υπόθεση C-601/15 PPU ημερ. 15.2.2016 αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

"Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].

Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ' αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ' αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως."

.....................................................».

Όλα αυτά, διόλου δεν υπαινίττονται (με επίφαση πως εκπίπτουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τα όσα αφορούν στη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του αιτητή), ότι το παρόν Δικαστήριο πρέπει να μετατραπεί σε ένα τυπικώς επισφραγιστικό όργανο της Διοίκησης. Κάτι τέτοιο, θα αφαιρούσε, ανεπιτρέπτως, από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου (διά εξέτασης των απαραίτητων στοιχείων), του χρόνου κράτησης τού αιτητή, κάτι που φθάνει στον πυρήνα του προνομιακού εντάλματος habeas corpus (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 4/20, ημ. 24.2.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Haghilo ν Αρχηγού Αστυνομίας και Άλλου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2219, 2224). 

 

Στην ανά χείρας περίπτωση, η ατομική συμπεριφορά του αιτητή (ως εξάγεται και συνάγεται από τα ενώπιον μου στοιχεία), συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και προπαντός κατά της εσωτερικής/εξωτερικής ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι προβληθέντες λόγοι εκ πλευράς αρμοδίων υπηρεσιών δεν έχουν εισέτι μεταβληθεί, μιας και η πεμπτουσία τους εξακολουθεί να αφορά στη συνολική εικόνα που περιέγραψε και το ΔΔΔΠ στην Προσφυγή ΔΚ22/20 και που αντανακλά τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του αιτητή έναντι των νόμων και διαδικασιών τής Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

 

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης (και κατά τις αρχές της αναλογικότητας και όσων έτερων ασφαλιστικών δικλείδων ορίζονται από την προρρηθείσα νομοθεσία και νομολογία), η Κυπριακή Δημοκρατία ενήργησε (και ενεργεί), με εύλογη επιμέλεια, άνευ ιδιαίτερων καθυστερήσεων (καταλυτικών για τα δικαιώματα του αιτητή). Ακόμη - και χωρίς να έχει αυστηρώς και κατά κανόναν τέτοιο χρέος (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Almahmoud, Πολ. Αίτ. 128/20, ημ. 4.11.20, ECLI:CY:AD:2020:D378, Αναφορικά με την Αίτηση του Yal, Πολ. Αίτ. 202/19, ημ. 20.2.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Αlabdalla, Πολ. Αίτ. 129/19, ημ. 8.8.19), ECLI:CY:AD:2019:D542 - η Διοίκηση επανεξέτασε τα πράγματα την 23.10.20 και αποφάσισε τη συνέχιση της κράτησης του αιτητή (βλ. Τεκμήριο 30).

 

Το επεκτείνω.

 

H κατάσταση σε σχέση προς τον αιτητή, παρακολουθούνταν από τη Διοίκηση, και μετά από την επανεξέταση/Τεκμήριο 30, είτε διά προτροπών του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για ταχεία εξέταση της αίτησης του αιτητή για διεθνή προστασία, είτε με διερευνητικά διαβήματα για την υγεία του και την πιθανή επίδραση αυτής στην κράτηση του.

 

Η διάρκεια κράτησης τού αιτητή - μια και περί αυτής τώρα ο λόγος - δεν ήταν σε κανένα στάδιο αδικαιολόγητη και μηδέποτε κατέστη παράνομη. Δεν πέρασε χρονικό διάστημα τέτοιο που (συνολικώς αποτιμώμενο και με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης), να συνηγορεί υπέρ της αποδοχής των θέσεων του. Η συνέχιση της κράτησης του (από την 3.6.20), συνδέεται και με την ολοκλήρωση των διοικητικών (και νομικών) διαδικασιών - όπως η Προσφυγή 185/21 (που κατ' ενάσκησιν δικαιώματος καταχώρισε ο αιτητής την 9.2.21) - εν σχέσει προς το αίτημα του για διεθνή προστασία. Η Διοίκηση επιλήφθηκε αμέσως και εξέτασε το αίτημα ασύλου του. Μέχρι την τελική εκδίκαση της Προσφυγής 185/21, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί διάταγμα για απέλαση του αιτητή αφού τούτος θεωρείται ως αιτητής διεθνούς προστασίας. Υπό τούτο το πρίσμα, δεν μπορεί λελογισμένως να καταλογιστεί ευθύνη στη Δημοκρατία για τον χρόνο κράτησης τού αιτητή (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με τον Singh, Πολ. Αίτ. 172/20, ημ. 2.11.20, ECLI:CY:AD:2020:D376, Αναφορικά με τον Karimi, Πολ. Αίτ. 16/20, ημ. 26.2.20, ECLI:CY:AD:2020:D74, Αναφορικά με την Αίτηση του Μhammedi, Πολ. Αίτ. 126/19, ημ. 5.8.19, ECLI:CY:AD:2019:D344, Αναφορικά με την Αίτηση του Abdelmogheeth, Πολ. Αίτ. 95/19, ημ. 26.6.19, ECLI:CY:AD:2019:D243, Αναφορικά με την Αίτηση του Tikov, Πολ. Αίτ. 63/19, ημ. 10.5.19).

 

Επιπλέον, τίποτε δεν δικαιολογεί τη θέση τού αιτητή ότι κρατείται (δίχως άλλο και αυτομάτως), με βλέψη τη γενική πρόληψη και την προστασία «. της δημόσιας τάξης κατόπιν ποινικής καταδίκης πόσω μάλλον να διατηρούνται για περίοδο 8 μηνών και ενώ μάλιστα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν επέβαλε καν ποινή φυλάκισης στον αιτητή».

 

Κάθε άλλο.

 

Η ποινική καταδίκη (ή οι ποινικές καταδίκες) του αιτητή, συνθέτουν μέρος της εικόνας που συγκροτούν τα όσα τούτος λέγει πως αποτελούν την οπτική διά της οποίας τον αντικρίζει η Διοίκηση (πάντα με αναφορά στα επίδικα).

 

Δεν είναι μονάχα οι προηγούμενες καταδίκες του αιτητή που συνεκτιμήθηκαν (και συνεκτιμώνται) στην προκειμένη περίπτωση, αλλά το σύνολο της συμπεριφοράς του (και των στοιχείων που τη συνοδεύουν), αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι και οι κατ' επανάληψιν παράνομες είσοδοι του στην Κυπριακή Δημοκρατία κατόπιν αντίστοιχων απελάσεων του (ως λεπτομερώς εξετέθη ανωτέρω). Τούτο, ξεχωρίζει τα πράγματα από εκείνα στις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η κ. Χαραλαμπίδου, όπως οι Βaden-Württemberg v Tsakouridis (2010) EUECJ C-145/09-O και Bonsignore v "Oberstadtdirektor" (1975) ECR-00297 (με σχετική σε ό,τι συνδέεται με την τελευταία, την υποσημείωση 3, στη σελίδα 11 του περιγράμματος αγόρευσης τής συνηγόρου).

 

Η καταληκτική επιδίωξη τής κράτησης του αιτητή (και αν τούτο δικαιολογείται βάσει των εξελίξεων μετά το πέρας της Προσφυγής 185/21), θα είναι (κατά τα δεδηλωμένα εκ πλευράς Δημοκρατίας), η απέλαση του (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Tikov, Πολ. Αίτ. 63/19, ημ. 10.5.19, Αναφορικά με την Αίτηση του Khoshorauli, Πολ. Αίτ 1/19, ημ. 24.1.19).   

 

Απορρίπτω τις θέσεις του αιτητή για παραβίαση του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η κ. Χαραλαμπίδου επιχειρηματολόγησε αναφορικώς προς την παραβίαση του Άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ, λέγοντας ότι «. αφενός η κράτηση του ως αιτητή ασύλου δεν εμπίπτει σε κανένα λόγο από τον εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων στο δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, αφού ο αιτητής δεν κρατείται ούτε ως καταδικασθείς, ούτε ως ύποπτος για διάπραξη ποινικού αδικήματος (αφού έχει εκτίσει την ποινή του ήδη), ούτε και για σκοπούς απέλασης, αλλά συνεχίζει να κρατείται υπό την ιδιότητα του ως αιτητής ασύλου για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης».

 

Αποκλίνω.

 

Αντί άλλης ανάλυσης, θα περιοριστώ, με κάθε σεβασμό, σε επανάληψη των όσων αναφέρθηκαν στην Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 126/2019, ECLI:CY:AD:2019:D344, ημ. 5.8.19:

 

« Ως προς το ζήτημα που εγέρθηκε από την κα Χαραλαμπίδου ότι το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ δεν καλύπτει την περίπτωση κράτησης για σκοπούς εθνικής ασφάλειας, αποτελεί ζήτημα που αφορά τη νομιμότητα της κράτησης που δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, με αναφορά στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-601/15 PPU και κατέληξε ότι μέτρο κράτησης βάσει του άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικότερου ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Σημειώνεται ότι το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων προστασία, το οποίο προβλέπει για τις περιπτώσεις κράτησης αιτητών διεθνούς προστασίας, έχουν ενσωματωθεί στο άρθρο 9ΣΤ του Νόμου. Δεν προτίθεμαι όμως να προβώ σε περαιτέρω εξέταση του θέματος που εκφεύγει των θεμάτων που άπτονται της παρούσας προνομιακής διαδικασίας.

Η παραπομπή της κας Χαραλαμπίδου στις ακόλουθες δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ A and Others v. The United Kingdom (ανωτέρω) και Al-Jedda v. The United Kingdom (ανωτέρω), που, κατά την εισήγησή της, αφορούν τη διάρκεια της κράτησης για σκοπούς προστασίας της εθνικής ασφάλειας δεν την βοηθούν. Στην υπόθεση A and Others v. The United Kingdom, ανωτέρω, κρίθηκε ότι άτομα που κρατούνταν για παρατεταμένη διάρκεια για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς οποιαδήποτε προοπτική απέλασης, κρατούνταν κατά παράβαση του άρθρου 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ. Δεν θεωρώ ότι η υπόθεση εκείνη εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Εδώ η συνέχιση της κράτησης του αιτητή συνδέεται άμεσα με τους σκοπούς για τους οποίους διατάχθηκε εξ αρχής. Το γεγονός ότι, ενόσω δεν λήξει η προθεσμία για προσφυγή απαγορεύεται η απέλαση, δεν θεωρώ ότι καθιστά την κράτηση παράνομη. Ούτε και η Al-Jedda v. The United Kingdom βοηθά τον αιτητή. Εκεί, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι η απεριόριστη κράτηση από τις βρετανικές δυνάμεις ιρακινού πολίτη, ο οποίος θεωρείτο απειλή για την ασφάλεια του Ιράκ (εν προκειμένω για περισσότερο από τρία χρόνια), χωρίς να του προσαχθούν κατηγορίες, παραβίαζε το άρθρο 5(1) της ΕΣΔΑ. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι εκείνη η υπόθεση διαφοροποιείται και ως προς τα γεγονότα».

 

Τα περί παραβίασης του Άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ απορρίπτονται.

 

Το ίδιο - τηρουμένων των απαραίτητων αναλογιών - ισχύει και για τα περί παραβίασης των άρθρων 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, επί της οποίας, παρεμπιπτόντως, βασίζεται το άρθρο 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Maloul, Πολ. Αίτ 177/20, ημ. 24.2.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Jumayev, Πολ. Αίτ. 129/20, ημ. 26.11.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Almahmoud, Πολ. Αίτ. 128/20, ημ. 4.11.20, ECLI:CY:AD:2020:D378).

 

Το διασαφηνίζω.

 

Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Sahin, Πολ. Αίτ. 119/20, ημ. 7.10.20, ECLI:CY:AD:2020:D337, λέχθηκε ότι:

 

« Ο αιτητής κρατείται από την έκδοση του διατάγματος κράτησης για περίοδο 10 μηνών υπό την ιδιότητά του ως αιτητής ασύλου, ο οποίος κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη.

