ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A402
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 177/2012)
18 Noεμβρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
THEOSAVVA CO LTD
Εφεσείoντες
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος
_ _ _ _ _ _
Αίτηση ημερ. 10.12.2019
Π.Γεωργίου, με Τζ. Αλ Ντιπιάνι (ασκούμενο δικηγόρο), για τους εφεσείοντες/αιτητές
Δ.Παπαμιλτιάδου, (κα), με Ηρ.Ταλιαδώρο (ασκούμενο δικηγόρο), για τον εφεσίβλητο/καθ΄ου η αίτηση
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσίβλητος ως ενάγων αξίωνε με την αγωγή του την πληρωμή από τους εφεσείοντες ως εναγόμενους, του διοικητικού προστίμου το οποίο τους επιβλήθηκε με βάση το άρθρο 98(3) του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (΄Ελεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος του 2001 (Ν.70(Ι)/2001). Με αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσείοντες είχαν αιτηθεί πρωτοδίκως στις 27.6.2011 κατά την ακροαματική διαδικασία παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. δυνάμει του άρθρου 267[1] της Συνθήκης για την ΄Ιδρυση της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (η Συνθήκη). Συγκεκριμένα ζήτησαν την ερμηνεία του άρθρου 1 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 76/768/ΕΟΚ αναφορικά με τα καλλυντικά προϊόντα και του άρθρου 1 της Οδηγίας 65/65/ΕΟΚ.
Στις 14.12.2011 εξεδόθη ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκρίθη ότι εφόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί για τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου Φαρμάκων και της συμφωνίας της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η προδικαστική απόφαση του Δ.Ε.Ε. για τα επίδικα ερωτήματα, δεν ήταν αναγκαία. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση η οποία και απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη. (Βλ. Theosavva Co.Ltd v. Γεν.Εισαγγελέα, πολ.εφ. 472/11, 20.1.2014).
Η παρούσα έφεση δηλαδή η πολ.εφ.177/12 ασκήθηκε κατά της τελικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 30.3.2012 με την οποία η αγωγή του εφεσίβλητου πέτυχε στη βάση του ότι επρόκειτο για εκτελεστή διοικητική πράξη και το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει υπερασπιστικές ενστάσεις των εφεσειόντων που αφορούσαν τη νομιμότητα ή εγκυρότητα της επιβολής του εν λόγω προστίμου.
Στο παρόν στάδιο με την υπό κρίση αίτηση οι εφεσείοντες ως αιτητές επανέρχονται ουσιαστικά επί του αιτήματος τους για παραπομπή προδικαστικού θέματος στο Δ.Ε.Ε. με τον εξής τρόπο: (Καταγράφεται αυτούσια το παρακλητικό Α1-4 της αίτησης).
«1. Εμπίπτει στα όρια της διακριτικής ευχέρειας και/ή συνιστά ορθή και/ή επιτρεπόμενη άσκηση διακριτικής ευχέρειας ως αυτή προνοείται και/ή απορρέει από το Άρθρο 267(2) ΣΛΕΕ η επιλογή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποστείλει προδικαστικό ερώτημα, επικαλούμενο αποκλειστικά και μόνο εθνικό κανόνα δικαίου περί δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας;
2. Αποτελεί η άρνηση και/ή η παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με μόνη αναφορά σε εθνικό δίκαιο και συγκεκριμένα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, να εξετάσει και να αξιολογήσει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των Εναγομένων για παραβίαση από τον Ενάγοντα σχετικών κανόνων δικαίων της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, ήτοι της Οδηγίας 76/768/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών Μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, της Οδηγίας 65/65/ΕΟΚ περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα και των Άρθρων 28 και 30 ΣΛΕΕ, και συνεπώς να απορρίψει την εξαιτούμενη καταβολή του επίδικου αστικού χρέους, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενική αρχή του Ενωσιακού δικαίου και ως αρχή απορρέουσα από το Άρθρο 47 του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ε.Ε.;
3. Συνιστά η άρνηση και/ή παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την εξαιτούμενη καταβολή του επίδικου αστικού χρέους, λαμβάνοντας υπόψη τεκμηριωμένο και αναντίλεκτο ισχυρισμό της Εναγομένης πως; Το επίδικο προϊόν κυκλοφορούσε ήδη στην εσωτερική αγορά σε άλλο Κράτος Μέλος ως καλλυντικό, παρεμπόδιση στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων κατά το περιεχόμενο των διατάξεων των Άρθρων 28 και/ή 30 και/ή 34 ΣΛΕΕ;
4. Οποιοδήποτε άλλο ερώτημα το οποίο το Δικαστήριο κρίνει εύλογο υπό τις περιστάσεις να παραπέμψει».
(ο τονισμός είναι του Εφετείου)
Στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση γίνεται αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης αλλά και στη διαδικαστική πορεία της εν λόγω αγωγής.
Η ένσταση η οποία κατεχωρήθη, αφορά διάφορα επιμέρους ζητήματα, πλην όμως καθηκόντως το πρώτιστο που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι το θέμα του δεδικασμένου εφόσον τα αιτήματα που προωθούνται ουσιαστικά έχουν επιλυθεί ως ζητήματα που απασχόλησαν την Πολιτική έφεση αρ.472/11, κατά της ως άνω ενδιάμεσης απόφασης υπό την έννοια ότι η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο. Ευρύτερα τίθεται θέμα απαράδεκτης διαδικαστικής ενέργειας που συσχετίζεται με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης ώστε στην ουσία να τίθεται θέμα κατάχρησης των διαδικασιών.
Ενόψει αυτού θα πρέπει να εξετάσουμε ενδελεχώς το περιεχόμενο της απόφασης του Εφετείου.
Θα παραθέσουμε στη συνέχεια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την αιτιολογία του Δικαστηρίου να απορρίψει την έφεση ως προδήλως αβάσιμη:
«Όπως γίνεται αντιληπτό, με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ παρέχεται στο Εθνικό Δικαστήριο η δυνατότητα να παραπέμπει στο ΔΕΕ νομικό ερώτημα σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη, όταν στο αντικείμενο της διαφοράς που καλείται να αποφασίσει ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας των Συνθηκών της Ένωσης και, η δεύτερη, όταν ανακύπτει ζήτημα που σχετίζεται με το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ουδέν από τα ζητήματα αυτά είχε κάποια σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης που διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των εκατέρωθεν εγγράφων προτάσεων. Το μόνο επίδικο θέμα - αντικείμενο της διαφοράς - που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η παράλειψη της εφεσείουσας να πληρώσει το διοικητικό πρόστιμο που της επεβλήθη και αυτό αφού προηγήθηκε η κατηγοριοποίηση της κρέμας ΕDERMA ως φαρμακευτικού προϊόντος με προηγηθείσα εκτελεστή διοικητική πράξη. Το αίτημα, επομένως, της Εταιρείας για παραπομπή του υπό αναφορά προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν είχε θέση στην πρωτόδικη διαδικασία, αφού το αντικείμενο της διαφοράς που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά σχέση με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω είναι φανερό ότι το αίτημα της Εταιρείας απέβλεπε να εισάξει στην πρωτόδικη διαδικασία ζήτημα που μόνο στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος μπορούσε να εισάξει, κατάληξη που καθιστά την έφεση εναντίον της απόφασης που το απέρριψε προδήλως αβάσιμη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του δεύτερου ερωτήματος που θέσαμε».
Και παρακάτω:
«Όπως γίνεται αντιληπτό με όσα αναφέρουμε πιο πάνω η εισήγηση της Εταιρείας για παραπομπή από το Εφετείο προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν έχει κανένα νόημα. Τέτοια παραπομπή - όπως υποδείξαμε και στο στάδιο της προδικασίας - θα είχε νόημα στο πλαίσιο της έφεσης 177/12 που αφορά την ουσία της επίδικης διαφοράς, και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι η έφεση θα επετύγχανε σ΄ ότι αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας. Όμως η Εταιρεία επέμενε να προωθήσει το αίτημα της για παραπομπή στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, η οποία για τους λόγους που εξηγήσαμε είναι καταδικασμένη σε αποτυχία».
Είναι φανερό, κατά την κρίση μας, ότι οι εφεσείοντες/αιτητές ενήργησαν κατά παραβίαση του δεδικασμένου αλλά και καταχρηστικά ως προς τις προηγούμενες διαδικασίες. Προκύπτει από τα ενώπιον μας δεδομένα πως εκείνο που επιχειρείται στην ουσία, είναι η αναθεώρηση αφενός της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης αλλά και αφετέρου, δια της πλαγίας οδού, η ανατροπή της εφετειακής κρίσης. (Βλ. Αναφορικά με την αίτηση Γεωργιάδη, πολ.έφεση 414/17, 2.10.2018), ECLI:CY:AD:2018:A426. Όπως σαφώς προκύπτει από τα πιο πάνω αποσπάσματα της εφετειακής κρίσης, οι εφεσείοντες επέλεξαν να προωθήσουν την έφεση επί της απόρριψης παραπομπής του προδικαστικού ερωτήματος και όταν η έφεση απέτυχε, ουσιαστικά επέστρεψαν στο θέμα επιδιώκοντας στην πράξη αναθεώρηση της απόφασης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων/αιτητών αναφέρονται και τα εξής. «στην προκείμενη περίπτωση ο δικαστής υπέπεσε σε νομική πλάνη επειδή απέρριψε το αίτημα κρίνοντας ότι το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος τον εμπόδιζε να κάνει παραπομπή, αν και είχε την εξουσία να αρνηθεί για άλλους λόγους».
΄Αλλωστε και στο ίδιο το παρακλητικό της αίτησης και δη στην υποπαράγραφο 1, την οποία τονίσαμε, οι εφεσείοντες επικαλούνται λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενισχύοντας την αντίληψη πως επιδιώκουν στην ουσία δεύτερη ευκαιρία να ακουστούν σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση και τη συναφή Εφετειακή κρίση. (Βλ. Αναφορικά με την αίτηση Μ.Α. Κτήμα Μακένζυ Λτδ, πολ.εφ.297/18, ημερ. 11.9.2019), ECLI:CY:AD:2019:A359.
Ως εκ τούτου η αίτηση κρίνεται καταχρηστική αλλά και λειτουργούσα κατά παράβαση του δεδικασμένου, όπως εξηγήθηκε. Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου εκ ποσού €1,500, πληρωτέα στο τέλος της έφεσης.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] «(πρώην άρθρο 234 της ΣΕΚ)
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ' αυτού.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν».