ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D305
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 56/2020)
15 Σεπτεμβρίου 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX XXX ABDELMOGHEETH, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ:
(1) ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
(2) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ XXX XXX ABDELMOGHEETH, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
_ _ _ _ _ _
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Χρ. Αλεξάνδρου, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus παρέχεται αποτελεσματικός τρόπος άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση. Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, (ο Νόμος), οριοθετείται στη δυνατότητα προς έλεγχο της διάρκειας της κράτησης και όχι της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης. Το κρίσιμο βεβαίως ερώτημα, σε υποθέσεις όπως η υπό κρίση, επικεντρώνεται στο κατά πόσο η κράτηση αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) και (β) του Νόμου, κατά πόσο δηλαδή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, υπό την έννοια ότι εκτείνεται στο απαραίτητο και μόνο χρονικό διάστημα που ισχύει ο λόγος κράτησης που προβλέπεται από το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου και, επιπρόσθετα, κατά πόσο οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται ως παράνομη η κράτηση του Αιτητή, από άποψης διάρκειας και να διατάσσεται η απελευθέρωσή του. Το αίτημα εδράζεται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ του Νόμου.
Όπως είχε την ευκαιρία το Δικαστήριο να σημειώσει στην υπόθεση xxx Alabdalla, Πολιτική Αίτηση Αρ. 129/2019, ημερ. 8.8.2019, ECLI:CY:AD:2019:D542:
«Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000, Ν.6(Ι)/2000 (ο Νόμος), θεσπίστηκε προς τον σκοπό εναρμόνισης με σειρά Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και σε αναφορά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αλλά και προς την αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 604/2013.
Κατ΄ ακολουθίαν του πιο πάνω Νόμου, άρθρο 9ΣΤ(1), απαγορεύεται η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή. Παρά ταύτα, είναι εφικτό, άρθρο 9ΣΤ(2), εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, να τεθεί υπό κράτηση ο αιτητής κατόπιν γραπτού διατάγματος του αρμοδίου Υπουργού των Εσωτερικών, μεταξύ άλλων, άρθρο 9ΣΤ(2)(ε), «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».»
Τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής, αιγυπτιακής καταγωγής, αφίχθηκε στην Κύπρο μέσω του παράνομου αερολιμένα της Τύμπου στις 17.2.2018 και ακολούθως, σε άγνωστο χρόνο και από άγνωστο σημείο, πέτυχε είσοδο στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία. Έντεκα μήνες μετά την παράνομη άφιξή του στην Κύπρο, στις 21.1.2019, μετέβηκε στα γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λάρνακας, όπου και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Την ίδια μέρα συνελήφθη, δυνάμει διατάγματος κράτησης, το οποίο εκδόθηκε βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου, ήτοι για λόγους εθνικής ασφάλειας. Έκτοτε, παραμένει υπό κράτηση, η διάρκεια της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(7)(α)(i) του Νόμου. Η έκδοση του εν λόγω εντάλματος εδράσθηκε στο γεγονός ότι τα στοιχεία του Αιτητή ήταν καταχωρημένα τόσο στη βάση δεδομένων ξένης συνεργαζόμενης υπηρεσίας για θέματα τρομοκρατίας, όσο και στο σύστημα 124/7 της ΄Ιντερπολ για πιθανή σύνδεσή του με τρομοκρατικές ομάδες. Ο Αιτητής παρουσιάζεται ως μέλος τρομοκρατικής ομάδας, χωρίς να υπάρχουν υποψίες για επιχειρησιακή δράση. Σημειώνεται πως συνιστά κοινό έδαφος ότι, μετά από πρόσφατο έλεγχο που έγινε στη βάση δεδομένων της ΄Ιντερπολ, τα στοιχεία του Αιτητή φαίνεται να έχουν αφαιρεθεί. Λέχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του Αιτητή και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Καθ΄ ων η αίτηση, ότι η αφαίρεση των στοιχείων του Αιτητή από τα δεδομένα αυτά έλαβε χώραν κατόπιν ενεργειών των συνηγόρων του Αιτητή. Παρά ταύτα, τα στοιχεία του εξακολουθούν να είναι καταχωρημένα, τόσο στη βάση δεδομένων της πιο πάνω ξένης συνεργαζόμενης υπηρεσίας, όσο και στη βάση δεδομένων της Γιούροπολ.
Στις 14.6.2019 η Υπηρεσία Ασύλου, με απόφασή της, απέρριψε το προαναφερθέν αίτημα του Αιτητή προς παροχή διεθνούς προστασίας. Ως αποτέλεσμα, ο Αιτητής, στις 15.10.2019, καταχώρησε, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, την προσφυγή αρ. 235/2019, προς τον σκοπό ακύρωσης της εν λόγω απόφασης, η οποία και εκκρεμεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρείται ότι εξακολουθεί να τελεί υπό το καθεστώς του αιτητή ασύλου.
Εν τω μεταξύ, πέντε μήνες μετά τη σύλληψή του, στις 5.6.2019, καταχώρησε για πρώτη φορά αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus. Κρίθηκε ότι δεν εντοπιζόταν αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ότι το παράπονό του, πως η κράτησή του ήταν παράνομη λόγω διάρκειας χωρίς να λαμβάνονται οι δέουσες ενέργειες για τον σκοπό για τον οποίο κρατείται, δεν ευσταθούσε. Λίγους μήνες αργότερα, στις 22.10.2019, ο Αιτητής καταχώρησε νέα αίτηση για έκδοση παρόμοιου προνομιακού εντάλματος, στη βάση παράλειψης της αρμοδίας αρχής να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείται η συνέχιση της κράτησής του, η οποία επίσης απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κρίθηκε, εν ολίγοις, ότι η παράταση της κράτησης του οφειλόταν στον ίδιο, ως εκ των ενεργειών του, ήτοι, ουσιαστικά, της εκ μέρους του λήψης δικαστικών διαβημάτων.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εισηγείται ότι η συνέχιση της κράτησής του είναι παράνομη, λόγω της παρατεταμένης της διάρκειας και της αδράνειας των αρχών προς επαλήθευση των λόγων κράτησης. Προβάλλει, περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας και δεν υπάρχει καμία μαρτυρία η οποία και να στοιχειοθετεί την αναγκαιότητα της συνέχισης της κράτησής του.
Οι καθ΄ ων η Αίτηση εισηγούνται ότι η διάρκεια της κράτησης δεν παραβιάζει ούτε το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ούτε το άρθρο 9ΣΤ(7) του Νόμου. Θέτουν, επιπρόσθετα, ότι είναι καθόλα νόμιμη και αναγκαία για την προστασία της εθνικής ασφάλειας.
Το κρίσιμο βεβαίως ερώτημα επικεντρώνεται στο κατά πόσο η κράτηση του Αιτητή από τις 21.1.2019 αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) και (β) του Νόμου, κατά πόσο δηλαδή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, υπό την έννοια ότι εκτείνεται στο απαραίτητο και μόνο χρονικό διάστημα που ισχύει ο λόγος κράτησης που προβλέπεται από το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου και, επιπρόσθετα, κατά πόσο οι διοικητικές διαδικασίες, που συνδέονται με τον λόγο κράτησης, εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Θα πρέπει βεβαίως να υπομνησθεί ότι ο Αιτητής τελεί υπό κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας και η επικινδυνότητά του, καθώς επίσης και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών, όπως και η εκτίμηση των στοιχείων που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια, είναι κατ΄ εξοχήν έργο και ευθύνη της Διοίκησης. Το Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία αίτησης για Habeas Corpus, δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών που καλύπτουν τους λόγους εθνικής ασφάλειας.
Όπως επίσης είχε το Δικαστήριο την ευκαιρία να παρατηρήσει στην υπόθεση Alabdalla (ανωτέρω):
«.. η αναφορά στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) σε διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, αφορούν, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος κράτησης κατά τα διαλαμβανόμενα στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(α)(β)(γ)(δ) και (στ), όπου και ενεργοποιούνται οι διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την όλη πορεία εξέτασης αίτησης για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται. Παρά την ιδιαιτερότητα που περιβάλλει την έκδοση εντάλματος σύλληψης αιτητή προς τον σκοπό προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, όπως έχει ήδη επεξηγηθεί, παραμένει βεβαίως σε κάθε περίπτωση ενεργή η υποχρέωση του κράτους προς εξέταση της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης με την εύλογη επιμέλεια και χωρίς περιττές καθυστερήσεις.»
Χρήσιμη είναι επίσης η αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα της πρόσφατης απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση xxx Almuhana, Πολ. Αίτηση Αρ. 28/2020, ημερ. 28.7.2020:
«Στην απόφαση WM v. Stadt Frankfurt am Main C-18/19, ημερ. 2.7.2020, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 42 και επόμενες, ότι μολονότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν, κατ΄ ουσίαν, την ελευθερία να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, οι οποίες ενδέχεται να διαφοροποιούνται αναλόγως του κράτους μέλους και του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, εντούτοις οι απαιτήσεις αυτές, πρέπει να ερμηνεύονται στενά προς διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών. Επανέλαβε επίσης, ως προς την ερμηνεία της έννοιας του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2008/115, ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει, πέραν της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του Νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώστας και αρκούντος σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Ως προς την έννοια της «δημόσιας ασφάλειας» ανασκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθορίζει ότι καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του. Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, σκέψεις 46 και 47, ότι προσβολή της δημόσιας τάξεως ή ασφάλειας δύναται να δικαιολογεί κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας μόνο εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους, ζητήματα που, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις, απόκειται στο Δικαστήριο να διακριβώσει, στα πλαίσια της κύριας δίκης.
Κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης, είναι αναγκαίο να εξισορροπείται το δικαίωμα του κράτους προς προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, με τα δικαιώματα και ελευθερίες που αναγνωρίζονται κατά το άρθρο 52, παράγραφος (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εφαρμόζοντας, κατά την αρχή της αναλογικότητας, περιορισμούς επιτρεπόμενους μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων (J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-601/15/PPU, σκέψεις 49-50).»
Καθοριστικό παράγοντα προς εξέταση των χρονικών πλαισίων της κράτησης, συνιστούν τα γεγονότα που αφορούν την κάθε περίπτωση. Συνεπώς, ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης άπτεται των πραγματικών δεδομένων της κάθε υπόθεσης.
Ο Αιτητής τελεί υπό κράτηση για 19 περίπου μήνες, στη βάση των προαναφερθεισών πληροφοριών της ξένης υπηρεσίας και των δεδομένων της Γιούροπολ, αφού τα όσα κάλυπταν την καταχώρησή τους στα δεδομένα της ΄Ιντερπολ έχουν πλέον αφαιρεθεί. Όπως ορθά λέχθηκε από το Δικαστήριο στα πλαίσια της απόφασης στην δεύτερη αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση Αρ. 183/2019, ημερ. 12.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D465, ο λόγος κράτησης, ήτοι, της εθνικής ασφάλειας, «.... ως εκ της ιδιαιτερότητάς του, είναι λογικό να μη δικαιολογεί τη διαρκή διερεύνησή του, προκειμένου να διαπιστώνεται η συνέχιση ή μη της ύπαρξής του.». Τα αδιαμφισβήτητα όμως δεδομένα της υπό εξέταση περίπτωσης, επιμαρτυρούν ότι καμία ουσιαστική προσπάθεια διερεύνησης ή επιβεβαίωσης του υπό αναφορά λόγου κράτησης δεν έλαβε χώραν, παρά το εκτεταμένο διάστημα που στερείται της ελευθερίας του ο Αιτητής.
Όπως διαπιστώνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, αποφασιστικό παράγοντα προς έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης, αποτέλεσε η πληροφορία από την ξένη συνεργαζόμενη υπηρεσία. Όπως διαφαίνεται από το Τεκμήριο 1, το Γραφείο Καταπολέμησης Τρομοκρατίας αποτάθηκε στον Αξιωματικό Σύνδεσμο της Υπηρεσίας αυτής για διαβίβαση περαιτέρω πληροφοριών, χωρίς όμως να διαβιβασθούν οποιαδήποτε άλλα επιπρόσθετα στοιχεία. Η πρώτη αναφορά σε επανεξέταση της κράτησης του Αιτητή εντοπίζεται να έχει γίνει 14 μήνες μετά τη σύλληψή του, στις 17.3.2020, και σημειώνεται, τεκμήριο 16 της ένστασης, ότι κρατείται για λόγους εθνικής ασφάλειας και πως εκκρεμεί απόφαση για επανεξέταση της τρομοκρατικής απειλής. Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε και εισήγηση για συνέχιση της κράτησής του. Ακολούθησε νέα «επανεξέταση», στις 16.4.2020. Σύμφωνα με το τεκμήριο 17 της ένστασης, καταγράφεται ότι εκκρεμεί προσφυγή στο ΔΔΔΠ και ότι εκκρεμεί επίσης επανεξέταση της επικινδυνότητας ένεκα τρομοκρατικής απειλής. Και πάλι γίνεται εισήγηση για συνέχιση της κράτησης. Στις 18.5.2020 διενεργήθηκε νέα «επανεξέταση» της κράτησης και αποφασίστηκε η συνέχισή της, με ταυτόσημες ως προηγουμένως σημειώσεις και με αναφορά «Δεν έχει αλλάξει κάτι από την τελευταία επανεξέταση.». Τέλος, στις 26.5.2020, τεκμήριο 20 της ένστασης, και στα πλαίσια επανεξέτασης της κράτησης του Αιτητή, ζητήθηκαν οι απόψεις της ΥΑΜ, κατά πόσο εξακολουθούν να υφίστανται και σε ποιο βαθμό, οι λόγοι που επέβαλλαν την κράτηση. Παρά το γεγονός ότι γίνεται επισήμανση στο εκτεταμένο διάστημα κράτησης και ζητείτο σύντομη απάντηση προς επαναξιολόγηση της περίπτωσης, καμία ανταπόκριση δεν υπήρξε από την ΥΑΜ μέχρι και σήμερα.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων και έχοντας κατά νουν τη νομική διάσταση του θέματος, όπως έχει ήδη αναπτυχθεί, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά η αποδοχή της αίτησης και η έκδοση διατάγματος άμεσης αποφυλάκισης του Αιτητή. Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ελλείπει το υπόβαθρο τεκμηρίωσης προς απόδειξη της αναγκαιότητας της συνέχισης της κράτησης του Αιτητή. Η όποια αξιολόγηση του κινδύνου έγινε, ανατρέχει στα όσα έλαβαν χώραν πριν από 19 περίπου μήνες και τα οποία προκύπτουν, ουσιαστικά, από πληροφορίες ξένης υπηρεσίας. Τίποτε άλλο δεν μεσολάβησε στο διάστημα που παρήλθε μέχρι και σήμερα, προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνέχιση της κράτησης στη βάση πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντος σοβαρής απειλής στο πρόσωπο του Αιτητή. Παρήλθε διάστημα πέραν των 19 μηνών, χωρίς να τεκμηριωθεί από την πλευρά των Καθ΄ ων η αίτηση, η οποία έχει και το βάρος απόδειξης, ότι λήφθηκαν συγκεκριμένα και ουσιαστικά μέτρα προς επαλήθευση των λόγων κράτησης, ούτε διαφαίνεται ότι υπάρχει πραγματική προοπτική, η εξακρίβωση αυτή, να μπορεί να γίνει με επιτυχία το συντομότερο δυνατό και χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Εκ του περισσού προστίθεται ότι οι αναφορές σε κατ΄ επανάληψη «επανεξετάσεις» είναι κενές περιεχομένου, αφού εξαντλούνται στη διαπίστωση και μόνο της αναγκαιότητας για επανεξέταση, χωρίς τη λήψη ουσιαστικών μέτρων και ενεργειών προς την κατεύθυνση αυτή.
Ορθή εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των πιο πάνω και δίκαιη εξισορρόπηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, Κράτους και Αιτητή, οδηγεί στην αποδοχή της αίτησης και στην έκδοση ανάλογου διατάγματος απελευθέρωσης του Αιτητή.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.