ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:36
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 10/2019)
3 Δεκεμβρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ (ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΝΟΜΟ (Ν. 11(ΙΙΙ)/94) ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ xxx ΣΑΒΒΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Εφεσείων
ΚΑΙ
xxx ΓΙΩΡΚΑΤΖΗ
Εφεσίβλητη
---------
Θ. Κουμή για Γενικό Εισαγγελέα, για τον εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την εφεσίβλητη.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι Κύπριοι γονείς της ανήλικης στην οποία αφορά η παρούσα διαδικασία παντρεύτηκαν στην Κύπρο το 2005. Το 2014 ο πατέρας εγκαταστάθηκε στην Αγγλία για σκοπούς εργασίας. Αργότερα τον ακολούθησε η μητέρα. Η ανήλικη γεννήθηκε το 2017 στην Αγγλία. Οι γονείς είχαν προβλήματα στις σχέσεις τους. Η μητέρα ισχυρίζεται ότι ο σύζυγος της την χτυπούσε συστηματικά και την απειλούσε ακόμα και για τη ζωή της. Το Νοέμβριο 2017 τον κατάγγειλε στην Αστυνομία και έφυγε από το σπίτι με την ανήλικη. Η Αστυνομία δεν έλαβε μέτρα. Εγκαταστάθηκε προσωρινά στο σπίτι μιας φίλης της μητέρας της στο Λονδίνο. Δεν γνωρίζει Αγγλικά, δεν μπορούσε να εργοδοτηθεί, δεν είχε διαμονή, δεν είχε εισοδήματα και έτσι αναγκάστηκε να έρθει και να εγκατασταθεί στο σπίτι του πατέρα της μαζί με την ανήλικη. Αυτή είναι η εκδοχή της μητέρας.
Σε αντίδραση ο πατέρας κινητοποίησε το μηχανισμό της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, που συνομολογήθηκε στην Χάγη στις 25.10.1980, στην οποία έχουν προσχωρήσει τόσο η Κύπρος όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.). Στην Κύπρο έχει κυρωθεί δια του Νόμου 11(ΙΙΙ)/1994. Ως αποτέλεσμα λήφθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, που είναι η Κεντρική Αρχή για τους σκοπούς της Σύμβασης, αίτημα από την Κεντρική Αρχή του Η.Β. για επιστροφή της ανήλικης στο Η.Β. και καταχωρίστηκε σχετική αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης και ειδικά του Άρθρου 12 το οποίο καθιερώνει υποχρέωση στο κράτος όπου μετακινήθηκε παράνομα το παιδί για άμεση επιστροφή του.
Η μητέρα, χωρίς να αρνείται ότι το παιδί μετακινήθηκε παράνομα εν τη εννοία της Σύμβασης, έφερε ένσταση επικαλούμενη τις πρόνοιες του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης που εισάγουν εξαίρεση στη δέσμευση που δημιουργεί το Άρθρο 12, σύμφωνα με την οποία η επιστροφή του παιδιού δεν είναι υποχρεωτική αν το πρόσωπο που αντιτίθεται σε αυτήν αποδείξει ότι «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ότι η επιστροφή του θα εξέθετε το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή, διαφορετικά, θα έθετε το παιδί σε αφόρητη κατάσταση».
Η αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση διοικητικής λειτουργού του Υπουργείου στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα με επίκεντρο το γεγονός ότι η μητέρα - νυν εφεσίβλητη - έφυγε μαζί με την ανήλικη από το Λονδίνο εγκαθιστάμενη στην Κύπρο από το Δεκέμβριο του 2017. Αναφέρεται επίσης ότι ο πατέρας ανησυχεί πολύ για την υγεία του παιδιού του και την ψυχολογική κατάσταση της εφεσίβλητης και ζητά να επιστρέψει η ανήλικη στην Αγγλία επειγόντως. Αναφέρεται ότι η συνήθης διαμονή της ανήλικης είναι το Η.Β. όπου γεννήθηκε και παράνομα και ενάντια στη θέληση του πατέρα της και κατά παράβαση των δικαιωμάτων φύλαξης που του απονέμει ο αγγλικός νόμος και οι αποφάσεις και κατ΄ επέκταση κατά παράβαση των προνοιών της Σύμβασης μετακινήθηκε και κατακρατείται στην Κύπρο. Αναφέρεται επίσης ότι ο πατέρας ανησυχεί πολύ για την υγεία του παιδιού και την ψυχολογική κατάσταση της μητέρας και ζητά να επιστρέψει το παιδί στην Αγγλία επειγόντως.
Στην ένσταση της η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο σύζυγος της ήταν πάντοτε βίαιος εναντίον της, την κτυπούσε ασκώντας βία αδιακρίτως και συστηματικά εις βάρος της, διώχνοντας την συστηματικά από το σπίτι. Το παιδί μεγάλωνε σε τέτοιο αρρωστημένο περιβάλλον με σοβαρούς κινδύνους για την ψυχική του υγεία. Στις 18.11.2017 μετέβη στην Αστυνομία και τον κατάγγειλε αναφέροντας επίσης ότι την είχε απειλήσει ότι θα την σκότωνε με το κυνηγετικό του όπλο. Ήταν τότε που έφυγε από το σπίτι για να καταλήξει τελικά στην Κύπρο υπό τις συνθήκες που ήδη έχουμε αναφέρει. Δεν είχε, ισχυρίζεται, επιλογή να επιστρέψει στην ίδια αφόρητα βίαιη κατάσταση, ούτε της ήταν δυνατόν να επιβιώσει η ίδια και το παιδί την Αγγλία χωρίς διαμονή, χωρίς εργασία, χωρίς οποιαδήποτε βοήθεια ή στήριξη. Επιστροφή του παιδιού στην Αγγλία χωρίς την ίδια, θα το εξέθετε σε μια εξαιρετικά δύσκολη, επικίνδυνη και αφόρητη κατάσταση, εφόσον ο πατέρας ουδέποτε το φρόντισε, ουδέποτε έδειξε ενδιαφέρον να το φροντίσει και δεν είναι σε θέση να το κάνει. Είναι ο ισχυρισμός της πως ό,τι στην πραγματικότητα επιδιώκει ο πατέρας είναι να επιτύχει τη δική της επιστροφή αφού δεν μπορεί να δεχθεί την απόφαση της να αντιδράσει και μην ανεχθεί άλλο τη συμπεριφορά του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι ο σκοπός της Σύμβασης με βάση το Άρθρο 1 αυτής είναι να διασφαλιστεί η άμεση επιστροφή του παιδιού που παράνομα μετακινήθηκε χωρίς να εκλαμβάνεται τούτο ως απόφαση επί της ουσίας σε θέματα φύλαξης του παιδιού (Άρθρο 19). Αυτό είναι θέμα που αποφασίζεται από το δικαστήριο της χώρας της συνήθους διαμονής του παιδιού (C v. B (Abduction: Grave Risk) [2005] EWHC 2988 (Fam)). Ακολούθως αφού αναφέρθηκε στη γενική υποχρέωση που εισάγει το Άρθρο 12 της Σύμβασης ότι ένα παιδί που μετακινήθηκε παράνομα σε άλλη χώρα πρέπει να επιστρέφεται στην χώρα της συνήθους διαμονής του, παρέπεμψε στην προαναφερθείσα εξαίρεση που εισάγει το Άρθρο 13(β) και σε σχετική νομολογία.
Η εξαίρεση του Άρθρου 13(β) αναφέρεται σε σοβαρό κίνδυνο έκθεσης του παιδιού σε φυσική ή σε ψυχική δοκιμασία ή, με άλλο τρόπο, στην έκθεση του σε μια αφόρητη κατάσταση. Η έννοια του «σοβαρού κινδύνου» και της «αφόρητης κατάστασης» στο Άρθρο 13(β) εξηγείται ως ακολούθως στον Οδηγό για την ορθή εφαρμογή της Σύμβασης[1] με αναφορά στη νομολογία:
«34. The term "grave" qualifies the risk and not the harm to the child. It indicates that the risk must be real and reach such a level of seriousness to be characterised as "grave".(50) As for the level of harm, it must amount to an "intolerable situation",(51) that is, a situation that an individual child should not be expected to tolerate. The relative level of risk necessary to constitute a grave risk may vary, however, depending on the nature and seriousness of the potential harm to the child.»(52) [2]
Για την έννοια του «σοβαρού κινδύνου» έχουν επίσης λεχθεί τα ακόλουθα στην υπόθεση Re C (Abduction: Grave Risk of Psychological Harm) [1999] 1 FLR 1145, 1154, στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε:
«There is therefore an established line of authority that the court should require clear and compelling evidence of the grave risk of harm . which must be measured as substantial not trivial and of a severity that is much more than is inherent with the inevitable disruption, uncertainty and anxiety which follows an unwelcome return to the jurisdiction of habitual residence.»
Συναφώς στην υπόθεση Β ν. Β [1993] 1 FLR 238, διευκρινίστηκε ότι πρέπει να αποδεικνύεται υψηλός βαθμός αφόρητης κατάστασης (high degree of intolerability) ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αντίθετα από την καταρχήν υποχρέωση του για επιστροφή του παιδιού.
Οι αρχές αυτές έχουν διατυπωθεί και στην κυπριακή νομολογία. Όπως υποδείχθηκε στην Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (2002) 1 ΑΑΔ 1228, 1236 όταν εγείρεται υπεράσπιση του Άρθρου 13(β):
«.το θέμα της ευημερίας των παιδιών είναι μεν σημαντικό όμως δεν είναι το κυρίαρχο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίσει το βάρος του κινδύνου της ψυχολογικής ζημιάς που θα φέρει η επιστροφή έναντι των ψυχολογικών συνεπειών που θα έχει η άρνηση της επιστροφής. Το Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια πρέπει να δίδει βαρύτητα (due weight) στο σημαντικό πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης που είναι η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής των απαχθέντων παιδιών. Βλ. N. v. N. [1995] 1 FLR 107.»
Επίσης στην Νικολάου ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (2008) 1 ΑΑΔ 1311, 1333, ελέχθη ότι:
«Οι αγγλικές αυθεντίες δείχνουν πως για να επιτύχει η πρώτη υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης θα πρέπει να υπάρχει σαφής και καθοριστική μαρτυρία του σοβαρού κινδύνου βλάβης ή της άλλως πως αφόρητης κατάστασης στην οποία θα περιέλθει ο ανήλικος. Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να κριθεί ως ουσιαστικός και όχι ως μηδαμινός και επίσης πρέπει να θεωρηθεί ως κίνδυνος πιο ουσιαστικός απ' αυτόν που είναι εγγενής στις περιπτώσεις της αναπόφευκτης αβεβαιότητας και του άγχους που συνοδεύουν μια μη καλοδεχούμενη επιστροφή στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας της συνήθους διαμονής.»
Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν απαιτείται ο σοβαρός κίνδυνος να απορρέει από κακοποίηση του ίδιου του ανηλίκου, αλλά μπορεί να είναι το απότοκο ενδοοικογενειακής βίας η οποία επηρεάζει εμμέσως το παιδί. Παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκε ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος βλάβης στα παιδιά επειδή ο πατέρας ασκούσε ψυχολογική και σωματική βία εναντίον της μητέρας στην παρουσία τους (Walsh v. Walsh, 221 F.3d 204, 219-20 (1st Cir. 2000), Baran v. Beaty, 526 F.3d 1340, 1345-46 (11th Cir.2008), Sabogal v. Velarde, 106 F. Supp. 3d 689, 704 (D. Md. 2015). Στην Sabogal v. Velarde αφού υπενθυμίστηκε ότι η Σύμβαση αναφέρεται τόσο σε «φυσική» όσο και σε «ψυχική δοκιμασία» ελέχθησαν τα ακόλουθα, τα οποία παραθέτουμε ως χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Courts have found grave risk based on domestic abuse of the spouse in the presence of the children, even without abuse directed at the children themselves. In Walsh, the court found grave risk based on a long history of the father physically beating the mother, including in front of the children, as well as a history of fighting others, threatening to kill another, and a history of violating court orders. Walsh, 221 F.3d at 211, 219-20. Likewise, in Baran v. Beaty, 526 F.3d 1340, 1345-46 (11th Cir.2008), the United States Court of Appeals for the Eleventh Circuit found grave risk where the father had verbally and physically abused the mother in the child's presence, and threatened to harm the child, but did not physically abuse the child. Id. at 1346. In such cases, courts have noted the psychological harm inflicted on the child witnessing the abuse of the parent and the increased risk that the child would be similarly abused. See, e.g., Walsh, 221 F.3d at 220 (noting that "children are at an increased risk of physical and psychological injury themselves when they are in contact with a spousal abuser").»
Επίσης πρόσφατα στην υπόθεση χχχ Κωνσταντίνου ν. Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Εφ. Αρ. 10/20, ημερ. 15.10.2020, ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«.δεν μας ελκύει η θέση ότι είναι άσχετες οι καταγγελίες για βία επειδή αφορούσαν τη μητέρα και επειδή κανένας ισχυρισμός δεν συνδέεται με τα δύο άλλα παιδιά στα οποία αφορά το αίτημα για αφαίρεση της γονικής μέριμνας. [.] Είναι η συνολική εικόνα που έχει σημασία και ο ρόλος του πατέρα μέσα στο σπίτι δεν έχει στεγανά ώστε να εξετάζεται κατ΄ απομόνωση.»
Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή του Άρθρου 13(β) το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στο ακόλουθο εκτεταμένο, πλην περιεκτικό και ουσιαστικό απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Η.Β. στην In re E (Children) (Abduction: Custody Appeal) [2011] UKSC 27, [2012] 1 A.C. 144:
«32. First, it is clear that the burden of proof lies with the "person, institution or other body" which opposes the child's return. It is for them to produce evidence to substantiate one of the exceptions. There is nothing to indicate that the standard of proof is other than the ordinary balance of probabilities. But in evaluating the evidence the court will of course be mindful of the limitations involved in the summary nature of the Hague Convention process. It will rarely be appropriate to hear oral evidence of the allegations made under article 13b and so neither those allegations nor their rebuttal are usually tested in cross-examination.
33. Second, the risk to the child must be "grave". It is not enough, as it is in other contexts such as asylum, that the risk be "real". It must have reached such a level of seriousness as to be characterised as "grave". Although "grave" characterises the risk rather than the harm, there is in ordinary language a link between the two. Thus a relatively low risk of death or really serious injury might properly be qualified as "grave" while a higher level of risk might be required for other less serious forms of harm.
34. Third, the words "physical or psychological harm" are not qualified. However, they do gain colour from the alternative "or otherwise" placed "in an intolerable situation" (emphasis supplied). As was said in In Re D [2007] 1 AC 619, at para 52, "'Intolerable' is a strong word, but when applied to a child must mean 'a situation which this particular child in these particular circumstances should not be expected to tolerate'". Those words were carefully considered and can be applied just as sensibly to physical or psychological harm as to any other situation. Every child has to put up with a certain amount of rough and tumble, discomfort and distress. It is part of growing up. But there are some things which it is not reasonable to expect a child to tolerate. Among these, of course, are physical or psychological abuse or neglect of the child herself. Among these also, we now understand, can be exposure to the harmful effects of seeing and hearing the physical or psychological abuse of her own parent. Mr Turner accepts that, if there is such a risk, the source of it is irrelevant: eg, where a mother's subjective perception of events leads to a mental illness which could have intolerable consequences for the child.
35. Fourth, article 13b is looking to the future: the situation as it would be if the child were to be returned forthwith to her home country. As has often been pointed out, this is not necessarily the same as being returned to the person, institution or other body who has requested her return, although of course it may be so if that person has the right so to demand. More importantly, the situation which the child will face on return depends crucially on the protective measures which can be put in place to secure that the child will not be called upon to face an intolerable situation when she gets home. Mr Turner accepts that if the risk is serious enough to fall within article 13b the court is not only concerned with the child's immediate future, because the need for effective protection may persist.»
Τέλος το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 11(4) του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 2201/2003 του Συμβουλίου της 27.11.2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Η εν λόγω πρόνοια περιορίζει την υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης ορίζοντας ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του Άρθρου 13(β) εάν διαπιστώνεται ότι έχουν προβλεφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του. Σε τέτοια περίπτωση, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι τα μέτρα είναι κατάλληλα, δεσμεύεται από τον Κανονισμό να επιστρέψει το παιδί (F v. M (Abduction: Grave Risk of Harm) [2008] 2 FLR 1263).
Εν προκειμένω επί τη βάσει της ένορκης δήλωσης της μητέρας το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:
«Η συμπεριφορά του πατέρα ήταν εξαιρετικά βάναυση. Από τη μαρτυρία της μητέρας προκύπτει αναντίλεκτα ότι ο πατέρας τόσο πριν την εγκατάσταση του ζευγαριού στην Αγγλία, όσο και μετά ήταν συστηματικά βίαιος προς την ίδια. Όπως αναφέρει η Καθ'ης η αίτηση, ο πατέρας την κτυπούσε δυο με τρεις φορές την εβδομάδα. Χρησιμοποιούσε την Καθ'ης η αίτηση σαν σάκο του μποξ, κτυπώντας την απλά και μόνο για να ξεσπάσει και να εκτονωθεί. Τα κτυπήματα αυτά γίνονταν τόσο στο πρόσωπο της Καθ'ης η αίτηση, όσο και σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Όταν η τελευταία διαμαρτυρόταν, ο πατέρας απλά της έλεγε να φύγει με το παιδί. Πολλές φορές αναγκάζονταν να επέμβουν οι γείτονές και να απειλήσουν τον πατέρα ότι θα φέρουν την αστυνομία για να σταματήσει να την κτυπά.
Τα επεισόδια αυτά γίνονταν όταν το παιδί ήταν σπίτι, κάτι που ήταν αναπόφευκτο αφού η ανήλικη πριν φύγει η Καθ'ης η αίτηση από την Αγγλία, ήταν ακόμα μόλις 10 μηνών και ήταν κάτω από τη συνεχή φροντίδα της μητέρας. Έτσι το παιδί ήταν μάρτυρας της βίαιης αυτής συμπεριφοράς και άκουγε τις φωνές και τα κλάματα της όταν την κτυπούσε βάναυσα και αναίτια ο πατέρας. Η Καθ'ης η αίτηση περιγράφει το περιβάλλον στο οποίο ζούσε η ίδια και η ανήλικη, ως νοσηρό, λόγω της αλόγιστης, αδιάκριτης και αναίτιας συστηματικής βίας εις βάρος της. Η ανήλικη τώρα είναι πιο μεγάλη και μπορεί να αντιληφθεί πιο έντονα τις συνέπειες της βίας. Έτσι ο κίνδυνος πρόκλησης ψυχικής βλάβης στο παιδί από την παρακολούθηση μιας τέτοιας βίαιης συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Σε κάθε περίπτωση ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι υγιές για ένα παιδί και εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για την ψυχική του υγεία.
Όπως προκύπτει από την αναντίλεκτη μαρτυρία της Καθ'ης η αίτηση, η ανήλικη από τη γέννηση της είναι πλήρως εξαρτώμενη από αυτήν, ο πατέρας ουδέποτε φρόντισε το βρέφος, ουδέποτε έδειξε ενδιαφέρον και ούτε είναι σε θέση να το κάνει.
Από τη γέννηση του φροντίζεται αποκλειστικά από τη μητέρα του. Με βάση την ένορκη δήλωση της Καθ'ης η αίτηση, προκύπτει ότι πράγματι η ίδια έμενε σπίτι και είχε την πλήρη και ολοκληρωτική φροντίδα της ανήλικης, χωρίς συμμετοχή του πατέρα, ο οποίος εργάζεται ως οδηγός σε μπετονιέρες.
Όπως αναφέρει η Καθ'ης η αίτηση, φεύγοντας από το σπίτι δεν είχε καμιά στήριξη ή βοήθεια από τις Αγγλικές Αρχές. Η αστυνομία τη ρώτησε μόνο αν είχε κάπου να φιλοξενηθεί με ασφάλεια. Όταν αποτάθηκε στην αστυνομία, δεν έκαναν τίποτε για να τη βοηθήσουν ουσιαστικά, προκειμένου να φύγει από το σπίτι και να εγκατασταθεί με το παιδί κάπου όπου θα ήταν ασφαλής η ίδια και το παιδί. Με δική της πρωτοβουλία πήγε προσωρινά, στο μόνο σπίτι που θα την δεχόταν, όπου εξαρχής γνώριζε ότι η διαμονή της θα ήταν σύντομη. Καμία άλλη βοήθεια δεν δόθηκε στη μητέρα είτε από τη αστυνομία είτε από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία στην Αγγλία.
