ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A252
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 92/2013
20 IOYΛIOY 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
VOTARCO LTD
Εφεσειόντων/Εναγόντων
ΚΑΙ
1. BITECH KOMI HOLDINGS LTD
2. LUKOIL OVERSEAS PROJECT HOLDINGS LTD
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
---------------
Γεώργιος Τριανταφυλλίδης και Νάταλη Παρτασίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Γιάννης Χατζηπαρασκευάς με Λούκα Χαβιαρά, για τους Εφεσίβλητους.
--------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η ρωσική εταιρεία DASKH LLC, η DASKH, ήταν κάτοχος άδειας για εξόρυξη πετρελαίου στη νήσο Σαλαχίνη της Ρωσίας με ισχύ από το 1998 μέχρι και το 2023. Μέτοχοι της μέχρι και τον Μάρτιο του 2001 ήταν επτά φυσικά πρόσωπα, με μεγαλύτερο κάποιο Ibragimov ο οποίος κατείχε το 88% των μετοχών της. Με συμφωνία ημερ.23.3.2001 ο Ibragimov πώλησε το 45% των μετοχών του στη εταιρεία Bitech Downstream Ltd, η Bitech, για το ποσό των Δολ.Αμερ.1.500.000. Τη συμφωνία προσυπόγραψαν και οι υπόλοιποι έξι μέτοχοι της DASKH. Αυθημερόν συμφωνήθηκε όπως η Bitech αποκτήσει, με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της DASKH, ακόμα 7% των μετοχών της, οπόταν και κατέστη μέτοχος πλειοψηφίας με ποσοστό 52%. Η Bitech ανήκε εξολοκλήρου στη κυπριακή εταιρεία Bitech Komi Holdings Ltd, η Komi, που δεν είχε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Η Bitech δεν είχε εξοφλήσει τον Ibragimov προς τον οποίο είχε καταβάλει μόνο Δολ.Αμερ.250.000.
Με συμφωνία ημερ.11.1.2002 η Εφεσείουσα αγόρασε από την Komi όλες τις μετοχές της στη Bitech για το ποσό των Δολ.Αμερ.750.000, το οποίο και κατέβαλε στη Komi, και έτσι κατέστη μέσω της Bitech η ιδιοκτήτρια του 52% των μετοχών της DASKH. Στον όρο 6.1.11(c) της συμφωνίας αναφερόταν ότι: «The Company [Bitech] is the legal and beneficial owner of the 52% stake in the Charter Capital of DASKH with a nominal value of 5,592 roubles, has paid for the Stake in full compliance with applicable legislation and The Agreement for the purchase of Stake in the Charter Capital as of 23 March 2001. The Stake carries voting rights of 52% of all votes held by the participants in DASKH at its general participants meetings; the right to receive 52% of distributed dividends and other rights as set forth by Russian law».
Η Εφεσείουσα είχε ζητήσει και έλαβε από την Εφεσίβλητη - Εναγόμενη 2 εταιρεία, που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με την Komi και την Bitech, γραπτή επιβεβαίωση στην οποία αναφερόταν ότι: «We refer to the clause 6.1.11(c) of the Agreement for the Sale and Purchase of shares . . We hereby confirm that this Warranty provided for by the Seller is true and accurate, complete and not misleading at the date of the Agreement .».
Προς συμπλήρωση της εικόνας, σημειώνουμε ότι η Εφεσείουσα γνώριζε ότι η Bitech είχε καταβάλει μόνο Δολ.Αμερ.250.000 προς τον Ibragimov.
Τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου κάποιοι μέτοχοι της DASKH καταχώρησαν δικαστικές διαδικασίες, αμφισβητώντας το δικαίωμα της Bitech στις μετοχές στη DASKH. Σημαντικότερη ήταν η αγωγή που καταχώρησε η σύζυγος του Ibragimov, στη βάση ότι η μεταβίβαση του 45% των μετοχών της DASKH από τον σύζυγο της στη Bitech τον Μάρτιο του 2001 ήταν άκυρη, γιατί δεν είχε προς τούτο εξασφαλιστεί η δική της συγκατάθεση ως συζύγου, απαραίτητη προϋπόθεση για αποξένωση περιουσίας από σύζυγο σύμφωνα με το ρωσικό δίκαιο. Το ρωσικό δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή πρωτόδικα ακύρωσε τη μεταβίβαση των μετοχών στη Bitech με απόφαση του ημερ.25.4.2003. Την 22.1.2004 το ρωσικό εφετείο επέτρεψε την έφεση της Bitech και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Ωστόσο, η αγωγή δεν προωθήθηκε. Την 9.4.2004 η σύζυγος του Ibragimov απέσυρε την αξίωση της και η διαδικασία τερματίστηκε με απόφαση του δικαστηρίου την 21.4.2004.
Όμως, μεταξύ της 25.4.2003 και της 22.1.2004, καθ' ον χρόνο η Εφεσείουσα είχε απωλέσει τον έλεγχο της DASKH (περιοριζόμενη στη διατήρηση του 7% του μετοχικού της κεφαλαίου), επεσυνέβηκαν δύο γεγονότα που, κατά τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, οδήγησαν στην ακύρωση της άδειας της DASKH για εξόρυξη πετρελαίου. Την 18.7.2003 κάποιος Simankov, μέτοχος μειοψηφίας της DASKH, εμπλεκόμενος στις δικαστικές διαδικασίες, υπόγραψε εκ μέρους της DASKH ένα έγγραφο προσθήκη («addendum») το οποίο ενσωματώθηκε ως παράρτημα 9 στην άδεια για εξόρυξη πετρελαίου, το οποίο, κατά την Εφεσείουσα, ήταν καταστρεπτικό για την DASKH και συνέβαλε στην ανάκληση και τερματισμό της άδειας της. Περαιτέρω, την 20.1.2004, δύο ημέρες πριν την έκδοση της απόφασης του ρωσικού εφετείου, ο Ibragimov και ο Simankov απέστειλαν δύο επιστολές προς το Υπουργείο Φυσικών Πόρων της Ρωσίας με τις οποίες ζητούσαν την ανάκληση και ακύρωση της άδειας.
Είναι κοινό έδαφος πως το μόνο ουσιαστικό περιουσιακό στοιχείο που είχε η DASKH ήταν η άδεια ανόρυξης πετρελαίου, οπόταν μετά την ανάκληση της άδειας οι μετοχές της είχαν χάσει την αξία τους και κατά ακολουθία και αυτές της Bitech τις οποίες η Εφεσείουσα είχε αγοράσει προσδοκώντας οικονομικά οφέλη.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα συνομολόγησε τη συμφωνία αγοράς με την Komi στηριζόμενη στη γραπτή επιβεβαίωση της Εφεσίβλητης, απέρριψε ωστόσο την αγωγή αφού κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη ούτε δόλια είχε ενεργήσει, αλλά ούτε και αμελώς και πως εξάλλου οι δοθείσες επιβεβαιώσεις αφορούσαν στο χρόνο της ημερομηνίας της συμφωνίας και όχι για μελλοντικό χρόνο και ήταν για το χρόνο που δόθηκαν αληθείς. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούσε να εξαχθεί ασφαλές εύρημα ότι το ζημιογόνο γεγονός της ανάκλησης της άδειας της DASKH συνδεόταν καθ' οιονδήποτε τρόπο με οποιαδήποτε υπαίτια πράξη ή παράλειψη της Εφεσίβλητης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί κατά πόσο η Εφεσίβλητη παραβίασε τα συμβατικά δικαιώματα της Εφεσείουσας που, κατά τη θέση της, απορρέουν από τη γραπτή επιβεβαίωση, στην οποία και αποδίδει ισχύ σύμβασης. Αναφέρεται στην αιτιολογία του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραδέχτηκε και αναγνώρισε ότι το δικαίωμα της Εφεσείουσας για αποζημιώσεις βασιζόταν και σε παράβαση της σύμβασης, στη βάση του άρθρου 18 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149.
Προκύπτει πως η Εφεσείουσα έχει παρερμηνεύσει την σχετική αναφορά στη πρωτόδικη απόφαση, όπου αυτό που καταγράφεται είναι θέση που η ίδια η Εφεσείουσα πρόβαλε ως βάση της αξίωσης της, με παραπομπή μάλιστα στη σχετική σελίδα της αγόρευσης των δικηγόρων της. Ό,τι ουσιαστικά προβάλλει ο λόγος είναι πως ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η αξίωση εδραζόταν και στις πρόνοιες του άρθρου 18, παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο αυτό είχε εφαρμογή.
Προέχει, όμως, η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα και η Εφεσίβλητη δεν είχαν συνάψει μεταξύ τους οιαδήποτε συμφωνία. Εάν πράγματι δεν είχαν συνάψει μεταξύ τους συμφωνία δεν νοείται η ενασχόληση με ζήτημα παράβασης της.
Επί της ουσίας, διαπιστώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο συμβατική σχέση μεταξύ της Εφεσείουσας και της Εφεσίβλητης, στη βάση ότι η γραπτή επιβεβαίωση δεν συνιστούσε σύμβαση ή σύμβαση συνεπικουρική της συμφωνίας αγοράς («collateral warranty») όπως οι δικηγόροι της Εφεσείουσας επιχειρηματολόγησαν ενώπιον του. Επικαλέστηκε την αγγλική υπόθεση Esso Petroleum & Co Ltd v. Mardon [1976] 2 All E.R. 5, που η Εφεσείουσα πρόβαλε για να υποστηρίξει την εισήγηση της, για να αποφανθεί πως για να μπορούσε η γραπτή επιβεβαίωση να θεωρηθεί ως σύμβαση συνεπικουρική της συμφωνίας αγοράς, θα έπρεπε να είχε δοθεί από το πρόσωπο με το οποίο η Εφεσείουσα, ως αποτέλεσμα, πείστηκε να συμβληθεί, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν άλλο, δηλαδή η Komi.
Έχουμε διέλθει με κάθε προσοχή την Έκθεση Απαίτησης της Εφεσείουσας, και διαπιστώνουμε πως ούτε ρητά γίνεται επίκληση σύμβασης με την Εφεσίβλητη, συνεπικουρικής της συμφωνίας αγοράς ή διαφορετικά, αλλά ούτε και κατά τρόπο έμμεσο, ότι δηλαδή η επιβεβαίωση, την οποία περιγράφει ως επιστολή, δόθηκε έναντι ανταλλάγματος. Στη Δικονομική Πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1949, κάτω από την Ο.19, r.6, αντίστοιχη της Δ.19, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφέρεται πως όταν η επικαλούμενη συμφωνία δεν είναι «under seal», τότε πρέπει να δικογραφείται και η δοθείσα αντιπαροχή. Μεταφέρουμε αυτούσιες τις μόνες σχετικές παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης:
«5. Οι εναγόμενοι 2 μ' επιστολή τους ημερ.11 Ιανουαρίου 2002 ρητά επιβεβαίωσαν και/ή εγγυήθηκαν την ορθότητα και ακρίβεια του όρου 6.1.ΙΙ (c) της Συμφωνίας.
6. Οι ενάγοντες επιφυλάσσουν το δικαίωμα ν' αναφερθούν με λεπτομέρεια σε όλους τους όρους της Συμφωνίας και της επιστολή ημερ.11 Ιανουαρίου 2002
7. Οι ενάγοντες βασιζόμενοι στις πιο πάνω παραστάσεις και/ή διαβεβαιώσεις των εναγομένων προχώρησαν και κατέβαλαν προς τους εναγομένους 1 το συμφωνηθέν τίμημα αγορά των Αμερικανικών Δολαρίων $730.000 και κατέστησαν ιδιοκτήτες του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της Bitech.»
Στη Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836, 839-40, με παραπομπή στη νομολογία που καθιερώνει πως τα δικόγραφα συνιστούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων (Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Christakis Loucaides v. CD. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134 και Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 ) αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα επίδικα θέματα και ότι οποιαδήποτε τέτοια ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βρίσκονται έξω από τα πλαίσια που έχουν καθορισθεί στα δικόγραφα δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης (βλ. ακόμα Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsako Aluminium Ltd κ.α. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1481, 1507 και Παρλάτα ν. Δημητρίου, Πολιτική Έφεση Αρ.387/2009, ημερ.21.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:A339).
Σημειώνοντας, προς αποφυγή δημιουργίας λανθασμένης εντύπωσης ως προς το δίκαιο, ότι είναι δυνατή η διαπίστωση τέτοιας σύμβασης με συμβαλλόμενο μέρος τρίτο ως προς την κύρια σύμβαση (Chitty on Contracts, 32nd Ed., 2015, Vol. I, παρ.7-025 και 13-007 και Shanklin Pier Ltd v. Detel Products Ltd [1951] 2 K.B. 854) καταλήγουμε πως τέτοιο ζήτημα δεν εγειρόταν στη δικογραφία, δεν μπορούσε να εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επομένως ούτε από το Εφετείο.
Αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαίτησης είναι πώς η Εφεσείουσα ενήργησε μετά την διαβεβαίωση και όχι ότι προσέφερε οτιδήποτε στην Εφεσίβλητη, ως αντάλλαγμα, για την από μέρους της τελευταίας διαβεβαίωση. Η ύπαρξη αντιπαροχής για την επιβεβαίωση που έδωσε η Εφεσίβλητη δεν είχε καταστεί επίδικο ζήτημα στη διαδικασία, ώστε να επιφορτιστεί το πρωτόδικο Δικαστήριο με το καθήκον να διαπιστώσει κατά πόσο υφίστατο. Πολύ περισσότερο δεν εναπόκειται στο Εφετείο να διαγνώσει τί ενδεχομένως θα μπορούσε να συνιστούσε αντιπαροχή στη προκείμενη περίπτωση, δεδομένου μάλιστα πως πέραν του ευρήματος ότι η Εφεσίβλητη και η Komi ανήκαν στον ίδιο όμιλο εταιρειών δεν υπήρξε άλλη σχετική διαπίστωση.
Επομένως, στην απουσία ισχυρισμού για αντιπαροχή και η αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης ότι η Εφεσίβλητη εγγυήθηκε την ορθότητα και ακρίβεια του όρου 6.1.ΙΙ (c) της συμφωνίας δεν μπορούσε να αφορά σε εγγύηση στη μορφή ανάληψης υποχρέωσης για αποζημίωση στην περίπτωση που αυτό που αναφερόταν στη συμφωνία με την Komi και που η Εφεσίβλητη επιβεβαίωσε, αποδεικνυόταν αναληθές, δηλαδή «σύμβαση κάλυψης» στη έννοια του άρθρου 82[1] του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, αλλά ούτε και «σύμβαση εγγύησης» σύμφωνα με το άρθρο 84.[2] Κατά συνέπεια τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και στη βάση της ενώπιον του επιχειρηματολογίας προσέγγισε την επιβεβαίωση ως ζήτημα αμελούς, ανακριβούς δήλωση («negligent misstatement») και συζήτησε την αρχή της υπόθεσης Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller and Partners Ltd [1964] A.C. 465, δίνοντας, με την κατάληξη του, έναυσμα για την επίκληση του τρίτου και τέταρτου λόγου έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του ότι η Εφεσίβλητη δεν γνώριζε και δεν όφειλε να γνωρίζει ότι ο Ibragimov ήταν νυμφευμένος, ενώ με τον τέταρτο ως εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα δεν απόδειξε δόλο ή αμέλεια της Εφεσίβλητης ώστε να εφαρμόζεται η αρχή της υπόθεσης Hedley Byrne ή και ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει γεγονότα ώστε να θεωρηθεί ότι παρέλειψε να λάβει μέτρα ή να τα αποκαλύψει στην Εφεσείουσα ή και ότι δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αμελή, ανακριβή δήλωση.
Διαπιστώνουμε και επί του προκείμενου αδυναμίες στη δικογραφία της Εφεσείουσας, από την Έκθεση Απαίτησης της οποίας απουσιάζει ρητή αναφορά σε δόλο ή αμέλεια και δεν περιλαμβάνονται λεπτομέρειες δόλου ή αμέλειας. Η μόνη σχετική αναφορά βρίσκεται στην παράγραφο 11 όπου δικογραφείται ότι:
«Οι εναγόμενοι ενώ εγνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν για την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας των μετοχών της DASCH όχι μόνο δεν αποκάλυψαν το πιο πάνω γεγονός στους ενάγοντες αλλά αντίθετα τους διαβεβαίωναν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ότι το 52% των μετοχών της DASCH ανήκε στη Bitech και ότι ήταν ελεύθερο από οποιαδήποτε επιβάρυνση ή δικαίωμα τρίτου προσώπου.»
Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η παράγραφος αυτή εμπεριέχει τη λεπτομέρεια του βασικού ισχυρισμού για δόλο στη βάση της γνώσης ή της αμέλειας στη βάση ότι η Εφεσίβλητη όφειλε να γνωρίζει, ο ισχυρισμός περιορίζεται «για την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας των μετοχών της DASCH», που είναι διαφορετικό από αυτό που επιχειρήθηκε να αποδοθεί στην Εφεσίβλητη και που απορρίφθηκε και το οποίο αφορούν οι λόγοι έφεσης 3 και 4. Το προσβαλλόμενο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η Εφεσίβλητη δεν γνώριζε και δεν όφειλε να γνωρίζει ότι ο Ibragimov ήταν νυμφευμένος. Ακόμα και αν η Εφεσίβλητη γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο Ibragimov ήταν νυμφευμένος αυτό δεν θα εξυπακούει απαρέγκλιτα ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας των μετοχών της DASCH, όπως της καταλογίζεται στην Έκθεση Απαίτησης. Όπως άλλωστε συνιστά κοινό έδαφος η αμφισβήτηση εκδηλώθηκε 19 μήνες μετά την πώληση των μετοχών από τον Ibragimov και 9 μήνες μετά την αγορά των μετοχών από την Εφεσείουσα, χωρίς να έχει μαρτυρηθεί οιαδήποτε προηγούμενη ένδειξη. Ο δικογραφημένος ισχυρισμός στην παρ.11 της Έκθεσης Απαίτησης ήταν ότι η Εφεσίβλητη όφειλε να γνωρίζει «για την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας των μετοχών της DASCH». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε τέτοιο εύρημα και δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να προσβάλλει την απουσία τέτοιου ευρήματος.
Περαιτέρω δεν υπήρχε στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμός ότι η Εφεσείουσα είχε προσχωρήσει στη συμφωνία με την Komi ως αποτέλεσμα ή εξωθούμενη από την διαβεβαίωση της Εφεσίβλητης. Ο ισχυρισμός στη παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαίτησης, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, ήταν ότι η Εφεσείουσα βασίστηκε στις παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της Εφεσίβλητης και της Komi όχι για να προσχωρήσει στη συμφωνία, αλλά για να καταβάλει προς την Komi το «συμφωνηθέν» τίμημα, που εξυπακούει ότι είχε ήδη συνομολογηθεί δεσμευτική συμφωνία για την πληρωμή του. Επομένως, το θεμελιακό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα συνομολόγησε τη συμφωνία αγοράς με την Komi στηριζόμενη στη γραπτή επιβεβαίωση της Εφεσίβλητης δεν ήταν επιτρεπτό αφού δεν υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός στην Έκθεση Απαίτησης.
Σε κάθε περίπτωση καταλυτική για την έκβαση της αγωγής ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία της γραπτής επιβεβαίωσης ήταν ότι οι πληροφορίες που διαβεβαίωνε ήταν αληθείς, ακριβείς, πλήρεις και μη παραπλανητικές κατά την ημερομηνία της συμφωνίας αγοράς και μόνο, κατάληξη που προσβάλλεται με τον έκτο λόγο έφεσης. Στην αγόρευση τους, οι δικηγόροι της Εφεσείουσας επιχειρηματολόγησαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι η επιβεβαίωση διαρκούσε μόνο για την ημέρα κατά την οποία δόθηκε, αφήνοντας να νοηθεί ότι έληγε την ίδια ημέρα, χωρίς καμιά μαρτυρία επί αυτού του θέματος ή οιαδήποτε άλλη νομική βάση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε έτσι την γραπτή επιβεβαίωση βασιζόμενο στο ίδιο το λεκτικό της ότι: «We hereby confirm that this Warranty provided by the Seller is true and accurate, complete and not misleading at the date of the Agreement . ». (σε δική μας μετάφραση: «Με την παρούσα επιβεβαιώνουμε ότι αυτή η Διαβεβαίωση που δόθηκε από τον Πωλητή είναι αληθής και ακριβής, πλήρης και όχι παραπλανητική κατά την ημερομηνία της Συμφωνίας»).
Η ρητή επιφύλαξη «κατά την ημερομηνία της Συμφωνίας» δεν νοείται να αγνοηθεί, όπως είναι η ουσία της εισήγηση της Εφεσείουσας, που στην αιτιολογία του σχετικού λόγου έφεσης διατείνονται ότι «Η διαβεβαίωση που έδωσαν οι εφεσίβλητοι δεν ίσχυε μόνο κατά την ημερομηνία της Συμφωνίας ήτοι την 11 Ιανουαρίου 2002 αλλά και μεταγενέστερα. Με άλλα λόγια οι εφεσίβλητοι διαβεβαίωναν ότι τα όσα ανέφεραν στην επιστολή τους Τεκμ.14 ίσχυαν όχι μόνο για την 11 Ιανουαρίου 2002 αλλά και μεταγενέστερα της πιο πάνω ημερομηνίας».
Εφόσον η φράση εισάχθηκε στο κείμενο της επιβεβαίωσης, έπρεπε να της αποδοθεί η δέουσα σημασία που υπό τις περιστάσεις δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από αυτή στην οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεδομένης και της ενώπιον του θέσης της Εφεσείουσας ότι η γραπτή επιβεβαίωση εξέφραζε ακριβώς αυτό που η ίδια είχε ζητήσει από την Εφεσίβλητη. Επισημαίνουμε πως με τον λόγο έφεσης δεν εγείρεται ζήτημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξεύρει ότι οι πληροφορίες ήταν παραπλανητικές «κατά την ημερομηνία της Συμφωνίας». Κατά συνέπεια ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με την απόρριψη του έκτου λόγου έφεσης το καταλυτικό για την αποτυχία της αξίωσης εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη ούτε δόλια είχε ενεργήσει, αλλά ούτε και αμελώς αφού οι δοθείσες επιβεβαιώσεις αφορούσαν στο χρόνο της ημερομηνίας της συμφωνίας και όχι για μελλοντικό χρόνο και ήταν για το χρόνο που δόθηκαν αληθείς, παραμένει άτρωτο και οδηγεί στην απόρριψη της έφεσης χωρίς την ανάγκη εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.500 έξοδα, πλέον το σχετικό Φ.Π.Α., υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Στ. Ναθαναήλ, Π.
Γ. Ν. Γιασεμή, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους υπόσχεται να καλύψει τον άλλο για ζημιά την οποία δυνατό να υποστεί από τη συμπεριφορά του ίδιου του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, καλείται "σύμβαση κάλυψης".
[2] "Σύμβαση εγγύησης" είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο~ το πρόσωπο που παρέχει την εγγύηση καλείται "εγγυητής", το πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται "πρωτοφειλέτης", και το πρόσωπο προς το οποίο παρέχεται "πιστωτής".