ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D262
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 79/2020)
22 Ιουλίου, 2020
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 19, 22, 29, 30 ΚΑΙ 31 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/60) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4, 163 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ELENA BABOUNNIKOVA, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΩΜΗ, ΟΔΟΣ xxx xxx ΑΡ. 14, ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/6/2020 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 256/2004, ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΤΑΙ ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΤΟ ΠΟΣΟ ΠΟΥ ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΑΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΗΣ ΕΝΤΟΣ 45 ΗΜΕΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΙΣΤΩΤΗ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΠΙΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΕΞΟΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ ΖΗΤΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
--------
Μονομερής αίτηση από τον xxx Meshkov - Διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης
Ντ. Βαρωσιώτου (κα) για Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: O αιτητής είναι ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του. Του χορηγήθηκαν έγγραφα διαχείρισης στις 14.5.2004. Απογραφή καταχώρισε στις 22.1.2010. Η σύζυγος του είχε καταθέσεις σε πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των $51.278,53. Στις 19.9.2019 καταχώρισε ενδιάμεσους λογαριασμούς στους οποίους αναφέρει τα εξής:
«Τα πιο πάνω χρήματα δεν μεταβιβάστηκαν σε οποιοδήποτε κληρονόμο αλλά διατέθηκαν κατά καιρούς σε όλους τους κληρονόμους οι οποίοι τα χρησιμοποίησαν για προσωπικούς λόγους έκαστος για αγορές και εξοφλήσεις οφειλών και πληρωμών που εκκρεμούσαν.»
Στο μεταξύ, το 2006, είχε καταχωρίσει αγωγή κατά του ιατρού Σ. ισχυριζόμενος ιατρική αμέλεια σε σχέση με το θάνατο της συζύγου του. Η αγωγή απορρίφθηκε στις 4.4.2014 και ο ενάγοντας καταδικάστηκε στα έξοδα. Ακολούθησε έφεση η οποία εκκρεμεί.
Ο δικηγόρος του επιτυχόντος εναγομένου εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται τη διαχείριση στις 16.10.2019 θέτοντας θέμα απαίτησης εναντίον της διαχείρισης για τα εν λόγω δικαστικά έξοδα. Υπήρξε ένσταση εκ μέρους του διαχειριστή και για την εμφάνιση του δικηγόρου και επί της ουσίας. Τελικά το δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 3.12.2019 θεωρώντας ότι θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης μέχρι τότε και να γνωστοποιηθεί το αποτέλεσμα στο δικαστήριο.
Στις 3.12.2019 το δικαστήριο ενημερώθηκε ότι είχε στο μεταξύ εκδοθεί ένταλμα κινητών το οποίο επιστράφηκε ανεκτέλεστο λόγω του ότι ο αιτητής δεν είχε καμιά κινητή περιουσία για κατάσχεση υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής. Η κατάληξη της διαδικασίας την ημέρα εκείνη ήταν το δικαστήριο να κοινοποιήσει την υπόθεση στον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικού αδικήματος στα πλαίσια της διαχείρισης. Όρισε δε, περαιτέρω την υπόθεση για ακρόαση ώστε να ακούσει την τελική θέση τόσο του διαχειριστή, όσο και του εγγυητή του, γραπτώς.
Εν τέλει το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 29.6.2020 με την οποία έκρινε ότι ο διαχειριστής είχε παραβιάσει τα καθήκοντα του ως διαχειριστής και καταπιστευματοδόχος της περιουσίας, με αποτέλεσμα τη διασπάθιση της περιουσίας προς όφελος των κληρονόμων, περιλαμβανομένου του ιδίου του διαχειριστή, σε βάρος του πιστωτή. Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις έκρινε ότι «το δικαστήριο δεν μπορεί να παραμείνει άπρακτο μπροστά σε τέτοια συμπεριφορά» και ότι είναι «προσωπική υποχρέωση του διαχειριστή να επιστρέψει τα χρήματα που διένειμε στη διαχείριση ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη αυτής και μετά να ακολουθήσει η διανομή ανάλογα με το μερίδιο εκάστου κληρονόμου». Επί αυτής της βάσης εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:
«.ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τον Διαχειριστή xxx Meshkov όπως επιστρέψει το ποσό που εισέπραξε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς που αναγράφονται στην Απογραφή και που αποτελούσε περιουσία της αποβιωσάσης κατά την ημερομηνία θανάτου της εντός 45 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του παρόντος Διατάγματος.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως σε περίπτωση όπου αυτό δεν γίνει εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας ο Πιστωτής θα έχει το δικαίωμα να προχωρήσει με την λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον του Διαχειριστή προσωπικά/ή και του Εγγυητή.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ έξοδα για εκδίκαση του ζητήματος αυτού υπέρ του Πιστωτή και εναντίον του Διαχειριστή υπό την προσωπική του ιδιότητα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Είναι αυτά τα διατάγματα που επιδιώκει ο αιτητής να προσβάλει με αίτηση Certiorari, εξ ου και η παρούσα αίτηση για άδεια προς καταχώριση τέτοιας αίτησης. Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι το δικαστήριο προχώρησε χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση που να του έδιδε τέτοια εξουσία, συνεπώς καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και δικαιοδοσίας και με έκδηλη πλάνη περί το νόμο. Αυτή είναι η ουσία των νομικών λόγων επί των οποίων προτίθεται να βασίσει το αίτημα του, έστω και αν τούτο αναπτύσσεται σε πολλές παραγράφους της αίτησης του. Επιπρόσθετα θέλει να επικαλεστεί παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ επειδή, κατ΄ ισχυρισμόν, το δικαστήριο έκρινε ότι προϋπόθεση καταχώρισης της αγωγής ήταν η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων. Τέλος αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 29.6.2020 βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με όσα αποφάνθηκε το ίδιο δικαστήριο σε προηγούμενη δικάσιμο, ήτοι στις 16.10.2019, καθιστάμενο «εφετείο του εαυτού του».
Η άδεια για καταχώριση αίτησης Certiorari, αναφερόμενη σε «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Ιn Re Kakos (1985) 1 CLR 250, δεν μπορεί ασφαλώς να καλύπτει κατ΄ ισχυρισμόν ατέλειες της απόφασης πέραν του αυστηρού πλαισίου που έχει καθορίσει η νομολογία αναφορικά με τους λόγους που δικαιολογούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, οι οποίοι και αναφέρονται στον έλεγχο της νομιμότητας και όχι της ορθότητας μιας δικαστικής απόφασης. Όπως επαναλήφθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Μιτέλλα, Πολ. Έφ. Αρ. 43/2019, 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121:
«Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και αφορά στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.»
Αγορεύοντας η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή τόνισε τα ακόλουθα:
«.Ελλείψει οποιαδήποτε νομοθετικής ρύθμισης που να δίνει εξουσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί το θέμα της είσπραξης των δικηγορικών εξόδων στα πλαίσια της διαχείρισης και ελλείψει οποιασδήποτε δικαιοδοσίας δια νόμου που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να απαιτήσει την επιστροφή χρημάτων πίσω στη διαχείριση τα οποία διανεμήθηκαν 10 χρόνια πριν καν τη δημιουργία και ύπαρξη πιστωτών, το Δικαστήριο ενεργοποίηση αυτεπάγγελτα διαδικασίες που δεν προβλέπονται δια νόμου και απέδωσε θεραπείες ανύπαρκτες, καθ΄ υπέρβαση εξουσιών και εκτός της δικής του δικαιοδοσίας.»
Εισηγήθηκε ότι είναι άκρως καθοδηγητική η απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Αιτ. Αρ. 50/2020, ημερ. 24.6.2020 (μονομελής σύνθεση) όπου αποφασίστηκε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιτρέψει τη μεταβίβαση ακινήτων από περιουσία αποβιώσαντος εκδίδοντας παράλληλα διάταγμα απαλλαγής από την καταβολή φόρων και/ή τελών και/ή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και/ή μεταβιβαστικών τελών προς τις αρμόδιες αρχές και/ή τα αρμόδια Τμήματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι στα πλαίσια των διαδικασιών διαχείρισης κληρονομιών ο ρόλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι κυρίως να ελέγχει κατά πόσο η διαδικασία της διαχείρισης ακολουθείται σύμφωνα με το Νόμο και εντός των χρονικών περιορισμών.
Η κα Βαρωσιώτου αναφέρθηκε επίσης στην Αίτηση υπ΄ αρ. 155/2015, Ε.Δ. Λευκωσίας, Αναφορικά με τη Διαχείριση Αρ. 256/2004, ημερ. 28.3.2016, που αφορούσε αίτηση την οποία ο Σ. καταχώρισε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 53 του ΚΕΦ.189 ζητώντας διάταγμα που να διατάσσει το διαχειριστή να πληρώσει τα έξοδα της αγωγής. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως ανυπόστατη, στα πλαίσια του άρθρου 53 και περιττή, καθότι ένας εξ αποφάσεως πιστωτής σε περιουσία αποβιώσαντος δικαιούται σε προώθηση μέτρων εκτέλεσης εναντίον της περιουσίας χωρίς άδεια του δικαστηρίου. Παρά ταύτα, ανέφερε η δικηγόρος του αιτητή, εν προκειμένω το κατώτερο δικαστήριο ενώ υπήρχε η εν λόγω απόφαση που αναγνώριζε «αυτόματα» δικαίωμα στον εξ αποφάσεως πιστωτή για λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον της περιουσίας, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα εκδίδοντας εκ νέου διάταγμα, αυτή τη φορά εναντίον του διαχειριστή υπό την προσωπική του ιδιότητα και εναντίον του εγγυητή. Πράττοντας τούτο, μάλιστα, αναίρεσε και προηγούμενη κατάληξη του σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (29.6.2020, πρακτικά τεκμήριο 5Α, σελ. 12 και 14) καθιστάμενο εφετείο του εαυτού του.
Σε ότι αφορά την παράβαση συνταγματικής πρόνοιας η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε στην ακόλουθη αναφορά του Επαρχιακού Δικαστηρίου:
«.Δεν θα ήταν λογικό αυτός να δικαιούται να προβαίνει σε διανομή της περιουσίας στους κληρονόμους (περιλαμβανομένου και του ιδίου) αφήνοντας ουσιαστικά την Διαχείριση χωρίς περιουσιακά στοιχεία, και ακολούθως να προβαίνει στην καταχώριση αγωγής χωρίς να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι μπορεί να επιδικαστούν εναντίον του έξοδα.»
Σε ότι αφορά τη δυνατότητα έφεσης η κα Βαρωσιώτου ανέφερε ότι πρόκειται για εξόφθαλμη έλλειψη δικαιοδοσίας ώστε να τεκμηριώνεται εξαιρετική περίπτωση από μόνη της. Περιπλέον ανέφερε ότι, δεδομένου του χρονικού περιθωρίου των 45 ημερών που δόθηκε από το δικαστήριο στον αιτητή για να επιστρέψει το ποσό, το ζήτημα είναι κατεπείγον.
Καταρχάς, για να τεθεί το ορθό πλαίσιο και το ιστορικό στην πραγματική του διάσταση, το δικαστήριο δεν ήταν αντιφατικό στο τελικό του διάταγμα με τα όσα είχε αναφέρει προηγουμένως στις 16.10.2019. Τότε, όταν εμφανίστηκε ο δικηγόρος του Σ. και έθεσε θέμα εξόδων, το δικαστήριο είχε αποδεχθεί την εισήγηση του δικηγόρου του διαχειριστή ότι θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης στο πλαίσιο της αγωγής τα οποία και να γνωστοποιηθούν στο δικαστήριο της διαχείρισης. Είναι γι΄ αυτό που όρισε περαιτέρω την υπόθεση, ως άνω, στις 3.12.2019. Θα πρέπει πάντως, με κάθε σεβασμό, να σημειώσω ότι τόσο στις 16.10.2019 όσο και στις 3.12.2019 η διαδικασία εξελίχθηκε σε μακρά, μη αναγκαία, συζήτηση με τους δικηγόρους στα πλαίσια της οποίας το δικαστήριο αντιμετώπισε και ένταση, όπως καταδεικνύουν τα πρακτικά, ενώ θα μπορούσε εξ αρχής, όταν ετέθη το ζήτημα, να κληθούν σε εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, με διευκρινίσεις ασφαλώς όπου ήταν αναγκαίο, και να δοθεί ή να επιφυλαχθεί η απόφαση.
Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο δεν ήταν αντιφατικό, ούτε και ανέτρεψε, ως ο ισχυρισμός του αιτητή, τον εαυτό του, αλλά στα πλαίσια, ακριβώς, των οδηγιών που είχε δώσει προηγουμένως, ενημερώθηκε για τη λήψη και το αποτέλεσμα των μέτρων εκτέλεσης. Με βάση δε, αυτό το αποτέλεσμα ενήργησε περαιτέρω, θεωρώντας, όπως το έθεσε, ότι «δεν μπορούσε να παραμείνει άπρακτο μπροστά σε τέτοια συμπεριφορά».
Ασφαλώς η περίπτωση διαφοροποιείται από την προαναφερθείσα υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας, εφόσον εκεί το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εκφύγει παντελώς του πλαισίου της διαχείρισης, αλλά και κάθε μορφής εξουσίας που είχε, και προχώρησε στο να απαλλάξει την περιουσία από οφειλόμενους φόρους και τέλη. Άλλωστε η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή στηρίχθηκε στα λεχθέντα στην υπόθεση εκείνη για τον εποπτικό ρόλο του δικαστηρίου ώστε η διαδικασία της διαχείρισης να ακολουθείται σύμφωνα με το νόμο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εν προκειμένω δεν παρέπεμψε σε νομοθετική πρόνοια. Ο τρόπος όμως που προσέγγισε το ζήτημα και η κατάληξη του ότι δεν θα μπορούσε να παραμείνει άπρακτο μπροστά σε τέτοια συμπεριφορά, εμπεριέχει το στοιχείο της επιδίωξης αποτελεσματικής άσκησης τέτοιας εποπτικής εξουσίας, ως επίσης το στοιχείο της αποτροπής καταχρηστικής συμπεριφοράς. Τα δικαστήρια, χωρίς ασφαλώς η δικαιοδοσία τους να διευρύνεται, έχουν σύμφυτες εξουσίες, πέραν των προβλεπομένων από το νόμο, οι οποίες ενυπάρχουν εγγενώς στην ίδια τη φύση του δικαστηρίου, χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών τους και προς αποτροπή συμπεριφορών που συνιστούν κατάχρηση (Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 ΑΑΔ 724).
Δεν είναι του παρόντος να κριθεί κατά πόσο τα επίδικα διατάγματα εμπίπτουν στην άσκηση τέτοιας σύμφυτης εξουσίας ώστε να καθίσταται αποτελεσματικός ο εποπτικός ρόλος του δικαστηρίου τον οποίο ο αιτητής κατά τα άλλα αποδέχεται. Εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι πως δεν πρόκειται για περίπτωση εξόφθαλμης έλλειψης δικαιοδοσίας και κατάδηλης πλάνης περί το νόμο, ώστε να μπορούσε να ενεργοποιηθεί η εξαιρετική δικαιοδοσία του δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος Certiorari και μάλιστα χωρίς να ληφθεί υπόψιν η δυνατότητα έφεσης και, περαιτέρω, εκκρεμούσης της έφεσης, η δυνατότητα αναστολής.
Ούτε τα όσα αποφασίστηκαν στην Αίτηση υπ΄ αρ. 155/2015 έχουν σχέση. Με την απόφαση εκείνη το Επαρχιακό Δικαστήριο κρίνοντας ότι η περίπτωση υπό τα τότε δεδομένα, ως εκτέλεση απόφασης εναντίον του διαχειριστή, δεν εμπίπτει στο άρθρο 53, κατ΄ ουσίαν παρέπεμψε τον πιστωτή να λάβει μέτρα εκτέλεσης. Αυτό και έπραξε. Η περιουσία όμως είχε ήδη «διατεθεί». Όπως παρατήρησε το κατώτερο δικαστήριο: «ο πιστωτής έλαβε μέτρα και πληροφορήθηκε ότι η διαχείριση στερείται περιουσίας. Εκείνο που ελέγχεται με την παρούσα είναι η χρήση από το διαχειριστή και τους κληρονόμους της περιουσίας για ίδιο όφελος με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον τρόπος εκτέλεσης της απόφασης εναντίον της διαχείρισης και το πώς αυτό συνάδει με τις υποχρεώσεις του διαχειριστή.»
Σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς για παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, με τον δέοντα σεβασμό αυτοί στερούνται ερείσματος. Η αναφορά του κατωτέρου δικαστηρίου δεν έχει την έννοια που της αποδίδει τώρα ο αιτητής, ότι δηλαδή έκρινε πως αποτελούσε προϋπόθεση της καταχώρισης της αγωγής η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων. Εκείνο που είπε το δικαστήριο το έχω αναφέρει ανωτέρω και αφορά στην επίμαχη συμπεριφορά του αιτητή: ότι δεν είναι «λογικό» να υπάρχει περιουσία, αυτή να διανέμεται και μετά η περιουσία του αποβιώσαντος που παρέμεινε χωρίς περιουσιακά στοιχεία να προβαίνει σε καταχώριση αγωγής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το ενδεχόμενο να καταδικαστεί σε έξοδα.
Τέλος, αποδίδεται στο κατώτερο δικαστήριο ότι εσφαλμένα αντιλήφθηκε την υπόθεση Βασιλείου ν. Βροντή, Πολ. Έφ. Αρ. 12/2011, 20.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:A769, την οποία επικαλέστηκε. Κατά την εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου του αιτητή κακώς το δικαστήριο βασίστηκε στην υπόθεση εκείνη επειδή εκείνη η υπόθεση αφορούσε σε αγωγή που καταχωρίστηκε εναντίον διαχειριστή, στην οποία έγινε ακρόαση με αποτέλεσμα ο διαχειριστής να βρεθεί υπόλογος υπό την προσωπική του ιδιότητα στα πλαίσια μιας διαδικασίας που το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει και όχι στα πλαίσια της διαχείρισης. Το δικαστήριο όμως αναφέρθηκε στην εν λόγω απόφαση για να υποδείξει τα καθήκοντα και την ευθύνη του διαχειριστή με βάση το νόμο, το κοινοδίκαιο και τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Αλλά και αν ακόμα θα επρόκειτο για εσφαλμένη αντίληψη της απόφασης εκείνης, ασφαλώς δεν πρόκειται για λάθος που άπτεται της νομιμότητας της επίμαχης απόφασης.
Αντίθετα, οι περιστάσεις της υπό εξέταση υπόθεσης στο σύνολο τους υποδηλώνουν ότι πρόκειται για ζητήματα που δεν μπορούν να εγείρουν πρόδηλη πλάνη περί το νόμο και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας.
Εν πάση περιπτώσει, έχει αποκρυσταλλωθεί στη νομολογία μας ότι αν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο και ειδικά η έφεση, τότε σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να εκδοθεί ένταλμα Certiorari. Η αρχή αυτή ισχύει έστω κι αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι η έλλειψη ή η υπέρβαση δικαιοδοσίας (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα (2012) 1 ΑΑΔ 878, 887-890, Μιτέλλα (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω δεν έχει καταδειχθεί γιατί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν θα προσφερόταν και γιατί εκκρεμούσης της εφέσεως δεν θα μπορούσε να ζητηθεί αναστολή.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