ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A222
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 318/2013)
7 Ιουλίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΘΩΝΟΣ & ΥΙΟΙ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείoντες/Αιτητές
και
1. BARDSEY ENTERPRISES LTD
2. xxx xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
3. xxx ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η αίτηση
_ _ _ _ _ _
Αγ. Γεωργιάδης, για Γεωργιάδη & Σ/τες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες
Χρ. Φρακάλας, για την εφεσίβλητη 1, για Ιωαννίδη & Δημητρίου ΔΕΠΕ
Γ.Κωνσταντινίδης, για τους εφεσίβλητους 2 και 3
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκε στις 19.9.2013, στα πλαίσια Γενικής Αίτησης αρ.301/2011 η οποία είχε καταχωρηθεί από τους εφεσείοντες/αιτητές στις 18.5.2011.
Με την λόγω αίτηση οι εφεσείοντες/αιτητές ζητούσαν από το Δικαστήριο την απομάκρυνση των Διαιτητών, δηλαδή των καθ΄ων η αίτηση 2 και 3. Επίσης ζητούσαν διάταγμα του Δικαστηρίου παύσης της ισχύος του Συνυποσχετικού Διαιτησίας μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1/καθ΄ης η αίτηση 1, όπως προβλεπόταν στο ΄Εντυπο Κυρίως Συμβολαίου για Οικοδομικά ΄Εργα ημερ.1.5.2002 (και άλλων επόμενων συναφών συμφωνιών) και/ή τη συμφωνία ημερ. 31.5.2010. Επίσης ζητείτο όπως διοριστεί ως μόνος διαιτητής, ο επιδιαιτητής. Στην αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους και των τριών εφεσιβλήτων και έγινε αντεξέταση επί των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν την αίτηση και τις ενστάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση του απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων. Αντικείμενο αυτής της απόφασης αποτελεί η παρούσα έφεση.
Με τον 1ον λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού όπως ισχυρίζονται, συνιστά σφάλμα η απόρριψη του αιτήματος για απομάκρυνση των εφεσιβλήτων 2 και 3 από διαιτητές στη μεταξύ τους διαφορά. Με τον 2ον λόγο προβάλλεται πως η κρίση του Δικαστηρίου ότι έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη των αιτημάτων του για παύση του συνυποσχετικού και/ή διαδοχικά διορισμό του επιδιαιτητή ως μόνου διαιτητή επίσης συνιστά σφάλμα. Με τον 3ον λόγο τίθεται πως η απόφαση δεν είναι πλήρως, ορθώς και δεόντως αιτιολογημένη και με τον 4ον λόγο πως η Διαταγή του Δικαστηρίου να καταδικάσει τους εφεσείοντες στα έξοδα είναι ομοίως λανθασμένη.
Με βάση το άρθρ.36(1) του περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως η διαφορά, ή μέρος αυτής δικαστεί ενώπιον διαιτητή εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτό. Ειδικότερα, το αρθ.36(2) αναφέρει τα ακόλουθα:
"(2) Οσάκις η κατά την διαδικασίαν συµπεριφορά ειδικού διαιτητού ή διαιτητού δεν είναι η πρέπουσα ή οσάκις ούτος κακώς διεξάγη ταύτην, το δικαστήριον δύναται να παύση αυτόν και περαιτέρω να ακυρώση την υπ' αυτού κατά την τοιαύτην διαδικασίαν εκδοθείσαν ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον απρεπώς επιτευχθείσαν διαιτητικήν απόφασιν."
Επίσης το αρθ.20 του περί Διαιτησίας Νόμου, Kεφ.4 προνοεί πως όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επιδεικνύει κακή συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται να τoν απομακρύνει. Όταν δε περαιτέρω ο διαιτητής ή επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η διαιτησία διεξήχθη παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει την διαιτητική απόφαση.
Ο πυρήνας της νομικής θεώρησης που ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι το τι συνιστά ανάρμοστη ή κακή συμπεριφορά (misconduct).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παραθέτει τις επιμέρους θέσεις των αντίθετων πλευρών, καταγράφει ως αποδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν ως τέτοια ή γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν. Η εφεσίβλητη 1 με σχετικό συμβόλαιο 1.5.2002 είχε αναθέσει στους εφεσείοντες την ανέγερση κατοικιών στο χωριό Δρούσια της επαρχίας Πάφου. Προέκυψαν διαφορές μεταξύ των μερών και με συμφωνία ημερ. 20.10.2008 που ενεγράφη ως Κανόνας Δικαστηρίου στην αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αρ.2455/06 παραπέμφθηκε σε διαιτησία η διαφορά των δύο διαδίκων, με τους εφεσίβλητους 2 και 3 να είναι οι δύο διαιτητές. Η προκαταρκτική συνάντηση έλαβε χώρα στη Λεμεσό και συμφωνήθηκε από τα μέρη και τους διαιτητές ότι η διαιτησία θα διεξαγόταν στη Λεμεσό ή Λευκωσία ανάλογα με τις περιστάσεις.
Ακολούθησαν «οδηγίες» και επιστολές που καταδεικνύουν κάποιες διαφορές που προέκυψαν από τους διαφορετικούς όρους αμοιβής μεταξύ των δύο διαιτητών. Ορίστηκε επίσης επιδιαιτητής σε περίπτωση διαφωνίας των διαιτητών.
Εν πάση περιπτώσει, τα δικόγραφα της διαιτησίας ολοκληρώθηκαν τον Απρίλη του 2010 και η ακρόαση άρχισε με τη μαρτυρία του κ.΄Οθωνος (ενόρκως δηλών επί της αίτησης και διευθυντής των εφεσειόντων). Κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του, σε πολύωρες συνεδριάσεις, συμφωνήθηκε τελικά πως και οι δύο διαιτητές θα αμείβονταν €100 την ώρα.
Ακολούθησε στις 25.8.2010 η κύρια εξέταση του δεύτερου μάρτυρα κ. Σφήκα. Κατά την κύρια εξέταση του Μ2 στις 25.8.2010 του ζητήθηκε να καταθέσει ως τεκμήριο τις σελίδες 19-22 οι οποίες σύμφωνα με τους εφεσείοντες έπρεπε να είχαν περιληφθεί στο Συμβόλαιο. Ακολούθησε στις 27.8.2010 αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης εκ μέρους των εφεσειόντων για το θέμα αυτό.
Στη συνέχεια, έλαβαν χώρα συναντήσεις και καταγραφή πρακτικών με τις θέσεις των μερών και των εισηγήσεων που γίνονται για το πιο πάνω θέμα. Ενώ αρχικά δηλώνεται κοινή πρόθεση λήψης γνωμάτευσης από δικηγόρο (κ. Α.Μαρκίδη), τελικά με επίσης κοινή απόφαση, επιδιώκεται να παραπεμφθεί το θέμα για απόφαση από το Δικαστήριο. Αυτό τελικά γίνεται από τους διαιτητές στο Ε.Δ. Λευκωσίας. Ακολουθεί νέο κύμα διαμαρτυρίας και δηλώσεων της πλευράς των εφεσειόντων με το δικηγόρο τους να διαφωνεί τόσο για τα τεθέντα ερωτήματα όσο και με την παραπομπή του εν λόγω Υπομνήματος στο Επαρχιακό Δικαστήριο στη Λευκωσία, αντί στη Λεμεσό. Διαφωνία προκύπτει και για τον τρόπο λήψης των πρακτικών.
Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι 2 και 3 είχαν καταχωρήσει στις 20.4.2011 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την ως άνω Αίτηση/Υπόμνημα με αριθμ.441/11. Σημειωτέον ότι ακολούθησε επιστολή της εφεσίβλητης 2 με τιμολόγια για την αμοιβή της.
΄Εχουμε στη συνέχεια νέα έξαρση επιστολογραφίας που περιγράφεται πρωτοδίκως, σε δεκάδες σελίδες. Δεν χρειάζεται όμως, να επεκταθούμε περαιτέρω. Σημασία έχει, στη βάση του κύριου κορμού των γεγονότων, να εξετάσουμε πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα της εγειρόμενης κακής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς των δύο εφεσιβλήτων αφού, αυτό στην ουσία του αποτελεί το Α και Ω της παρούσας έφεσης, με τους λόγους έφεσης να μπορούν να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.
Πριν να προχωρήσουμε στα επιμέρους θέματα τα οποία αποτέλεσαν πτυχές των παραπόνων για ανάρμοστη ή κακή συμπεριφορά δέον να εγκύψουμε στην έννοια αυτή με την καθοδήγηση της νομολογίας.
