ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A304
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 200/13)
7 Σεπτεμβρίου, 2020
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Χ. Α. ΛΑΜΠΗ
2. Α. Α. ΛΑΜΠΗ
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΧΡΥΣΤΟΥΛΛΑ ΠΑΛΑΙΟΜΥΛΙΤΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΑΝΝΑΣ ΤΤΟΦΗ ΛΑΜΠΗ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΟΒΟΛΟ
Εφεσίβλητη
-----
Δ. Νικολεττόπουλος για Ε. Ευσταθίου, για εφεσείοντες.
Μ. Πανταζή (κα) με Σ. Σχίζα για Κούσιο, Κορφιώτη, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητη.
---------
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Είναι η εκδοχή της εφεσίβλητης ότι η αποβιώσασα θεία της Άννα Τ. Λαμπή (Α.Τ.Λ.) κατέλειπε διαθήκη ορίζοντας την ως τη μόνη δικαιοδόχο. Υπό την ιδιότητα της ως προτεινόμενη εκτελέστρια παρουσίασε στον Πρωτοκολλητή Επικύρωσης Διαθηκών προς επικύρωση της διαθήκης και χορήγηση εγγράφων διαχείρισης δύο αιτήσεις με δύο αντίστοιχα έγγραφα φερόμενα ως διαθήκη της Α.Τ.Λ.: το τεκ.5, που παρουσιάστηκε στις 22.5.2006 (Αίτ. Διαχ. 374/06) και το τεκ.2, που παρουσιάστηκε στις 28.3.2007 (Αίτ. Διαχ. 215/07). Πρόκειται για την ίδια διαθήκη, ίδιας ημερομηνίας, με το ίδιο πρόσωπο ως δικαιοδόχο. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στο τεκ.5 απουσιάζουν οι υπογραφές ή μονογραφές των επιβεβαιωτών μαρτύρων (attesting witnesses) από την πρώτη σελίδα του εγγράφου.
Οι εφεσείοντες, ως νόμιμοι κληρονόμοι, υπέβαλαν ανακοπή (caveat) και στις δύο αιτήσεις. Προχώρησαν δε, με αγωγές προσβάλλοντας το κύρος ως διαθήκη, τόσο του τεκ.2 (η επίδικη «διαθήκη», αγωγή 9945/07) όσο και του τεκ. 5 (η άλλη «διαθήκη», αγωγή 6623/06). Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν.
Σε ότι αφορά την άλλη «διαθήκη» το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ήταν άκυρη, εφόσον δεν υπήρχαν οι υπογραφές ή μονογραφές των επιβεβαιωτών μαρτύρων σε κάθε φύλλο αυτής, όπως επιτακτικά απαιτείται από το άρθρο 23(δ) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195 (Charalambous a.o. v. Demetriou a.o. (1961) 1 CLR 30). Παρά την αναγνώριση της «διαθήκης» ως άκυρης, στο τέλος, προφανώς εκ παραδρομής, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή 6623/06 με την οποία ζητείτο, ακριβώς, η αναγνώριση της ακυρότητας. Δεν λήφθηκαν μέτρα για διόρθωση της απόφασης, ούτε περιλήφθηκε στην έφεση το ζήτημα αυτό.
Σε ότι αφορά την επίδικη «διαθήκη» οι εφεσίβλητοι έθεσαν με τα δικόγραφα τους ζήτημα μη δέουσας εκτέλεσης, αλλά και ζητήματα έλλειψης ικανότητας προς διάθεση και ψυχικής πίεσης. Το ζήτημα της μη δέουσας εκτέλεσης τέθηκε τόσο με τη γενική θέση ότι δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Κεφ. 195, όσο και με τον ειδικότερο ισχυρισμό ότι «στο έγγραφο έχουν τεθεί οι μονογραφές της αποβιωσάσης και ή των εμφανιζομένων ως μαρτύρων μεταγενεστέρως». Τέθηκε, έτσι, ζήτημα μη τήρησης των επιτακτικών προνοιών του άρθρου 23(β) και (γ) του Κεφ. 195, σύμφωνα με τις οποίες ο διαθέτης πρέπει να θέτει και να αναγνωρίζει την υπογραφή του στην παρουσία δύο ή περισσοτέρων επιβεβαιωτών μαρτύρων που παρίστανται ταυτόχρονα και επιβεβαιώνουν και προσυπογράφουν τη διαθήκη στην παρουσία του διαθέτη και στην παρουσία αλλήλων.
Το βάρος απόδειξης της δέουσας εκτέλεσης (onus probandi) βρισκόταν στους ώμους της εφεσίβλητης ως η διάδικος, που παρουσίασε τη διαθήκη προς επικύρωση (Anderson v. Gill (1858) 3 Macq 180, Clery v. Barry (1887) 21 L.R.Ir. 152, C.A., Kάτζη ν. Πατσαλίδη (2007) 1 ΑΑΔ 958, Παπαδοπούλου ν. Σέργη, Πολ. Έφ. 294/11, 15.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A46).
Από πλευράς μαρτυρίας παρουσιάστηκε ένας μόνο μάρτυρας για κάθε πλευρά. Αμφότεροι αναφέρθηκαν στην κατάσταση της αποβιωσάσης και στις οικογενειακές διαφορές και διαμάχες. Η εφεσίβλητη δεν κάλεσε ως μάρτυρα ένα τουλάχιστον από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες. Ούτε και έδωσε εξηγήσεις για τέτοια απουσία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε καμιά σημασία στην παράλειψη αυτή. Αντίθετα θεώρησε ότι η εφεσίβλητη παρουσιάζοντας το τεκ. 2 με τα προαπαιτούμενα του άρθρου 23 στην όψη του και προσκομίζοντας μαρτυρία ότι η αποβιώσασα ήταν ικανή, απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε ότι υπήρξε δέουσα εκτέλεση. Ανέφερε ειδικότερα ότι η συμπερίληψη «τύπου επιβεβαίωσης» (επιβεβαιωτικής ρήτρας, attestation clause) στο τεκ. 2 που κατεδείκνυε ότι είχαν ακολουθηθεί όλες οι διατυπώσεις του άρθρου 23 ενεργοποίησε το τεκμήριο της κανονικότητας (omnia praesumuntur rite esse acta). Εναπόκειτο πλήρως στην άλλη πλευρά, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, να τεκμηριώσει με μαρτυρία τους επικαλούμενους λόγους ακυρότητας, κάτι που δεν έπραξε. Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξετάσει και αποφασίσει προηγουμένως, κατά τρόπο πρωθύστερο, τα ζητήματα της ικανότητας και ψυχικής πίεσης απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς ως αναπόδεικτους. Το αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη και της δεύτερης αγωγής, εξ ου και η παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλεται η αποδοχή της επίδικης «διαθήκης» ως έγκυρης.
Οι εφεσείοντες εγείρουν κατ΄ αρχάς με την παρούσα έφεση (1ος λόγος) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη ως έγκυρη την επίδικη «διαθήκη» παρά το γεγονός ότι κατατέθηκαν δύο ξεχωριστά έγγραφα χωρίς να προκύπτει από τη μαρτυρία ποια εκ των δύο διαθηκών ήταν ή παρέμεινε σε ισχύ, ποια διαθήκη ανακάλεσε την άλλη. Ως προς το ζήτημα αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι δεν είχε προσκομιστεί καμιά μαρτυρία που να εξηγεί την ύπαρξη των δύο πανομοιότυπων διαθηκών με τη μοναδική προαναφερθείσα διαφορά και ότι δεν θα μπορούσε να προβεί σε εικασίες. Κατ΄ αρχάς, έτσι όπως τέθηκε το ζήτημα ως ζήτημα ανάκλησης της μιας διαθήκης από την άλλη, διερωτόμαστε για τη βασιμότητα της εισήγησης ή της υπόνοιας ότι μπορεί να επρόκειτο για έγγραφα που υπεγράφησαν με πρόθεση ανάκλησης, εφόσον σαφώς πρόκειται, όπως άλλωστε αποτέλεσε κοινό τόπο, για κείμενα με το ίδιο περιεχόμενο και τον ίδιο δικαιούχο. Αλλά ακόμα και έτσι, οι ίδιοι οι εφεσείοντες δεν άφησαν το ζήτημα σε επίπεδο εικασιών, εφόσον είναι η δική τους δικογραφημένη θέση στην αγωγή 9945/07 ότι «το έγγραφο αυτό (δηλαδή η επίδικη «διαθήκη») εγένετο μεταγενεστέρως του εγγράφου για το οποίο καταχωρήθηκε η αίτηση 347/06 [sic] (δηλαδή η άλλη «διαθήκη»)».
Είναι όμως γεγονός ότι δεν δόθηκε εξήγηση για την ύπαρξη των δύο εγγράφων - ως πτυχή των συνθήκων υπό τις οποίες αυτά υπογράφτηκαν - και τούτο συνδέθηκε από τους εφεσείοντες με το, ούτως ή άλλως, καίριο ζήτημα που εγείρεται με το 2ο λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται το γεγονός ότι δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο η μαρτυρία ουδενός από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες, ενώ τούτο ήταν αναγκαίο, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση.
Πράγματι, η επικύρωση διαθήκης και άλλων εγγράφων τελευταίας βούλησης αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 16 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9,[1] ότι δεν είναι απαραίτητο να καλούνται οι επιβεβαιωτές μάρτυρες, έστω και αν είναι διαθέσιμοι προς απόδειξη εγγράφων για την εγκυρότητα των οποίων απαιτείται επιβεβαίωση από μάρτυρες κατά την κατάρτιση τους (λ.χ. γραμμάτια συνήθους τύπου (άρθρο 78, Κεφ. 149), ή συμφωνίες για μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο μεγαλύτερου του έτους (άρθρο 77, Κεφ. 149)).[2] Η εξαίρεση εισάγεται με ρητή επιφύλαξη του άρθρου 16 ότι τούτο δεν εφαρμόζεται στην επικύρωση διαθηκών ή άλλων εγγράφων τελευταίας βούλησης. Στην πράξη η απόδειξη μέσω επιβεβαιωτή μάρτυρα απαιτείται όταν αμφισβητείται η αυθεντικότητα της διαθήκης ή δεν προκύπτει με βεβαιότητα.[3]
Συνεπώς, όταν αμφισβητείται η αυθεντικότητα μιας διαθήκης στα πλαίσια αντιδικίας αναφορικά με την επικύρωση της (contentious probate ή probate in solemn form) απαιτείται η κλήτευση ενός τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα. Σε αντιδιαστολή, όταν δεν προκαλείται κατ΄ αντιδικία διαδικασία και η διαθήκη αποδεικνύεται ενώπιον του αρμόδιου πρωτοκολλητή (non-contentious probate ή probate in common form), εάν η διαθήκη δεν παρουσιάζει ατέλεια στην όψη της και φέρει πλήρη επιβεβαιωτική ρήτρα μπορεί να επικυρωθεί με μόνο τον όρκο του εκτελεστή (Encyclopedia of Forms and Precedents, Vol. 42(2), 96 [428], Halsbury's Laws of England, Vol.102 (2016), para.733). Προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του πρωτοκολλητή, υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης ενός τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα, απαιτείται σε περίπτωση απουσίας ή ανεπάρκειας της επιβεβαιωτικής ρήτρας (άρθρο 13 του περί Διαχείρισης Περιουσιών Αποβιωσάντων Διαδικαστικού Κανονισμού 1955[4]), ή σε περίπτωση αμφιβολίας (Encyclopedia of Forms and Precedents (ibid), Halsbury's Laws of England, 3rd ed. Vol. 16, para. 317).
Συνεπακόλουθα αποτελεί αποκρυσταλλωμένη αρχή της νομολογίας η οποία αναπτύχθηκε στην Αγγλία με βάση το άρθρο 9 του Wills Act 1837, στο οποίο[5] αντιστοιχούν βασικά οι πρόνοιες του άρθρου 23 του Κεφ. 195, ότι η στοιχειοθέτηση της δέουσας εκτέλεσης διαθήκης από το διάδικο που επιδιώκει την επικύρωση της, προϋποθέτει τη μαρτυρία ενός, τουλάχιστον, από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες.[6] (Belbin v. Skeats (1858) 1 Sw & Tr 148, Coles v. Coles and Brown (1866) L.R. 1 P & D 70, Bownan v. Hodgson (1867) L.R. 1 P & D 362, Oakes v. Uzzell [1932] P. 19, Re Webster (deceased) [1974] 3 All ER 822 και Payne a.o. v. Payne [2018] 1 WLR 3761). Στην τελευταία αυτή υπόθεση το Εφετείο με αναφορά στην πάγια νομολογία επανέλαβε ότι:
«.the cases establish that at least one attesting witness must be called, if available, in a defended case.»
Στην Κάτζη (ανωτέρω) πέραν της επιβεβαιωτικής ρήτρας είχαν επιβεβαιώσει τις υπογραφές τους και οι δύο επιβεβαιωτές μάρτυρες. Στην Παπαδοπούλου (ανωτέρω) επίσης είχε κληθεί ο ένας επιβεβαιωτής μάρτυρας, ενώ κρίθηκε μη αναγκαία η παρουσία και του δεύτερου.
H υποχρέωση για κλήση ενός τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα κάμπτεται μόνο όταν οι μάρτυρες αυτοί δεν είναι διαθέσιμοι, αν λ.χ. στο μεταξύ έχουν αποβιώσει ή χάθηκαν τα ίχνη τους και δίδεται ικανοποιητική εξήγηση στο δικαστήριο ώστε να μην μπορούν να εξαχθούν αρνητικά συμπεράσματα από την παράλειψη να κλητευθεί ο ένας τουλάχιστον εξ αυτών (Re Lemon's Estate, Winwood v. Lemon (1961) 105 Sol Jo 1107). Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να κληθεί ως μάρτυρας οποιοδήποτε πρόσωπο ήταν παρόν και είδε την εκτέλεση της διαθήκης (Μackay v. Rawlinson (1919) 35 TLR 223).
Όταν όμως έστω και ένας επιβεβαιωτής μάρτυρας είναι διαθέσιμος υφίσταται η υποχρέωση για κλήτευση του, έστω και αν η μαρτυρία του θα είναι αντίθετη με την υπόθεση του διαδίκου που τον καλεί. Γι΄ αυτό και δεν θεωρείται δικός του μάρτυρας, αλλά μάρτυρας του δικαστηρίου με δυνατότητα του διαδίκου που τον κάλεσε να τον αντεξετάσει ή και να προσκομίσει αντικρουστική μαρτυρία (Oakes v. Uzzell και Coles v. Coles and Brown (ανωτέρω)). Το δικαστήριο, μάλιστα, εν προκειμένω αποκτά εξεταστική ιδιότητα (inquisitorial capacity) (Hartley v. Fuld [1965] 2 All ER 657).
Συνεπώς, το τεκμήριο της κανονικότητας στο οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε δεν έχει την έννοια ότι το νομότυπο, στην όψη της, της προτεινόμενης «διαθήκης» αναιρεί τη δεδομένη υποχρέωση για κλήση ενός τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα. Δεν λειτουργεί από μόνο του a priori, χωρίς την υποχρέωση να εξεταστεί, εάν είναι διαθέσιμος, ένας τουλάχιστον επιβεβαιωτής μάρτυρας ως προς τις περιστάσεις εκτέλεσης της διαθήκης. Οι μάρτυρες αυτοί μπορούν να επιβεβαιώσουν τις συνθήκες έγκυρης εκτέλεσης της διαθήκης, ή αντιθέτως, είναι δυνατόν να καταθέσουν ότι παρά τα αναγραφόμενα, στην πραγματικότητα δεν έγινε δέουσα εκτέλεση. Σε τέτοια περίπτωση είναι ενδεχόμενο να ανατραπεί το μαχητό τεκμήριο κανονικότητας (Ahluwalia v. Singh [2011] EWHC 2907, Georghiades a.o v. Papakyprianou a.o. (1979) 1 JSC 466). Βέβαια, για λόγους δημόσιας πολιτικής, σε περίπτωση που η διαθήκη φέρει πλήρη επιβεβαιωτική ρήτρα, το δικαστήριο θα πρέπει να έχει κατ΄ εξοχήν ισχυρή μαρτυρία («the strongest evidence») ώστε να καταλήξει ότι δεν έγινε δέουσα εκτέλεση (Sherrington v. Sherrington [2005] EWCA Civ 326 και Channon v. Perkins [2005] EWCA Civ 1808).
Είναι πάντοτε ζήτημα συνεκτίμησης του συνόλου των σχετικών γεγονότων σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, περιλαμβανομένης ασφαλώς - και τούτο είναι που έχει σημασία εν προκειμένω - της μαρτυρίας των επιβεβαιωτών μαρτύρων. Όπως τέθηκε επιγραμματικά στην υπόθεση In the Estate of Bercovitz, Decd; Canning v. Enever a.o. [1961] 1 WLR 892: «The practice is to apply the omnia praesumuntur rite esse acta with more or less force according to the circumstances of each case.» (βλ. επίσης την εξίσου χαρακτηριστική επεξήγηση του τρόπου λειτουργίας του τεκμηρίου από τον Arden, L.J., στην Channon v. Perkin (ανωτέρω, παρ.45) ως επίσης και τις υποθέσεις Κάτζη και Παπαδοπούλου όπου υιοθετήθηκε σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Williams on Wills, 4th ed., p.85).
Μάλιστα, η μαρτυρία ενός επιβεβαιωτή μάρτυρα μπορεί να έχει μεγάλη σημασία και για τα παράλληλα ζητήματα της ικανότητας για διάθεση, της γνώσης και έγκρισης και της ψυχικής πίεσης (βλ. Williams, Mortimer & Sunnucks on Executors, Administrators and Probate (ανωτέρω) (ibid)) ως προς τα οποία επίσης παραμένει μάρτυρας του δικαστηρίου (Re Webster (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω, λόγω της παράλειψης της εφεσείουσας να καλέσει ένα τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα ή να δώσει ικανοποιητική εξήγηση δεν ήταν ορθή η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου με αναφορά στο τεκμήριο της κανονικότητας ότι η πλευρά της εφεσίβλητης απέσεισε το βάρος απόδειξης της δέουσας εκτέλεσης. Πέραν τούτου, η κρίση του ως προς τα ζητήματα της ικανότητας και της ψυχικής πίεσης καταλήγει επισφαλής, εφόσον θα μπορούσε να καθοριστεί από τα όσα είναι δυνατόν να έλεγαν οι επιβεβαιωτές μάρτυρες αναφερόμενοι στον κατ΄ εξοχήν ουσιώδη χρόνο, ήτοι τον χρόνο εκτέλεσης της διαθήκης, όπως ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι επροηγείτο ήταν η διαπίστωση περί δέουσας ή μη εκτέλεσης η οποία αν δεν αποδειχθεί παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων. Εξ ου και δεν θα ασχοληθούμε με τον, σχετικό με τα ζητήματα αυτά, 3ο λόγο έφεσης. Εν προκειμένω το πρωτόδικο δικαστήριο κατά πρωθύστερο, ως άνω, τρόπο δεν περιορίστηκε στην εκ πρώτης όψεως διαπίστωση κατά πόσο υπήρχε μαρτυρία για την ικανότητα διάθεσης, ως παράγοντας σχετικός με το τεκμήριο κανονικότητας, αλλά αποφάσισε πρώτα και αυτοτελώς τα ζητήματα αυτά για να χρησιμοποιήσει μάλιστα την κρίση του επί αυτών στην απόφανση του ότι υπήρξε δέουσα εκτέλεση.
Εν όψει όλων των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή 9945/07 θα παραμεριστεί.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το τί δέον γενέσθαι. Έχουμε ιδιαίτερα προβληματιστεί ως προς το κατά πόσο θα έπρεπε να δοθεί συνέχεια εφόσον ό,τι διαπιστώνεται είναι έλλειμμα στην πρωτόδικη απόφαση με αποτέλεσμα το καίριο ζήτημα, η εγκυρότητα ή μη μιας διαθήκης που κατά τα άλλα παρουσιάζεται στην όψη της ως πλήρως νομότυπη, να μην έχει αποφασιστεί ποτέ. Τούτο, ενώ ισχυρό είναι το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει την κατά το δυνατόν εκπλήρωση της βούλησης ενός ανθρώπου να διαθέσει την περιουσία του, τηρουμένων των περιορισμών εκ του νόμου, όπως αυτή εκφράστηκε στην προβαλλόμενη διαθήκη του (Payne v. Payne (ανωτέρω), Tristran & Coote's Probate Practice, Part II, [27.13]). Μάλιστα στην Payne το αγγλικό Εφετείο αναφερόμενο σε τέτοιο ισχυρό δημόσιο συμφέρον προχώρησε να ακούσει το ίδιο τη μαρτυρία ενός από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες, παρά τους στενούς περιορισμούς που είχε αφού επρόκειτο για μαρτυρία που μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να είχε προσαχθεί πρωτοδίκως. Είχε όμως ενώπιον του σχετικό αίτημα.
Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείο να διατάξει επανακρόαση μιας υπόθεσης (άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου), ως δικαιοδοτική πρόνοια που αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, παρέχει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια. Όσο ευρύτερη είναι η ευχέρεια αυτή, τόσο διευρύνονται τα περιθώρια για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου και την κατίσχυση του δικαίου.
Δεν μπορεί όμως να παραβλεφθεί ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει και την υποχρέωση για περάτωση των διαδικασιών. Δεδομένο είναι το θεμελιώδες δικαίωμα των διαδίκων και ειδικά των εφεσειόντων να τύχει η διαφορά τους δικαστικής κρίσης εντός ευλόγου χρόνου. Όσο δε μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, τόσο αυξημένος είναι και ο κίνδυνος δυσμενούς επηρεασμού. Εν προκειμένω η διαταγή για επανακρόαση θα σήμαινε περαιτέρω καθυστέρηση της υπόθεσης και περαιτέρω διαιώνιση μιας μακράς οικογενειακής αντιδικίας και αντιπαλότητας.
Εξισορροπώντας όλα τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι θα πρέπει να δοθεί τέλος, όπως άλλωστε το έχει προδιαγράψει ο ατυχής χειρισμός της υπόθεσης της εφεσίβλητης.
Η πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή 9945/07 παραμερίζεται. Εφόσον το πρόσωπο που είχε το βάρος να αποδείξει την εγκυρότητα του επιδίκου εγγράφου ως διαθήκη απέτυχε να το αποσείσει, θα πρέπει να εμποδιστούν τόσο η επικύρωση του ως διαθήκη όσο και η χορήγηση εγγράφων διαχείρισης στην εφεσίβλητη ως εκτελέστρια τέτοιας διαθήκης.
Διατάγματα ως ανωτέρω.
Έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση υπέρ των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/φκ
[1] Το άρθρο 16 αποτελεί αντιγραφή του άρθρου 3 του αγγλικού Evidence Act 1938.
[2] Τ. Ηλιάδης και Ν.Γ. Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Β έκδοση, σελ.373.
[3] Halsbury's Laws of England, Vol. 12 (2015), para. 924, n.2.
[4] Αντίστοιχες είναι οι πρόνοιες του r.12 των αγγλικών Non-Contentious Probate Rules 1987.
[5] Iδιαίτερα πριν την αντικατάσταση του από το Administration of Justice Act 1982.
[6] «At least one attesting witness must be called, if available, in a defended case.» Williams, Mortimer & Sunnucks on Executors, Administrators and Probate, 21st ed., p.522, 32-10. Επίσης βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης (ανωτέρω) σελ. 374: «Σε περιπτώσεις επικύρωσης διαθηκών, είναι απαραίτητο να καταθέτει ένας από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες στη διαθήκη».