ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A394
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2018
18 Νοεμβρίου 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
Ι. ΙΩΑΚΕΙΜ
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
1. Μ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
2. Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
3. Κ. ΙΩΑΚΕΙΜ
4. Ι. ΙΩΑΚΕΙΜ
Εφεσίβλητων
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Μεσεγγυούχου/Εφεσίβλητης
---------------------
Χρίστος Θ. Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Χαρίκλεια Θεοδούλου (κα) για Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Ουδεμία εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.
Ουδεμία εμφάνιση για την Μεσεγγυούχο/Εφεσίβλητη.
-------------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν οι αιτητές σε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων όπου είχε εκδοθεί υπέρ τους και εναντίον των Εφεσίβλητων 3 και 4 απόφαση που περιλάμβανε και την καταβολή συγκεκριμένων ποσών. Κατά την 11.12.2014, που οι πρώτοι έλαβαν το επίδικο μέτρο εκτέλεσης της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, οι τελευταίοι εξακολουθούσαν να τους οφείλουν €70.500 πλέον τόκους και δικηγορικά έξοδα.
Η προώθηση του μέτρου εκτέλεσης έγινε με μονομερή αίτηση. Αυθημερόν εκδόθηκε προσωρινό ένταλμα κατάσχεσης (decree nisi) στα χέρια της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ για το ποσό των €75.000 και διατάχτηκε η Τράπεζα να μην το πληρώσει στον Εφεσίβλητο 4 ή κατ΄ εντολή του, μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου «εκτός εάν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο την 18.12.14 και ώρα 9.00 π.μ. και δείξει λόγο γιατί να ακυρωθεί το ένταλμα κατάσχεσης.» Κατά την 18.12.2014, πέραν του δικηγόρου για τους Εφεσίβλητους 1 και 2, εμφανίστηκαν οι Εφεσίβλητοι 3 και 4, ο τελευταίος εκπροσωπούμενος και από δικηγόρο, ως επίσης και εκπρόσωπος της μεσεγγυούχου Τράπεζας. Δεν διαφαίνεται πώς ειδοποιήθηκαν. Προφανώς από τους Εφεσίβλητους 1 και 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε διατάξει να ειδοποιηθεί οιοσδήποτε.
Ο εκπρόσωπος της Τράπεζας πληροφόρησε ότι ο Εφεσίβλητος 4 διατηρούσε κοινό λογαριασμό με τον Εφεσίβλητο 3 στον οποίο δεν υπήρχε υπόλοιπο και ένα λογαριασμό με μικρό υπόλοιπο από τον οποίο πληρωνόταν η πιστωτική του κάρτα. Ανάφερε ακόμα πως είχε λογαριασμούς με τρίτα πρόσωπα για τους οποίους όμως δεν έδωσε λεπτομέρειες. Κατά την επόμενη εμφάνιση, την 22.1.2015, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τον εκπρόσωπο της Τράπεζας που αποχώρησε, χωρίς να δώσει στοιχεία των λογαριασμών, ποια ήταν τα τρίτα πρόσωπα και τι ποσά βρίσκονταν κατατεθειμένα στους κοινούς και άλλους λογαριασμούς του Εφεσίβλητου 4.
Οι λεπτομέρειες είναι σε τέτοιες περιπτώσεις απαραίτητες ώστε να καθοριστεί το αντικείμενο της διαδικασίας, να διαπιστωθεί κατά πόσο η συνέχιση της αξίζει το χρόνο και τα έξοδα και να μπορεί να ελεγχθεί η συμμόρφωση του μεσεγγυούχου με τις όποιες διαταγές του Δικαστηρίου.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση την 5.2.2015 εφόσον ο Εφεσίβλητος 4, που συνέχισε να εμφανίζεται εκπροσωπούμενος από δικηγόρο, είχε ένσταση. Στην ακρόαση συμμετείχαν οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 και ο Εφεσίβλητος 4. Δεν ακούστηκε προφορική μαρτυρία αφού καμιά πλευρά δεν ζήτησε την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα για την άλλη πλευρά. Παρουσιάστηκαν γραπτές αγορεύσεις και η απόφαση επιφυλάχθηκε.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 23.4.2015 το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε το διάταγμα ημερ. 11.12.2014 και επέτρεψε την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου με το οποίο διατάχθηκε η μεσεγγυούχος Τράπεζα να καταβάλει στους Εφεσίβλητους 1 και 2, από οποιοδήποτε ποσό ήθελε φανεί ότι βρίσκεται κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό του Εφεσίβλητου 4, ποσό μέχρι €70.500 πλέον τόκους και δικηγορικά έξοδα που συγκεκριμενοποίησε.
Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιγράφονται γενικά, όπως ήταν και η πληροφόρηση, οι λογαριασμοί του Εφεσίβλητου 4 στη μεσεγγυούχο Τράπεζα. Γίνεται αναφορά και σε κοινούς του λογαριασμούς με τρίτους, όπως ήταν η περιγραφή του εκπροσώπου της Τράπεζας. Έχοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο διαγνώσει ότι η κατάσχεση θα αφορούσε και χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς του Εφεσίβλητου 4 με τρίτα πρόσωπα, επέτρεψε την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης για τους λογαριασμούς του αδιακρίτως, χωρίς να διατάξει τη γνωστοποίηση της διαδικασίας στα τρίτα αυτά πρόσωπα. Είχε διαφανεί από την ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου 4 που υποστήριζε την ένσταση του ότι υφίστατο τουλάχιστον ένας κοινός λογαριασμός της μητέρας του, του αδελφού του και του ίδιου στη μεσεγγυούχο Τράπεζα, με αδιευκρίνιστο υπόλοιπο χρημάτων που, κατά τη θέση του, ανήκε εξ ολοκλήρου στην πρώτη. Ήταν η θέση του Εφεσίβλητου 4 ότι το λογαριασμό διατηρούσε αρχικά η μητέρα του και πως ο αδελφός του και ο ίδιος είχαν εγγραφεί ως συνδικαιούχοι προς διευκόλυνση της, αφού λόγω ηλικίας δεν μπορούσε να διακινείται ευχερώς και να μεταβαίνει στην Τράπεζα.
Ο αδελφός του Εφεσίβλητου 4 είναι ο Εφεσείοντας που, όπως αναφέρεται στην ειδοποίηση της έφεσης, προωθεί την έφεση και υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του ανικάνου προσώπου Λ. Κώστα, δηλαδή της μητέρας του και του Εφεσίβλητου 4. Καταχώρησε την παρούσα έφεση μόλις την 4.6.2018, μετά που εξασφάλισε προς τούτο την άδεια του Εφετείου. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση στην έκταση που αυτή αφορά τον κοινό λογαριασμό του Εφεσείοντα και της μητέρας του με τον Εφεσίβλητο 4 και μόνο. Δεν θα είχε ο Εφεσείοντας, με την προσωπική ή διαχειριστική του ιδιότητα, έννομο συμφέρον για να προσβάλλει το υπόλοιπο μέρος της πρωτόδικης απόφασης που, έστω χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, καλύπτει άλλους λογαριασμούς.
Εγείρονται τρείς λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως μη επαρκώς αιτιολογημένη, με την αιτιολογία να περιορίζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ειδοποίησε τον Εφεσείοντα και τη μητέρα του, χωρίς να δώσει κανένα προς τούτο λόγο. Στην ίδια βάση, με το δεύτερο λόγο έφεσης εγείρεται ζήτημα παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προτάσσεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αντιφατικά. Ο λόγος αφορά στη διαπίστωση σχέσης πιστωτή και χρεώστη μεταξύ του Εφεσίβλητου 4 και της Τράπεζας και ότι ο Εφεσίβλητος 4 ήταν ο δικαιούχος με άμεσο συμφέρον στα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στο κοινό λογαριασμό, παρά την αναντίλεκτη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 4 ότι τα χρήματα αυτά ανήκαν δικαιωματικά στη μητέρα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την νομική πτυχή της ενώπιον του αίτησης, κατέληξε ότι θα έπρεπε να υπάρχει η σχέση πιστωτή και χρεώστη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και του μεσεγγυούχου. Στη συνέχεια, με παραπομπή στην Κυριάκος και Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 754, 761-2, ότι ο δικαιούχους σε κοινό με άλλο ή άλλους τραπεζικό λογαριασμό θεωρείται ότι έχει συμφέρον στο λογαριασμό αυτό, κατέληξε ότι υπήρχε σχέση πιστωτή και χρεώστη μεταξύ του Εφεσίβλητου 4 και της Τράπεζας και επέτρεψε την έκδοση του εντάλματος κατάσχεσης.
Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στην Rossides v. Tossoun and Another v. Abdullah (Vol. VIII) C.L.R. 43, ότι η έκδοση διατάγματος μεσεγγύησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Καταγράφονται ακόμα οι πρόνοιες του άρθρου 78 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, που προνοεί ότι: «Το Δικαστήριο αφού ακούσει τα πρόσωπα που δυνατό να θεωρήσει ως ενδιαφερόμενα ή αφού ειδοποιήσει αυτά να παραστούν, δύναται να διατάξει όπως οποιοδήποτε μέρος της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε στα χέρια τρίτου . πληρωθεί στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή.» (F. Hoffman-La Roche and Co. A.G. v. Inter-Continental Pharmaceuticals (Bletchley) Limited Curtis and Co. Ltd and Others v. The Chartered Bank of Famagusta (1969) 1 C.L.R. 106, 113 και Carna Plants Ltd v. Masalcha Brothers Ltd κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 28, 34). Η ίδια διαδικασία διαγράφεται και μέσα από τις πρόνοιες της Δ.43 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Στην Τρικωμίτες το Εφετείο είχε διαπιστώσει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, είχε παραβλέψει τη σαφή πρόνοια του άρθρου 74 του Κεφ. 6, που προνοεί ότι το ένταλμα κατάσχεσης μπορεί να αφορά: «όλα τα ποσά χρημάτων, . , επί των οποίων ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει δικαίωμα (is beneficially entitled) είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους» και είχε βασιστεί στην αγγλική υπόθεση Hirschhorm v. Evans [1938] 2 K.B. 801 C.A., που διατυπώνει την αγγλική προσέγγιση, ότι δεν είναι επιτρεπτή η κατάσχεση σε σχέση με κοινούς λογαριασμούς στους οποίους ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει δικαίωμα, γιατί η Τράπεζα οφείλει το κατατεθειμένο ποσό σε όλους τους δικαιούχους από κοινού. Αποφάσισε το Εφετείο, ανατρέποντας τη πρωτόδικη απόφαση, ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου. Ιδιαίτερη όμως σημασία, για ότι εδώ μας αφορά, έχει η κατάληξη του Εφετείου ότι η διαπίστωση δεν προδιάγραφε χωρίς άλλο την έκδοση διατάγματος για να πληρωθεί το ποσό στους εξ αποφάσεως πιστωτές. Αναφέρεται (σελ. 763) «Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η έκδοση διατάγματος διάθεσης της κατασχεθείσας ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 78 είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προχώρησε στη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 78 προκειμένου να ασκήσει την εξουσία που του παρέχεται και συνεπώς δεν υπάρχει ενώπιον μας η κρίση του.» Αναπόφευκτα, η πρωτόδικη διαδικασία ακυρώθηκε και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για εκδίκαση της, όπως κρίθηκε σκόπιμο, από άλλο Δικαστή.
Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος 4 ήταν δικαιούχος του συγκεκριμένου λογαριασμού δικαιολογούσε όπως το ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, δυνάμει του άρθρου 73, εκδοθεί αδιάκριτα ώστε να περιλαμβάνει και το λογαριασμό αυτό. Ωστόσο αυτό δεν έπρεπε να οδηγήσει χωρίς άλλο στη διαταγή για πληρωμή του εκεί κατατεθειμένου ποσού στους εξ αποφάσεως πιστωτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 78 του Κεφ.6. Δεν φαίνεται να ασκήθηκε διακριτική ευχέρεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που προφανώς θεώρησε ότι, μετά τη διαπίστωση ότι υπήρχε σχέση πιστωτή και χρεώστη μεταξύ του Εφεσίβλητου 4 και της Τράπεζας, η εξουσία του ήταν δέσμια. Ενδεχομένως γι΄ αυτό και δεν έκρινε σκόπιμο να καλέσει τον αδελφό και τη μητέρα του Εφεσίβλητου 4 που, ως εκ της φύσης του κοινού λογαριασμού, παρουσιάζονταν να εκ πρώτης να έχουν τα ίδια δικαιώματα σε αυτό όπως και ο Εφεσίβλητος 4. Παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Ο Εφεσείοντας και η μητέρα του είχαν με την πρωτόδικη απόφαση στερηθεί περιουσίας στην οποία το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί ότι είχαν συμφέρον, χωρίς να τους ακούσει. Δικαιούνταν να ακουστούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού αυτό ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 78 του Κεφ.6 (In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165, 167, Travelwise Ltd (1996) 1(A) A.A.Δ. 242, 247 και Trans Dol Shipping Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ. 916, 922).
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείοντας ουσιαστικά εισηγείται ότι, παρά το ότι ο ίδιος και η μητέρα του δεν ακούστηκαν στη διαδικασία για να προασπίσουν τα δικαιώματα τους, η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ήταν τέτοια, που αυτό θα έπρεπε να είχε διαπιστώσει ότι ο Εφεσίβλητος 4 δεν είχε άμεσο συμφέρον στα κατατεθειμένα στο κοινό λογαριασμό χρήματα και να απέρριπτε την αίτηση. Στη βάση ότι ο Εφεσίβλητος 4 είχε προβάλει τη θέση ότι τα χρήματα ανήκαν στη μητέρα του και η θέση αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη και ούτε ο Εφεσίβλητος 4 αντεξετάστηκε. Με παραπομπή στην Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366, 372-4, και τις πρόνοιες του άρθρου 25(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων μας κάλεσε να προβούμε σε διαπίστωση ότι τα χρήματα στον επίδικο κοινό λογαριασμό δεν ανήκαν στον Εφεσίβλητο 4.
Ενδιαφέροντα βρίσκουμε τα όσα αναφέρονται στη προ τριών μηνών απόφαση του High Court της Σιγκαπούρης στη Timing Ltd v Tay Toh Hin and another [2020] SGHC 169[1] και ειδικά στη παρ.24:
«Where there is strong prima facie evidence that all the money in the joint account belongs to the judgment debtor, I see no reason why the creditor should not be able to, at the very least, have the garnishee show cause why the joint account should not be garnished. To hold otherwise would permit debtors to insulate their assets by holding them in joint accounts, and would result in an arbitrary position where the recoverability of a judgment debt depended in large part on the manner in which the debtor had decided to organise his personal finances. Such a position would unduly undermine the position of judgment creditors, and would permit judgment debtors to, fortuitously or otherwise, frustrate the rulings of a Court».
Δεν θα πρέπει να προκαλέσει σύγχυση η αναφορά σε εκ πρώτης όψης ισχυρή μαρτυρία ότι όλα τα χρήματα στον κοινό λογαριασμό ανήκουν στον εξ αποφάσεως χρεώστη. Η νομική προσέγγιση στη Σιγκαπούρη μέχρι την πιο πάνω απόφαση ήταν ότι δεν ήταν επιτρεπτή η κατάσχεση στα χέρια τρίτου σε σχέση με κοινούς λογαριασμούς του εξ αποφάσεως χρεώστη με άλλους (One Investment and Consultancy Ltd and another v Cham Poh Meng (DBS Bank Ltd, garnishee) [2016] 5 SLR 923) και είναι με αυτό τον τρόπο που επιτεύχθηκε η διάκριση. Στην Κύπρο, οι πρόνοιες της νομοθεσίας επιτρέπουν την κατάσχεση και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κατά πόσο κάτω από τις περιστάσεις της ενώπιον του υπόθεσης θα αποκλίνει από του να διατάξει την κατάσχεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που καθηκόντως όφειλε να ασκήσει και δεν ανέλαβε ενεργό ρόλο ώστε να τεθούν ενώπιον του οι αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά και ορθά. Ενήργησε ως εάν να μην είχε τέτοια εξουσία. Δεν προδιαγράφεται πώς θα ενεργούσε, ακόμα και αν εκτιμούσε ότι η θέση του Εφεσίβλητου 4 είχε παραμείνει αναντίλεκτη. Φαίνεται πως δεν είχε θεωρήσει πειστική την χωρίς λεπτομέρειες θέση του Εφεσίβλητου 4. Σημειώνει στην απόφαση του ότι: «Το συμφέρον του [Εφεσίβλητου 4] στα χρήματα είναι άμεσο, εφόσον είναι δικαιούχος του λογαριασμού και δεν έχει κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανατρέπει αυτό το εύρημα.»
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τη διαταγή που ακολουθεί και είναι λυπηρό που αυτό συμβαίνει πέντε και πλέον χρόνια μετά την προσβαλλόμενη απόφαση. Το διάταγμα ημερ. 23.4.2015 στην έκταση που αφορά τον κοινό λογαριασμό του Εφεσείοντα και της μητέρας του με τον Εφεσίβλητο 4 ακυρώνεται, όπως και η διαταγή ως προς τα έξοδα και η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ίδια Δικαστή, για να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 78 του Κεφ.6, αφού ακούσει ή καλέσει και τον Εφεσείοντα και τη μητέρα του. Το προσωρινό διάταγμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την 11.12.2014 παραμένει σε ισχύ.
Επιδικάζονται €2000 έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Η απόφαση περιέχει ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας στην Κοινοπολιτεία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.