Η Καθ'ης η αίτηση είναι άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, δεν γνωρίζει Αγγλικά και άρα δεν μπορεί η ίδια να συνεννοηθεί με οποιαδήποτε αρχή ή υπηρεσία, αν δεν της δοθεί η υπηρεσία διερμηνέα. Ενώ η αστυνομία γνώριζε ότι η μητέρα δεν ήξερε Αγγλικά δεν της έδωσαν οποιαδήποτε συμβουλή, ως προς το τι μπορούσε να κάνει για να προστατευτεί και να συντηρηθεί μετά που θα έφευγε από το σπίτι. Θεώρησαν ότι η υποχρέωση τους είχε τελειώσει, από τη στιγμή που φεύγοντας από το σπίτι εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογενειακής φίλης.
Το γεγονός ότι δεν ομιλεί την αγγλική γλώσσα είναι αποτρεπτικό στο να εξεύρει εργασία. Περαιτέρω με δεδομένο ότι έχει τη φροντίδα ενός μωρού δυο ετών δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να εργαστεί. Χωρίς εργασία δεν μπορεί να έχει εισόδημα για να εξασφαλίσει στέγη για την ίδια και την ανήλικη ή τα στοιχειώδη για τη διατροφή και συντήρηση τους.
[.]
Η παρούσα περίπτωση όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, αφορά μια μητέρα με ελάχιστους δεσμούς με την Αγγλία. Είναι κυπριακής καταγωγής, μεγάλωσε στην Κύπρο όπου κατοικεί η υπόλοιπη οικογένεια της. Η ανήλικη επί της ουσίας κανένα ιδιαίτερο δεσμό δεν έχει με την Αγγλία αφού έφυγε από τη χώρα σε ηλικία μόλις 10 μηνών. Η Καθ'ης η αίτηση, ήταν θύμα της συστηματικής και αλόγιστης βίας του πατέρα. Όπως αναφέρει στην αίτηση της ο πατέρας συστηματικά της έλεγε να φύγει από το σπίτι με το παιδί, όταν διαμαρτυρόταν για τη βάναυση συμπεριφορά του. Περαιτέρω ο πατέρας δεν έχει κάποιο πραγματικό ενδιαφέρον για το παιδί.»
Ως αποτέλεσμα το δικαστήριο θεώρησε ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε το υψηλό επίπεδο απόδειξης της ύπαρξης σοβαρού κίνδυνου βλάβης στην ανήλικη εν τη εννοία του Άρθρου 13(β). Διαπιστώνοντας δε ότι δεν είχαν δοθεί οποιεσδήποτε δεσμεύσεις, ούτε γίνει οποιεσδήποτε εισηγήσεις αναφορικά με κατάλληλα μέτρα για την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον του αιτήματος για επιστροφή.
Ακολούθησε η παρούσα έφεση με την οποία προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε και/ή δεν αξιολόγησε και/ή αδικαιολόγητα απέκλεισε τη μαρτυρία που περιέχεται στην ένορκη δήλωση αιτητή, ήτοι της εν λόγω λειτουργού του Υπουργείου Δικαιοσύνης (1ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η μαρτυρία της εφεσίβλητης ήταν αναντίλεκτη συνεπεία της μη αντεξέτασης της καθότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και στα συνημμένα τεκμήρια, καθώς επίσης και στις αγορεύσεις, αντικρούστηκαν όλοι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης και/ή λανθασμένα το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τη συνοπτική φύση της διαδικασίας όπου κατά κανόνα δεν δίδεται προφορική μαρτυρία ή δεν επιτρέπεται η αντεξέταση μαρτύρων και ότι λανθασμένα το δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την υπεράσπιση της στο απαιτούμενο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (2ος και 3ος λόγος έφεσης) και ότι λανθασμένα απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην αόριστη, γενική και/ή ατεκμηρίωτη μαρτυρία της εφεσίβλητης (4ος λόγος έφεσης), λανθασμένα απέδωσε βαρύτητα σε λόγους που αφορούν τη μητέρα και όχι το ανήλικο τέκνο (5ος λόγος έφεσης).
Σε ότι αφορά στον 1ο λόγο έφεσης, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό ότι το δικαστήριο παραγνώρισε ή δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσέφερε ο αιτητής. Η μαρτυρία αυτή ήταν κατά βάση τυπικού χαρακτήρα και βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο, έχοντας υπόψιν του τη μαρτυρία στο σύνολο της, επικεντρώθηκε στο πραγματικά ζητούμενο υπό τις περιστάσεις. Ζητούμενο ήταν το κατά πόσο μέσα από τη μαρτυρία που η εφεσίβλητη είχε προσφέρει, είχαν στοιχειοθετηθεί οι προϋποθέσεις του Άρθρου 13(β). Ορθά ανέλυσε και με πληρότητα εξέτασε το μοναδικό, κατ΄ ουσίαν, επίδικο θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Σε ότι αφορά το 2ο λόγο είναι γεγονός ότι όπως σημειώθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση In Re E η διαδικασία επί τη βάσει της Σύμβασης είναι συνοπτική και κατά κανόνα δεν δίδεται προφορική μαρτυρία, ούτε γίνεται αντεξέταση. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης δεν αντικρούστηκαν από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και τα συνημμένα τεκμήρια, όπως είναι ο ισχυρισμός που προβάλλεται στο 2ο λόγο έφεσης. Ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να αντικρουστεί με τέτοιο πρωθύστερο τρόπο εφόσον η αίτηση ήταν προγενέστερη της ένστασης και των ισχυρισμών που προέβαλε η εφεσίβλητη προς θεμελίωση της υπεράσπισης του Άρθρου 13(β). Ούτε με τις αγορεύσεις θα ήταν επιτρεπτό να αντικρουστούν ισχυρισμοί γεγονότων, όπως επίσης προβάλλεται με το 2ο λόγο έφεσης. Η ουσία είναι ότι το δικαστήριο είχε ενώπιον του μαρτυρία, την οποία έκρινε ως επαρκή, ζήτημα με το οποίο ασχολείται ο 3ος λόγος έφεσης.
Σε ότι αφορά τον 3ο λόγο έφεσης περί αποτυχίας απόδειξης της υπεράσπισης στο απαιτούμενο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε με πληρότητα τη σχετική νομολογία, υπό το πρίσμα της οποίας και αξιολόγησε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης οι οποίοι δεν ήταν αόριστοι, γενικοί και ατεκμηρίωτοι, όπως προβλήθηκε με τον 4ο λόγο έφεσης. Αντίθετα ήταν συγκεκριμένοι και υποστηρίζονταν από περαιτέρω ένορκη δήλωση, εκ μέρους του πατέρα της εφεσίβλητης, ο οποίος επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς της. Ειδικότερα ο ισχυρισμός της ότι υπέβαλε καταγγελία στην Αστυνομία επιβεβαιώνεται σε ένα βαθμό εφόσον στην αίτηση αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη είχε υποβάλει καταγγελία στην Αστυνομία «ότι στο παρελθόν δηλαδή όταν ήταν στην Κύπρο προσπάθησε να την σκοτώσει και ότι η Αστυνομία παρείχε ένα αριθμό περιστατικού 0211 και ενημέρωσαν τον πατέρα ότι δεν πρόκειται να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες».
Εναπόκειτο στο πρωτόδικο δικαστήριο να εκτιμήσει τα δεδομένα, υπό το φως της Σύμβασης, του Κανονισμού και της νομολογίας στην οποία ορθά παρέπεμψε για να καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματα του. Προς τούτο, χωρίς να παραβλέπει το πρωταρχικό ζητούμενο και κυρίαρχο κριτήριο που ήταν η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής του παιδιού, το δικαστήριο εύλογα κατέληξε ότι υπό τις όλως ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ικανοποιήθηκε το υψηλό επίπεδο απόδειξης περί της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου πρόκλησης βλάβης στην ανήλικη εν τη εννοία του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης. Τούτο με επίκεντρο την αφόρητη κατάσταση για το ίδιο το παιδί, χωρίς να αποδίδει, όπως του καταλογίστηκε με τον 5ο λόγο έφεσης, βαρύτητα σε λόγους που αφορούν τη μητέρα και όχι την ανήλικη. Δεν έχει προβληθεί βάσιμος λόγος ώστε να παρέμβουμε στην άσκηση της ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Το εύρημα του δικαστηρίου ήταν για συστηματική άσκηση βίας, σωματικής και ψυχολογικής, σε βάρος της μητέρας στην παρουσία του παιδιού με κίνδυνο πρόκλησης ψυχικής βλάβης στο παιδί εφόσον μεγαλώνοντας θα μπορούσε να αντιληφθεί πιο έντονα τις συνέπειες. Η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας, σε συνδυασμό με την αποτυχία των αρχών να προστατεύσουν το γονέα που είναι το θύμα τέτοιας βίας, έχει αναγνωριστεί ότι είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει την υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) (Miltiadous v. Tetervak, 686 F. Supp. 2d 544 (E.D. Pa. 2010), 19 February 2010, United States District Court, Eastern Division Pennsylvania (the US) [INCADAT Reference: HC/E/US 1144).
Πέραν τούτου το δικαστήριο έλαβε υπόψιν τους ελάχιστους δεσμούς του παιδιού με την Αγγλία όπου αμφότεροι οι κύπριοι γονείς του είχαν εγκατασταθεί πολύ πρόσφατα, με τη μητέρα να είναι επαγγελματικά και κοινωνικά, μη γνωρίζοντας τη γλώσσα, πλήρως αποξενωμένη. Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτίμησε και το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμιά δέσμευση εκ μέρους του πατέρα ως προς τους όρους διαβίωσης του παιδιού όταν θα επέστρεφε στην Αγγλία. Ουδεμία δέσμευση ότι θα παραχωρούσε στη μητέρα την χρήση της οικογενειακής οικίας ή οποιαδήποτε άλλη δέσμευση ως προς τις συνθήκες διαμονής και διαβίωσης του παιδιού και της μητέρας σε περίπτωση επιστροφής, ώστε να εξασφαλιστεί ότι σε τέτοια περίπτωση η κατάσταση δεν θα ήταν αφόρητη.
Είναι υπ΄ αυτές τις όλως ιδιαίτερες περιστάσεις που το δικαστήριο εύλογα κατέληξε στην απόφαση του με την οποία συμφωνούμε.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ
[1] 1980 Child Abduction Convention, Guide to Good Practice, Part VI, Article 13(1)(b), Hague Conference on Private International Law - HCCH Permanent Bureau.
(50) Re E. (Children) (Abduction: Custody Appeal) [2011] UKSC 27, [2012] 1 A.C. 144, 10 June 2011, United Kingdom Supreme Court (England and Wales) (the UK) [INCADAT Reference: HC/E/UKe 1068] at para. 33. See also the Explanatory Report (op. cit. note 10), para. 29. The term "grave risk" reflects the intention of the drafters that this exception should be applied, in line with the general approach to the exceptions under the Convention, restrictively. During the drafting process, a narrower wording of Art. 13(1)(b) was agreed than what was initially suggested. The initial term used in the exception was "substantial risk" which was replaced with "grave risk", as the word "grave" was considered a more intensive qualifier. See also Actes et documents de la Quatorzième session (1980) (op. cit. note 10), p. 362.
(51) See, e.g., Thomson v. Thomson, [1994] 3 SCR 551, 20 October 1994, Supreme Court of Canada (Canada) [INCADAT Reference: HC/E/CA 11] at p. 596, where the Court held that "the physical or psychological harm contemplated by the first clause of Article 13(1)(b) is harm to a degree that also amounts to an intolerable situation". See also Re E. (Children) (Abduction: Custody Appeal) (see, supra, note 50), at para. 34 and EW v. LP, HCMP1605/2011, 31 January 2013, High Court of the Hong Kong Special Administrative Region (China) [INCADAT Reference: HC/E/CNh 1408] at para. 11, where, in both decisions, the respective Courts quoted from the judgment in Re D, [2006] 3 WLR 0989, 16 November 2006, United Kingdom House of Lords (England and Wales) (the UK) [INCADAT Reference: HC/E/UKe 880] at para. 52, "'[i]ntolerable' is a strong word, but when applied to a child must mean 'a situation which this particular child in these particular circumstances should not be expected to tolerate'".
(52) Re E. (Children) (Abduction: Custody Appeal) (see, supra, note 50), at para. 33, where the Court noted that: "Although 'grave' characterises the risk rather than the harm, there is in ordinary language a link between the two. Thus a relatively low risk of death or really serious injury might properly be qualified as 'grave' while a higher level of risk might be required for other less serious forms of harm."