...................................................

Για να δικαιολογείται η κράτηση του αιτητή μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορό του, θα πρέπει να εξακολουθεί να θεωρείται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, με το βάρος απόδειξης να επωμίζεται η Δημοκρατία. Προς τούτο παρέπεμψε στις πρόσφατες αποφάσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Ismail, Πολιτική Αίτηση Αρ. 49/2020, ημερομηνίας 17.9.2020, Αναφορικά με την Αίτηση του Abdelmogheeth, Πολιτική Αίτηση Αρ. 56/2020, ECLI:CY:AD:2020:D305, ημερομηνίας 15.9.2020, Αναφορικά με την Αίτηση του Almuhana, Πολιτική Αίτηση Αρ. 28/2020, ημερομηνίας 28.7.2020, καθώς και την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ WM κατά Stadt Frankfurt am Main, C-18/19, ημερομηνίας 2.7.2020, όπου το ΔΕΕ ανέφερε τα ακόλουθα στις σκέψεις 42 - 44 και 46 - 47:

«42 Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν, κατ' ουσίαν, την ελευθερία να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, οι οποίες ενδέχεται να διαφοροποιούνται αναλόγως του κράτους μέλους και του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, εντούτοις οι απαιτήσεις αυτές, στο πλαίσιο της Ένωσης και ιδίως ως δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από υποχρέωση αποσκοπούσα στη διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών κατά την απομάκρυνσή τους από την Ένωση, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, με συνέπεια το περιεχόμενό τους να μην μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος χωρίς τον έλεγχο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 48).

43 Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60).

44 Όσον αφορά την έννοια της «δημόσιας ασφάλειας», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί να θίγεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή τον κίνδυνο σοβαρής διαταράξεως των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66). 45 Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, η απαίτηση περί πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, προκειμένου να θεμελιωθεί η μείωση ή η κατάργηση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως υπηκόου τρίτης χώρας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο προς δικαιολόγηση της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα ενόψει απομακρύνσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

45 ..

46 Επομένως, προσβολή της δημοσίας τάξεως ή ασφάλειας δύναται να δικαιολογεί την ενόψει απομακρύνσεως κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας σε σωφρονιστικό κατάστημα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115, μόνον εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).

47 Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης.»

Στην FMS κα κατά Orszagos, C-924/19 κα, ημερομηνίας 2.7.2020, που παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, το ΔΕΕ τόνισε τα ακόλουθα στις σκέψεις 263 και 265:

«263 Αντιθέτως, καμία διάταξη της οδηγίας 2013/33 δεν καθορίζει συγκεκριμένη προθεσμία πέραν της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να άρουν την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ενώ το άρθρο 9 της πρότασης οδηγίας [COM(2008) 815 τελικό] προέβλεπε ρητώς ότι η απόφαση για τη θέση υπό κράτηση έπρεπε να προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια της κράτησης, η απαίτηση αυτή δεν περιλαμβάνεται στο τελικό κείμενο της οδηγίας 2013/33.

265 Επομένως, το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33 δεν αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία θεωρείται αυτομάτως παράνομη, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος μεριμνά ώστε, αφενός, η κράτηση να διαρκεί μόνον για όσο διάστημα συντρέχει ο λόγος που τη δικαιολογεί και, αφετέρου, οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο αυτόν να διεξάγονται με επιμέλεια.»

Εν προκειμένω, ο αιτητής έχει κριθεί από Δικαστήριο στη Δημοκρατία ένοχος για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών. Η διάπραξη αυτών των αδικημάτων είναι που τον κατέστησαν απειλή για τη δημόσια τάξη της χώρας, στην οποία ο ίδιος επέλεξε να έρθει και να ζητήσει άσυλο. Πρόκειται δε για αδικήματα που διαπράχθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Οι υποθέσεις Ismail, Abdelmogheeth, και Almuhana, πιο πάνω, που με παρέπεμψε η κα Χαραλαμπίδου, διαφοροποιούνται ως προς τα γεγονότα. Σ΄ εκείνες τις υποθέσεις οι αιτητές θεωρήθηκαν ύποπτοι για θέματα εθνικής ασφάλειας και, παρά την κράτησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχαν γίνει ενέργειες για επαλήθευση του κινδύνου ή έστω ως προς το χρόνο τυχόν μελλοντικώς λήψης τέτοιων μέτρων. Εν προκειμένω, η καταδίκη του αιτητή για τα προαναφερθέντα αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν πρόσφατα, είναι που τον κατέστησαν απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο είναι κατά πόσο η διάρκεια της κράτησής του είναι παρατεταμένη. Σε τέτοιου είδους υποθέσεις απαιτείται η εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός του επιδιωκόμενου σκοπού που είναι η προστασία της δημόσιας τάξης και αφετέρου η βαρύτητα της επεμβάσεως στο δικαίωμα της ελευθερίας (J.N. σκέψη 69 και 70).

Ο αιτητής δεν ευρίσκεται σε διαδικασία απέλασης, εφόσον πρόκειται για αιτητή ασύλου όπου δεν είναι επιτρεπτή η απέλαση του προτού συμπληρωθούν οι διαδικασίες που αφορούν το αίτημά του. Η εισήγηση της κας Χαραλαμπίδου ότι, ακόμα και σε περίπτωση που απορριφθεί το αίτημά του για άσυλο από το ΔΔΔΠ, αυτός δε θα μπορεί να απελαθεί στην Τουρκία, διότι τυχόν απέλασή του θα συνιστά απαγορευμένη επαναπροώθηση, δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.

Εν προκειμένω, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο αιτητής, ως είχε δικαίωμα, αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία είναι ορισμένη στις 5.10.2020 για πρώτη εμφάνιση. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου οτιδήποτε που να υποδηλοί καθυστέρηση στην προώθηση της προσφυγής του που να δικαιολογεί την απόδοση της αιτούμενης θεραπείας. Εφόσον λοιπόν εκκρεμεί η διαδικασία ενώπιον του ΔΔΔΠ προς αμφισβήτηση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση και με δεδομένη τη νομιμότητα του διατάγματος καθώς και ότι ο συνολικός χρόνος κράτησης δεν είναι υπερβολικός σε συνάρτηση με τα ληφθέντα διαβήματα, θεωρώ ότι δεν μπορεί να του αποδοθεί η αιτούμενη θεραπεία σε αυτό το στάδιο.»

 

Οι θέσεις του αιτητή για παραβίαση των Άρθρων 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ απορρίπτονται.

 

Κάτι τελευταίο.

 

Οι εισηγήσεις της ευπαίδευτης δικηγόρου του αιτητή, ότι οι συνθήκες κράτησης του αιτητή στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λακατάμειας έχουν καταστήσει την «. παρατεταμένη .» κράτηση του παράνομη (κατά παράβασιν «. των ρητών διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου .»), δεν έχουν αρκούντως συνδεθεί με τα υπό κρίσιν (σε οποιαδήποτε έκφανση τους) και δεν μπορούν τουτέστιν να επιτύχουν (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Alabdalla, Πολ. Αίτ. 3/20, ημ. 11.3.20).

 

Σημειωτέον ότι η κράτηση τού αιτητή δεν καταδείχθηκε πως έχει ως συνέπεια την απαράδεκτη μίξη του με άλλους κρατούμενους τού κοινού δικαίου, ή υπό άλλες κατ' αρχήν, μη αποδεκτές συνθήκες (βλ. κατ' αναλογίαν, WM v Stadt Frankfurt am Main, Υπόθεση C-18/19 (2.7.20)).

 

Απορρίπτονται και αυτές οι προτάσεις τής συνηγόρου.

 

Εν κατακλείδι.

Δεν εντοπίζεται παραβίαση οιωνδήποτε των προταχθεισών από τον αιτητή νομοθετικών και άλλων προνοιών που συναποτέλεσαν το νομικό καθεστώς που διέπει την αίτηση.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/κβπ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο