ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D280
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 71/2020)
31 Ιουλίου 2020
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx KORETSKA, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 18.6.2020, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν.95/70 ΚΑΙ Ν.97/70 ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α.
--------------
Ευάγγελος Πουργουρίδης, για την Αιτήτρια.
Ιάση Τσιντίδου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τη Δημοκρατία.
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση του ημερ. 18.6.2020 ενέκρινε αίτημα για την έκδοση στην Ουκρανία της Αιτήτριας για να δικαστεί για το αδίκημα της απάτης σε ευρεία κλίμακα με κατάχρηση κατά παράβαση του άρθρου 190(4) του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα. Προς το σκοπό της έκδοσης της διέταξε και την κράτηση της.
Η Αιτήτρια καταχώρισε αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Αd Subjiciendum, στη βάση του άρθρου 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970) όπως έχει τροποποιηθεί, με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση της παράνομη και ενάντια στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α..
Το Habeas Corpus είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση (Δημητράκης Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-7).
Το άρθρο 10(3) του Ν.97/1970 προβλέπει τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται τέτοιας αίτησης. Όχι όμως κατά τρόπο εξαντλητικό, όπως στο ίδιο το λεκτικό του αναφέρεται. Προνοεί ότι:
«Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-
(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή
(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή
(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης, η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.»
H δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται αίτησης για Habeas Corpus είναι περιορισμένη. Δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες εξουσίες του. Δεν ενεργεί ως Εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων και δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όριά της. Έχει όμως αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος ότι δηλαδή υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση (Katcho (2004) 1(Β) A.A.Δ. 793, 797-8, Μελάς (Αρ.3) (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1199, 1205-6, Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 191, 199-201 και Π. Αρτέμης «Προνομιακά Εντάλματα», σελ.82-7).
Με την Αίτηση εγείρονται τρία ζητήματα που εγέρθηκαν ενώπιον και του Επαρχιακού Δικαστηρίου και άπτονται της νομιμότητας του διατάγματος που εξέδωσε. Αφορούν στο δικαιολογητικό στοιχείο που παρουσιάστηκε ως «επίσημον αντίγραφον . εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους.», όπως απαιτείται από το άρθρο 12(2)(α) του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν.95/1970).
Σημειώνεται ότι ο μεν Ν.97/1970 ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκων, ενώ ο Ν.95/1970 καθορίζει τις προϋποθέσεις για έκδοση φυγοδίκων μεταξύ των χωρών που προσχώρησαν στην κυρωθείσα Σύμβαση, όπως στη προκειμένη περίπτωση η Ουκρανία. Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1990 (Ν.97/1990) βεβαιώνει ότι το απαιτούμενο για τους σκοπούς έκδοσης αποδεικτικό υλικό, σε χώρες όπου ισχύει η Σύμβαση, είναι εκείνο που προβλέπεται από τη Σύμβαση (Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Golov (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1109, 1115).
Περαιτέρω, η Αιτήτρια καλεί το Ανώτατο Δικαστήριο να ασκήσει τις πρωτογενείς εξουσίες του δυνάμει των παρ.(β) και (γ) του άρθρου 10(3) του Ν.97/1990 και να διατάξει την απελευθέρωση της.
Η εναντίον της υπόθεση, για την οποία ζητείται η έκδοση της για να δικαστεί, είναι ότι αυτή, κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2013 - Σεπτεμβρίου 2013, προφασιζόμενη ότι ενεργεί προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων κάποιου A.V. Dashkevych, σήμερα αποβιώσαντα, απέκτησε πρόσβαση στη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών που ανοίχθηκαν επ' ονόματι του και απέσπασε το ποσό των 17.617.212,5 Ουκρανικών γριβνών. Υπήρχε στα σχετικά έγγραφα που παρουσιάστηκαν αναλυτική περιγραφή των ισχυριζόμενων πράξεων της Αιτήτριας και της φερόμενης ως συνεργού της και γινόταν αναφορά στους αριθμούς των τραπεζικών λογαριασμών και στις επωνυμίες των τραπεζικών ιδρυμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για τις καταθέσεις των χρημάτων που προέκυψαν από την πώληση της ακίνητης περιουσίας του Dashkevych. Επίσης, καταγράφονταν οι λογαριασμοί στους οποίους μεταφέρθηκαν τα εν λόγω ποσά και γινόταν αναφορά σε άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών επ' ονόματι του Dashkevych, χωρίς να ενημερωθεί προς τούτο ο ίδιος ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του. Σύμφωνα δε με τα γεγονότα, όπως αυτά είχαν τεθεί από τις Ουκρανικές αρχές, μέρος των χρημάτων που εισπράχθηκαν από την πώληση της ακίνητης περιουσίας του Dashkevych φερόταν να είχε καταλήξει σε λογαριασμούς της Αιτήτριας, της συνεργού της και άλλων φυσικών και νομικών προσώπων. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε 17.617.212,50 Ουκρανικές γρίβνες και είναι για αυτό το ποσό που η Αιτήτρια κατηγορείτο ότι διενήργησε απάτη σε ευρεία κλίμακα με κατάχρηση εμπιστοσύνης και με συνωμοσία κατά παράβαση του άρθρου 190 (4) του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα.
