ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Π.Πολυβίου με Γ.Μίτλεττον, Π.Μακρίδη και μαζί με την κα. Χρ.Χ΄Γεωργίου και κα Ι.Γεωργιάδη (ασκούμενη δικηγόρο), για τους αιτητές CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΝΚ ΟF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI , Πολιτική Αίτηση αρ. 208/2020, 2/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D425

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Αίτηση αρ. 208/2020

 

2 Δεκεμβρίου, 2020

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ].

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/1964)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΝΚ ΟF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ.6.11.2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ.379/2020 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ CYPRUS POPULAR BANK CO LTD) (ΩΣ Η ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 5), ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν.188(Ι)/2007).

 

Π.Πολυβίου με Γ.Μίτλεττον, Π.Μακρίδη και μαζί με την κα. Χρ.Χ΄Γεωργίου και κα Ι.Γεωργιάδη (ασκούμενη δικηγόρο),  για τους αιτητές

----------------- -

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν άδεια να καταχωρήσουν αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari  επιδιώκοντας την ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερ. 6.11.2020 που εκδόθηκε από το Επαρχιακού Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης αρ.379/2020.

 

Επίσης ζητούν την αναστολή της ισχύος του Διατάγματος μέχρι εκδίκασης της παρούσας αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης άδειας από το Δικαστήριο, της αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος (certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης του διατάγματος αποκάλυψης ημερ. 6.11.2020 στην Αίτηση αρ.379/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας,  όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.

 

Είχα επιληφθεί παρόμοιας αίτησης εναντίον προηγούμενου διατάγματος  με παραπλήσιο περιεχόμενο και εδόθη σχετική άδεια για χορήγηση δια κλήσεως αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος ακύρωσης του σχετικού προηγούμενου διατάγματος αποκάλυψης.  Η δε Δημοκρατία αποδέχθηκε την ακύρωση με επίκληση της θέσης πως στην εκεί αίτηση αποκάλυψης παραλήφθησαν ορισμένα άρθρα που στοιχειοθετούσαν τη διάπραξη αδικημάτων.  Ως συνέπεια της δήλωσης είχα προχωρήσει στην εκ συμφώνου ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης.

 

Η Αστυνομία επανήλθε στο Επαρχιακό Δικαστήριο με αίτηση του Υπαστυνόμου Αζά, ημερ. 30.10.2020. Το Δικαστήριο αφού υπέβαλε διευκρινιστικές ερωτήσεις στον Υπαστυνόμο Αζά επιφύλαξε την κρίση του και στις 6.11.2020 εξέδωσε την απόφαση αποδεχόμενο το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών εναντίον αριθμό τραπεζών, μεταξύ των οποίων και τους αιτητές,  ώστε να αποκαλύψουν και παραδώσουν στοιχεία και έγγραφα της τράπεζας στην αναφερόμενη κλειστή περίοδο (από 16.3-27.3.2013) κατά την οποία τα εποπτευόμενα ιδρύματα παρέμειναν κλειστά ή απαγορεύτηκε διενέργεια συναλλαγών μετά από σχετικές εγκυκλίους ή οδηγίες.

 

Ως διερευνόμενα αδικήματα παρουσιάζονται διάφορα αδικήματα, ως αυτά προβλέπονται στη νομοθεσία που παρατίθεται στην ένορκη  δήλωση του Υπαστυνόμου xxx Αζά, ως εξής:

(1)     Ο περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμος 66(Ι)/1997 άρθρα 2, 30, 41 και 43

(2)     Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.

 

(3)    Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(1)113 άρθρα 4, 5, και 7.

(4)    Ο περ( της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(111)12000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.

(5)    Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ.161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.

(6)    Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.

(7)    Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 105 - Κατάχρηση εξουσίας.

(8)    Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 135(1){3} - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.

(9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.

(10)     Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργούς του δημοσίου Νόμος 51 (1)/04 άρθρα (2) (3) και (4).

(11)     Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των ’ρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες, Νόμος 188(1)1 2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.

που διαπράχθηκαν κατά ή περί τα έτη 2012-2013 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο εξωτερικό.

 

Είναι αναγκαίο να τεθεί η νομική βάση που στηρίζει διατάγματα αποκάλυψης.  Είναι τα άρθ.45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Nομιμοποίησης Eσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 Νόμος, Ν.188(Ι)/2007 τα οποία έχουν ως εξής:

45. (1) ’νευ επηρεασ΅ού των διατάξεων άλλων Νό΅ων, σε σχέση ΅ε τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχό΅ενο διάπραξης αδικη΅άτων, για σκοπούς ανάλυσης χρη΅ατοοικονο΅ικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά ΅ε τη διάπραξη καθορισ΅ένων αδικη΅άτων ή σχετικά ΅ε έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή ΅έσων περιλα΅βανο΅ένου του εντοπισ΅ού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσ΅ευσης και/ή δή΅ευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν ΅ονο΅ερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγ΅α αποκάλυψης σύ΅φωνα ΅ε τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.

 

 (2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλα΅βάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση ΅ε έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλα΅βάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνά΅ει του σχετικού νό΅ου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.

 

(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγ΅α αποκάλυψης δυνά΅ει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε ΅εταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνά΅ει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε ΅εταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικεί΅ενο του διατάγ΅ατος αποκάλυψης. Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγ΅ατος αποκάλυψης

 

46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.

(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες:

(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙

(ii) [Διαγράφηκε]˙

(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙

(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙

(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-

(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και

(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.

(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-

(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙

(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙

(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙

(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.

 

Οι αιτητές ζητούν άδεια όπως προσβάλουν το εν λόγω διάταγμα για τους εξής κύριους λόγους:

Ø   παραπλάνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κατά την μονομερή αίτηση.

Ø  ΄Ελλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας καθότι το διάταγμα εκδόθηκε για ανύπαρκτα ποινικά αδικήματα.  Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετείται η εύλογη αιτία, σύμφωνα με το Νόμο.

Ø  ΄Ελλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας καθώς και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, καθότι το Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά. 

 

Ως προς το πρώτο θέμα οι αιτητές παρουσιάζουν ως σημαντική την παράλειψη αναφοράς στο τι προηγήθηκε σε σχέση με προηγούμενα παρόμοια διατάγματα αποκάλυψης τα οποία είχαν και ανεπιτυχή, για την Αστυνομία, κατάληξη.  Συγκεκριμένα το πρώτο διάταγμα αποκάλυψης ακυρώθηκε μετά από δήλωση της ίδιας της Αστυνομίας προς το Επαρχιακό Δικαστήριο και το δεύτερο μετά από διαδικασία προνομιακού εντάλματος από το Ανώτατο Δικαστήριο.  ank of Cyprus Public Ltd, Πολ.αιτ.136/20, 30.9.2020), ECLI:CY:AD:2020:D330.   Περαιτέρω γίνεται επίκληση της σημασίας του ότι η παράβαση της εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα.  Συγκεκριμένα, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το εν λόγω διάταγμα, καθ΄υπέρβαση δικαιοδοσίας αφού μέσα από την ένορκη δήλωση Αζά (τη στηρικτική της αίτησης της Αστυνομίας) διαφάνηκε ότι οι έρευνες που  γίνονται αφορούν συμπεριφορές οι οποίες δεν φαίνεται να είναι αξιόποινες.  Εκείνο που στην πραγματικότητα επιζητείται με το διάταγμα είναι να δοθεί δυνατότητα στην Αστυνομία να ελέγξει και να διερευνήσει κατά πόσο οι αιτητές παραβίασαν την εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας.  Αυτό το τελευταίο συσχετίζεται με την παράλειψη δημοσίευσης της εγκυκλίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας το οποίο προβλέπεται στο Νόμο, (βλ. άρθρο 48(3)[1] του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος, Ν.138(Ι)/02).  Προς επίρρωση της θέσης τους ότι δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα προς διερεύνηση οι αιτητές επικαλούνται το 48(4) του ιδίου Νόμου, στο οποίο προνοείται πως εάν  οποιαδήποτε τράπεζα παραλείψει να συμμορφωθεί με όρο λειτουργίας του συστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει σ΄αυτήν διοικητικό πρόστιμο, το οποίο και εισπράττεται ως οφειλόμενο αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία.  Ως προς τη σημασία της μη τήρησης εγκυκλίου, επικαλούνται την υπόθεση Συρίμη ν. Οργαν.Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2010)1 ΑΑΔ 1131.

 

Εξετάζοντας το υπάρχον υλικό για σκοπούς μόνο συζητήσιμης υπόθεσης, θεωρώ πως εντοπίζονται νομικά και πραγματικά στοιχεία τέτοια που στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, όσο αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων των πιο πάνω άρθρων στην υπό κρίση περίπτωση σε συνάρτηση με τα δοθέντα ως δεδομένα στην ένορκη δήλωση Αζά, ειδικά ως προς τη διάπραξη αδικημάτων και τη σχέση των αιτητών με αυτά. Παρά το ότι σε αυτό το στάδιο δεν είναι δυνατή η εμβάθυνση στα δεδομένα της υπόθεσης, θα πρέπει να αναφέρω πως η παράθεση ενός μεγάλου καταλόγου διερευνομένων αδικημάτων με αρίθμηση νομοθεσίας και άρθρων δεν είναι από μόνη της ικανοποιητική.  Πρέπει από τον ίδιο τον όρκο να προκύπτουν γεγονότα που να δεικνύουν τα διερευνόμενα αδικήματα.  Περαιτέρω, με βάση τη δικογραφία της αίτησης, τίθεται θέμα στοιχειοθέτησης συζητήσιμης υπόθεσης ως προς και τα λοιπά εγειρόμενα από τους αιτητές ζητήματα. (Βλ. Εdrinotio πολ.εφ.363/12, 3.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:D477. Σε απόλυτη συσχέτιση με τα πιο πάνω τίθεται βεβαίως ότι οι αιτητές δεν φαίνεται να έχουν άλλο κατάλληλο ένδικο μέσο στη διάθεση τους, ενόψει της πρόνοιας του άρθρου 72(2) του Νόμου του 2007.  Εν πάση περιπτώσει, από τα τεθέντα, προκύπτει ότι συντρέχουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη χορήγηση της άδειας. 

 

Συνεπώς δίδεται άδεια ως (α) της αίτησης και διατάσσεται η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος μέχρι εκδίκασης της δια κλήσεως.  Η δια κλήσεως αίτηση να καταχωρηθεί εντός 7 ημερών και να επιδοθεί στη συνέχεια.  Ορίζεται για οδηγίες στις 18.12.2020 η ώρα 11.15π.μ.

 

                                                                   Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 



[1] 48.-(3) Η Τράπεζα δύναται να αναστέλλει τη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών ή να τερματίζει τη συμμετοχή οποιουδήποτε μέλους σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που βρίσκεται υπό την επίβλεψη της, με επιστολή προς τα μέλη του συστήματος υπό όρους που καθορίζονται από την ίδια και περιέχονται στη σχετική επιστολή.

Νοείται ότι, η σχετική απόφαση της Τράπεζας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο