ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A347
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E166/2019)
15 Οκτωβρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
DB TECHNOLOGIES B.V.
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1
ΚΑΙ
LOIZOS IORDANOU CONSTRUCTIONS LTD
Eφεσίβλητοι/Ενάγοντες
________________________
Τ.Χαχολιάδης για Πιριλλίδη και Σ/τες, για τους εφεσείοντες
Δ.Αραούζος με Σ.Σχίζα για Χρ.Δημητριάδη και Σ/τες, για τους εφεσίβλητους
________________________
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατόπιν μονομερούς αίτησης εκ μέρους των εφεσιβλήτων/εναγόντων δέσμευσε κεφάλαια των εφεσειόντων/εναγομένων τα οποία βρίσκονται κατατεθειμένα εντός ή εκτός της Κύπρου μέχρι το ποσό των 350.000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την καταχώρηση ένστασης και κατόπιν εκ συμφώνου τροποποίησης, προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η οριστικοποίηση του διατάγματος αφού θεώρησε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθ.32.
Η έφεση δεν στρέφεται στο μέρος της απόφασης που αφορά στο εύρημα του Δικαστηρίου για την πλήρωση των δύο προϋποθέσεων του άρθρ.32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 ότι (α) υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά τη δίκη και (β) να υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.
Είναι χρήσιμο όμως να τεθούν σε συντομία τα όσα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ώστε να μπορούν να εξεταστούν στη συνέχεια τα εγειρόμενα δια της έφεσης ως λάθη της δικανικής κρίσης.
Το Δικαστήριο εξέτασε ορθά τα βασικά δεδομένα των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών, οι οποίες εξάλλου, όπως υπέδειξε, δεν αμφισβητούντο.
Τα μέρη αποτελούσαν συνεταιρισμό, μια «Κοινοπραξία» η οποία είχε αναλάβει την εκπόνηση έργου λειτουργίας Διαχείρισης Απορριμμάτων (το έργο) στη Λεμεσό, στην οποία μετείχε και η εταιρεία Miltiades Neophytou (σε συντομία) και η Medcon (σε συντομία). Aντισυμβαλλόμενη τους ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Με βάση Συμφωνία εκχώρησης ημερ. 24.11.2016 οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες και η εταιρεία Miltiades Neophytou εκχώρησαν τα δικαιώματα τους στη Κοινοπραξία και στο έργο, στη Medcon και στους εφεσείοντες-εναγόμενους 1. Σύμφωνα δε με την εν λόγω Συμφωνία οι τελευταίοι όφειλαν να τους καταβάλουν κάποια ποσά σε συγκεκριμένες περιόδους. Για κάποιες επιμέρους πληρωμές, οι εφεσείοντες ανέλαβαν με την ίδια Συμφωνία να παραδώσουν σε καταπιστευματοδόχους (οι οποίοι κατονομάσθησαν) τρία γραμμάτια συνήθους τύπου με βάση το άρθ.78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, με την εγγύηση των εναγομένων 2. ΄Οντως, όπως καταγράφεται πρωτοδίκως, τα 3 γραμμάτια παραδόθηκαν στους καταπιστευματοδόχους και οι δύο πρώτες πληρωμές διενεργήθηκαν από τους εφεσείοντες. Ωστόσο, με την απαίτηση της πληρωμής επόμενων δόσεων οι εφεσείοντες αρνήθηκαν την οφειλή επικαλούμενοι ψυχική πίεση στην υπογραφή της συμφωνίας εκχώρησης. Για την δε προηγηθείσα δόση 340.000 προηγήθηκε έγερση άλλης αγωγής και έκδοση ομοίως, διατάγματος παρομοίου τύπου και περιεχομένου, με το κρινόμενο.
Η αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης με την έφεση αφορά στην γ΄ προϋπόθεση, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι ικανοποιείται αφού, σύμφωνα με την πλευρά των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι ούτε έθεσαν, ούτε κατέδειξαν επαρκή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει πως εκτός εάν εκδοθούν τα διατάγματα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο (1ος λόγος έφεσης).
Στο σκηνικό της αμφισβήτησης εισέρχονται και οι αρχές που διέπουν την έκδοση των διαταγμάτων τύπου «Chabra» αναφορικά με τρίτα πρόσωπα - εναντίον των οποίων δεν στρέφεται η αίτηση ημερ. 8.11.2018 των εφεσιβλήτων - και δεν είχαν προστεθεί ως διάδικοι αλλά δεσμεύονται από αυτά (2ος λόγος έφεσης).
Επίσης οι εφεσείοντες θεωρούν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να εξετάσει σε βάθος και/ή καθόλου την μαρτυρία που έχει προσκομιστεί ενώπιον του και/ή εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος αποφάσισε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του ’ρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6) για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων μονομερώς ενώ από τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει δεν φάνηκε να συντρέχει η ύπαρξη του κατεπείγοντος και/ή δεν διαφαίνονται ικανοί λόγοι και/ή εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση. (3ος λόγος έφεσης)
Ακόμη, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που όφειλαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο και θα επηρέαζαν την κρίση του κατά το στάδιο της μονομερούς έκδοσης του διατάγματος. (4ος λόγος έφεσης).
Θεωρούν ακόμη πως λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή της ορθής διαδικασίας και/ή κατά παράβαση των σχετικών αρχών της νομολογίας αναφορικά με την έκδοση διαταγμάτων τύπου Mareva με επέκταση της εμβέλειας τους στο εξωτερικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απαγορευτικά διατάγματα τέτοιας εμβέλειας και/ή εύρους με αποτέλεσμα τα εκδοθέντα διατάγματα αφενός να επεκτείνουν την απαγόρευση στο εξωτερικό εναντίον προσώπου που δεν διαμένει εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και αφετέρου να υπερβαίνουν κατά πολύ και/ή πέραν του αναγκαίου και/ή εύλογου τους σκοπούς για τους οποίους εκδίδονται τέτοιου είδους διατάγματα σε ενδιάμεσο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας. (5ος λόγος έφεσης).
Καταληκτικά θέτουν σε αμφισβήτηση και το ότι το πρωτόδικο καταδίκασε τους εφεσείοντες στην πληρωμή των δικηγορικών εξόδων των εφεσιβλήτων στην αίτηση. (6ος λόγος έφεσης).
Εξέταση 1ου και 5ου λόγου έφεσης - τρίτη προϋπόθεση - η φύση του διατάγματος
Θεωρούμε ότι οι 1ος και 5ος λόγος έφεσης μπορούν να εξεταστούν από κοινού αφού στην ουσία πλήττουν την αναγκαιότητα έκδοσης και την προσφορότητα. Οι εφεσίβλητοι προσφεύγοντας στο Δικαστήριο τόνισαν τον κίνδυνο να μην απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη. Εξήγησαν πως η μόνη εξασφάλιση που είχαν υπό τις περιστάσεις είναι τα εισοδήματα που οι εφεσείοντες έχουν από τις εργασίες στο έργο. Γι΄αυτό και η διατύπωση των διαταγμάτων είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται πως τα εισοδήματα που αφορούν τους εφεσείοντες, είτε τα κατέχει η Κοινοπραξία είτε η Διαχειρίστρια είτε η Τράπεζα, δεν θα εξανεμιστούν. Με αυτό τον τρόπο οι εφεσείοντες δεν μπορούν για αυτά μόνον - και όχι για περιουσία ή κεφάλαια που διατίθενται για τους σκοπούς της Κοινοπραξίας - να δώσουν οδηγίες για την αποξένωση τους.
Με τη δε εκ συμφώνου τροποποίηση του διατάγματος επιτεύχθηκε η λειτουργικότητα της επιχείρησης (βλ. Αtlas Maritime Co SA v. Avalon Maritime Ltd (No.1) 1991 4 All E.R. 769 "... Mareva injunctions often include specific provisions to enable expenses to continue to be paid, or, where the original order is insufficient, the court will make a variation to permit expenses to be paid or debts to be discharged"). Οι δε εφεσείοντες δεν αντέτειναν κάτι ουσιώδες ως προς τον κίνδυνο μη ικανοποίησης της απόφασης. Το ότι οι εφεσείοντες είναι στην Ολλανδία και μπορεί μια απόφαση της Κύπρου να εκτελεσθεί στην Ολλανδία ως εκ της εφαρμογής του Κ.1215/12 δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν περιουσιακά στοιχεία για να αποτάξουν από τους ώμους τους υπάρχον κίνδυνο να μην απονεμηθεί εντέλει δικαιοσύνη με την μη ικανοποίηση τυχόν απόφασης υπέρ εφεσιβλήτων (Shishkarev v. Lanuria Ltd E385/16, 7.6.18).
|
|
|
|
|
Στην υπόθεση Poltava Petroleum Co ν. Mexana Oil Ltd κ.ά. (2001) 1 (Β) ΑΑΔ 1301, που αφορούσε διάταγμα τύπου mareva, όπως εδώ, τονίστηκε πως σκοπός του διατάγματος τέτοιας φύσης είναι η διατήρηση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση από τον ενάγοντα απόφασης η οποία ενδεχομένως να εκδοθεί υπέρ του. Αναφέρονται δε και τα εξής σχετικά:
Η απουσία πρόθεσης για αποξένωση περιουσίας έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη δική μας νομολογία. Στην πρόσφατη απόφαση στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, η οποία αφορούσε την έκδοση προσωρινού διατάγματος απαγορευτικού της αποξένωσης ακινήτου, το οποίο δεν αποτελούσε το αντικείμενο της αγωγής, έγινε επισκόπηση της σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Τονίσθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ.:
«Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία (Βλ. Lakatamitis, ανωτέρω, στη σελ. 525)...... Όπως δε εξηγήθηκε στην απόφαση του Λοϊζου, Π. στην Ζεμενίδης ν. Ζεμενίδου (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54 εκδίδεται το διάταγμα 'ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μη μπορεί να ικανοποιηθεί ο ενάγων'. Τα ίδια και στην Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στη σελ. 785, εκείνο που απαιτείται είναι 'η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος'.
(Βλ. και Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1 Α.Α.Δ. 2111)".
Το γεγονός πως το διάταγμα αφορά κεφάλαια εντός και εκτός της Κύπρου είναι συμβατό με τη φύση του διατάγματος, εάν οι περιστάσεις το δικαιολογούν. Εν προκειμένω, δόθηκαν ικανά ερείσματα για το σκοπό αυτό.
Συναφές είναι βεβαίως και το θέμα της προσφορότητας στην έκδοση και διατήρηση του διατάγματος. Στην εξισορρόπηση των αντιθέτων θέσεων ήταν θεμιτό στο Δικαστήριο να κρίνει πως η προσφορότητα ήταν υπέρ των εφεσιβλήτων, για τους λόγους που εξήγησε. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το ότι δια της τροποποίησης του διατάγματος εξασφαλίστηκε η δυνατότητα επαρκούς λειτουργίας της επιχείρησης.
Ο λόγος έφεσης δεν έχει στοιχειοθετηθεί και απορρίπτεται.
2ος λόγος έφεσης - ισχυρισμός για έκδοση διαταγμάτων έναντι τρίτων
Το διάταγμα απαγόρευε τη χρησιμοποίηση από τους εφεσείοντες οποιουδήποτε κεφαλαίου βρίσκεται κατατεθειμένο προς όφελος τους (μέχρι 350,000). Ο όρος «κεφάλαια» σύμφωνα με το διάταγμα, περιλαμβάνει:
(α) όλα τα κεφάλαια είτε αυτά κατέχονται ελέγχονται μόνο από τους Εναγόμενους 1 ή από κοινού με τρίτα πρόσωπα ή που κατέχονται από τρίτους για λογαριασμό των Εναγομένων, περιλαμβανόμενων των κεφαλαίων που αναλογούν στους Εναγόμενους 1 ως συνεταίροι από εργασίες του ομόρρυθμου συνεταιρισμού ΜΕDCON & DΒ ΤΕCΗΝΟLOGΙΕS J.V.(Αρ.Εγγραφής Σ 12359 από το Πεντάκωμο της Επαρχίας Λεμεσού και/ή ως μέτοχοι στην εταιρεία MD LIMASSOL WASTE MANAGEMENT COMPANY LTD
(β) όλα τα κεφάλαια για τα οποία οι Εναγόμενοι 1 έχουν το δικαίωμα άμεσα ή έμμεσα να λάβουν αποξενώσουν ή και χρησιμοποιήσουν για οποιοδήποτε λόγο ως να τους ανήκαν, περιλαμβανόμενων των κεφαλαίων που αναλογούν στους Εναγόμενους 1 από εργασίας του ομόρρυθμου συνεταιρισμού ΜΕDCΟΝ & D8 ΤΕCΗΝΟLΟGΙΕS J.V. και/ή της MD LIMASSOL WASTE MANAGEMENT COMPANY LTD
(γ) όλους τους τίτλους οποιασδήποτε φύσης σε Κυπριακές ή αλλοδαπές ιδιωτικές ή δημόσιες εταιρείες που είναι εισηγμένες εταιρείες σε Χρηματιστήρια Αξιών.
(δ) Οι Εναγόμενοι 1 θεωρούνται ότι έχουν τέτοιο δικαίωμα ελέγχου και/η κάρπωσης ακόμη κα αν τα κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία κατέχονται ή είναι εγγεγραμμένα επί του ονόματος οποιουδήποτε τρίτου προσώπου, περιλαμβανομένου του ομόρρυθμου συνεταιρισμού ΜΕDCΟΝ & DB TECHNOLOGIES J.V. και/η της MD LIMASSOL WASΤE ΜΑΝΑGΕΜΕΝΤ CΟΜΡΑΝΥ LΤD, που όμως αυτός τα κατέχει ή διαχειρίζεται σύμφωνα με τις άμεσες ή έμμεσες οδηγίες των Εναγόμενων 1 και/η αντιπροσώπων τους είτε από μόνοι τους είτε με άλλους».
Προκύπτει από τα πιο πάνω αλλά και με την εκ συμφώνου τροποποίηση του διατάγματος που επιτεύχθηκε στις 13.12.2018 στη βάση αίτησης των εφεσειόντων, πως δεν ενέπιπτε εντός του σκοπού του διατάγματος η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της διαχειρίστριας εταιρείας (M.D. Limassol Waste Management Company Ltd) ή της Kοινοπραξίας που μετά την αποχώρηση των εφεσιβλήτων και της Miltiades Neophytou ονομάστηκε Medcon & DB Technologies J.V.
Εκείνο που συνάγεται από το περιεχόμενο του Διατάγματος είναι ότι εμποδίζονται οι εφεσείοντες από του να δώσουν οδηγίες είτε στην Κοινοπραξία είτε στη διαχειρίστρια εταιρεία όπως αποξενώσει ποσά που προέρχονται από εισοδήματα του έργου και ανήκουν στους εφεσείοντες.
Το τελευταίο είναι πλήρως συμβατό με το σκοπό του διατάγματος. Δεν πρόκειται εν προκειμένω, για εφαρμογή αρχών διαταγμάτων τύπου Chabra, διαταγμάτων που έλαβαν το όνομα τους από την Τ.S.B. Private Bank International S.A. v. Chabra (1992)2 All E.R. 245.
Στην υπόθεση Perlata Ltd κ. Nestoras Hotels Ltd, Πολ.εφ. Ε184/17, 6.6.2019, σε σχέση με τα πιο πάνω διατάγματα, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
Πρόκειται για τα διατάγματα που έγιναν γνωστά ως διατάγματα τύπου Chabra στη βάση της ως άνω υπόθεσης, στην προμετωπίδα της οποίας αναφέρονται τα εξής για τη φύση και το σκοπό τους:
"That although the court had no jurisdiction to grant an interlocutory injunction in favour of a plaintiff who had no good arguable cause of action against a sole defendant, it had power to grant the injunction against a co-defendant, against whom Νο cause of action lay, provided that the claim for the injunction was ancillary and incidental to the plaintiff's cause of action against the other co-defendant; and that, accordingly, since the injunction made against the first defendant alone was inadequate to protect the plaintiff, it was appropriate to grant the injunction against the second defendant in support of the existing legal right claimed by the plaintiff against the first defendant".
Διατάγματα τύπου Chabra μπορούν να εκδοθούν εφόσον καταδειχθεί - ενόρκως βεβαίως - πως πρωταρχικά ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής εναντίον του πρώτου εναγομένου. Περαιτέρω, για να είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος εις βάρος της περιουσίας άλλου εναγομένου, εναντίον του οποίου ο ενάγων δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η έκδοση του διατάγματος αυτού είναι βοηθητική στο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του πρώτου εναγομένου ο οποίος στερείται περιουσιακών στοιχείων, ώστε να εξασφαλιστεί η απαίτηση του ενάγοντα, κυρίως όταν πρόκειται στην ουσία για περιουσία του πρώτου εναγομένου, η οποία κατέχεται από το δεύτερο.
Χρήσιμη αναφορά για τα διατάγματα αυτής της φύσεως γίνεται στο Σύγγραμμα Γ.Ερωτοκρίου & Π.Αρτέμη, Διατάγματα 2016 σελ. 218 κ.επ.:
«Η αρχή που προκύπτει από την υπόθεση Chabra καλύπτει την περίπτωση όπου o κύριος εναγόμενος, είτε αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, είτε νομικό, δεν έχει στο όνομα του πολλά περιουσιακά στοιχεία, αλλά υπάρχει μαρτυρία ότι αυτά κατέχονται από τρίτα πρόσωπα ή εταιρείες, π.χ. από συγγενικά πρόσωπα ή από εταιρείες που ελέγχει ο κύριος εναγόμενος.
Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα (αντί να διεκδικηθεί διάταγμα εναντίον μη διαδίκου) να συνενωθεί το τρίτο πρόσωπο ως συνεναγόμενος με τον κύριο εναγόμενο και να διεκδικηθεί εναντίον του διάταγμα μη αποξένωσης (Chabra Order), ανεξάρτητα αν αυστηρώς ομιλούντες δεν προσφέρει τη δυνατότητα να παγοποιηθούν περιουσιακά στοιχεία που ο εναγόμενος απέκρυψε, ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης».
Στην Cardile v. LED Building Proprietary Ltd (1999) HCA 18 Australian High Court, όπως σχολιάστηκε στη Yukos Caplital S.a.r.l v. OJSC Rosneft Oil Co. [2010] EWHC 784 (Comm), 2010 WL 1368769, κρίθηκαν σημαντικά τα εξής:
"a) The court should be cautious in making any order extending to the property of persons who are not substantive defendants and cannot be shown to have frustrated the administration of justice.
b) But the jurisdiction is not limited to circumstances where a third party holds property beneficially owned by a defendant.
c) One guiding principle where restraint of third parties is sought is the existence of some process which may be available to the potential judgment creditor pursuant to which, whether by appointment of a liquidator or otherwise, the third party might be obliged to help satisfy the judgment".
Σημειώνεται πάντως, ότι στη Chabra ανωτέρω, ο τρίτος κατέστη διάδικος, κάτι που εδώ δεν συμβαίνει. Στην υπό κρίση περίπτωση, το διάταγμα στρέφεται in persona μόνο κατά των εφεσειόντων και τους εμποδίζει από του να ενεργούν κατά παράβαση των προνοιών του. Ισχύουν αυτά που λέχθησαν στην Taylor ν. Van Dutch Marine Holdings Ltd and others [2017] EWHC 636(Ch):
"Those views were not intended to deal with a situation where the disposer has his or her own rights which are being enforced and who does not do an act which falls to be viewed as a disposal by the defendant or a dissipation of the asset. Withdrawing money from a bank account is likely to involve a disposal of the money by the defendant, and it is therefore prohibited. A bank which allows it is participating in that disposal by the defendant. That is what banks must be wary of and should not facilitate or permit".
To εν λόγω διάταγμα δεν στρέφεται άμεσα εναντίον της διαχειρίστριας εταιρείας ή της Κοινοπραξίας. Ακόμη όμως και να υπέθετε κάποιος ότι προκύπτει δέσμευση τρίτων προσώπων από το διάταγμα, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες, αυτό δεν σημαίνει ότι η βάση του είναι σαθρή. Ακριβώς η νομολογία αναγνωρίζει τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος εναντίον των μη διαδίκων (βλ. SCF Finance Co. Ltd v. Mazri (1985)2 All E.R. 747 και Global Cruises S.A. κ.ά. ν. Μetro Shipping & Travel Ltd (1989)1E A.A.Δ.607). Σωστό είναι αυτό που υποδείχθηκε και στην κρινόμενη περίπτωση, ότι δηλαδή δεν υπήρξε ένσταση των τρίτων.
Εξέταση του 3ου λόγου - παράλειψη εξέτασης του αρθ.9 του Κεφ.6
Το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 έχει ως εξής:
«9.(1) Κάθε διάταγ΅α, το οποίο το ∆ικαστήριο έχει εξουσία να εκδόσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί ΅ε αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.
(2) Πριν εκδώσει το διάταγ΅α αυτό χωρίς ειδοποίηση, το ∆ικαστήριο πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, ΅ε ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το ∆ικαστήριο θεωρεί σκόπι΅ο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζη΅ίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγ΅α.
(3) Κανένα διάταγ΅α το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παρα΅ένει σε ισχύ για χρόνο ΅αγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι' αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να ε΅φανιστούν ενώπιον του ∆ικαστηρίου και ενστούν σε αυτό· κάθε τέτοιο διάταγ΅α παύει να ισχύει, ΅ετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το ∆ικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά· και κάθε τέτοιο διάταγ΅α τυγχάνει ΅εταχείρισης κατά την αγωγή όπως το ∆ικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Κα΅ιά διάταξη που περιλα΅βάνεται στο άρθρο αυτό, δεν θα ερ΅ηνεύεται ότι επηρεάζει ή εφαρ΅όζεται στις εξουσίες του ∆ικαστηρίου να εκδίδει εντάλ΅ατα εκτέλεσης».
Σαφώς λοιπόν δικαιοδοτικός όρος για την μονομερή έκδοση ενός διατάγματος δεν είναι μόνο το επείγον αλλά και η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων (Βλ.Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1Β ΑΑΔ 598, Αspis Liberty Life Ins. Public Co Ltd v. Σιακαρίδου, Πολ.εφ.52/10 ημερ. 19.3.2014). ΄Oμως, όπως υποδείχθηκε στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λτδ Π.Ε. 312/10, ημερ. 17.7.2014, το θέμα του επείγοντος που εγείρεται μετά που ακούεται ο εναγόμενος, «δεν πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του». To ίδιο - και με περισσότερη έμφαση - τονίστηκε στη Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited, Πολ.εφ.αρ.Ε6/2014, 7.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A140, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
« Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς».
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, δεν εξέτασε σε ξέχωρο κεφάλαιο ή με ρητές αναφορές την ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων. Όμως, όλο το κείμενο της απόφασης διαπνέεται ακριβώς από την ανάλυση των ιδιαίτερων εκείνων περιστάσεων που οδήγησαν ευθύς εξ αρχής το Δικαστήριο στη μονομερή έκδοση και εν τέλει στην οριστικοποίηση του διατάγματος. Και εξηγούμε:
Η Αγωγή όσο και η ex parte αίτηση καταχωρήθηκε σε σύντομο χρόνο, ευθύς μετά που κατέστη πληρωτέο το επίδικο Γραμμάτιο και οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να το ζητήσουν από τους καταπιστευματοδόχους προκειμένου να προωθήσουν την υπόθεση τους, δηλαδή εντός πέντε εργασίμων ημερών από την καταβολή στη Medcon και στους εφεσείοντες από την Κυπριακή Δημοκρατία του οφειλόμενου ποσού δυνάμει του 3ου Πιστοποιητικού Ενδιάμεσης Πληρωμής, όπως αυτό καταγράφεται στη στηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωση.
Όπως πειστικά εξηγούν οι εφεσίβλητοι, έπρεπε να προηγηθούν τα δύο πιο πάνω γεγονότα, να εξασφαλιστεί στη συνέχεια άδεια σφράγισης καταχώρησης της αγωγής και τέλος να καταχωρηθεί η Αγωγή με την Αίτηση.
Δεν στοιχειοθετείται αφενός καθυστέρηση και αφετέρου καταδεικνύονται οι ιδιαίτερες περιστάσεις που οδήγησαν στην ανάγκη μονομερούς έκδοσης συναρτώμενες και με την 3η προϋπόθεση του άρθρου 32.
4ος λόγος έφεσης - η πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη:
Στην υπόθεση Sobolev κ.ά. ν. Weitzer, πολ.εφ. Ε177/18, 21.5.2019 εξηγείται η πιο πάνω αρχή και συνοψίζεται η προηγούμενη νομολογία, ως εξής:
"Στην υπόθεση Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)1 Α.Α.Δ. 1168 τίθεται με συμπυκνωμένο λόγο, από το Δικαστή Νικήτα, το περιεχόμενο του καθήκοντος και η συνέπεια εκ της παραβίασης του.
«Πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, που είναι σε γνώση του αιτητή, απαιτείται πάντοτε σε αιτήσεις εξπάρτε. Διαφορετικά το διάταγμα που δόθηκε χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση αυτή του αιτητή θα πρέπει να ακυρωθεί κατά την inter partes ακρόαση της αίτησης. Είναι δε άσχετο αν η παράλειψη τέτοιας αποκάλυψης ήταν εσκεμμένη ή όχι. Ο κανόνας αναπτύχθηκε σε σχέση με τη χορήγηση διαταγμάτων του τύπου mareva, αλλά είναι καθολικής ισχύος σε υποθέσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η πρώτη υπόθεση που κωδικοποίησε τις αρχές για τη χορήγηση διαταγμάτων mareva ήταν η Third Chandris Shipping Corporation ν. Unimarine S.A.[1979]1 Q.B. 645 (εφετειακή απόφαση). Η υποχρέωση αποκάλυψης ήταν η πρώτη προϋπόθεση που έθεσε. Και εναπόκειται στο δικαστή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εκτιμήσει τη σημασία τέτοιων στοιχείων.
Είναι χρήσιμη, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του Mark S. W. Hoyle "The Mareva Injunction and Related Orders" (1997) 3η έκδοση, στη σελ. 71 υπό τον τίτλο "Lack of full disclosure":
"There is a powerful argument in the view that if full and frank disclosure has not been made in the ex parte application, the order will be discharged because of the seriousness of the omission. This is because it is up to the judge to consider the importance of the relevant facts, so that he can exercise his discretion in the light of as much information as possible. Consequently, a lack of full and frank disclosure need not be deliberate before the injunction is discharged for that reason, but merely has to be pertinent to the issues involved, even if it does not affect the merits of the claim.
At the ex parte stage the only evidence before the court is that provided by the applicant for the injunction. It is an established part of the practice in applications for exparte orders that the applicant gives as fair a description of the case as possible. The judge should be alerted to any particular defences or problems so that his assessment of the situation is as objective as it can be at the early stage of the matter."
Έχουμε στην Κύπρο ανάλογη θεώρηση, όπως δείχνει η πλούσια περιπτωσιολογία, που εφαρμόστηκε ο κανόνας. Σχετικές είναι οι παρακάτω αποφάσεις στις οποίες επέσυρε την προσοχή μας η δικηγόρος του εφεσιβλήτου: Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και M & CH Mitsingas Trading Ltd. κ.α. ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1797».
Η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο αρνείται πλέον να ακούσει αυτόν που το εξαπατά, είτε υπάρχει πρόθεση εξαπάτησης ή όχι. (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995)1 ΑΑΔ 248, Fedossova Larissa (Αρ.2) (1997)1Γ ΑΑΔ 1333, Electromatic Constructions Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009)1A ΑΑΔ 258, Global Cruises S.A. κ.ά. v. METRO Shipping & TRAVEL Ltd (1989)1E ΑΑΔ607, United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co (2002)1Β AAΔ 938, Rybolovleyv v. Rybolovleva (2010)1A AAΔ.82, Interpartemental Concern "Uralmetrom» v. Besuno ltd (2004) 1A ΑΑΔ 557 και Σύγγραμμα Γ.Ερωτοκρίτου & Π.Αρτέμη Διατάγματα Injunctions).
΄Εχουμε διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια πως η έννοια της ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης έχει τρόπω τινά παρεξηγηθεί από αρκετούς στο νομικό κόσμο. Δεν είναι νοητό ούτε ποτέ οποιαδήποτε αυθεντία έθεσε τέτοιο επαχθές βάρος στους αιτητές να ξεδιπλώνουν με κάθε λεπτομέρεια σε βαθμό σχολαστικισμού κάθε πτυχή των θέσεων των αντιδίκων τους και να την ερμηνεύουν. Δεν είναι αυτή η ορθή εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Αναμένεται βεβαίως πάντα οι αιτητές, επιδιώκοντας μονομερή θεραπεία, να θέσουν με ειλικρίνεια όλα τα ουσιώδη θέματα, τόσο τα υπέρ, όσο και τα εναντίον τους, όμως δεν είναι εντός του καθήκοντος τους να μετατρέπονται σε οιονεί δικηγόρους της άλλης πλευράς για να θέσουν την εκδοχή των αντιδίκων τους, ως να ήταν η δική τους, με πλήρη ερμηνεία θέσεων και εξαντλητική ανάλυση.
Εξετάζοντας προσεκτικά και σε βάθος τις ογκώδεις αναφορές των εφεσειόντων για το τι κατά την άποψη τους οι εφεσίβλητοι «παρέλειψαν να αποκαλύψουν», δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως στην πραγματικότητα αυτό που εισηγούνται οι εφεσείοντες είναι πως στη μονομερή αίτηση και ένορκη δήλωση τους οι εφεσίβλητοι έπρεπε να αναπλάσουν με πλήρεις και εξονυχιστικές λεπτομέρειες την εκδοχή, την άποψη και την ερμηνεία των γεγονότων εκ μέρους των εφεσειόντων. Όμως, οι εφεσίβλητοι με σαφήνεια και ενδεχομένως με πιο πολλές λεπτομέρειες απ΄ότι όφειλαν, κατέδειξαν το ιστορικό των διαφορών, τις ενέργειες (δικονομικές και άλλες) και των δύο πλευρών καθώς και άλλα συμβάντα ώστε να δίδονται πλήρως και ειλικρινώς στο σκηνικό των δρώμενων όλα τα ουσιώδη σημεία που ενδιαφέρουν. Ως τέτοια παραδείγματα των εισηγήσεων της πλευράς των εφεσειόντων μπορούν να δοθούν τα εξής: (α) ενώ συμφωνούν ότι οι εφεσίβλητοι έδωσαν την εκδοχή των εφεσειόντων περί ψυχικής πίεσης ισχυρίζονται ότι δεν ομίλησαν για «οικονομικό εξαναγκασμό». Δεν θα αναμένετο όμως εύλογα τέτοια εξειδίκευση αφού σφαιρικά το θέμα της υπεράσπισης, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφενός αποδίδεται και αφετέρου δόθηκαν και οι θέσεις της πλευράς των εφεσειόντων σε διαδικαστικές ενέργειες που σχετικά έλαβαν. (β) τη σημασία και το εκτόπισμα που είχε στην επίδικη σχέση των διαδίκων η συμφωνία για διαιτησία. Και πάλι κρίνουμε πως γίνεται επαρκής αναφορά και λεπτομερής ένθεση των σχετικών αιτήσεων που έγιναν στο Δικαστήριο και το αποτέλεσμα αυτών. (γ) σημασία και ανάλυση διαφόρων επιστολών. Όλα τα ως άνω είχαν σχέση με τις δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 οι οποίες ορθά έπεισαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν προσβάλλονται δια της εφέσεως.
Καμία παραβίαση του εν λόγω καθήκοντος δεν εντοπίζουμε και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.
6ος λόγος έφεσης - τα πρωτόδικα έξοδα:
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας θεωρούμε ότι η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα εναντίον του αποτυχόντα διαδίκου ήταν ορθή.
Κατάληξη:
Η έφεση απορρίπτεται με 3,500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.