ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A393
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E98/2015)
19 Νοεμβρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
LANOMEX DEVELOPMENT LTD,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη/Καθ΄ης η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα/Αιτήτρια.
_ _ _ _ _ _
Γ. Ζαχαρίου (κα), για Ανδρέα Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την
Εφεσείουσα.
Μ. Ανδρέου (κα) για Χρ. Ματθαίου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει προσωρινό διάταγμα με το οποίο εμποδίζεται η εφεσείουσα - καθ' ης η αίτηση από του να κατεδαφίσει και επεμβαίνει στο επίδικο κατάστημα, το οποίο ευρίσκεται σε οικοδομικό συγκρότημα στην οδό Ζήνωνος Κιτιέως, στη Λάρνακα, μέχρι αποπερατώσεως της αγωγής.
Το εν λόγω κατάστημα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ από την εταιρεία Lefkaritis Bros Ltd, με έγγραφη συμφωνία, ημερομηνίας 30.12.1983, η οποία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Το εν λόγω κατάστημα, μετά τη συμπλήρωσή του, παραδόθηκε στην αγοράστρια, η οποία για χρόνια διεξήγαγε τραπεζικές δραστηριότητες σ΄ αυτό, χωρίς να γίνει μεταβίβαση, ούτε να εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 19.9.2014, η αγοράστρια εκχώρησε τα δικαιώματά της που απορρέουν από την πιο πάνω συμφωνία στην εφεσίβλητη, ενώ το οικοδομικό συγκρότημα στο οποίο βρίσκεται το κατάστημα μεταβιβάστηκε στην εταιρεία Lefkaritis Developers (Kimonas) Ltd, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Lefkaritis and Hassapis Developers Kimonas Ltd, και περί την 24.7.2014, σε LENOMEX DEVELOPMENT LTD - εφεσείουσα.
Στις 2.10.2014, η εφεσείουσα - εναγόμενη, με επιστολή της ενημέρωσε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ ότι θα προχωρούσε στην κατεδάφιση του οικοδομικού συγκροτήματος, στο οποίο περιλαμβανόταν και το επίδικο κατάστημα. Περαιτέρω, τερματιζόταν η συμφωνία ημερομηνίας 30.12.1983, λόγω του ότι δεν είχαν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις για ξεχωριστή εγγραφή και μεταβίβαση του καταστήματος, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υλοποίηση της συμφωνίας. Η εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερομηνίας 23.10.2014, απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας.
Αποτελεί θέση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα δεν είχε ποτέ πρόθεση να προωθήσει την έκδοση χωριστών τίτλων και τη μεταβίβαση του καταστήματος και πως σκοπός της είναι η κατεδάφιση του οικοδομικού συγκροτήματος, για να ανοικοδομήσει νέο με τη συμμετοχή ξένων επενδυτών, με απώτερο σκοπό το μεγάλο οικονομικό όφελος σε βάρος της εφεσίβλητης και των δικαιωμάτων της. Με την αγωγή αξιώνεται ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, συναφείς θεραπείες και διαζευκτικά αποζημιώσεις.
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση για προσωρινό διάταγμα που να εμποδίζει την εφεσείουσα από του να κατεδαφίσει ή επέμβει, αποξενωθεί ή επιβαρύνει το κατάστημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση του κατεπείγοντος, διέταξε την επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά, η οποία καταχώρησε ένσταση και διεξήχθη ακρόαση.
Η εφεσίβλητη, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, πέραν από την αναφορά στα όσα διαλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης, αναφέρθηκε σε διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. και της Lefkaritis & Hassapis Developers Kimonas Ltd τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2014, με στόχο να αγοράσει η Lefkaritis το κατάστημα πίσω, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν.
Η εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση αποτελούμενη από 18 λόγους ένστασης. Στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει προβάλλεται η θέση ότι η εφεσείουσα δεν έχει σχέση με το επίδικο κατάστημα και πως η ίδια «αγόρασε» τη Lefkaritis & Hassapis Developers (Kimonas) Ltd, η οποία με συμφωνία ημερομηνίας 28.4.2009 αγόρασε το οικοδομικό συγκρότημα, πλην του επίδικου καταστήματος από τη Lefkaritis Bros Ltd. Προς τούτο, επισυνάφθηκε η σχετική συμφωνία. Αμφισβητεί, επίσης, τη γνησιότητα της σύμβασης ημερομηνίας 19.9.2014, με την οποία η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. εκχώρησε τα δικαιώματά της, δυνάμει της συμφωνίας του 1983 στην εφεσίβλητη, επισημαίνοντας ότι αυτή χαρτοσημάνθηκε μετά τις 3.10.2014 που η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της επιστολής ημερομηνίας 2.10.2014.
Προς απάντηση των θέσεων της εφεσείουσας καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση εκ μέρους της εφεσίβλητης, στην οποία επισυνάπτεται φωτοαντίγραφο της Δήλωσης Μεταβίβασης Ακινήτου, με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση από την Lefkaritis Bros Ltd προς τη Lefkaritis & Hassapis Developers Kimonas Ltd με στόχο να καταδείξει πως ολόκληρη η περιουσία μεταβιβάστηκε, με την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου του επίδικου ακινήτου να διατηρείται. Στη Δήλωση Μεταβίβασης αναφέρονται τα διάφορα τεμάχια, μεταξύ των οποίων και τα τεμάχια 216, 218, 219 και 220, του Φ/Σχ. 41/57.1.3, μέσα στα οποία ανεγέρθηκε το οικοδομικό συγκρότημα, περιλαμβανομένου του επίδικου καταστήματος. Στη Δήλωση υπάρχει οδηγία προς το Λειτουργό Εκτιμήσεων για εκτίμηση της αγοραίας αξίας του ακινήτου που μεταβιβάζεται σε ημερομηνία 28.4.2009 και όπως ληφθεί υπόψη το πωλητήριο έγγραφο Αρ. 257/83 που αφορά το επίδικο κατάστημα. Όπως αναφέρει το Δικαστήριο «φαίνεται πως ολόκληρη η περιουσία μεταβιβάστηκε στη Lefkaritis & Hassapis Developers Kimonas Ltd με την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου του επίδικου καταστήματος να διατηρείται. Γι΄ αυτό και κατά την εκτίμηση δόθηκαν οδηγίες να ληφθεί υπόψη το πωλητήριο αφού στην ουσία η Lefkaritis & Hassapis Developers Kimonas Ltd δεν θα ήταν ο τελικός κύριος του συγκεκριμένου καταστήματος το οποίο θα όφειλε να μεταβιβάσει στην Εθνική Τράπεζα. Η αναφορά στη συμφωνία ημερ. 28.4.2009, με την οποία η Lefkaritis Developers (Kimonas) Ltd αγόρασε το οικοδομικό συγκρότημα πλην του επίδικου καταστήματος από την Lefkarities Bros Ltd, ότι από την πωληθείσα περιουσία εξαιρείται το επίδικο κατάστημα ανταποκρινόταν στις πραγματικές περιστάσεις, ότι δηλαδή το συγκεκριμένο κατάστημα είχε ήδη πωληθεί σε τρίτο και η Lefkaritis Developers (Kimonas) Ltd αγόραζε το υπόλοιπο του κτιριακού συγκροτήματος».
Το Δικαστήριο έκρινε πως το κατά πόσο, δοθείσης της κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου, ημερομηνίας 30.12.1983, στο Κτηματολόγιο έναντι των τεμαχίων 216, 218, 219 και 220, αυτά μπορούσαν να μεταβιβαστούν, δεν ήταν θέμα που θα έπρεπε να επιλυθεί στα πλαίσια της αίτησης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση στη βάση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 και, αφού έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που τίθενται από την εν λόγω νομοθετική διάταξη, εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα, εκτός από τη φράση «πωλήσουν, επιβαρύνουν, παραχωρήσουν, δωρίσουν», την οποία έκρινε αχρείαστη, ενόψει του γεγονότος της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.
Η εφεσείουσα - καθ΄ης η αίτηση, με δύο λόγους έφεσης, προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης. Τρίτος λόγος που εγέρθηκε αρχικά εγκαταλείφθηκε. Οι δύο λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω του ότι συμπλέκονται. Η εφεσείουσα, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, τον οποίο ανέπτυξε πρώτο στο περίγραμμα αγόρευσής της, εμπλέκει ουσιαστικά και τα όσα προβάλλει με τον πρώτο λόγο έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το προσωρινό διάταγμα. Προς τούτο, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναγνώρισε την ύπαρξη αλλότριων σκοπών, εύρημα που δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη με αντέφεση, έκρινε ότι αυτός ο παράγοντας δεν μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση της αίτησης. Προς τούτο, παραπέμπει στην υπόθεση Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923, όπου προσδιορίζονται οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε επέμβαση του Εφετείου σε αποφάσεις που απορρέουν από άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Η εφεσίβλητη, σύμφωνα με την εισήγηση, χρησιμοποιεί τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος για σκοπούς άσκησης πίεσης, κάτι που αποτελεί κλασική περίπτωση κατάχρησης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ότι ικανοποιούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, ήτοι της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και της πιθανότητας επιτυχίας στην αγωγή.
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι, όπως προκύπτει από το ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, από το ακίνητο που της μεταβιβάστηκε, εξαιρείτο ρητά το επίδικο κατάστημα της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε καμία συμβατική σχέση μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης και οποιαδήποτε συμφωνία ήταν ανέκαθεν μεταξύ της εφεσίβλητης ή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. και της εταιρείας που εμφαίνεται ως πωλητής στο πωλητήριο έγγραφο του 1983. Επιπλέον, εισηγείται ότι η μη έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας από όποιον είχε τέτοια υποχρέωση, έχει καταστεί αδύνατη, αφού το υπόλοιπο ακίνητο με το οποίο είναι συνδεδεμένο το κατάστημα πρόκειται να κατεδαφιστεί και, υπό τις περιστάσεις, το επίδικο κατάστημα δεν μπορεί να αποκτήσει ξεχωριστό τίτλο. Παρατηρείται, επίσης, ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε απέστειλε επιστολή προς τους αντισυμβαλλόμενούς της, με την οποία να αξιώνει την έκδοση ξεχωριστών τίτλων εντός συγκεκριμένου χρόνου, ώστε να καθίσταται ο χρόνος ουσιώδης για να μπορεί να επιζητεί ειδική εκτέλεση της σύμβασης.
Η εγκυρότητα της συμφωνίας εκχώρησης του πωλητηρίου εγγράφου από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. προς την εφεσίβλητη αμφισβητείται από την εφεσείουσα, όμως είναι αποδεκτό ότι το ζήτημα αυτό δε θα εξεταστεί σε αυτό το στάδιο. Παρά ταύτα, η εφεσείουσα θεωρεί σημαντικό γεγονός, για σκοπούς ικανοποίησης των πρώτων δύο προϋποθέσεων, ότι αυτή η συμφωνία, που κατ΄ ισχυρισμό καταρτίστηκε την 19.9.2014, δεν ήταν κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο και, συνεπώς, δεν μπορούσε να είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης. Ακόμη, όμως, και αν υπήρχε τέτοιο δικαίωμα, η εφεσίβλητη δε θα μπορούσε να το διεκδικήσει από την εφεσείουσα. Λόγω δε της επικείμενης κατεδάφισης και ανάπτυξης του υπόλοιπου ακινήτου και εφόσον δεν υπάρχει ξεχωριστός τίτλος, δεν μπορεί, να εκδοθεί, όσο επιφανειακά και να ιδωθούν τα θέματα, ειδική εκτέλεση.
Η αποστολή μίας επιστολής από την εφεσείουσα πριν διαπιστώσει ότι στο ακίνητο που είχε αγοράσει η Lefkaritis and Hassapis Developers (Kimonas) Ltd δεν περιλαμβανόταν το επίδικο ακίνητο, ουδεμία σημασία έχει, κατά την εισήγηση και δεν καθιστά την εφεσείουσα νομικά ή συμβατικά υπεύθυνη προς την εφεσίβλητη, ούτε δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις που δεν υφίστανται.
Με βάση τα πιο πάνω, προβάλλεται ότι η αγωγή, πέραν του ότι είναι πρόωρη, στρέφεται και εναντίον λανθασμένου διάδικου και δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η εφεσίβλητη ενήργησε με υπέρμετρη καθυστέρηση και ουδέποτε επιζήτησε την έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας εντός συγκεκριμένου χρόνου, παρά το ότι η συμφωνία είχε καταρτιστεί το 1983. Συνεπώς, οποιαδήποτε αγωγή και εάν εγείρετο εναντίον της ορθής οντότητας θα είχε να αντιμετωπίσει και την υπεράσπιση της υπέρμετρης καθυστέρησης (laches).
Επιπλέον, εγείρεται πως η εφεσίβλητη χρησιμοποιεί την αγωγή και τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος που έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας, με στόχο να πιέσει την εφεσείουσα, καθυστερώντας την ανάπτυξη ενός τεραστίας σημασίας έργου, για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο κέρδος από την πώληση του ακινήτου. Αυτή η στάση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, την οποία το Δικαστήριο όφειλε να αποτρέψει.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση. Αναφορικά με τη δυνατότητα που υπάρχει να διαταχθεί ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, ακόμα και εναντίον τρίτου προσώπου που δεν είναι συμβαλλόμενος στη συμφωνία, παρέπεμψε στην υπόθεση Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 882. Ως προς την εκχώρηση του πωλητηρίου εγγράφου, πέραν των όσων αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγήθηκε πως το όλο θέμα λύθηκε και νομοθετικά με ισχύ από τις 5.10.2019, δυνάμει των περί Μεταβίβασης Τραπεζικών εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμων του 1997 έως 2011 (Ν.64(Ι)/1997).
Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως των αρχών που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε τις προϋποθέσεις που πρέπει να συνυπάρχουν, με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, και τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Προκύπτει αβίαστα από τα όσα έχουν εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι προϋποθέσεις για την έκδοση του εξαιτούμενου διατάγματος ικανοποιούνται στον υπέρτατο βαθμό. Η Ενάγουσα φέρεται ως το μέρος προς το οποίο η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. αγοράστρια του επίδικου καταστήματος εκχώρησε τα δικαιώματα της που απορρέουν από τη συμφωνία ημερ. 30.12.1983 και την κατάθεση της στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης την ίδια ημέρα. Δεν θα επιλυθεί στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης η γνησιότητα της σύμβασης εκχώρησης ημερ. 19.9.2014 την οποία η Εναγόμενη αμφισβητεί. Αρκεί για σκοπούς της παρούσας ότι η Ενάγουσα υποστηρίζει το γεγονός της εκχώρησης. Αλλωστε δεν είναι ζήτημα που άπτεται των δικαιωμάτων ή συμφερόντων της Εναγόμενης.
Η Ενάγουσα δικαιούται στην προστασία της περιουσίας που, η εκχωρήτρια Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. αγόρασε και εξόφλησε, και με δεδομένη την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, νομιμοποιείται να προσδοκεί ότι το κατάστημα θα μεταβιβαστεί στο όνομα της, όπως αξιώνει με την αγωγή.
Όταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της ιδιοκτησίας που περιλαμβάνει το συγκεκριμένο κατάστημα, διάδοχος σε τίτλο της αντισυμβαλλόμενης της εκχωρήτριας προς την Ενάγουσα, με επιστολή της ημερ. 2.10.2014, την οποία δεν αρνείται, ρητά αναφέρει και επαπειλεί ότι θα προχωρήσει στην κατεδάφιση όλων των κτιρίων (αναφερόμενη στο κτιριακό συγκρότημα στο οποίο βρίσκεται το κατάστημα) και στην ανέγερση νέου κτιριακού συγκροτήματος και διατείνεται ότι η συμφωνία ημερ. 30.12.1983 τερματίζεται, παρά το ότι το τίμημα είχε προ καιρού εξοφληθεί και ενώ παρήλθαν 31 σχεδόν χρόνια από την αγορά, τότε αναμφίβολα η Ενάγουσα δικαιούται στην προστασία του Δικαστηρίου. Εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και το κτιριακό συγκρότημα κατεδαφιστεί, δεν θα υφίσταται το κατάστημα για να μπορεί να εγγραφεί στο όνομα της Ενάγουσας εάν διαταχθεί ειδική εκτέλεση και δεν θα μπορεί να αποδοθεί συνεπώς δικαιοσύνη.
Η αναφορά στην αγόρευση των δικηγόρων της Εναγόμενης ότι δικαιοσύνη μπορεί να αποδοθεί σε μεταγενέστερο στάδιο με τον επιδικασμό χρηματικού ποσού προς όφελος της Ενάγουσας εδράζεται σε λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων. Αναμφίβολα το κατάστημα έχει μια συγκεκριμένη αγοραία αξία. Η απόδοση της αξίας αυτής ως αποζημίωση ή ακόμα και μεγαλύτερου ποσού, δεν συνιστά δικαιοσύνη για την Ενάγουσα. Εάν δεν εξασφαλιστεί ότι θα μπορεί να επιτευχθεί ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, όπως προβάλλεται ότι δικαιούται η Ενάγουσα, τότε δεν θα μπορεί να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη.
Προβάλλεται, ακόμα, από τους δικηγόρους της Εναγόμενης επιχειρηματολογία στη βάση επιστολής ημερ. 9.10.2014 δικηγόρου που συμβούλευε την Ενάγουσα (επισυναπτόμενο 12 στην Ενορκη Δήλωση Ξυδά), ότι η έκδοση προσωρινού διατάγματος και μονιμοποίηση του μέχρι την εκδίκαση της αγωγής θα έχει ως αποτέλεσμα τη σοβαρή καθυστέρηση ή ματαίωση της ανάπτυξης που σχεδιάζει η Εναγόμενη στο χώρο που βρίσκεται το επίδικο κτιριακό συγκρότημα και κατάστημα. Αναφέρεται ακόμη ότι κάτι τέτοιο θα ασκήσει πολύ μεγάλη πίεση στην Εναγόμενη ώστε να συναινέσει στην πληρωμή τιμήματος που να ικανοποιεί την Ενάγουσα για την ακύρωση της συμφωνίας του 1983. Προβάλλεται ότι η Ενάγουσας εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για να αποκομίσει άδικα υψηλή τιμή από την πώληση του καταστήματος πίσω στην Εναγόμενη. Το ζήτημα αφορά ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις των μερών εκτός του πλαισίου της αγωγής και η όποια αντιμετώπιση της Ενάγουσας δεν άπτεται των επίδικων στην αγωγή θεμάτων.»
Οι εισηγήσεις της εφεσείουσας, τις οποίες έχουμε συνοψίσει πιο πάνω, παραβλέπουν κάποια γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να αμφισβητηθούν. Η εφεσείουσα είναι αυτή που απέστειλε επιστολή προς την εφεσίβλητη, ημερομηνίας 2.10.2014, με την οποία την πληροφορούσε ότι θα κατεδάφιζε όλα τα κτήρια στο κτηριακό συγκρότημα, όπου περιλαμβανόταν και το επίδικο κατάστημα και τερμάτισε τη συμφωνία ημερομηνίας 30.12.1983. Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενό της:
««Θέμα: Πωλητήριο Έγγραφο με εταιρεία Αδελφοί Λευκαρίτη Λτδ
Αναφερόμαστε στο ως άνω θέμα και επιθυμούμε να σας πληροφορήσουμε τα ακόλουθα:
(1) Το πωληθέν με βάση το ως άνω πωλητήριο κατάστημα είχε μεταβιβαστεί από τους τότε ιδιοκτήτες στην εταιρεία Lefkaritis & Hassapis Developers Kimonas Ltd.
(2) Η ως άνω εταιρεία έχει αποκτηθεί από νέες εταιρείες και έχει πλέον μετονομασθεί σε LANOMEX DEVELOPMENT LTD.
(3) Όπως σας έχουμε πληροφορήσει η LANOMEX DEVELOPMENT LTD θα προχωρήσει στην κατεδάφιση όλων των κτιρίων και στην ανέγερση νέου κτιριακού συγκροτήματος.
(4) Παρά τα ανωτέρω, όπως επίσης γνωρίζετε, η έκδοση χωριστού τίτλου είναι αδύνατη και μέχρι σήμερα δεν έχουν εξασφαλιστεί οι αναγκαίες προϋποθέσεις για ξεχωριστή εγγραφή και μεταβίβαση του ακινήτου.
(5) Ως εκ των ανωτέρω, η επ΄ ονόματι σας εγγραφή και μεταβίβαση κατέστη και/ή είναι αδύνατη και η υλοποίηση της συμφωνίας κατέστη αδύνατη.
Με βάση τα ανωτέρω η συμφωνία ημερ. 30/12/1983 δεν μπορεί να υλοποιηθεί και τερματίζεται και είμαστε πρόθυμοι για επιστροφή του τιμήματος πώλησης πλέον τους σχετικούς τόκους και/ή παρά τη μη ύπαρξη εκ μέρους μας ευθύνης για τη μη υλοποίηση στην πληρωμή της αξίας του ακινήτου σήμερα, η οποία σύμφωνα με υφιστάμενη εκτίμηση δεν υπερβαίνει το ποσό των 500,000-.
Παρακαλούμε όπως έχουμε την άμεση ανταπόκριση σας στα ανωτέρω.»
Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η αποστολή αυτής της επιστολής ουδεμία σημασία έχει, καθότι δεν καθιστά την εφεσείουσα νομικά ή συμβατικά υπεύθυνη προς την εφεσίβλητη, ούτε δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις που δεν υφίστανται, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπόθεση. Υπενθυμίζουμε ότι το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο, δεν εξετάζει εις βάθος την απαίτηση του ενάγοντα και η κρίση επί της ουσίας της αγωγής πρέπει να αποφεύγεται. Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας, οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co. Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015). Συνεπώς, δεν απαιτείτο σε αυτό το στάδιο από το Δικαστήριο να εξετάσει τις νομικές επιπτώσεις από την αποστολή αυτής της επιστολής, ούτε σε λεπτομέρεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών.
Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα που τέθηκαν είναι ότι η αποστολή αυτής της επιστολής ήταν το έναυσμα που οδήγησε στην έγερση της αγωγής και την επιδίωξη ενδιάμεσης θεραπείας. Η εφεσείουσα με την επιστολή της τερμάτιζε τη συμφωνία, στη βάση της οποίας αγοράστηκε και εξοφλήθηκε το επίδικο κατάστημα και επαπειλείτο η κατεδάφιση του κτηριακού συγκροτήματος εντός του οποίου ευρίσκεται το επίδικο κατάστημα, ενώ υπάρχει κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο η συμφωνία του 1983 για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Με την αγωγή της δε η εφεσίβλητη αξιώνει ως προεξάρχουσα θεραπεία την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι νομιμοποιείται να προσδοκεί ότι το κατάστημα θα μεταβιβαστεί στο όνομα της, όπως αξιώνει με την αγωγή.
Προβάλλονται, επίσης, εκατέρωθεν γεγονότα στις ένορκες δηλώσεις και τα επισυναπτόμενα σε αυτές τεκμήρια που αφορούν διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ των διαδίκων. Αυτές δε θα απασχολήσουν, εφόσον έγιναν εκτός του πλαισίου της αγωγής. Αναφορικά με τη γνωμάτευση που δόθηκε από το δικηγόρο της εφεσίβλητης (Τεκμ. 12 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση), στην οποία αναφέρθηκε η εφεσείουσα, αυτή δόθηκε στις 9.10.2014, μετά την αποστολή της επιστολής τερματισμού. Σ΄ αυτήν αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «αν επιτευχθεί η έκδοση προσωρινού διατάγματος και μονιμοποίησης σε επόμενο στάδιο μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα τη σοβαρή καθυστέρηση ή ματαίωση της ανάπτυξης που σχεδιάζει η Lanomex στο χώρο που ευρίσκεται η οικοδομή, κάτι που θα ασκήσει πολύ μεγάλη πίεση σε αυτή ώστε να συναινέσει στην πληρωμή τέτοιου τιμήματος για ακύρωση της συμφωνίας που να ικανοποιεί την τράπεζα .». Σημειώνεται ότι, πριν την αποστολή της επιστολής τερματισμού, ανταλλάγησαν επιστολές που αφορούσαν διαπραγματεύσεις που έγιναν για επίτευξη συμφωνίας, με στόχο την αγορά του επίδικου καταστήματος, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ανάπτυξη του ακινήτου. Συνεπώς, θεωρούμε ότι και αυτή η επιστολή - γνωμάτευση αφορούσε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις εκτός του πλαισίου της αγωγής, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο και δε κρίνουμε ότι υποδηλοί ότι η εφεσίβλητη χρησιμοποίησε τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος για σκοπούς άσκησης πίεσης, ούτε βεβαίως κάτι τέτοιο προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση.
Για τους πιο πάνω λόγους, δεν κρίνουμε ότι έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. εναντίον της εφεσείουσας.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