Εναντίον της Αιτήτριας είχε εκδοθεί προσωρινό ένταλμα σύλληψης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 16 του Ν.95/1970. Το άρθρο 16(2) προνοεί ότι η αίτηση για προσωρινό ένταλμα σύλληψης «θα διαλαμβάνη την ύπαρξιν» ενός από τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο άρθρο 12(2)(α). Στην προκειμένη περίπτωση, η έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης έγινε στη βάσει ερυθράς αγγελίας της Interpol, στην οποία γινόταν αναφορά σε «ένταλμα σύλληψης ή δικαστική απόφαση που έχει το ίδιο αποτέλεσμα» ημερ. 18.10.2016.
Το πρώτο ζήτημα που εγείρει η Αιτήτρια είναι πως η καταχωρηθείσα στη συνέχεια αίτηση για έκδοση της, δεν εδραζόταν στο έγγραφο ημερ.18.10.2016, το οποίο και δεν περιλαμβανόταν στα δικαιολογητικά έγγραφα της αίτησης, αλλά σε έγγραφο ημερ. 8.2.2017. Είναι η θέση της ότι αυτό δεν ήταν επιτρεπτό, με αποτέλεσμα η αίτηση για έκδοση της να ήταν ελλιπής και αντιβαίνουσα τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α). Επιχειρηματολόγησε ο δικηγόρος της ότι τα δικαιολογητικά στα οποία βασίζεται η έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και συνυφασμένα με την αίτηση έκδοσης και δεν νοείται αυτά που συνοδεύουν την αίτηση έκδοσης να είναι άλλα από εκείνα στα οποία βασίστηκε το αίτημα για έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης που προηγήθηκε.
Θεμέλιο της επιχειρηματολογίας του ήταν η θέση ότι η διαδικασία έκδοσης ξεκίνησε με την προσωρινή σύλληψη της Αιτήτριας. Παρέπεμψε στην Kotlyarenko ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 269, ως αυθεντία που υποστηρίζει την εισήγηση του. Στην Kotlyarenko, ο εφεσείοντας μετά την σύλληψη του δυνάμει προσωρινού εντάλματος, προσάχθηκε ενώπιον Δικαστηρίου σε διαδικασία έκδοσης του και η υπόθεση αναβλήθηκε σε ώστε να προσκομιστούν τα αναγκαία έγγραφα και να κατατεθεί και η εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο, απόφαση που προσβλήθηκε με την καταχώρηση ποινικής έφεσης. Αποφασίστηκε στη βάσει πάγιας νομολογίας (Zamin (1983) 2 C.L.R. 188, Αστυνομία ν.Feras a.o. (1990) 2 Α.Α.Δ. 14 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361) ότι η διαδικασία για έκδοση φυγοδίκου είναι πολιτική διαδικασία και πως το σχετικό διάταγμα κράτησης δεν μπορούσε να προσβληθεί με ποινική έφεση. Το Εφετείο προχώρησε στη εξής αναφορά στην οποία ο δικηγόρος της Αιτήτριας εδράζει την επιχειρηματολογία του:
«Επειδή δεν είχε ακόμη εκδοθεί η εξουσιοδότηση του Υπουργού, το προσωρινό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 8(1)(β) του Νόμου, δηλαδή από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, αντί από Επαρχιακό Δικαστή, δυνάμει του Άρθρου 8(1)(α). Με την έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, ξεκίνησε και η διαδικασία για την έκδοση του φυγοδίκου. Η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις, γίνεται δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τις εξουσίες του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα προσαχθεί ο συλληφθείς για να αποφασίσει για την κράτηση του ή όχι. Το συγκεκριμένο άρθρο, προβλέπει, τόσο για την περίπτωση μη προσκόμισης σε εκείνο το στάδιο της εξουσιοδότησης, όσο και για την αντίθετη περίπτωση. Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση του φυγοδίκου, έχει ήδη αρχίσει από της εκδόσεως του προσωρινού εντάλματος σύλληψης.
Είναι φανερό από τις πρόνοιες του Νόμου, ότι δεν μπορεί το θέμα της προσωρινής σύλληψης και κράτησης, να διαχωριστεί από την υπόλοιπη διαδικασία για έκδοση φυγοδίκου.»
Ωστόσο, στην μεταγενέστερη Αναφορικά με την Αίτηση του Paliei, Πολιτική Έφεση Αρ.221/2019, ημερ.26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:A485, αναφέρθηκε ότι:
«δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η επίδικη διαδικασία ενεργοποιήθηκε με την έκδοση από την Interpol της ερυθράς αγγελίας και της κατ΄ ακολουθία αυτής έκδοσης και εκτέλεσης εναντίον του αιτητή του προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης προϋποθέτει την αναφερόμενη στο Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού, η οποία εκδίδεται «κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως, υποβαλλόμενης υπό τίνος Κράτους συνάψαντος συνθήκη εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας» (άρθρο 7 του Νόμου). Επομένως η ερυθρά αγγελία της Interpol και το προσωρινό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε ως αποτέλεσμά της, δεν σηματοδότησε και έναρξη της διαδικασίας έκδοσης εφόσον η Interpol δεν είναι Κράτος, η δε εξουσιοδότηση του Υπουργού εκδόθηκε ως αποτέλεσμα της αίτησης των ουκρανικών αρχών και όχι κατόπιν αιτήσεως της Interpol η οποία έχει ως αποστολή τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών των διαφόρων Κρατών για πάταξη του εγκλήματος διεθνώς.»
Υπάρχει όμως και προγενέστερη νομολογία που υποστήριζε την προσέγγιση αυτή. Στην Αναφορικά με τον Altieri (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ 576, 581, είχε αναφερθεί ότι:
«Το προσωρινό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε στις 9 Φεβρουαρίου, 1993, σύμφωνα με την Κυπριακή Νομοθεσία, καμιά επιρροή δεν ασκεί σε οποιαδήποτε μετέπειτα διαδικασία εκδόσεως η οποία αρχίζει με την εξουσιοδότηση του Υπουργού.
Σκοπός του προσωρινού εντάλματος συλλήψεως είναι η σύλληψη του φυγόδικου για την περαιτέρω υλοποίηση των σκοπών του Νόμου και της Σύμβασης.»
Η αναφορά στην Kotlyarenko ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση του φυγοδίκου, είχε ήδη αρχίσει από της εκδόσεως του προσωρινού εντάλματος σύλληψης ήταν εκτός του λόγου της απόφασης (obiter dictum) εφόσον προσβαλλόμενο ήταν το διάταγμα κράτησης στα πλαίσια της αίτησης έκδοσης και όχι το προσωρινό ένταλμα σύλληψης που προηγήθηκε. Περαιτέρω, ό,τι η απόφαση ήθελε να υποδείξει ήταν ότι τόσο το προσωρινό ένταλμα σύλληψης όταν χρειάζεται, όσο και το μεταγενέστερο διάταγμα κράτησης, εκδίδονται δυνάμει του Ν.97/1990 και εντάσσονταν στην πολιτική δικαιοδοσία εφόσον εκδίδονται στο πλαίσιο της ευρύτερης διαδικασίας για έκδοση. Όμως, το προσωρινό ένταλμα σύλληψης δεν είναι μέρος της καθαυτό διαδικασίας έκδοσης, η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται, όπως υποδεικνύεται με σαφήνεια τόσο στη Altieri (Αρ.2) όσο και στην Paliei, με την έκδοση της εξουσιοδότησης του Υπουργού κατ' ακολουθία της αίτησης της αιτήτριας χώρας.
Επομένως, το γεγονός ότι το έγγραφο ημερ. 18.10.2016 δεν περιλαμβανόταν στα δικαιολογητικά έγγραφα της αίτησης για την έκδοση της Αιτήτριας, δεν την καθιστούσε αφ' εαυτού ελλιπή, ούτε αντιβαίνουσα τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α). Συνεπώς, το πρώτο παράπονο της Αιτήτριας κρίνεται ανεδαφικό.
Το δεύτερο παράπονο της Αιτήτριας είναι πως το έγγραφο ημερ. 8.2.2017, που ήταν το δικαιολογητικό που παρουσιάστηκε, δεν συνιστούσε ένταλμα σύλληψης αλλά ούτε και άλλη πράξη που είχε την ίδια ισχύ εφόσον σκοπός του, όπως προέκυπτε από την όψη του, δεν ήταν η προσαγωγή της Αιτήτριας ενώπιον δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο, αλλά η διηνεκής κράτηση της προς αποτροπή φυγής της. Υποστηρίζει η Αιτήτρια πως η διαταγή που εμπεριέχει δεν μπορεί να ενταχτεί κάτω από το άρθρο 5(1)(γ) της Ε.Σ.Δ.Α.[1] και επομένως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως ένταλμα σύλληψης αλλά ούτε και ως άλλη πράξη που είχε την ίδια ισχύ.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του βεβαίωση προερχόμενη από την αρμόδια αρχή της αιτήτριας χώρας, δηλαδή το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Ουκρανίας, ότι η απόφαση ημερ.08.02.17 είχε την ίδια ισχύ με ένταλμα σύλληψης και ότι είχε εκδοθεί στη βάση της διαδικασίας που καθορίζεται στην ουκρανική νομοθεσία. Άλλη αντίθετη μαρτυρία δεν είχε τεθεί ενώπιον του και ήταν εύλογη η κατάληξη του ότι η απόφαση ημερ.08.02.17 ικανοποιούσε την προϋπόθεση του άρθρου 12(2)(α) του Ν. 95/1970. Δεν είχε διαλάθει της προσοχής του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορά ότι η απόφαση ανταποκρινόταν στην έννοια των «μέτρων ασφαλείας» του άρθρου 25 του Ν.95/1970 και ήταν εύλογη η κρίση του ότι επρόκειτο για λανθασμένη αναφορά, αφού το άρθρο 25 αναφέρεται ξεκάθαρα σε μέτρα που επιβάλλονται μετά την καταδίκη ενός προσώπου, που δεν ήταν η περίπτωση. Κατ' ακολουθία, και το δεύτερο παράπονο της Αιτήτριας κρίνεται ανεδαφικό.
Το τρίτο παράπονο της Αιτήτριας είναι ότι η απόφαση ημερ.08.02.17 δεν συνιστούσε κεκυρωμένο αντίγραφο. Το άρθρο 12(2)(α) δεν αναφέρεται σε κεκυρωμένο αλλά «επίσημον» αντίγραφο, στα γεγονότα όμως της υπόθεσης η όποια διάκριση δεν θα είχε σημασία. Όπως διαπίστωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο το έγγραφο έφερε τη σφραγίδα και υπογραφή του Δικαστή που επιλήφθηκε της υπόθεσης, καθώς και τη σφραγίδα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και με αναφορά στη Shylenko (2005) 1(B) A.A.Δ. 1111, 1115-6, όπου λέχθηκε ότι η υπογραφή του φυσικού δικαστή και η σφραγίδα της Δημοκρατίας της Ουκρανίας καθιστούν το ένταλμα πέρα από πιστό αντίγραφο, εύλογα κατάληξε ότι πληρείτο η προϋπόθεση του άρθρου 12(2)(α) του Ν.95/1970. (Βλ. ακόμα Hady (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 31, 36)
Προχωρεί το Δικαστήριο στην εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων που εγείρει η Αιτήτρια που επιζητεί όπως το Ανώτατο Δικαστήριο ασκήσει την πρωτογενή αποκλειστική εξουσία που έχει δυνάμει των παρ. (β) και (γ) του άρθρου 10(3) του Ν. 97/1970 και διατάξει την απελευθέρωση της, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης από τη διάπραξη των ισχυριζομένων αδικημάτων και γιατί η εναντίον της καταγγελία έγινε κακόπιστα και της αποκρύβησαν ουσιώδη γεγονότα, που, κατά τη θέση της, απολήγουν στο ότι η έκδοση της θα αποτελεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, άδικο και καταπιεστικό μέτρο.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι η προσπάθεια προσκόμισης μαρτυρίας για τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας στη διαδικασία αυτή είναι ανεπίτρεπτη και πως τα όσα σχετικά αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν είχαν δεόντως τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η θέση της δεν είναι ορθή. Το άρθρο 10(4) του Ν.97/1970 προνοεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αίτησης για Habeas Corpus «δύναται να δεχθή συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία προς την άσκησιν της δικαιοδοσίας αυτού . δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου». Εφόσον οι εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10(3) είναι στη σφαίρα της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μαρτυρία που αφορά στην άσκηση της εξουσίας αυτής ασφαλώς και επιτρέπεται να παρουσιάζεται ενώπιον του.
Η βάση της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου της Αιτήτριας αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης είναι ότι, ενώ η καταγγελία σε βάρος της από τους συγγενείς του αποβιώσαντα είχε γίνει το 2013, η ίδια ουδέποτε οχλήθηκε παρά το ότι μέχρι και το Καλοκαίρι του 2015 διέμενε στην Ουκρανία. Έκτοτε διαμένει στην Κύπρο με την σήμερα ηλικίας 16 χρόνων θυγατέρα της και έχει την 23.6.2017 παντρευτεί κύπριο πολίτη.
Κατά την εισήγηση του δικηγόρου της, η Αιτήτρια δεν έχει καμιά ευθύνη για την καθυστέρηση. Κατά την παραμονή της στην Κύπρο είχε επαφή με το εδώ προξενείο της χώρας, χωρίς να της αναφερθεί ότι εκκρεμούσε οτιδήποτε εναντίον της. Απεναντίας επιστολή των αστυνομικών αρχών της Ουκρανίας, ημερ.26.1.2018, σε απάντηση αιτήματος της για πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου, που παρουσιάστηκε εκ μέρους της, αναφέρει ότι δεν είναι ποινικά υπόλογη, δεν της έχει επιβληθεί ποινή και δεν καταζητείται. Σύμφωνα με έγγραφο της Κρατικής Συνοριακής Υπηρεσίας της Ουκρανίας, που επίσης παρουσιάστηκε εκ μέρους της, από τον Οκτώβριο του 2013 που έγινε η καταγγελία η Αιτήτρια εισήλθε στην Ουκρανία οκτώ φορές και εξήλθε άλλες εννέα, με τελευταία την 8.6.2015.
Αναφέρεται στην αγόρευση του δικηγόρου της ότι η απόδοση της στην Ουκρανία θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις, ιδιαίτερα για την ανήλικη θυγατέρα της, όπως αναφέρονται στην υποστηρικτική της Αίτησης ένορκη δήλωση του συζύγου της. Ωστόσο, η ένορκη δήλωση περιορίζεται στο ότι η θυγατέρα της Αιτήτριας είναι ηλικίας 16 χρόνων και φοιτά σε σχολείο στη Λεμεσό.
Υποστήριξε ακόμα ο δικηγόρος της Αιτήτριας ότι η καθυστέρηση δεν έχει δικαιολογηθεί από τις ουκρανικές αρχές ή τις αρχές της Δημοκρατίας.
Στη Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ 1964, 1968-9 αναφέρεται ότι:
«Είναι θεμελιωμένο ότι επιβαρυντική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης φυγοδίκου δικαιολογεί την απόρριψη αιτήματος προς έκδοσή του. Επιβαρυντική είναι η καθυστέρηση η οποία οφείλεται σε λόγους άλλους από τη φυγή του υποδίκου, η οποία καθιστά τη διεξαγωγή της δίκης, στο χρονικό σημείο που θα λάβει χώραν, μέτρο καταπιεστικό για τον κατηγορούμενο. Ο επηρεασμός του δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου από την καθυστέρηση μπορεί, αφ' εαυτού, να καταστήσει τη δίκη μέτρο καταπιεστικό. . Καθυστέρηση, η οποία απολήγει σε καταπίεση, μπορεί να καταστήσει την έκδοση άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 10(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, (Ν. 97/70)».
Στην Sergeevna (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1574, 1579, αναφέρεται ότι :
«Ούτε ενδιαφέρει εδώ το θέμα του χρόνου από την άποψη της δυνατότητας δίκαιης δίκης, αφού το ζητούμενο είναι μάλλον το κατά πόσο η πάροδος μακρού χρόνου απολήγει να επιφέρει αδικία και καταπίεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο διάστημα εκείνο. Εδώ μας απασχολεί λοιπόν το ευρύτερο θέμα της σημασίας του χρόνου, αφού, όπως υπεδείχθη και στην υπόθεση Kakis v Government of the Republic of Cyprus [1978] 3 All E.R. 634, HL, το κριτήριο δεν είναι τόσο το μήκος του χρόνου, όσο η ποιότητά του, με την έννοια πρωτίστως ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος ενδέχεται να έχει επιφέρει τέτοιες διαφοροποιήσεις στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του ζητουμένου προς έκδοση, που θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, με επακόλουθο την πλήρη ανατροπή των δεδομένων της ζωής του και των ευλόγων προσδοκιών του. Σχετική προς τούτο είναι και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση, έστω και αν το αδίκημα δεν είναι «ασήμαντης» φύσης με αναφορά στο Άρθρο 10(3)(α), αφού η μειωμένη σοβαρότητα του αδικήματος συνσταθμίζεται με τις συνέπειες της έκδοσης.»
Στη Badar (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1625, 1639 αναφέρεται ότι:
«Η εμβέλεια του άρθρου 10(3)(β) λοιπόν δεν μπορεί να περιορισθεί ώστε να αποκλείει οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να είναι σχετικός στη δεδομένη περίπτωση ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης αφού οι όροι "άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον", που είναι το ζητούμενο, είναι ευρείς.»
Και στη σελ.1640, μετά από εκτενή αναφορά στην σχετική αγγλική νομολογία ότι:
«Πρωταρχικής σημασίας λοιπόν είναι το ερώτημα ποίος ευθύνεται για την καθυστέρηση. Αν ευθύνεται ο Αιτητής, δεν μπορεί κατά κανόνα να την επικαλείται. Αυτή ήταν η περίπτωση στην In Re Νικολαΐδη στην οποία εκρίθη ότι, καθ΄όσον η καθυστέρηση, αν και μεγάλη, οφείλετο αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του Αιτητή, αυτή δεν μπορούσε να επενεργήσει προς όφελος του. Ομοίως και στην In Re Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 814, όπου εκρίθη ότι, όχι μόνο η περίοδος για την οποία εγίνετο λόγος δεν ήταν μακρά ώστε να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β), αλλά και ότι αυτή οφείλετο και στην προσπάθεια του ίδιου του Αιτητή να αποφύγει την έκδοση. Αν η καθυστέρηση δεν οφείλεται στον Αιτητή θα πρέπει να εξετασθούν η έκταση και οι συνέπειες της για τον Αιτητή, περιλαμβανομένων των εν των μεταξύ διαμορφωθεισών καταστάσεων του και των εύλογων προσδοκιών του, θα ήταν δε ασφαλώς επιβαρυντικό για τη χώρα η οποία αιτείται την έκδοση αν η καθυστέρηση οφείλετο στην ίδια. Ο χρόνος αυτός καθ΄αυτός βεβαίως δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο. Όπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ., στην υπόθεση In Re Καρπένκο (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 989, σελίδες 995-996:
"Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ΄εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου. Θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970, "θα απετέλει, λαμβανομένων υπ΄όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.". Κατά την κρίση μου δεν συντρέχουν εδώ περιστάσεις με τέτοια επενέργεια."
