ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ε. Φλωρέντζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εναγόμενο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-10-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Γ. ΖΕΜΠΥΛΑΣ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αγωγή Αρ. 2/2019, 29/10/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A372

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Αγωγή Αρ. 2/2019]

 

29 Οκτωβρίου, 2020

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Γ. ΖΕΜΠΥΛΑΣ

Ενάγων

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εναγόμενος

---------

 

Χ. Σατσιάς με κ. Μ. Ξιαρή για Λ. Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για ενάγοντα.

Ε. Φλωρέντζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εναγόμενο.

 

---------------

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  O ενάγοντας στην παρούσα αγωγή ήταν ο εναγόμενος 3 στην αγωγή αρ. 14276/03 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Η αγωγή αφορούσε απαίτηση της ενάγουσας εταιρείας εναντίον των εναγομένων σε σχέση με ζημίες που προκλήθηκαν κατά την ανακαίνιση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων μιας πολυκατοικίας των εναγόντων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τα σχέδια του εναγόμενου 3.  Η απαίτηση εναντίον του εναγόμενου 3 ήταν για το ότι επέτρεψε στους εργολάβους  να τροποποιήσουν τις προδιαγραφές των σχεδίων, να αλλοιώσουν τις ενώσεις και να αφαιρέσουν τα εξαρτήματα διαστολής, για το ότι παρέλαβε εργασίες παρά τις κακοτεχνίες και για το ότι προέβη σε αλλαγή σχεδίων.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον όλων των εναγομένων κρίνοντας, μετά την  αξιολόγηση της μαρτυρίας, ότι τα μόνα ασφαλή συμπεράσματα στα οποία μπορούσε να καταλήξει το οδηγούσαν να θεωρήσει ότι οι ενάγοντες είχαν αποτύχει να αποδείξουν την υπόθεση τους.

 

Ακολούθησε η Πολιτική Έφεση αρ. 467/11 στην οποία κρίθηκε ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν ορθή.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 ομού και κεχωρισμένως για το ποσό των €73.813,58 (εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 εκδόθηκε απόφαση και για περαιτέρω ποσό) με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης στις 18.11.2011.

 

Ακολούθησε η παρούσα αγωγή εκ μέρους του πρώην εναγόμενου 3/εφεσίβλητου 3, με βάση τις πρόνοιες του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου, Ν. 2(Ι)/2010

 

Η απαίτηση του ενάγοντα για αναγνώριση ότι έχει παραβιαστεί από τη Δημοκρατία το δικαίωμα του σε διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο δεν αμφισβητήθηκε από τη Δημοκρατία.  Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι μάλιστα, μετά από μερική ακρόαση, δήλωσαν στις 16.6.2020 εκ συμφώνου ότι «για το θέμα της καθυστέρησης ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση για το ποσό των €2.500 ως αποζημιώσεις».  Δηλώθηκε περαιτέρω ότι «το μοναδικό θέμα που παραμένει προς εκδίκαση είναι κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης σε χρηματική αποζημίωση για 51 μήνες τόκους που έχει επιβαρυνθεί». 

 

Η χρηματική αυτή απαίτηση για τόκους τέθηκε στην παράγρ. 9 της Έκθεσης Απαίτησης ως εξής:

 

«9.(α) Ο ενάγοντας έχει υποστεί χρηματική ζημιά που υπολογίζεται στο επιπρόσθετο ποσό που έπρεπε να καταβάλει στην GPM σαν νόμιμο τόκο. Λόγω καθυστέρησης της Δικαστικής διαδικασίας.

 

(β) Ο Ενάγοντας οφείλει στην GPM σαν τόκο το ποσό των €22.302,32.

           

(γ) Το εύλογο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση της Έφεσης είναι περίπου 2 χρόνια, δηλαδή 24 μήνες.  Η Έφεση ολοκληρώθηκε στους 75 μήνες, άρα η καθυστέρηση στην Έφεση ανέρχεται σε 51 μήνες.

 

(δ) Ο Ενάγοντας έχει υποστεί χρηματική ζημιά για τουλάχιστον τους ανωτέρω 51 μήνες στην Έφεση που ανέρχεται στον επιπρόσθετο νόμιμο τόκο που κλήθηκε να καταβάλει λόγω της καθυστέρησης και ο οποίος ανέρχεται σε 51/75 του συνόλου του προαναφερόμενου τόκου, που ισούται με το ποσό των €15.165,58.

 

(ε) Ο Ενάγοντας επιφυλάσσει το δικαίωμα του να παρουσιάσει επιπρόσθετες ζημιές και/ή  έξοδα και/ή τόκους μέχρι την τελική εκδίκαση της Αγωγής αυτής.»

 

Η απάντηση της άλλης πλευράς στην Υπεράσπιση ήταν ότι «η υποχρέωση του ενάγοντα να αποπληρώσει τις οφειλές ως εναγόμενος στην υπό κρίση δικαστική διαδικασία ήταν ζήτημα που άπτεται της φύσης της διαφοράς που ήταν γνωστή στον ενάγοντα στην παρούσα». 

 

Αφού, στις 23.6.2020, διευκρινίστηκε ξανά από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του ενάγοντα ότι εκείνο που απέμενε για εξέταση ήταν η χρηματική απαίτηση για τους τόκους με τους οποίους επιβαρύνθηκε ο ενάγοντας, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι προχώρησαν για αγορεύσεις, στις 15.9.2020, για το εναπομείναν αυτό ζήτημα. 

 

Στην πρόσφατη υπόθεση Altius Insurance Ltd ν. Γενικός Εισαγγελέας, Αρ. Αγωγής 2/2018, ημερ. 15.7.2020, είχε τεθεί το ίδιο ζήτημα.  Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή (της εταιρείας Prolific), παραμερίστηκε από το Εφετείο το οποίο και εξέδωσε απόφαση υπέρ της Prolific και εναντίον της Altius, με αποτέλεσμα η τελευταία να απαιτεί επιπρόσθετο νόμιμο τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού της απόφασης, λόγω της καθυστέρησης στην έκδοση της.  Η συλλογιστική που προβλήθηκε από πλευράς Altius προς υποστήριξη τέτοιας απαίτησης είναι ταυτόσημη με τη συλλογιστική που αναπτύχθηκε και εν προκειμένω (βλ. ανωτέρω παράγρ. 9 της Έκθεσης Απαίτησης).  Η αδελφή δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου δίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σημείωσε ότι:

 

«Η πιο πάνω συλλογιστική βεβαίως παραγνωρίζει πως η ενάγουσα εφόσον δεν ήταν υπόλογη για το ποσό λόγω της πρωτόδικης απόφασης νομίμως δεν όφειλε κανένα ποσό και συνεπώς ήταν σε θέση να διαθέσει το ποσό των τόκων για ίδιο όφελος ή να το τοκίζει μέσω καταθέσεων ή άλλως πως.  Συνεπώς δεν μπορεί να αποκατασταθεί αυτό το ποσό ως πραγματική ζημιά.

 

Το ζήτημα θα πρέπει να τύχει μιας πιο ορθολογιστικής προσέγγισης από αυτή της ενάγουσας. Η έφεση καταχωρίστηκε την 17.1.2011 και εφόσον η εφετειακή απόφαση εκδιδόταν μέχρι τον Ιανουάριο του 2014 η Ενάγουσα δεν θα μπορούσε να διατηρεί οιονδήποτε παράπονο σχετικά με την διαδικασία της έφεσης.  Ποία ήταν όμως η συνέπεια του γεγονότος ότι η εφετειακή απόφαση δεν εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2014 αλλά τρία χρόνια και έντεκα μήνες μετά, την 20.12.2017;  Η εφετειακή απόφαση, όποτε και αν αυτή εκδιδόταν θα είχε το ίδιο περιεχόμενο, δηλαδή την επιδίκαση εναντίον της Ενάγουσας του ποσού των €1.823.767 πλέον νόμιμο τόκο από 6.5.2004 που καταχωρίστηκε η αγωγή.  Το αποτέλεσμα της καθυστέρησης για την οποία παραπονείται η Ενάγουσα ήταν ότι αντί να κληθεί να πληρώσει το ποσό πλέον τους τόκους τον Ιανουάριο του 2014 κλήθηκε να το πληρώσει τον Δεκέμβριο του 2017.  Έλαβε αφενός πίστωση χρόνου 47 μήνες, αφετέρου όμως επιβαρύνθηκε τον νόμιμο τόκο επί του ποσού των €1.823.767 για περίοδο 47 μηνών, από τον Ιανουάριο του 2014 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017.  Έχει η ίδια υπολογίσει το ποσό αυτό σε €396.562,50 το οποίο εκλαμβάνουμε ως ορθό. 

