ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D398
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 129/2020)
26 Νοεμβρίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχ JUMAYEV ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORRUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ-
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ΄ων η Αίτηση,
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ χχχ JUMAYEV ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
_ _ _ _ _ _
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με
Α. Αχιλλέως (κα) και Στ. Νικολάου (κα), ασκούμενη δικηγόρο,
για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής αξιώνει την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται η κράτησή του ως παράνομη από απόψεως διάρκειας και να διατάσσεται η απελευθέρωσή του ή και επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου, σε όση έκταση είναι σημαντικά για την εξέταση της παρούσας αίτησης, ο αιτητής είναι υπήκοος του Τουρκμενιστάν και γεννήθηκε στις 26.6.1976. Στις 20.1.2020 μαζί με τη σύζυγό του και τον υιό του μετέβησαν στο ΥΑΜ Λάρνακας προκειμένου να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία. Ο αιτητής, ανακρινόμενος, ανέφερε ότι αναχώρησε αεροπορικώς από το Τουρκμενιστάν στις 13.3.2017 μαζί με τη σύζυγο και τον υιό του και, ακολούθως, μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στα κατεχόμενα μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου. Έχει ακόμη δύο ενήλικους υιούς, ο ένας εκ των οποίων διαμένει στο Τουρκμενιστάν και ο άλλος στην Κωνσταντινούπολη. Ισχυρίστηκε ότι από το 1992, ως δάσκαλος, δίδασκε τον Γκιουλενισμό στα σχολεία του Τουρκμενιστάν, είναι ακροδεξιός και για το λόγο αυτό είναι καταζητούμενος στη χώρα του. Διέμενε στην κατεχόμενη Λευκωσία μέχρι τις 19.1.2020 και στις 20.1.2020 άντρας με όνομα Μεχμέτ, πιθανόν αραβικής καταγωγής ο οποίος μιλούσε τούρκικα, τους άφησε σε παραλιακό σημείο της Λάρνακας απ' όπου επισκέφθηκαν τα γραφεία της ΥΑΜ με στόχο να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία. Όπως ανέφερε, παρέμεινε στα κατεχόμενα για δύο έτη, αναμένοντας το τέλος της υπόθεσης στη χώρα του.
Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 20.1.2020, ο αιτητής εντοπίζεται σε βάση δεδομένων της Interpol σχετικά με υποθέσεις τρομοκρατίας. Στη βάση του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι κρίθηκε ότι δεν ήταν εφικτή η επιβολή εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησής του. Το διάταγμα κράτησης προσβλήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην προσφυγή υπ΄ αριθμό 16/2020, η οποία απερρίφθη στις 6.7.2020. Ο αιτητής καταχώρησε έφεση η οποία εκκρεμεί.
Στις 10.7.2020 η δικηγόρος του αιτητή απέστειλε επιστολή στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και στο ΧΩΚΑΜ αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του αιτητή, η οποία απαντήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.7.2020, όπου αναφέρονται οι ρυθμίσεις που έγιναν για να διασφαλιστεί στο καλύτερο δυνατό η υγεία του.
Διενεργήθηκαν επανεξετάσεις της κράτησης του αιτητή στις 16.4.2020, 20.5.2020, 13.7.2020, 25.8.2020.
Με επιστολή ημερομηνίας 3.7.2020 η CCF της Interpol ενημέρωσε τη δικηγόρο του αιτητή πως η χώρα η οποία διατηρεί στοιχεία εις βάρος του στο σύστημα επικοινωνίας της Interpol είναι το Τουρκμενιστάν και πως η ποιότητα των εν λόγω πληροφοριών ήγειρε υποψίες στην CCF κατά πόσο αυτές συνάδουν με τους κανόνες της ίδιας της Interpol και, ενόψει τούτου, από τις 30.4.2020 η CCF μπλόκαρε την πρόσβαση των κρατών μελών της Interpol στις εν λόγω πληροφορίες μέχρι την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.
Στις 7.9.2020 η Υπηρεσία Ασύλου, με επιστολή της προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η Υπηρεσία Ασύλου είχε ενημερωθεί ότι η Interpol βρίσκεται ακόμα στο στάδιο διερεύνησης και δεν έχει καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα.
Στις 30.9.2020 η Αστυνομία ενημέρωσε το Τμήμα ότι στάληκε ηλεκτρονικό μήνυμα υπενθύμισης προς το Νομικό Τμήμα της Γενικής Γραμματείας αναφορικά με το αίτημα του αιτητή και στις 5.10.2020 στάληκε εκ νέου μήνυμα προς τις αρχές της Interpol η απάντηση της οποίας κοινοποιήθηκε στο Τμήμα και την Υπηρεσία Ασύλου.
Ο αιτητής προβάλλει πως για να δικαιολογείται η διατήρηση της κράτησής του μέχρι σήμερα θα πρέπει, στη βάση της ατομικής του συμπεριφοράς, να εξακολουθεί να θεωρείται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας κατά την έννοια που έχει δώσει στην εθνική ασφάλεια το ΔΕΕ. Το βάρος απόδειξης ότι είναι αναγκαία και αναλογική μέχρι σήμερα η συνέχιση της κράτησής του εναποτίθεται στους ώμους των καθ΄ων η αίτηση. Ο αιτητής, σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, κρίθηκε ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, στη βάση αξιολόγησης κινδύνου η οποία έγινε πριν δέκα μήνες και συνεχίζει σήμερα στη βάση των ίδιων στοιχείων, τα οποία όμως έχουν μπλοκαριστεί από την Interpol και στα οποία τα κράτη μέλη της δεν δικαιούνται να έχουν πρόσβαση και, συνεπακόλουθα, να τα χρησιμοποιούν στη βάση ενεργειών στις οποίες προέβη ο ίδιος ο αιτητής και όχι οι καθ΄ων η αίτηση στο πλαίσιο επαλήθευσης. Οι καθ΄ων η αίτηση δεν αποκαλύπτουν τι έπραξαν και σε ποιες ενέργειες έχουν προβεί για να διερευνήσουν περαιτέρω τον κίνδυνο που επικαλούνται και να τον επαληθεύσουν. Τονίζεται πως δεν δόθηκε πρόσβαση στον αιτητή στην απόρρητη αλληλογραφία μεταξύ των Κυπριακών Αρχών και της Interpol, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σχολιάσει τις ενέργειες των καθ΄ων η αίτηση ως προς την επαλήθευση των λόγων κράτησης.
Ο αιτητής καταχώρησε αίτημα για διεθνή προστασία από τον Ιανουάριο του 2020, η οποία εκκρεμεί και κρατείται έκτοτε υπό την ιδιότητά του ως αιτητής ασύλου σε συνθήκες κράτησης οι οποίες δεν είναι κατάλληλες, χωρίς να του δίδεται πλήρης πρόσβαση στους λόγους για τους οποίους κρατείται. Ο αιτητής αρνείται οποιανδήποτε ανάμειξη σε τρομοκρατικές οργανώσεις και δεν πρόκειται για άτομο του οποίου το προφίλ εγείρει την παραμικρή αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία του, ενώ το γεγονός ότι η χώρα η οποία παρείχε τις πληροφορίες στην Interpol είναι το Τουρκμενιστάν εγείροντας σοβαρότατες αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητά τους, αφού ο αιτητής ζητεί διεθνή προστασία από την εν λόγω χώρα λόγω ακριβώς της δίωξης των Γκιουλενιστών και της εφαρμογής της πολιτικής της Τουρκικής κυβέρνησης να βαφτίζει τους Γκιουλενιστές ως δήθεν τρομοκράτες.
Η οδηγία 2013/33/ΕΕ, επί της οποίας βασίζεται το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, υποχρεώνει, σύμφωνα με την εισήγηση, τα κράτη μέλη να λάβουν συγκεκριμένα και ουσιαστικά μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι ο χρόνος που απαιτείται για την επαλήθευση των λόγων κράτησης είναι όσο το δυνατό συντομότερος και δεν πρέπει να υπερβαίνει το χρόνο που εύλογα απαιτείται για την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών.
Αποτελεί, περαιτέρω, θέση του αιτητή ότι η συνέχιση και διάρκεια της κράτησής του παραβιάζει το άρθρο 5(1) της ΕΣΔΑ, καθότι, αφενός η κράτησή του ως αιτητή ασύλου δεν εμπίπτει σε κανένα λόγο από την εξαντλητική λίστα του εν λόγω άρθρου, αλλά συνεχίζει να κρατείται υπό την ιδιότητά του ως αιτητή ασύλου για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Περαιτέρω, με πλήρη επιφύλαξη της θέσης του αιτητή ότι δεν συνιστά σήμερα ενεστώσα πρακτική και αρκούντος σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια έτσι ώστε να είναι αναγκαία η κράτησή του, προβάλλει εναλλακτικά τη θέση ότι θα πρέπει να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, καθώς και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, τα οποία τον κατατάσσουν στις ευάλωτες ομάδες των αιτητών ασύλου, τα οποία πιθανόν να επιδεινωθούν λόγω του Covid 19.
Από την άλλη, οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν πως με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του αιτητή, η οποία στηρίζει την αίτησή του, εγείρει ισχυρισμούς οι οποίοι έτυχαν αξιολόγησης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στα πλαίσια της προσφυγής υπ. αρ. 16/2020. Η κράτηση του αιτητή είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου. Το γεγονός ότι το όνομα του αιτητή βρισκόταν καταχωρημένο στη βάση δεδομένων της Interpol ως ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας αποκαλύφθηκε στον αιτητή από την αρχή για σκοπούς διασφάλισης του δικαιώματός του για αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αυτό που δεν αποκαλύφθηκε είναι το πλήρες περιεχόμενο της αλληλογραφίας μεταξύ των εθνικών αρχών και του γραφείου της Interpol λόγω αναγκαιότητας όπως αυτές παραμείνουν εμπιστευτικές. Ο αιτητής αποτάθηκε στις αρχές της Interpol προτού ακόμα η πλευρά της Δημοκρατίας αποκαλύψει το όνομα της βάσης των δεδομένων στην οποία ήταν καταχωρημένα τα στοιχεία του, ζητώντας τη διαγραφή των στοιχείων αυτών, τα οποία κρίθηκε αναγκαίο από την εν λόγω αρχή όπως μπλοκαριστούν εν αναμονή της εξέτασης του αιτήματός του. Οι αρχές της Δημοκρατίας αιτούνταν επανειλημμένα την ταχεία εξέταση του θέματος. Αναφορικά με το αίτημα για διεθνή προστασία πραγματοποιήθηκαν ήδη δύο συνεντεύξεις στον αιτητή και αναμένεται η ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας στην βάση της τελευταίας αλληλογραφίας της Interpol. Η ολοκλήρωση εντός ευλόγου χρόνου των εκκρεμουσών διοικητικών ενεργειών εξαρτήθηκε από την εξέταση του αιτήματος του αιτητή από τις αρχές της Interpol για διαγραφή του από τη βάση δεδομένων της. Η δε συνέχιση της κράτησής του συνδέεται με την ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών σε σχέση με το αίτημά του για διεθνή προστασία ως συνάγεται από το περιεχόμενο του άρθρου 9ΣΤ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Η συγκέντρωση και εξέταση του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού επηρεάζει την εξέταση του αιτήματος για διεθνή προστασία και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το περιεχόμενο των αστυνομικών ερευνών.
Ως προς τις συνθήκες κράτησής του αυτές, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και, προς τούτο, προσφέρονται άλλα ένδικα μέσα. Προβάλλουν περαιτέρω ότι, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα, προκύπτει ότι οι αρμόδιες Αρχές κατ΄ επανάληψη αξιολόγησαν τον κίνδυνο που ενέχει απόφαση άρσης του μέτρου της κράτησης και κρίθηκε ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι κράτησής του. Συναφώς, η συνέχιση της κράτησής του είναι δικαιολογημένη και ο χρόνος δεν είναι τέτοιας διάρκειας που να υποδηλοί είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο αυτή διενεργείται, είτε παράβαση των δικαιωμάτων του αιτητή, ως αυτά προκύπτουν από το άρθρο 9ΣΤ(7) του περί Προσφύγων Νόμου.
Προτού εξεταστεί η ουσία της αίτησης σημειώνεται πως, με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι έγγραφα που ζητήθηκε η αποκάλυψή τους με σχετική αίτηση ήταν διαβαθμισμένα και απόρρητα. Αλληλογραφία μεταξύ των αρχών της Δημοκρατίας και της Interpol, καθώς και έγγραφα που ανταλλάγησαν μεταξύ των διαφόρων τμημάτων, τα οποία σχετίζονται με τα στοιχεία που προέκυψαν από τη βάση στοιχείων της Interpol, δεν αποκαλύφθηκαν στον αιτητή, όμως ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και εξετάστηκαν για σκοπούς της παρούσας.
Σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, απαγορεύεται η κράτηση αιτητή ασύλου μόνο εξ αυτής της ιδιότητάς του. Εν προκειμένω, η κράτηση του αιτητή διατάχθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(1)/2000, εφόσον κρίθηκε ως επικίνδυνος για τη εθνική ασφάλεια, ενώ η επιβολή εναλλακτικών μέτρων, αντί της κράτησης, κρίθηκε ότι δεν εξυπηρετούσε το σκοπό του Νόμου. Η νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής υπ΄ αριθμό 16/2020 ενώπιον του ΔΔΔΠ, με απόφαση του οποίου, ημερομηνίας στις 6.7.2020, η κράτηση του κρίθηκε νόμιμη. Η δε έφεση που ασκήθηκε ακόμα εκκρεμεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(4)(α) του ίδιου Νόμου, η κράτηση πρέπει να έχει «τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)». Στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) προβλέπεται ότι «οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.».
Η διάρκεια της κράτησης υπόκειται σε έλεγχο στη βάση διαδικασίας έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εφόσον η διάρκεια της κράτησης κριθεί παράνομη (άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του Ν.6(1)/2000).
Στην υπόθεση FMS κα κατά Orszagos, C-924/19 κα, ημερομηνίας 2.7.2020, που παρέπεμψαν και οι δύο συνήγοροι, το ΔΕΕ τόνισε τα ακόλουθα στις σκέψεις 263, 264 και 265:
«263 Αντιθέτως, καμία διάταξη της οδηγίας 2013/33 δεν καθορίζει συγκεκριμένη προθεσμία πέραν της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να άρουν την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ενώ το άρθρο 9 της πρότασης οδηγίας [COM(2008) 815 τελικό] προέβλεπε ρητώς ότι η απόφαση για τη θέση υπό κράτηση έπρεπε να προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια της κράτησης, η απαίτηση αυτή δεν περιλαμβάνεται στο τελικό κείμενο της οδηγίας 2013/33.
264 Πρέπει, ωστόσο, να προστεθεί ότι ο μη καθορισμός ανώτατης διάρκειας της κράτησης αιτούντος διεθνή προστασία σέβεται το δικαίωμά του στην ελευθερία, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη, μόνον εφόσον ο αιτών απολαύει, όπως απαιτεί το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33, αποτελεσματικών διαδικαστικών εγγυήσεων που καθιστούν δυνατή την άρση της κράτησής του μόλις αυτή παύσει να είναι αναγκαία ή αναλογική σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει. Ειδικότερα, όταν η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, η κατά το άρθρο 2, στοιχείο στ', της οδηγίας 2013/32 αποφαινόμενη αρχή πρέπει να ενεργήσει με τη δέουσα επιμέλεια (βλ., κατ΄ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2017, S.M.M. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE.ECHR.2017.0622JJD007745012, §84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
265 Επομένως, το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33 δεν αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία θεωρείται αυτομάτως παράνομη, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος μεριμνά ώστε, αφενός, η κράτηση να διαρκεί μόνον για όσο διάστημα συντρέχει ο λόγος που τη δικαιολογεί και, αφετέρου, οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο αυτόν να διεξάγονται με επιμέλεια.»
Στην πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Almahmoud, Πολ. Αίτηση Αρ. 128/2020, ECLI:CY:AD:2020:D378, ημερομηνίας 4.11.2020, τονίστηκαν τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, δεν καθορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία, πέραν της οποίας τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να άρουν την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Επιτακτική όμως είναι η υποχρέωση σεβασμού στο δικαίωμα του Αιτητή στην ελευθερία, καθώς επίσης και η διασφάλιση αποτελεσματικών διαδικαστικών εγγυήσεων, μέσω των οποίων θα καθίσταται δυνατή η άρση της κράτησης, αφ΄ ης στιγμής αυτή παύσει να είναι αναγκαία ή αναλογική σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει. Αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση παραμένει η εγγύηση μέσω του εθνικού δικαίου ότι η κράτηση διαρκεί μόνο για όσο διάστημα συντρέχει ο λόγος που την δικαιολογεί και ότι οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο αυτό διεξάγονται με κάθε σπουδή και επιμέλεια.»
Εν προκειμένω, το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στις 20.1.2020 για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Συγκεκριμένα, το όνομα του αιτητή βρισκόταν καταχωρημένο στη βάση δεδομένων της Interpol, ως ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας.
Ο αιτητής αποτάθηκε στις αρχές της Interpol και ζήτησε τη διαγραφή των στοιχείων του με αποτέλεσμα τα εν λόγω στοιχεία να μπλοκαριστούν μέχρι την τελική εξέταση του αιτήματός του, η οποία εκκρεμεί. Στο μεταξύ, οι Αρχές της Δημοκρατίας προχωρούν προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας διενεργήθηκαν ήδη δύο συνεντεύξεις στον αιτητή.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση είναι εμφανές ότι υπάρχει αλληλογραφία με την Interpol αναφορικά με τα δεδομένα που υπήρχαν καταχωρημένα στη βάση στοιχείων που διατηρούσε και τα οποία, ενώ μπλοκαρίστηκαν, δεν έχουν διαγραφεί. Στάληκαν επανειλημμένα μηνύματα προς την Interpol από τις Κυπριακές αρχές αναφορικά με το αίτημα του αιτητή. Στις 5.10.2020 στάληκε απάντηση από την Interpol, η οποία χαρακτηρίζεται ως απόρρητη. Είναι, όμως, σαφές από αυτήν ότι δεν έχουν ακόμα διαγραφεί τα στοιχεία που αφορούν τον αιτητή.
Τα διαδικαστικά διαβήματα που έχουν ληφθεί σε όλο το χρονικό διάστημα που ο αιτητής τελεί υπό κράτηση έχουν καταγραφεί πιο πάνω. Από τα έγγραφα που τέθηκαν στο Δικαστήριο είναι φανερό ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σε εξέλιξη διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τη κράτηση του αιτητή. Διαφαίνεται ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην κράτηση του αιτητή, η οποία κρίθηκε νόμιμη από το ΔΔΔΠ, εξακολουθούν να υφίστανται και η διερεύνησή τους συνεχίζεται.
Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση Yusuf, Πολ. Αίτηση υπ΄ αρ. 91/2019, ημερoμηνίας 20.6.2019, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην εξέταση των πληροφοριών ως προς τα θέματα ασφάλειας του κράτους, αλλά προσφέρεται εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας αυτής. Η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς ασφάλειας. Είναι κατ' εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας τα θέματα κρατικής ασφάλειας. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφαλείας, η διακριτική αυτή ευχέρεια, καθίσταται πιο πλατιά. Ο οποιοσδήποτε κίνδυνος που δημιουργείται για την εσωτερική τάξη και εθνική ασφάλεια, επιτρέπει και αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η κράτηση ενός ατόμου. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια αυτών γίνεται από τη διοίκηση, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της. (Βλ. Α.Ε. 42/2013 κ.ά., Bekefi a.o. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιουνίου 2016).
Δεν διαπιστώνεται ολιγωρία των Αρχών, ούτε η διάρκεια της κράτησης είναι τέτοιας έκτασης που να υποδηλοί είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο αυτή διενεργείται, είτε παράβαση των δικαιωμάτων του αιτητή.
Οι υποθέσεις Α and Others v. The United Kingdom 3455/05, judgment 15.2.2009 και Al-Jedda v. The United Kingdom, στις οποίες παρέπεμψε η κα Χαραλαμπίδου, δεν βοηθούν, εφόσον διαφοροποιούνται ως προς τα γεγονότα.
Για τους πιο πάνω λόγους δεν κρίνω ότι μπορεί να αποδοθεί στον αιτητή η αιτούμενη θεραπεία, σε αυτό το στάδιο. Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