Στην υπόθεση εκείνη τα αδικήματα διαπράχθησαν το 1993 και το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή εξεδόθη ένα χρόνο μετά. Εκρίθη ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στη διερεύνηση και τροχιοδρόμηση της σύλληψης και έκδοσης του Αιτητή, που ήταν το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο είχε υποβληθεί εισήγηση για εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β) (η εισήγηση δεν επεκτείνετο στο χρόνο που ακολούθησε μέχρι την εν λόγω απόφαση), που να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β).
Ούτε και στην In Re Wehbe, ανωτέρω, εκρίθη ότι το διάστημα του ενός και πλέον έτους που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της έναρξης της διαδικασίας έκδοσης ήταν αδικαιολόγητα μακρύ για να είχε εφαρμογή το άρθρο 10(3)(β).»
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Χαρατσίδη, Πολιτική Έφεση Αρ.394/2014, ημερ.28.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A176, αναφέρεται ότι:
«Η νομολογία . θεωρεί τον χρόνο που έχει διαρρεύσει μεταξύ της διάπραξης ενός αδικήματος και της έκδοσης του ατόμου που εμπλέκεται στο αδίκημα ή έχει καταδικαστεί γι΄ αυτό, ως ιδιάζουσας σημασίας μόνο στις περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή καταδικασθείς δεν ευθύνεται καθόλου για την καθυστέρηση, ενώ από την άλλη το αιτόν κράτος είναι το ίδιο υπεύθυνο για υπαίτια καθυστέρηση στην αναζήτηση της έκδοσης του ατόμου. Μόνο όπου το κράτος είναι υπαίτιο για τέτοια καθυστέρηση, αλλά και στην περίπτωση όπου το αιτόν κράτος είχε κοινοποιήσει την πρόθεση του στο κατηγορηθέν ή καταδικασθέν άτομο ότι δεν θα προωθούσε την υπόθεση εναντίον του, ο παράγων της διέλευσης του χρόνου αποκτά σημασία. Όπου η καθυστέρηση που έχει σημειωθεί οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο, τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί από την εκ προθέσεως φυγοδικία του, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως άδικη ή καταπιεστική η εκ των υστέρων έκδοση του. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Gomes v. Government of Trinidad and Tobago (2009) 3 All E.R. 549, και Krzyzowski (2007) EWHC 2754).
Η πάροδος του χρόνου δεν αποτελεί παράγοντα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrwkwa Πολ. Έφ. αρ. 41/14 ημερ. 5.3.2014), στην ίδια την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Έκδοση Φυγοδίκων, που καταρτίστηκε στο Παρίσι στις 13.12.1957, όπως κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με το Νόμο αρ. 95/70, προνοείται όμως στο άρθρο 10(3)(β) στον ημεδαπό Νόμο αρ. 97/1970, η περίπτωση όπου η πάροδος μακρού χρόνου θα αποτελούσε, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, «άδικο ή καταπιεστικό μέτρο». Εξυπακούεται από το λεκτικό της νομοθεσίας ότι εάν ευθύνεται ο ίδιος ο φυγόδικος για τη σημειωθείσα καθυστέρηση, το σχετικό άρθρο δεν έχει εφαρμογή. Η θέση αυτή σημειώθηκε νωρίς στη νομολογία όταν η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Kakis v. Government of the Republic of Cyprus - ανωτέρω - με αναφορά στο αντίστοιχο άρθρο 8(3) του Fugitive Offenders Act, 1967, αποφάσισε ότι η έννοια του «άδικου» σχετίζεται πρωτίστως με τον κίνδυνο δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου κατά τη διεξαγωγή της δίκης του, το δε «καταπιεστικό» σχετίζεται με την αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις κατά την περίοδο του χρόνου που έχει διαρρεύσει. Αν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο με το να εγκαταλείψει τη χώρα ή να αποκρύπτει τις κινήσεις του ώστε να αποφεύγει τη σύλληψη, τότε η έκδοση δεν μπορεί να θεωρείται ως άδικη και καταπιεστική. Ο λόγος αυτός της Kakis, ασχέτως του αποτελέσματος της ίδιας της υπόθεσης, υιοθετήθηκε στη Νικολαϊδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1964, την Ahmed Yousef Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56 και στις In Re Tarling (1979) 1 All E.R. 981 και Ali Secretary of State (1984) 1 All E.R. 1009.
Σημειώνεται ότι στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Σκωτίας στην Slawomir Laguniοnek v The Lord Advodate (2015) HCJAC 53, λέχθηκε ότι από την ώρα που ο εφεσείων διαπιστώθηκε ως φυγόδικος, αυτό έθετε σχεδόν κατ' αυτόματο τρόπο εμπόδιο σε εισήγηση μη έκδοσης λόγω παρόδου χρόνου, εκτός και αν ο φυγόδικος μπορούσε να τεκμηριώσει "serious injustice or oppression".»
Ο δικηγόρος της Αιτήτριας κάλεσε το Δικαστήριο να ακολουθήσει την Sergeevna ως προς το αποτέλεσμα και να διατάξει την απελευθέρωση της Αιτήτριας, υποστηρίζοντας ότι τα γεγονότα ήταν σχεδόν ταυτόσημα με την υπό εκδίκαση περίπτωση. Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κατ' ισχυρισμό παράνομη συμπεριφορά της Αιτήτριας αφορά στην περίοδο Ιανουαρίου 2013 - Σεπτεμβρίου 2013. Οι ουκρανικές αρχές ξεκίνησαν τη διενέργεια προδικαστικής έρευνας εναντίον της την 2.10.2013. Την 25.06.15 εκδόθηκε το "Notice of Suspicion" και την 26.06.15 η Αιτήτρια καταχωρήθηκε στον κατάλογο καταζητούμενων προσώπων, ενώ την 26.12.2016 τοποθετήθηκε στον κατάλογο των διεθνώς καταζητούμενων προσώπων. Από το έγγραφο της Κρατικής Συνοριακής Υπηρεσίας της Ουκρανίας που παρουσιάστηκε, που είχε χορηγηθεί κατόπιν αιτήματος δικηγόρου τον Σεπτέμβριο του 2018, προκύπτει ότι τουλάχιστον για τρία και πλέον χρόνια μετά την 8.6.2015 η Αιτήτρια δεν έχει επισκεφτεί την Ουκρανία, ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι την επισκέφτηκε μετά τον Σεπτέμβριο του 2018, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να συνδεθεί θετικά με γνώση της ότι καταζητείτο. Ως γεγονός και μόνο καταγράφεται ότι έφυγε από τη χώρα της λίγες μόνο μέρες πριν καταχωρηθεί στον κατάλογο καταζητούμενων προσώπων και ουδέποτε φαίνεται να επέστρεψε πίσω. Η προδικαστική έρευνα εναντίον της άρχισε τον Οκτώβριο του 2013 και 20 μήνες μετά ήταν ήδη καταζητούμενη, έχοντας εγκαταλείψει τη χώρα της. Υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να αποδοθεί βαρύνουσα ευθύνη για καθυστέρηση στις αρχές της Ουκρανίας, έστω και αν θα μπορούσε η διερεύνηση των καταγγελιών, για τα όντως σοβαρά οικονομικά αδικήματα που εξετάζονταν, να είχε διεκπεραιωθεί σε πιο σύντομο χρόνο.
Η επιστολή των αστυνομικών αρχών της Ουκρανίας ημερ.26.1.2018 δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα αφού από 26.6.2015 ήταν καταζητούμενη και από 4.4.2017 οι ουκρανικές αρχές είχαν ήδη υποβάλει αίτημα στη Δημοκρατία για την έκδοση της.
Σε σχέση με τη μεταβολή στο μεσοδιάστημα των προσωπικών συνθηκών της Αιτήτριας, σημειώνεται ότι αυτές διαμορφώθηκαν μετά που εγκατέλειψε τη χώρα της. Έχει παντρευτεί στην Κύπρο. Το Δικαστήριο δεν αποδίδει σημασία στην επιφύλαξη του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι δεν αποκλείεται να πρόκειται για γάμο εξυπηρέτησης συμφερόντων, εφόσον δεν προσκομίστηκε θετική προς τούτο μαρτυρία. Αντίθετα, στη βάση της ένορκης δήλωσης του συζύγου της, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η θυγατέρα της Αιτήτριας έχει σήμερα την φροντίδα του, η ίδια τον αποκαλεί πατέρα και αυτός επιθυμεί να την υιοθετήσει. Αναμφίβολα οι επιπτώσεις στην ανήλικη από την κράτηση και έκδοση της Αιτήτριας παρουσιάζονται σήμερα λιγότερο οδυνηρές.
Σε σχέση με την θέση για κακοπιστία, η Αιτήτριας υποστηρίζει ότι δεν αποκαλύφθηκε μέσα από τα δικαιολογητικά έγγραφα ότι ήταν και η ίδια πιστωτής του αποβιώσαντα και δικαιούτο πρόσθετα σε αμοιβή για τις υπηρεσίες που του πρόσφερε και αποζημίωση για τα έξοδα που υπέστηκε εκ μέρους του. Παραπλανητικά οι πληρωμές που έκαμε σε κτηματομεσίτες παρουσιάστηκαν ως επιλήψιμες ενώ ρητά προνοούνταν στο ίδιο το πληρεξούσιο έγγραφο. Γενικά ότι της καταλογίζουν είχε ρητή εξουσιοδότηση να εκτελεί. Μπορούσε να εκδίδει υποπληρεξούσια, δεν είχε υποχρέωση ενημέρωσης των συγγενών του αποβιώσαντα και δεν μπορεί να θεωρείται ότι καταχράστηκε της εμπιστοσύνης του ή παραβίασε τις εντολές του εφόσον ότι έκαμε ήταν σύμφωνα με το πληρεξούσιο που ο ίδιος της έδωσε.
Σύμφωνα με το δικηγόρο της, ορθή αντίκριση των δεδομένων της υπόθεσης απολήγει στο ότι τα όσα της αποδίδονται δεν τεκμηριώνονται και δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απάτης ή της κλοπής σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο ώστε να ικανοποιηθεί η προϋπόθεση της αμφίπλευρης εγκληματικότητας.
Βασικό καθήκον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν να διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά της Αιτήτριας συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο (Kotlyarenko v. Διευθυντή Φυλακών (2011) 1 Α.Α.Δ. 505). Όπως αναφέρεται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Konovalova, Πολιτική Έφεση Αρ.436/2011, ημερ.30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639:
«το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας ικανοποιείται όταν η συμπεριφορά που καταλογίζει η αιτήτρια χώρα σε ένα φυγόδικο, μεταφερόμενης στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο, στοιχειοθετεί πιθανότητα ενοχής για παραπομπή του σε δίκη σύμφωνα με το άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας».
Στη Hachem, αναφέρεται, σελ.198-9, ότι:
«Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινίσουμε τις νομικές αρχές που διέπουν τη βασιμότητα των κατηγοριών όπως ενσωματώνονται στην υπουργική εξουσιοδότηση. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το νόμο [άρθρ. 9(5)]. Αφορά δε τα προσαγόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία: In re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 922. Το επαρχιακό δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσον η μαρτυρία αυτή είναι επαρκής για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη εφόσον το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο. Αναφορικά με το επίπεδο ή το βαθμό απόδειξης εισάγεται το κριτήριο του άρθρ. 94 του Κεφ. 155 που ισχύει για τις προανακρίσεις. Είναι αρκετό δηλαδή, για να διαταχθεί η έκδοση αν η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί, όπως ορίζει το άρθρ. 94, πιθανό τεκμήριο ενοχής. Βλέπε Re Jean Gabriel Hayek (1983) 1 C.L.R. 266. Και για το σκοπό αυτό η προσφερόμενη μαρτυρία θεωρείται ότι παρέμεινε αναντίλεκτη.»
Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου είχε τεθεί σχετική έκθεση γεγονότων από τις ουκρανικές αρχές, όπως και οι σχετικές διατάξεις του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα. Τα εξέτασε με κάθε προσοχή και επιμέλεια, στα ορθά δικονομικά πλαίσια και κατέληξε στη στέρεα διαπίστωση ότι το κριτήριο της αμφίπλευρης εγκληματικότητας ικανοποιείτο.
Η εξέταση της αμφίπλευρης εγκληματικότητας είναι ζήτημα διαφορετικό από την διάγνωση ότι η κατηγορία «δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης». Η διαπίστωση αμφίπλευρης εγκληματικότητας, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, γίνεται με αναφορά στη μαρτυρία που προσφέρεται από την αιτήτρια χώρα, που θεωρείται ότι παρέμεινε αναντίλεκτη, ενώ εξετάζοντας κατά πόσο η κατηγορία δεν γίνεται με καλή πίστη, λαμβάνεται υπόψη και η μαρτυρία του υποκείμενου στην έκδοση. Ωστόσο, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου που εξετάζει το αίτημα έκδοσης να αντιπαραβάλει τις μαρτυρίες και να καταλήξει επί των γεγονότων. Η κακοπιστία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με την απλή προβολή μιας εκδοχής διαφορετικής από αυτή στην οποία στηρίζεται το αίτημα για έκδοση. Απαιτείται συγκεκριμένη μαρτυρία
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Shimkevich, Πολιτική Έφεση Αρ.235/2012, ημερ. 30.3.2017 κατ' επίκληση της απόφασης του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Khodorkovskiy v. Russia Appl. No.5829/04, ημερ.31.5.2011, αναφέρεται ότι όταν ένας αιτητής ισχυρίζεται ότι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του περιορίζονται για ανάρμοστο λόγο θα πρέπει να δείξει με πειστικό τρόπο ότι ο πραγματικός στόχος των Αρχών δεν είναι όπως διατείνονται. Απλή υποψία ότι οι αρχές χρησιμοποιούν τις εξουσίες τους για κάποιο άλλο λόγο απ' αυτούς που καθορίζονται στη Σύμβαση δεν είναι αρκετή απόδειξη παραβίασης. Το βάρος απόδειξης αυτού του ισχυρισμού το έχει ο αιτητής και το επίπεδο απόδειξης είναι πολύ υψηλό.
Με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση ό,τι μεταφέρεται από το σύζυγο της Αιτήτριας είναι η εκδοχή της σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Όπως υπενθυμίζεται στη Hady σελ.40: «οι ισχυρισμοί ουσίας του αιτητή θα πρέπει να υποβληθούν για να εξεταστούν κατά τη δίκη του». (Βλ. ακόμα Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Αρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν δικαιολογείται ούτε η άσκηση της εξουσίας που προνοείται στο άρθρο 10(3) παρ.(β) ή (γ) του Ν.97/1970 προς όφελος της Αιτήτριας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] 5(1) Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν . (γ) εάν συνελήφθη και κρατήται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου.