ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D43
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2021
11 Φεβρουαρίου 2021
[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤON ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Μ.Ρ.Λ. ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ MANDAMUS ΚΑΙ PROHIBITION
KΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ-RULING ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΣ ΜΑΡΙΑΣ-ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΑΙΖΕΡ ΗΜΕΡ. 25/9/2020 ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΠΕΜΨΕΙ ΤΟ ΦΑΚΕΛΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 20/2008 ΜΕ ΚΛΙΜΑΚΑ €500.000 - €2.000.000, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΕΙΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΕΙ ΓΙΑ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΝΤΙΜΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7 ΚΑΙ 15(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ Ν. 23/90 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 22(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (14/1960)
_ _ _ _ _ _
Η αιτήτρια παρουσιάζεται προσωπικά.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, (για καταχώρηση της οποίας εξασφαλίστηκε με άδεια του Δικαστηρίου χρονική παράταση της προθεσμίας) επιζητείται άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ως ακολούθως:
1. Ένταλμα της φύσης MANDAMUS με το οποίο να διατάσσεται ο Πρωτοκολλητής του Οικογενειακού Δικαστηρίου όπως θέσει το Φάκελο της υπόθεσης αναφορικά με την Αίτηση της Μ.Ρ.Λ., Περιουσιακών Διαφορών με αριθμό 20/2008 ενώπιον του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στα πλαίσια της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών 20/2008, Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
2. Ένταλμα της φύσης MANDAMUS με το οποίο να διατάσσεται η έντιμη Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κα Μαρία-Χριστίνα Κάϊζερ όπως παραπέμψει το Φάκελο της υπόθεσης αναφορικά με την Αίτηση της Μ.Ρ.Λ., Περιουσιακών Διαφορών με αριθμό 20/2008 στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ώστε να αχθεί ενώπιον του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στα πλαίσια της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών 20/2008, Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
3. Ένταλμα της φύσης Prohibition για απαγόρευση συνέχισης εκδίκασης οιωνδήποτε Αιτήσεων, ή Διαδικασιών ή/και των Αιτήσεων ημερ. 31/7/2020 και 17/9/2020 ενώπιον της έντιμης Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κας Μαρίας-Χριστίνας Κάιζερ, στα πλαίσια της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών 20/2008, Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
4. Διάταγμα για αναστολή της εκδίκασης οιωνδήποτε Αιτήσεων, ή Διαδικασιών αφορούν, ή σχετίζονται στα πλαίσια της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών 20/2008, Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ενώπιον της έντιμης Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κας Μαρίας-Χριστίνας Κάιζερ, μέχρι την καταχώρηση, εκδίκαση και αποπεράτωση της αιτήσεως δια κλήσεως.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην έκθεση και ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση, στα πλαίσια της αίτησης αρ. 20/2008 (τεκμ. 2) περιουσιακών διαφορών, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση και διάταγμα στις 30/4/2013 (τεκμ. 3) από τον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Σύμφωνα με το τεκμ. 3 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ' ου η αίτηση (συζύγου της) για ποσό ύψους €1,000000 εκ των οποίων (α) ποσό €200,000 να καταβληθεί μέχρι τις 31.12.2013 και το υπόλοιπο €800,000 μέχρι 31.12.2014.
Εξεδόθη επίσης διάταγμα για μεταβίβαση επ' ονόματι της αιτήτριας ενός οικοπέδου.
Η απόφαση διαλαμβάνει και διάφορα άλλα διατάγματα προς ρύθμιση των περιουσιακών τους διαφορών.
Στα πλαίσια και προς το σκοπό εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας τέσσερις αιτήσεις, όπως αυτές περιγράφονται στην παρ. 4 της ενόρκου δηλώσεως της. Με αυτές επιζητούνται διάφορες θεραπείες όπως ακύρωση καταδολιευτικής μεταβίβασης ύψους €469,000 αίτηση για καταναγκαστική πώληση ακινήτων του καθ' ου η αίτηση συνολικής αξίας €380,000 και δέσμευση και πώληση μετοχών του καθ' ου η αίτηση σε διάφορες εταιρείες ύψους €123,000. Οι προαναφερθείσες αιτήσεις, τέθηκαν με το νέο δικαστικό έτος 2020-2021, ενώπιον της πρωτόδικου Δικαστού για εξέταση. Στις 25/9/2020 ηγέρθη από το δικηγόρο ο οποίος εκπροσωπούσε την αιτήτρια θέμα δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστή καθ' ότι τα επίδικα θέματα ήσαν άνω του ποσού των €100,000 και συνεπώς ξεπερνούσαν την κλίμακα την οποία Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει. Ζήτησε δε, όπως οι αιτήσεις τεθούν προς εκδίκαση ενώπιον Προέδρου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ιδίας ημερομηνίας (τεκμ. 13) απέρριψε το αίτημα, κρίνοντας ότι οι περιουσιακές διαφορές εκδικάζονται από πρωτόδικο Δικαστή ανεξάρτητα από τη φύση της αίτησης και ανεξάρτητα από το ύψος της επίδικης διαφοράς.
Ο Πρωτοκολλητής του Οικογενειακού Δικαστηρίου από τον οποίο ζητήθηκε με επιστολή ημερ. 29/9/20, να θέσει το φάκελο ενώπιον Προέδρου Οικογενειακού Δικαστηρίου, απάντησε με επιστολή του ημερ. 30/8/20 παραπέμποντας στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή.
Η αιτήτρια σήμερα ανέπτυξε τις θέσεις της επαναλαμβάνοντας όσα επικαλείται στην ένορκη δήλωση της και στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση. Θεωρεί, πως κατ' εφαρμογή του περί Δικαστηρίων Νόμου, η δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή ισχύει κατ' αναλογία και στο Οικογενειακό Δικαστήριο και συνεπώς καθίσταται εμφανές το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παρέπεμψε δε σε νομολογία για το ζήτημα της δικαιοδοσίας καθώς και για το δικαίωμα λήψης ταυτόχρονα διαφόρων μέτρων εκτέλεσης.
Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την απόφαση του στο άρθρο 3(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/1990) το οποίο αναφέρει
«3(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συγκροτούνται -
(α) σε Δίκη για διαζύγιο από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου 2 (Α) του Άρθρου 111 του Συντάγματος
(β) σε κάθε άλλη δίκη, από ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου:..»
Επεσήμανε δε, ότι με βάση το άρθρο 3(1)(α) μόνο σε αιτήσεις διαζυγίου, η σύνθεση του Δικαστηρίου είναι τριμελής (πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου και δυο δικαστές ως πάρεδροι του Δικαστηρίου). Σ΄όλες τις άλλες περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τη φύση της αίτησης και ανεξάρτητα από το ύψος της επίδικης διαφοράς, την υπόθεση επιλαμβάνεται ένας Δικαστής (τεκμ. 11).
Ενόψει τούτου, θεώρησε αβάσιμη τη θέση περί έλλειψης δικαιοδοσίας και έδωσε οδηγίες για την πορεία εκδίκασης των αιτήσεων.
Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης (Αναφορικά με την αίτηση της Junport International Limited κ.α. Πολ. Έφεση 321/2017 ημερ. 2/4/2018), ECLI:CY:AD:2018:A145. Εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, πρέπει να καταδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα, ότι εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα (Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535 και Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ. ν. Φιλίππου (2008) 1 ΑΑΔ 720). Αρχή η οποία ισχύει γενικά «ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα (Hellinger Trading Ltd (2000) 1 AAΔ 1965).
Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης (Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 127-128, Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Αίτηση αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020), ECLI:CY:AD:2020:D96 και τούτο διότι η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί στην ερμηνεία του σχετικού άρθρου 3(1) του Νόμου 23/1990 και έχει, βασιζόμενο σε αυτό, εκδώσει την απόφαση του, κρίνοντας την ύπαρξη δικαιοδοσίας και εκφράζει την ετοιμότητα του να εκδικάσει τις αιτήσεις. H οποία απόφαση, όπως ανωτέρω αναφέρεται, δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα αλλά με έφεση. Πέραν τούτου, δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να υποδεικνύουν την ανάγκη χρήσης του προνομιακού εντάλματος αντί της έφεσης.
Η ενέργεια του Πρωτοκολλητή να μην ανταποκριθεί στο αίτημα της αιτήτριας για να θέσει την υπόθεση (τις αιτήσεις) προς εκδίκαση ενώπιον Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, βασίστηκε στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία άμεσα συνδέεται, χωρίς να αποτελεί ξεχωριστή απόφαση. Με αποτέλεσμα η κρίση επί της πρωτόδικης απόφασης να συμπαρασύρει και την πράξη του Πρωτοκολλητή.
Συνακόλουθα, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Δ. Σωκράτους
Δ.
/Κας