 

Για να διαπιστωθεί η χρηματική της ζημιά, θα πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα η πίστωση χρόνου που έλαβε ως όφελος και αφού αφαιρεθεί από το ποσό των €396.562,50, να διαπιστωθεί εάν παραμένει υπόλοιπο.  Τέτοια μαρτυρία δεν προσφέρθηκε και συνεπώς δεν καταδείχθηκε χρηματική ζημιά.

 

Όμως η όλη εξέλιξη των γεγονότων καταδεικνύει πως μπορεί - και πρέπει - να ενταχθεί το θέμα στο πλαίσιο των γενικών αποζημιώσεων ως μη αυστηρώς υλική ζημιά για την γενική ταλαιπωρία αναμονής της τελικής απόφασης.   

 

Mε τον ίδιο τρόπο κρίνουμε πως πρέπει να μεταχειριστούμε το μέρος της απαίτησης το οποίο προσπάθησε να αποδώσει ο Μ.Ε. σε συνάρτηση με την αβεβαιότητα της εκκρεμοδικίας και πώς αυτό επηρέασε τους δείκτες αφερεγγυότητας και τις δυνατότητες αναπτυξιακής δραστηριότητας της εταιρείας.  Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως η μη έγκαιρη καταβολή των οφειλόμενων (που κρίθηκαν ως τέτοια με δικαστική κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο) θα έπρεπε να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε η πρόβλεψη τους και όχι η πληρωμή τους να συνιστά έρεισμα αποζημίωσης. 

 

Θα δεκτούμε όμως ότι η αβεβαιότητα ως προς την οφειλή συνιστά ένα στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ειδικά έχοντας κατά νου το ύψος του ποσού καθώς και το είδος της εργασίας της ενάγουσας ως ασφαλιστική εταιρεία.»

 

 

Παρά την υπόθεση Altius ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενάγοντα μας ζήτησε να διαφοροποιηθούμε εν όψει της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην υπόθεση Hunguest Zrt v. Hungary, Appl. No. 66209/10, Judgement (Merits) ημερ. 30.8.2016, Final ημερ. 30.11.2016 και Judgment (Just Satisfaction) ημερ. 16.1.2018, Final ημερ. 16.4.2018, στην οποία, αφού αναγνωρίστηκε παραβίαση του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, πέραν της επιδίκασης αποζημίωσης για μη χρηματική ζημία το δικαστήριο επεδίκασε αποζημίωση για την χρηματική ζημία που υπέστη ο αιτητής σε σχέση με την απώλεια τόκου.  Τα γεγονότα όμως ήταν σαφώς διαφορετικά, όπως ορθά εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας.  Ο αιτητής είχε διαταχθεί ως εναγόμενος να καταθέσει, εκκρεμούσης της δίκης, ένα μεγάλο ποσό ως εγγύηση το οποίο, δυνάμει του Νόμου, δεν έφερε τόκο.  Οι ένδικες προσπάθειες για απελευθέρωση του ποσού δεν καρποφόρησαν.  Το αποτέλεσμα ήταν, στο τέλος της δίκης και με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε να υποστεί μεγάλη οικονομική απώλεια. 

 

Εν προκειμένω, όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Altius, ο ενάγοντας είχε τη δυνατότητα να διαθέσει το ποσό των τόκων για ίδιο όφελος ή να το τοκίζει μέσω καταθέσεων ή άλλως πως.  Συνεπώς δεν μπορεί να αποκατασταθεί αυτό το ποσό ως πραγματική ζημία. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγοντας έλαβε πίστωση χρόνου για τους μήνες της καθυστέρησης θα ήταν παράγοντας που θα έπρεπε να αποτιμηθεί σε χρήμα ώστε να αφαιρεθεί από την απαίτηση για τόκο για να διαπιστωθεί αν παραμένει υπόλοιπο, όπως επίσης υποδείχθηκε στην Altius.  Σε διαφοροποίηση συνεπώς από τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης Hunguest Zrt v. Hungary, όπου η στέρηση του δικαιώματος επί των τόκων ήταν εκ του νόμου δεδομένη λαμβάνουσα τη μορφή αποστέρησης περιουσιακού δικαιώματος (παραβίαση Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου), η αβεβαιότητα ως προς την οφειλή δεν συνιστά από μόνη της έρεισμα για απόδοση χρηματικής αποζημίωσης. 

 

Ούτε οι άλλες αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενάγοντα βοηθούν τη θέση του.  Στην υπόθεση Pammel v. Germany [1998] 26 E.H.R.R. 100, ο αιτητής, ιδιοκτήτης εκμισθωμένης γης, είχε προσβάλει τον δια νόμου καθορισμό ενοικίων και το ζήτημα κατέληξε στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο.  Το δικαστήριο έκρινε ότι μια συγκεκριμένη πρόνοια του νόμου ήταν αντισυνταγματική  καθότι περιόριζε, κατά παράβαση του Θεμελιώδους Νόμου της Γερμανίας (Basic Law), υπερβολικά και δυσανάλογα τα δικαιώματα των εκμισθωτών σε σχέση με τον καθορισμό του ύψους του ενοικίου.  Υπήρξε όμως καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης και ο αιτητής προσέφυγε στο ΕΔΔΑ επιδιώκοντας αποζημίωση για τη απώλεια από τη διαφορά του ενοικίου και για απώλεια τόκου.  Το ΕΔΔΑ, νοουμένου ότι ο νόμος είχε τροποποιηθεί δίδοντας δικαίωμα για ψηλότερο ενοίκιο αναδρομικά, σημείωσε ότι «the damage can only consist in a loss of interest . and cannot be precisely calculated», οπότε απέδωσε ένα ποσό «assessing it as a whole and on an equitable basis». Επρόκειτο δε, όπως και στην υπόθεση Hunguest για απώλεια εισοδημάτων ή προσόδων η οποία ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου.  Ενώ, εν προκειμένω, κανένας δεν είχε στερήσει τον ενάγοντα από το δικαίωμα του να εισπράττει τόκους από τα χρήματα του καθόλη τη διάρκεια της καθυστέρησης. 

 

Στην υπόθεση Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Appl. No. 11681/85, το παράπονο των αιτητών ήταν βασικά ότι το ποσό που τους επιδικάστηκε από το εθνικό δικαστήριο, ως ενάγοντες, είχε υποτιμηθεί λόγω της καθυστέρησης και ως συνέπεια του πληθωρισμού.  Επρόκειτο συνεπώς για συγκεκριμένο δυσμενή επηρεασμό και ειδικότερα για πραγματική μείωση του λαμβάνειν που είχαν, στοιχείο που εν προκειμένω ελλείπει.  Σημειώνουμε δε ότι το Δικαστήριο διαπιστώνοντας ότι η χρηματική ζημία δεν μπορούσε να αποτιμηθεί με ακρίβεια, επεδίκασε αποζημίωση «on an equitable basis». 

Εν προκειμένω ο ενάγοντας, για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε ανωτέρω, δεν υπέστη απώλεια και δεν απέδειξε συγκεκριμένη χρηματική ζημία σε σχέση με το ζήτημα των τόκων.  Κάθε άλλη μορφή αποκατάστασης των δικαιωμάτων του έχει καλυφθεί από την εκ συμφώνου διευθέτηση. 

 

Δίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου για το ποσό των €2.500 πλέον νόμιμους τόκους από την καταχώριση της παρούσας αγωγής και έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.  Στα έξοδα υπέρ του ενάγοντα να μην υπολογιστούν οι δικάσιμοι που αφιερώθηκαν στην εξέταση της πτυχής της απαίτησης του που απέτυχε.

 

 

                                                                   Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

                                                                   Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο