ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANTONIS MOUZOURIS AND ANOTHER ν. XYLOPHAGHOU PLANTATIONS LTD. (1977) 1 CLR 287
Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 ΑΑΔ 309
Mαύρος Λάζαρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 2389
Oικονομίδου Tασούλλα Φ. ν. Ph. Economides Estates Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1145
Κώστα Χριστάκης ν. Ελένης Κώστα (2003) 1 ΑΑΔ 269
Halin Houssein ν. Naime Timour και ’λλων (2005) 1 ΑΑΔ 424
Sazen Fast Food Ltd ν. Χατζηνικόλα Λειβαδιώτη & Σία Λτδ και ’λλων (2006) 1 ΑΑΔ 472
Ονουφρίου Ανδρέας Μ. ν. Josephine Bye (2007) 1 ΑΑΔ 371
Mαυρονικόλα Mαρία ν. ’ντη Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293
Mιχαηλίδης Δρόσος ν. Margita Mιχαηλίδου Poliakova (Aρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 356
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2020:39
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/2019)
17 Δεκεμβρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
xxx ΒΛΑΜΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Μ. Βιολάρης, για τον Εφεσείοντα.
Αρ. Βρυωνίδης, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 16.6.2011 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο, μεταξύ άλλων, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσείοντα με τα ανήλικα τέκνα του Α. και Κ. Ειδικότερα, το διάταγμα, σε όση έκταση είναι σημαντικό για την παρούσα υπόθεση, προέβλεπε τα ακόλουθα:
«(α) Εκ περιτροπής, την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής το παρόντος διατάγματος, την Τετάρτη από η ώρα 3.15μ.μ. έως η ώρα 6.15.μ.μ. και από η ώρα 10.00π.μ. του Σαββάτου έως η ώρα 6.00μ.μ. της Κυριακής, με πρώτο Σάββατο εκείνο της 18ης Ιουνίου 2011 και τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του παρόντος διατάγματος τη Δευτέρα και την Πέμπτη από η ώρα 3.15μ.μ. έως η ώρα 6.15μ.μ. και ούτω καθεξής και εναλλάξ κάθε εβδομάδα.
.....................................
(δ) Την περίοδο των θερινών διακοπών, τον πρώτο χρόνο ισχύος του παρόντος διατάγματος, την περίοδο από η ώρα 3.15μ.μ. της 1ης Αυγούστου έως η ώρα 6.00μ.μ. της 10ης Αυγούστου και το δεύτερο χρόνο ισχύος του παρόντος διατάγματος, την περίοδο από η ώρα 3.15μ.μ. της 11ης Αυγούστου έως η ώρα 6.00μ.μ. της 21ης Αυγούστου και ούτω καθεξής και εναλλάξ κάθε επόμενο χρόνο.
Νοείται ότι όταν τα ανήλικα θα βρίσκονται με την Αιτήτρια σε σχέση με μια από τις πιο πάνω περιόδους, το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ' ου η αίτηση υπό στοιχείο (α) ανωτέρω αναστέλλεται για την περίοδο αυτή.
(ε) Κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου, από η ώρα 10.00π.μ. έως η ώρα 7.00μ.μ.
Η Αιτήτρια ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραδίδει στον και να παραλαμβάνει από τον Καθ' ου η αίτηση στον τόπο διαμονής της τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα τους τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται.
Ο Καθ' ου η αίτηση ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραλαμβάνει από και να παραδίδει στην Αιτήτρια στον τόπο διαμονής της τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα τους τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται.»
Στις 13.9.2018 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση παρακοής εναντίον της εφεσίβλητης λόγω ισχυριζόμενης παράλειψής της να συμμορφωθεί με το εν λόγω διάταγμα σε δεκαέξι περιπτώσεις από τις οποίες το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, παρέμειναν επίδικες μόνο έξι ημερομηνίες, ήτοι το Σάββατο 11.8.2018, η Πέμπτη 23.8.2018, η Τετάρτη 29.8.2018, το Σάββατο 1.9.2018, η Δευτέρα 3.9.2018 και η Πέμπτη 6.9.2018.
Συγκεκριμένα, για τις ημερομηνίες αυτές το παράπονο του εφεσείοντα, σύμφωνα με την ένορκή του δήλωση, έχει ως ακολούθως:
« i. Σάββατο 11/8/2019
Περί τις 15:15 βρισκόμουν έξω από το σπίτι της Καθ' ης η Αίτηση επί της οδού XXXXX 3 στη XXXXX με σκοπό να παραλάβω τους ανήλικους για να περάσουμε μαζί τις θερινές μας διακοπές. Βγήκαν από την οικία τόσο οι ανήλικοι όσο και η Καθ' ης η Αίτηση. Η Καθ' ης η Αίτηση ήξερε τι θα μου έλεγαν τα ανήλικα και έτσι ανέμενε από αυτούς να μου πουν το «ποιηματάκι» που τους έμαθε. Έτσι και έγινε. Ο μεγάλος μας υιός Α. με πολλή δυσχέρεια μου ανέφερε ότι «δεν μπορούν να έρθουν μαζί μου γιατί δεν υπέγραψα τις αιτήσεις που μου ζήτησε να υπογράψω η μητέρα τους» και ότι «θα μπορούν να έρθουν μαζί μου όταν υπογράψω κι εγώ».
Οι Αιτήσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο Α. αφορούν αιτήσεις εγγραφής/μετεγγραφής του στο Γυμνάσιο XXXXX - σχολείο άλλο από εκείνο της περιφέρειας στην οποία διαμένει η Καθ' ης η Αίτηση, πράγμα με το οποίο εγώ διαφωνώ.
Για τα ως άνω ενημέρωσα την ίδια ημέρα τον Αστυνομικό κ. Γ. Χ''Π. (PC Number ..) - Αστυνομικός Σταθμός XXXXX.
Επισυνάπτω και σημειώνω ως Τεκμήριο 4 επιστολή του Δικηγόρου μου προς τον Δικηγόρο της Αιτήτριας ημερ. 13 Αυγούστου 2018 το περιεχόμενο της οποίας ομιλεί από μόνο του.
....................................
xi. Πέμπτη 23/8/2018
Στις 10:00, ημέρα των γενεθλίων μου, βρισκόμουν έξω από την οικία της Καθ' ης η Αίτηση στη XXXXX για να παραλάβω τα ανήλικα σύμφωνα με τους όρους του Διατάγματος. Η Καθ' ης η Αίτηση βγήκε έξω από την οικία της αναμένοντας από τα ανήλικα να μου πουν το γνωστό ποιηματάκι - ότι δηλαδή δεν μπορούν να έρθουν μαζί μου γιατί ακόμα δεν υπέγραψα. Μόλις υπογράψω μου είπαν θα μπορούν.
Για τα ως άνω ενημέρωσα την ίδια μέρα τον αστυνομικό κ. Κ. Α. (PC Number ..) - Αστυνομικός Σταθμός XXXXX.
xii. Τετάρτη 29/8/2018
Στις 11:04 έλαβα το ακόλουθα μήνυμα (sms) στο κινητό μου τηλέφωνο: «Sou ipenthimizo oti 3:15pm ta mora tha vriskonte sto patriko mou k mboris na ta paralavis ap'eki, ap'eki diladi pou ta paralamvanes mexri tora.»
Απάντησα στο μήνυμα αυτό στις 11:06 ως ακολούθως: «Στις 15:15 θα είμαι στο σπίτι σου για να μου παραδώσεις τα μωρά, σύμφωνα με το διάταγμα».
Η Καθ' ης η Αίτηση δεν απάντησε.
Στις 15:15 μετέβηκα στην οικία της Καθ' ης η Αίτηση στη XXXXX. Δεν βρισκόταν εκεί ούτε η Καθ' ης η αίτηση όπως ούτε τα ανήλικα.
Στις 15:31 έστειλα το ακόλουθο μήνυμα (sms) στο κινητό τηλέφωνο της Καθ' ης η Αίτηση: «Περιμένω ακόμα έξω από το σπίτι σου για να μου παραδώσεις τα μωρά».
Απάντησε στις 15:32 με το ακόλουθο μήνυμα: «Sou xanastello to minima pou sou estila simera to proei. "Sou ipenthimizo oti 3:15pm ta mora tha vriskonte sto patriko mou k mboris na ta paralavis ap'eki, ap'eki diladi pou ta paralamvanes mexri tora».
Επισυνάπτω και σημειώνω ως Τεκμήριο 13 φωτογραφία της οθόνης του κινητού μου τηλεφώνου (screen shot) στην οποία φαίνονται τα πιο πάνω μηνύματα ως επίσης και η ώρα αποστολής τους.
Για τα ως άνω ενημέρωσα την ίδια ημέρα την αστυνομικό κα. ’. Χ. (PC Number ..) - Αστυνομικός Σταθμός XXXXX.
Xiii. Σάββατο 1/9/2018
Η ώρα 10:00 βρισκόμουν έξω από το σπίτι της Καθ' ης η Αίτηση στη xxx για να παραλάβω τα ανήλικα σύμφωνα με τους όρους του Διατάγματος. Από το σπίτι βγήκε τόσο η Καθ' ης η Αίτηση όσο και τα ανήλικα τα οποία μου επανέλαβαν ότι δεν μπορούν να έρχονται μαζί μου γιατί ακόμα δεν υπέγραψα. Μόλις υπογράψω μου είπαν θα μπορούν.
Η Καθ' ης η Αίτηση ακούμπησε στον τοίχο του σπιτιού της και έβγαλε φωτογραφίες. Ο Κ. (ο μικρός μου υιός) μου είπε ότι ο λόγος που με φωτογράφισε η μητέρα τους ήταν για να έχει απόδειξη ότι τους παραδίδει.
Για τα ως άνω ενημέρωσα την ίδια ημέρα τον αστυνομικό κ. Σ. Π. (PC Number ..) - Αστυνομικός Σταθμός XXXXX.
Ο κ. Π. τηλεφώνησε στην Καθ' ης η Αίτηση και μίλησαν. Του ανέφερε εξ' όσων μπόρεσα να καταλάβω, ότι τα ανήλικα είναι μεγάλα και ότι θέλουν εκείνα θα γίνεται και ότι εκείνη τα παραδίδει. Ο αστυνομικός της είπε ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και τη ρώτησε αν θα μου παραδώσει τα ανήλικα εάν πάω εκεί σε διάστημα 5 λεπτών. Του απάντησε ναι. Ο αστυνομικός μου είπε να πάω πίσω και εάν δεν μου τα παραδώσει να του τηλεφωνήσω/ενημερώσω στο ......
Πήγα πίσω όπου έγινε μια επανάληψη του τι έγινε η ώρα 10:00 (χωρίς τις φωτογραφίες). Τηλεφώνησα στον αστυνομικό και τον ενημέρωσα (η ώρα ήταν 10:39).
....................................
xv. Δευτέρα 3/9/2018
Στις 15:15 μετέβηκα στην οικία της Καθ' ης η Αίτηση στη XXXXX. Βγήκε έξω από την οικία της μαζί με τα ανήλικα τα οποία μου ανέφεραν ότι δεν μπορούν να έρθουν μαζί μου και ότι όταν υπογράψω θα έρθουν.
Για τα άνω ενημέρωσα την ίδια μέρα τον αστυνομικό κ. Γ. Α. (PC Number ..) - Αστυνομικός Σταθμός XXXXX.
Ο κ. Α. τηλεφώνησε στην παρουσία μου στην Καθ' ης η Αίτηση και μίλησαν. Του είπε, απ' ότι μπόρεσα να καταλάβω, ότι η ίδια είναι πρόθυμη να παραδώσει τα ανήλικα αλλά είναι τα ανήλικα τα οποία δεν έρχονται μαζί μου. Ο αστυνομικός την συμβούλεψε να παραδίδει τα παιδιά και την προέτρεψε να τους ζητήσει και η ίδια την επόμενη φορά στην παρουσία μου να έρθουν μαζί μου.
xvi. Πέμπτη 6/9/2018
Η ώρα 15:11 έλαβα μήνυμα (sms) από την Καθ' ης η Αίτηση - 4 δηλαδή λεπτά πριν την ώρα παραλαβής των ανήλικων στο οποίο μου ανέφερε τα ακόλουθα: «Sou ksanastello to minima pou sou estila kai ti deftera. Ta mora tha vriskonte sto patriko mou k mboris na ta paralavis ap'eki (3:15pm), ap'eki diladi pou ta paralamvanes mexri tora»
Σημειώνω ότι τη Δευτέρα (3/9/2018) δεν έλαβα οποιοδήποτε μήνυμα από την Καθ' ης η Αίτηση (βλ. Τεκμήριο 14).
Στις 15:15 έστειλα το ακόλουθο μήνυμα (sms) στο κινητό τηλέφωνο της Καθ' ης η Αίτηση: «Είμαι ήδη έξω από το σπίτι σου για να μου παραδώσεις τα μωρά, σύμφωνα με το διάταγμα».
Στις 15:15 βρισκόμουν ήδη έξω από την οικία της Καθ' ης η Αίτηση στη xxx όπως προνοεί το διάταγμα του Δικαστηρίου αλλά η Καθ' ης η Αίτηση δεν βρισκόταν εκεί να μου παραδώσει τα ανήλικα.
Στις 15:19 μου έστειλε το ακόλουθο μήνυμα: «Se exo enimerosi para polles fores oti tis tetartes kai pemptes ta pedia tha vriskonte sti xxx opou ta paralamvanes mexri tora».
Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως, πέραν του ότι τις περισσότερες φορές η εφεσίβλητη δεν ήταν παρούσα στην οικία της να παραδώσει τα παιδιά, στις περιπτώσεις που ήταν παρούσα τα παρακινούσε να του αναφέρουν ότι «δεν μπορούν» να πάνε μαζί του με σκοπό να πετύχει τον αλλότριο σκοπό της που ήταν να συναινέσει στο να εγγραφεί ο μεγάλος τους υιός στο σχολείο που η ίδια επιθυμούσε.
Η εφεσίβλητη - καθ΄ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση της ίδιας όπου προβάλλει τις δικές της θέσεις για τους λόγους που δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει επικοινωνία των παιδιών με τον εφεσείοντα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Παράλληλα, απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί εσκεμμένης και ηθελημένης παρεμπόδισης επικοινωνίας των παιδιών με τον πατέρα τους. Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της ένορκης της δήλωσης:
«3. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η παρούσα αίτηση έχει καθαρά εκδικητικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην δημιουργία περαιτέρω προβλημάτων σε μένα, λόγω της εμμονής του Καθ' ου η Αίτηση - Αιτητή να με εκδικηθεί.
4. Ειδικότερα, θα ήθελα να τονίσω την έντονη απαρέσκειά μου, εις το γεγονός ότι ο κ. Γ. Ν. μέσα από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του, ισχυρίζεται γεγονότα τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια, σε μια προσπάθεια παραπλάνησης του Σεβαστού Δικαστηρίου.
5. Είναι χαρακτηριστικό ότι προσπαθεί να παρουσιάσει μέσα από τα γεγονότα της δικής του Ένορκης Δήλωσης την εικόνα ότι ο λόγος που τα παιδιά του δεν επιθυμούν να επικοινωνούν μαζί του, οφείλεται στη δική μου επιθυμία όπως ο ανήλικός Α. φοιτήσει σε συγκεκριμένο σχολείο. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι παντελώς αναληθής και έκδηλα παραπλανητικός σε μια ύστατη προσπάθεια να δικαιολογήσει τη δική του απαράδεκτη και άστοχη συμπεριφορά του τόσο προς τον ανήλικο Α. όσο και προς τον ανήλικο Κ..
6. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Αιτητής στην παρούσα αίτηση, παραλείπει επιμελώς να αναφερθεί στα γεγονότα που είχαν προηγηθεί πριν τον Αύγουστο του 2018. Ειδικότερα παραλείπει να αναφέρει ότι ο ανήλικος υιός μας Α., από τα Χριστούγεννα του 2017 είχε εκδηλώσει την επιθυμία να φοιτήσει στο Γυμνάσιο XXXXX, αφού κατά τόπο ήταν το αντίστοιχο σχολείο σε σχέση με το δημοτικό σχολείο που φοιτούσε.
7. Δηλαδή με λίγα λόγια, ο ανήλικος Α. ζητούσε το αυτονόητο. Ζητούσε όπως εγγραφεί στο Γυμνάσιο που θα εγγράφονταν όλοι οι συμμαθητές του.
8. Αυτή την επιθυμία του προέβαλε έντονα τόσο σε μένα όσο και στον πατέρα του με τον οποίο είχε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία. Δυστυχώς, όπως εκ των υστέρων διεφάνει, ο Αιτητής ενώ προέβαινε σε υποσχέσεις προς τον ανήλικο Α. ότι όταν έρθει η ώρα της διαδικασίας εγγραφής στο εν λόγω Γυμνάσιο θα ενεργούσε ανάλογα, στην πραγματικότητα τον κορόιδευε νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο εκδικείται εμένα η οποία είχα αναφέρει ότι θα αποδεχόμουν την επιθυμία του υιού μας.
9. Αυτή η στάση του Αιτητή συνεχίστηκε μέχρι τη στιγμή που θα έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες διεργασίες για την εγγραφή του ανήλικου Α. στο γυμνάσιο.
10. Σαν μητέρα βλέποντας αυτή την αχρείαστη αντιπαράθεση που άρχισε να δημιουργείται μεταξύ του πατέρα και του υιού μας Α., αποτάθηκα αμέσως στο οικογενειακό δικαστήριο με την αίτησή μου 339/2018 (αντίγραφο επισυνάπτεται ως τεκμήριο 1) με σκοπό να επιτύχω την εγγραφή του ανήλικου Α. στο γυμνάσιο που επιθυμούσε.
11. Δυστυχώς ο πατέρας μέσω των δικηγόρων του εμφανίστηκε στη διαδικασία και έφερε ένσταση στο σχετικό αίτημα και έκτοτε ξεκίνησε μια προσπάθεια εκ μέρους μου μέσω του δικηγόρου μου να υπάρξει θετική κατάληξη στο θέμα ούτως ώστε να μην επηρεαστεί ο ψυχοσωματικός κόσμος του ανήλικου Α. (ο οποίος είχε ήδη κλονιστεί αρκετά) αναφορικά με τις σχέσεις του με τον πατέρα του.
12. Είναι λυπηρό να αναφέρω ότι ο τρόπος που αντιμετώπισε ένα πολύ απλό θέμα, ήταν παντελώς λανθασμένος και άστοχος με αποτέλεσμα και τα δυο παιδιά μας να μην επιθυμούν κατά τις καλοκαιρινές διακοπές του Αυγούστου του 2018 να έχουν οιανδήποτε επαφή με τον πατέρα τους. Έκτοτε τα παιδιά αντιμετώπιζαν το θέμα της επαφής με τον πατέρα τους αρνητικά παρόλες τις δικές μου συστάσεις για αποκατάσταση της σχέσης τους με τον πατέρα τους.
13. Από την άλλη αντί ο Αιτητής ως ενήλικας να αντιμετωπίσει το θέμα θετικά και να ενεργήσει εποικοδομητικά με τον ανήλικο Α., η μόνη του έγνοια ήταν να προβαίνει σε συστηματικές καταγγελίες προς την Αστυνομία θέλοντας να προσχεδιάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την καταχώρηση της παρούσας Αιτήσεως παρακοής, υλοποιώντας την απειλή που πάντοτε έλεγε προς εμένα, ότι θα προσπαθήσει να με εκδικηθεί και να με τιμωρήσει γιατί ποτέ δεν αποδέχτηκε ότι τον είχα απορρίψει και ζήτησα τη λύση του γάμου μας.
14. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και σήμερα ο Αιτητής να με παρακολουθεί παρόλο που έχουν παρέλθει πέραν των 7 ετών που υπήρξε η διάστασή μας και πέραν των 5 ετών που έχει εκδοθεί το διαζύγιό μας.
15. Ενόψει των πιο πάνω, απορρίπτω κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ότι δήθεν εσκεμμένα και ηθελημένα παρεμποδίζω την επικοινωνία των ανηλίκων με τον πατέρα τους και θέτω αυτόν εις αυστηράν απόδειξη των ισχυρισμών του.
16. Δυστυχώς ο Αιτητής, δεν έχει αντιληφθεί ότι ο ανήλικος Α. έχει μεγαλώσει και θα έπρεπε τα οποιαδήποτε ζητήματα δημιουργούνται μεταξύ του ιδίου και του υιού του να επιλύονται στα πλαίσια συζήτησης και συνεργασίας με τον ανήλικο αντί της στυγνής αντιπαράθεσης.
17. Υπενθυμίζω ότι η ανήλικος Α. φοιτά στην πρώτη τάξη του γυμνασίου και είναι αρκετά ώριμος για τη λήψη των δικών του αποφάσεων σε σχέση με το πιο πάνω θέμα.
18. Ενόψει των πιο πάνω είναι ξεκάθαρο ότι είναι με πολλή σεβασμό που αντιμετώπιζα και αντιμετωπίζω το διάταγμα του δικαστηρίου το οποίο για πολλά χρόνια ετηρείτο με θρησκευτική ευλάβεια και κατ' επέκταση απορρίπτω κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς τους οποίους προβάλλει ο Αιτητής στην αίτησή του περί δήθεν καταστρατήγησης εκ μέρους μου του ρηθέντος διατάγματος».
Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στα πλαίσια των ενόρκων δηλώσεων χωρίς να προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ούτε να αντεξεταστούν οι διάδικοι που καταχώρησαν ένορκες δηλώσεις. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω αμφιβολιών περί του ηθελημένου ή μη της καταστρατήγησης του διατάγματος εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Η απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. Συγκεκριμένα, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν μετατόπισε και δεν εναπόθεσε βάρος απόδειξης της αδυναμίας συμμόρφωσης στην εφεσίβλητη και εσφαλμένα δεν ακολούθησε τα αποφασισθέντα στην Ι.Μ. ν. Ρ.Μ. Έφεση Αρ. 19/2016, ημερ. 12.11.2018 (1ος λόγος έφεσης) και ότι, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία και παραγνώρισε στοιχεία που αποδείκνυαν ηθελημένη παρακοή και ένοχη διάνοια «mens rea» της εφεσίβλητης (2ος λόγος έφεσης).
Ο εφεσείων προβάλλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, με σχετικό του εύρημα, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη ήταν απούσα από τον τόπο διαμονής της για να παραδώσει τα ανήλικα στις 29.8.2018 και στις 6.9.2018, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη, ούτε σχολιάστηκε μέσω της ένορκής της δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση. Η δικαιολογία που προώθησε για την παραβίαση του διατάγματος περιορίστηκε στο ότι τα ανήλικα αρνούνται να έχουν επαφή με τον εφεσείοντα. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι από το μαρτυρικό υλικό το οποίο εξέτασε προβάλλει αβίαστα ότι οι διάδικοι, κατόπιν συνεννόησης, αποφάσισαν ότι ο τόπος από τον οποίο η εφεσίβλητη θα παρέδιδε τα ανήλικα θα ήταν το πατρικό της σπίτι και όχι ο τόπος διαμονής της, ως οι πρόνοιες του διατάγματος, το οποίο ουδέποτε τροποποιήθηκε, ούτε υπήρχε μαρτυρία ότι οι διάδικοι συμφώνησαν να το τροποποιήσουν. Συνεπώς, το εύρημα του Δικαστηρίου περί συνεννόησης και διαφοροποίησης του τόπου παράδοσης των ανηλίκων είναι εσφαλμένο.
Επιχειρηματολογώντας αρχικά για το δεύτερο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται πως η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 ΑΑΔ 269, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απουσία αντίκρουσης του ισχυρισμού του εφεσείοντα περί της απουσίας της από τον τόπο διαμονής της κατά τις δύο πιο πάνω ημερομηνίες, θα έπρεπε να εκληφθεί από το Δικαστήριο ως απόδειξη του συγκεκριμένου ζητήματος, σύμφωνα με την υπόθεση Genzyne Corporation v. Kayat Trading Ltd, Πολιτική Έφεση. αρ. 199/2014, ημερομηνίας 25.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A250. Η δε γενική δικαιολογία ότι τα ανήλικα δεν επιθυμούσαν επικοινωνία με τον πατέρα τους δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το καθήκον της εφεσίβλητης να είναι παρούσα την ημέρα και ώρα που διατάχθηκε από το Δικαστήριο να παραδίδει τα ανήλικα. Ούτε το γεγονός ότι η εφεσίβλητη όλες τις υπόλοιπες επίδικες ημερομηνίες ήταν παρούσα στον τόπο διαμονής της αποτελεί δικαιολογία. Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ.1) (2011) 1 ΑΑΔ 356, όπου κρίθηκε ότι αποτελεί ηθελημένη παραβίαση διατάγματος η μη παράδοση των παιδιών στον τόπο που καθορίζετο με το διάταγμα.
Επιχειρηματολογώντας για τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει πως σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτές οι πιο πάνω θέσεις του, εισηγείται πως ο εφεσείων έχει προσφέρει επαρκή μαρτυρία η οποία δικαιολογεί τη μετατόπιση του βάρους απόδειξης της αδυναμίας συμμόρφωσης στην εφεσίβλητη. Προς τούτο, παραπέμπει στην υπόθεση Ι.Μ. ν. Ρ.Μ. (πιο πάνω), την οποία λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε.
Η εφεσίβλητη δεν αντέκρουσε τη μαρτυρία, ούτε την απουσία της από τον τόπο διαμονής της στις 29.8.2018 και στις 6.9.2018, ούτε την αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι αυτή συμφώνησε την 1.9.2018 με τον αστυφύλακα Παντελή ότι θα παραδώσει τα ανήλικα. Συμφώνησε, δηλαδή, σύμφωνα με την εισήγηση, ότι η επικοινωνία των ανηλίκων με τον πατέρα τους αποτελούσε δική της απόφαση και μόνο. Από αυτά τα στοιχεία και μόνο δικαιολογείτο η μετατόπιση του βάρους απόδειξης στοιχειοθέτησης του λόγου μη συμμόρφωσή της του διατάγματος στην ίδια.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και εισηγήθηκε, με αναφορά σε νομολογία, πως στην παρούσα υπόθεση όπου υπάρχουν εκ διαμέτρου αντίθετοι ισχυρισμοί, θα έπρεπε η κάθε πλευρά να αποδείξει τους ισχυρισμούς της με θετική μαρτυρία. Λόγω δε της φύσης των υποθέσεων παρακοής, ο εφεσείων έχει το βάρος να αποδείξει την ηθελημένη παρακοή της εφεσίβλητης. Με βάση το μαρτυρικό υλικό που υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το οποίο περιοριζόταν στις ένορκες δηλώσεις των δύο πλευρών, δεν μπορούσε το Δικαστήριο να προβεί σε ασφαλή συμπεράσματα και, κατ΄ επέκταση, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε ευθύνη της εφεσίβλητης.
Το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60 το οποίο είναι δικαιοδοτικό άρθρο, προσδιορίζει την τιμωρία προσώπων για την παρακοή διαταγμάτων. Η Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθορίζει τις προϋποθέσεις για τεκμηρίωση αίτησης παρακοής. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293:
«Όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 750, το Αρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60), ως δικαιοδοτικό, προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη τιμωρία προσώπων, φυσικών ή νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων. Προϋπόθεση ενεργοποίησης της πιο πάνω δικαιοδοσίας είναι η τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που τίθενται με τις πρόνοιες της Δ.42 Α(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών. (Οικονομίδου v. Ph. Economides Estates Ltd (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1145.)
Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιωνοί ποινικής, (βλ. Ηalin v. Timur (2005) 1(Α) A.A.Δ. 424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):
α. Ύπαρξη διατάγματος.
β. Ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης.
γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος.
δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής.
Σχετική επί του θέματος της ικανοποίησης των προϋποθέσεων για απόδειξη παρακοής είναι η υπόθεση Ονουφρίου v. Βye (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 371.»
Η ύπαρξη των πιο πάνω προϋποθέσεων δεν έχει αμφισβητηθεί, όπως δεν έχει αμφισβητηθεί από την εφεσίβλητη η μη επίτευξη επικοινωνίας κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες. Αρνήθηκε, όμως, πως ηθελημένα παραβίασε το διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ως προς την αντικειμενική υπόσταση («actus reus») του αδικήματος της καταφρόνησης διατάγματος Δικαστηρίου. Η διαδικασία της παρακοής αποτελεί οιωνοί ποινική διαδικασία και θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι υπήρξε ηθελημένη παρακοή, που αποτελεί την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος («mens rea»). Είναι αυτό το στοιχείο που κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν ικανοποιήθηκε στο βαθμό που απαιτείται σε τέτοιου είδους υποθέσεις και είναι σε αυτό το ζήτημα που επικεντρώθηκε η έφεση.
Στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ.1), πιο πάνω, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα ως προς τη διαδικασία παρακοής:
«Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει της ποινικής διαδικασίας όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση ελευθερίας με φυλάκιση, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται. (In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No. 2) [1988] 1 All E.R. 975). Η αστική παρακοή κατά συνέπεια κρίνεται ως υπαρκτή μόνο εφόσον ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον αναμενόμενο βαθμό, υπερπηδώντας το βάρος απόδειξης που έχει που είναι αυτό της βεβαιότητας ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (Δέστε και David Bean: Injunctions 8η έκδ. (2004) σελ. 90-1 παρ. 6.18 και 6.19, όπου περιγράφεται και η όλη διαδικασία στη δικάσιμο).
................
Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Μαύρος v. Στυλιανού κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται και η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), αλλά και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως προδιαγράφεται στο Αρθρο 42 του Νόμου αρ. 14/60. Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, λέχθηκε με αναφορά στη Μouzouris v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:
«...... για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ' ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ' εαυτού δεν αρκεί· πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»
Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ' ου, εφόσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του. (Δέστε Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2) [1897] Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδ. σελ. 400-1).»
Για το ίδιο θέμα στην υπόθεση Ι.Μ. ν. Ρ.Μ., πιο πάνω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η απόδειξη της ηθελημένης ανυπακοής, είναι προαπαιτούμενο για στοιχειοθέτηση της καταφρόνησης σε διάταγμα δικαστηρίου (βλ. Mouzouris a.ο. v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 και Sazen Fast Food Ltd v. X. Λειβαδ. & Σία Λτδ κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 472). Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής από μόνο του δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου. (Έφεση Αρ. 4/2014, Ιακώβου ν. Γεωργίου, ημερ. 2 Ιουνίου 2017).
Στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 256 τονίστηκε το εξής στη σελ. 369:
″Όσον αφορά το «mens rea» που πρέπει να διαπιστώνεται, αρκεί να λεχθεί ότι η ένοχη διάνοια ως προς το ηθελημένο της παρακοής εξάγεται από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης . Η αναγκαία πρόθεση δύναται να εξαχθεί από όλα τα στοιχεία και όσο πιο εμφανής η απείθεια στο Διάταγμα, τόσο πιο εύκολα καταλογίζεται ένοχη «διάνοια».″
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ιακώβου (ανωτέρω):
"Το αποδεικτικό βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος έχει την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση του και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό και στη διαπίστωση της βεβαιότητας της ενοχής του καθ΄ου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (David Bean Injunctions, 8η έκδοση, σ.90.1, παρ. 6.18 και 6.19 και Μιχαηλίδης (ανωτέρω)).
.......
Δεν είναι όμως αρκετή η αρνητική στάση και οι δηλώσεις του ανηλίκου, το ίδιο Δικαστήριο οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα, Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, Έφεση Αρ. 2/12, 9.5.2014:
«Τα διατάγματα αυτά εκδίδονται κατά κύριο λόγο προς όφελος των ανηλίκων τέκνων εφόσον αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων και με τους δύο γονείς τους, παρά το χωρισμό των γονέων. Σε περίπτωση που ο γονέας, που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα επικοινωνίας του ανήλικου τέκνου του με τον άλλο γονέα, προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτό, αντίθετα με τον αιτητή που ισχυρίζεται παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας .»″
Απαιτείται επομένως η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης συμμόρφωσης με το διάταγμα, η οποία δεν οφείλεται σε αδυναμία εκτέλεσης. Εφόσον προβάλλεται ως υπεράσπιση η αδυναμία συμμόρφωσης, η αδυναμία αυτή απαραιτήτως πρέπει να διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός. (Έπαρχος Πάφου ν. Κωνσταντίνου (2009) 2 Α.Α.Δ. 594). To βάρος απόδειξης της αδυναμίας αυτής βαρύνει αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται το διάταγμα και ο οποίος προβάλλει το γεγονός της εν λόγω αδυναμίας. (Yugos Finance BV v. Halebay Holdings Limited (2009) 1 A.A.Δ. 569).
Στο σύγγραμμα The Law of Contempt, Borrie and Lowe, στη σελίδα 322 αναφέρεται ότι:
"it is the duty of the defendants to find out the proper means of obeying the order and although it may be a defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendants".
Στη βάση των πιο πάνω αρχών και με τη διαπίστωση ότι υπήρχε διαφωνία ως προς τα γεγονότα, με αποτέλεσμα να εναπόκειται στον φέροντα το βάρος απόδειξης να αποδείξει τα αμφισβητούμενα γεγονότα κατά τη δίκη, το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:
«Ο Αιτητής στην παρούσα υπόθεση όφειλε θετικά να αποδείξει την ηθελημένη μη συμμόρφωση της Καθ' ης η αίτηση. Εφόσον η εκδοχή της Καθ' ης η αίτηση ήταν πως τα παιδιά, για τους λόγους που εξηγεί στην ένορκη δήλωσή της, δεν επιθυμούσαν να έχουν οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα τους, παρόλες τις δικές της συστάσεις, ο Αιτητής όφειλε να αποδείξει το αντίθετο και ειδικότερα το ότι τα παιδιά τηρούσαν τη στάση που ο ίδιος αναφέρει στην ένορκη δήλωσή του, λόγω επηρεασμού τους από τη μητέρα τους. Μπορούσε δε ο Αιτητής να πράξει τούτο με τον τρόπο που ο ίδιος θα επέλεγε. Είτε προσφέροντας προφορική μαρτυρία, είτε αντεξετάζοντας την Καθ' ης η αίτηση ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα που ετέθησαν, είτε καταχωρώντας συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς αντίκρουση των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Δεν έπραξε τούτο. Βέβαια κατ' ανάλογο τρόπο, κινήθηκε και η Καθ' ης η αίτηση. Δεν υπήρξε εκ μέρους της, ούτε προσφορά μαρτυρίας ούτε και αντεξέταση του Αιτητή. Η Καθ' ης η αίτηση όμως θα είχε υποχρέωση να πράξει τούτο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο θα έκανε προηγουμένως ο Αιτητής. Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι τίθεται το βάρος απόδειξης της μη ενοχής στην Καθ' ης η αίτηση, κάτι που αντίκειται προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Και ασφαλώς, εν όψει τούτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του Αιτητή ότι η απλή παραδοχή της Καθ' ης η αίτηση ότι κατά τις επίδικες ημερομηνίες δεν υπήρξε η προνοούμενη στο διάταγμα επικοινωνία ήταν επαρκής για να αποδειχθεί παρακοή. Το κρινόμενο δεν ήταν μόνο τούτο, που ήταν όντως δεδομένο μεταξύ των μερών, αλλά η ευθύνη της Καθ' ης η αίτηση μέσω ηθελημένης ανυπακοής ώστε να άρμοζε να τιμωρηθεί.
Η απόφαση I. M. v P.M. (πιο πάνω), την οποία επικαλείται ο Αιτητής, δεν βοηθά την υπόθεσή του όπως αυτός την παρουσιάζει, ότι δηλαδή είναι η Καθ' ης η αίτηση που έπρεπε να αποδείξει το μη ηθελημένο της παρακοής, για τον απλό λόγο ότι η κατάληξη αυτή, στην πιο πάνω απόφαση, στηρίχθηκε στην αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας. Αντιθέτως, αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 269, όπου, όπως και εδώ, η κρίση του Δικαστηρίου βασίστηκε μόνο στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων.
Ειδικότερα και επιπρόσθετα των πιο πάνω για το παράπονο του Αιτητή αναφορικά με την Τετάρτη 29/8/2018 και την Πέμπτη 6/9/2018, προβάλει αβίαστα, από την ίδια την ένορκη δήλωση του Αιτητή πως, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων, ο τόπος που αυτός παραλάμβανε τα παιδιά ήταν το «πατρικό» σπίτι της Καθ' ης η αίτηση και όχι ο τόπος διαμονής της όπου και επιχείρησε να τα παραλάβει.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες περί του ηθελημένου ή μη της καταστρατήγησης του διατάγματος εκ μέρους της Καθ' ης η αίτηση. Αμφιβολίες που εδράζονται στο γεγονός της διατήρησης ως αμφισβητούμενων των γεγονότων αναφορικά με το θέμα που εξετάζεται εφόσον η υπόθεση του Αιτητή, στο βαθμό που αμφισβητήθηκε, δεν θεμελιώθηκε με μαρτυρία ώστε να ελεγχθεί η αποδεικτική της αξία. Εφόσον τούτο δεν έχει γίνει, θεωρώ ότι το θέμα σταματά εδώ και δεν είναι επιτρεπτό να καταλήξω σε ευρήματα αξιολογώντας περαιτέρω τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, όπως αυτές αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις τους που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, ούτε και να στηρίξω επ' αυτών ετυμηγορία ενοχής.»
Όπως προαναφέρθηκε, στα πλαίσια της ακρόασης της αίτησης, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, ούτε ζητήθηκε αντεξέταση οποιουδήποτε από τους διαδίκους, παρά μόνο και οι δύο πλευρές περιορίστηκαν στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεών τους. Έχουμε παραθέσει πιο πάνω το περιεχόμενο των εν λόγω ενόρκων δηλώσεων από το οποίο προκύπτει σαφώς η θέση της εφεσίβλητης ότι τα παιδιά δεν επιθυμούσαν να έχουν επαφή με τον πατέρα τους, λόγω του τρόπου που αντιμετώπισε το θέμα της εγγραφής του Α. στο Γυμνάσιο και αυτό παρά της δικές της συστάσεις για την αποκατάσταση των σχέσεων τους με τον πατέρα τους.
Το βάρος απόδειξης της ηθελημένης παρακοής βρισκόταν στους ώμους του εφεσείοντα ο οποίος, όπως ορθά ανέφερε το Δικαστήριο, όφειλε να αποδείξει αυτό που επικαλείτο στην ένορκη του δήλωση ότι η στάση των παιδιών ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού τους από τη μητέρα τους. Απέτυχε όμως να το πράξει αυτό. Είναι γι' αυτό το λόγο που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση στην Ι.Μ. ν. Ρ.Μ. δεν ήταν βοηθητική για τον εφεσείοντα. Στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο εξέτασε έφεση από απόφαση με την οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος παρακοής. Απέρριψε την έφεση στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την οποία δεν υπήρξε αμφισβήτηση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση, δέχτηκε τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη - αιτήτρια και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα - καθ΄ ου η αίτηση με την οποία έδιδε εξήγηση γιατί αδυνατούσε να συμμορφωθεί με το διάταγμα.
Εν προκειμένω, η εφεσίβλητη έδωσε την εκδοχή της χωρίς να αντικρουστεί από τον εφεσείοντα ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης. Είναι γι' αυτό το λόγο που το Δικαστήριο, ορθά, κατά την κρίση μας, αναφέρθηκε στην απόφαση Κώστα ν. Κώστα, πιο πάνω. Επρόκειτο για υπόθεση στην οποία, όπως εν προκειμένω δεν δόθηκε μαρτυρία πέραν των ενόρκων δηλώσεων, όπου η εφεσίβλητη αντιστρατευόταν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ο αναγκαίος βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε τέτοιου είδους υποθέσεις.
Ως προς το παράπονο του εφεσείοντα για τις δύο ημερομηνίες όπου η εφεσίβλητη δεν ήταν παρούσα στο τόπο διαμονής της για να παραδώσει τα παιδιά στον πατέρα τους, θεωρούμε ότι αυτό θα πρέπει να αντικριστεί στο όλο πλαίσιο της διαφοράς που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων, όπου το δεσπόζoν ζήτημα ήταν το γεγονός ότι τα παιδιά αρνούντο να πάνε με τον πατέρα τους.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τα μηνύματα που ανταλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων, τόσο την 29.8.2018, όσο και την 6.9.2018, από τα οποία προκύπτει η θέση της εφεσίβλητης ότι τα παιδιά θα βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι για να τα παραλάβει από εκεί, από εκεί δηλαδή που τα παραλάμβανε μέχρι τότε. Με την απάντηση του ο εφεσείων δεν αρνήθηκε τον ισχυρισμό ότι είναι από το πατρικό της σπίτι που τα παραλάμβανε, παρά μόνο της ζήτησε να του τα παραδώσει σύμφωνα με το διάταγμα. Για το συγκεκριμένο ζήτημα δεν γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης. Πρόκειται, όμως, για οιωνοί ποινική υπόθεση και ως τέτοια, ισχύουν κατ΄ αναλογία οι αρχές που εφαρμόζονται στις ποινικές υποθέσεις. Και αυτό, πέραν του ότι είναι το σύνολο των γεγονότων που συνεκτιμούνται από το Δικαστήριο, για να καταλήξει στα ευρήματά του. Στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας ακόμα και σε περιπτώσεις όπου εναποτίθεται βάρος απόδειξης (evidential burden) στο διάδικο, η ευνοϊκή μαρτυρία μπορεί να προέρχεται από την κατηγορούσα αρχή. Εν προκειμένω, από τα μηνύματα που ανταλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων φαίνεται η θέση της εφεσίβλητης χωρίς να έχει ρητά αντικρουστεί. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η εφεσίβλητη στην ένορκή της δήλωση προβάλλει ότι η αίτηση είχε καθαρά εκδικητικό χαρακτήρα δίδοντας τις εξηγήσεις της για αυτό. Θέσεις που δεν αντικρούστηκαν είτε με μαρτυρία είτε με αντεξέταση.
Έχοντας λοιπόν υπόψη τον ποινικό χαρακτήρα της διαδικασίας όπου ο εφεσείων είχε το βάρος απόδειξης του κάθε στοιχείου της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας, κρίνουμε ότι ορθά δημιουργήθηκαν στο Δικαστήριο εύλογες αμφιβολίες περί του ηθελημένου ή μη της καταστρατήγησης του διατάγματος εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.