Στην Τράπεζα Κύπρου ν. Dynacon Ltd κ.ά. (1999)1Β, 717, το Ανώτατο Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «ανάρμοστη συμπεριφορά» (misconduct) ενός διαιτητή ότι περιλαμβάνει κάθε μορφή συμπεριφοράς η οποία τείνει να διασαλεύσει και να καταστρέψει την εμπιστοσύνη την οποία οι διάδικοι ή έκαστος εξ αυτών πρέπει να έχει στους διαιτητές. Αυτό, βεβαίως κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια (βλ. Tracomin S.A. v. Gibbs Nathaniel (Canada) Ltd & George Jacob Bridge [1985] Vol.1, Lloyds Rep. σελ..586, όπου αναφέρθηκαν τα εξής: "First, the test is objective on to what a reasonable man would think; it is not an enquiry into what the party alleging bias thinks .").
Στη Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010)1 AAΔ 687 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15, σελ. 23, τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ v. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 223, ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562). Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «.... παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα .... κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας» (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο).
(Βλ. επίσης Russell on Arbitration 23η έκδ. σελ. 375, παρ. 7-056).
Το έργο των διαιτητών έχει χαρακτηριστεί οιονεί δικαστικό. Από δε το απαύγασμα της νομολογίας προκύπτει πως η απομάκρυνση διαιτητών πρέπει να γίνεται με φειδώ. Στο Σύγγραμμα Commercial Arbitration, Mustill & Boyd 2nd ed. στη σελ.530 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«. ... The fact that the Court is given a wide power to remove the arbitrator in cases of misconduct does not mean that the power will be freely exercised. An arbitrator may commit errors - even serious errors - in the course of the reference, and yet remain perfectly able to carry the arbitration to a successful conclusion once his mistakes have been pointed out. Justice, requires that in such a case the arbitrator should be left in office, rather than that the parties should suffer the delay and expense of beginning the arbitration afresh.."
Το Δικαστήριο, στην ογκώδη απόφαση του (99 πυκνογραμμένες σελίδες) σε διάφορα σημεία κατατάσσει τα παράπονα των εφεσειόντων σε κατηγορίες. Αναγκαστικά θα ακολουθήσουμε το συναφές σκεπτικό, εξετάζοντας ταυτόχρονα την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης κρίσης.
1. Σύνταξη υπομνήματος/αίτησης στο Δικαστήριο.
Προέκυψε από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και τα αποδεκτά γεγονότα ότι, παρά την καταρχήν συμφωνία των μερών, στη συνέχεια, ο δικηγόρος των εφεσειόντων ανακάλεσε τη συμφωνία του για γνωμάτευση από τον κ. Μαρκίδη και ζήτησε παραπομπή του θέματος της τροποποίησης (για τις πιο πάνω σελίδες) στο Δικαστήριο.
Μεσολάβησαν κάποια προσχέδια, με τους δικηγόρους των μερών να λαμβάνουν μέρος στην ετοιμασία αυτών των προσχεδίων με ανταλλαγή επιστολογραφίας επιμέρους θεμάτων. Όταν τελικά εστάλη η αίτηση στο Δικαστήριο με συγκεκριμένη διατύπωση ερωτημάτων για τη δεκτότητα και άλλα συναφή της αίτησης τροποποίησης, ο κ. Γεωργιάδης διαμαρτυρήθηκε ότι δεν ακολουθήθηκε το προσχέδιο του (αλλά και για τη λήψη του τιμολογίου της εφεσίβλητης 2). Οι εφεσίβλητοι απάντησαν και ανέφεραν ότι ζήτησαν βοήθεια από τον Πρωτοκολλητή και από δικηγόρο (τον κ. Μ.Ηλιάδη) για τον τρόπο που θα προχωρούσαν.
Αυτή η συμπεριφορά θεωρήθηκε ως ανάρμοστη από τους εφεσείοντες ειδικά ότι δεν ενημερώθηκαν από προηγουμένως.
Το Δικαστήριο, ορθά διαφώνησε με την πλευρά των εφεσειόντων. Αφού κατέγραψε το μακρύ ιστορικό επιστολογραφίας και διαφωνιών, ευλόγως κατέληξε πως δεν υπήρχε κάτι το μεμπτό για τους διαιτητές να ζητήσουν νομική βοήθεια χωρίς άλλη ενημέρωση.
Άλλωστε, πραγματικά δεν αντιλαμβανόμαστε για ποια βλάβη και ποια προκατάληψη μπορεί να ομιλούν οι εφεσείοντες αφού ειδικά με βάση το άρθ.27 του Κεφ.4, οι διαιτητές δεν υποχρεούνταν να ζητήσουν την άποψη των μερών, κατά πόσο θα παραπέμψουν με υπόμνημα οποιονδήποτε νομικό ζήτημα στο Δικαστήριο. (βλ. Russell on Arbitration, 24η έκδοση, σελ.440 κ.επ.)
Θα συμφωνήσουμε δε με την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως η εισαγωγή των ερωτημάτων προς το Δικαστήριο στην αίτηση 441/11 δείχνει μάλλον διάθεση εκ μέρους των Διαιτητών το θέμα να τύχει χειρισμού με κάθε διαφάνεια.
Αναφορικά δε με το παράπονο για το ότι οι διαιτητές επέλεξαν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αντί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού θα σχολιάσουμε πως η δυνατότητα ήταν διαθέσιμη σε αυτούς και σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε μεμπτό ή κακόπιστο.
2. Η αμοιβή και οι διαφωνίες
Σ΄αυτό το τομέα, δεσπόζουσα θέση έχει η συμπεριφορά της εφεσίβλητης 2 προς το δικηγόρο των εφεσειόντων. Ενώ υπήρξε οδηγία (παρ.3 οδηγίας 12, ημερ.18.10.2010) όπως επιτρέπεται το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ως τρόπος επικοινωνίας, αυτό δεν θα χρησιμοποιείται για αγορεύσεις ή αιτήσεις εκτός και αν ειδικά ζητηθεί από τους Διαιτητές. Με επιστολή του, 3.5.2011, ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε αναθεώρηση του τιμολογίου της εφεσίβλητης 2 (καθώς και εξηγήσεις για το πιο πάνω θέμα του Υπομνήματος). Η εφεσίβλητη 2 με επιστολή της ημερ. 5.5.2011 απαντά πως ο δικηγόρος συνεχίζει να χρησιμοποιεί το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο «αγνοώντας τα πάντα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί μακρόν αναφέρθηκε σε απαντήσεις - τοποθετήσεις των ενόρκως δηλούντων για το θέμα αυτό καταλήγοντας - και ορθά - πως όντως με την πιο πάνω φράση διαπιστώνεται μια δυσφορία της εφεσίβλητης 2 προς το δικηγόρο αν και τα σχόλια αυτά, παρά το ότι είναι ανεπιθύμητα, δεν αγγίζουν την ουσία της υπόθεσης. Συνεπώς, συμφωνούμε πως δεν θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν θέμα ανάρμοστης ή κακής συμπεριφοράς στα πλαίσια των νομολογηθέντων.
3. Υπόλοιπα παράπονα
Επ΄αυτής της πτυχής, ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέρχεται επί κάποιων από τις ήδη εξετασθείσες πτυχές και τις επαναξιολογεί υπό το πρίσμα κάπως διαφοροποιημένων παραπόνων. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε, αφού συμφωνούμε πως δεν υπήρξε ανάρμοστη συμπεριφορά των διαιτητών αλλά απλώς όχι άψογοι χειρισμοί που δεν οδηγούν στη στοιχειοθέτηση της έννοιας "misconduct".
Ως τέτοια θέματα μπορούν να θεωρηθούν τα ζητήματα «μη τήρησης πρακτικών για συναντήσεις» (όχι ακροάσεις) ειδικά στις 14.10.2010, «παράπονο για συζήτηση από την εφεσίβλητη 2 του ζητήματος της «αμοιβής των διαιτητών στην απουσία των εφεσειόντων». Έχοντας μελετήσει όλα τα πιο πάνω θέματα, υπό το πρίσμα των εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων, συμφωνούμε με τις παρατηρήσεις και συμπεράσματα του Δικαστηρίου.
4. Οι παρεμβάσεις και η συμπεριφορά των διαιτητών κατά τη διαιτητική διαδικασία στις 31.5.2010 - παραίτηση (waiver)
Mια σημαντική πτυχή του παραπόνου των εφεσειόντων υπήρξε ο τρόπος διεξαγωγής της αντεξέτασης του κ.΄Οθωνος ενώπιον των δύο διαιτητών στην ακροαματική διαδικασία ημερ. 31.5.2010, όπως αυτός αναδύεται από το τεκμήριο το οποίο εμπεριέχει τα ηχογραφημένα πρακτικά της ημέρας, μέρος του αποδεικτικού υλικού ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επ΄αυτής της πτυχής, διέγνωσε τα εξής:
«οι Διαιτητές αρχίζουν να υποβάλλουν σωρεία συνεχόμενων ερωτήσεων στον κ. Όθωνος. Πρόκειται για το σημείο όπου ερωτάται ο κ. Όθωνος για το "σκριτ".
- Πράγματι στο συγκεκριμένο απόσπασμα σε κάποιες περιπτώσεις οι Διαιτητές διέκοπταν τον κ. Όθωνος ενώ απαντούσε.
- Από το ίδιο το απόσπασμα είναι επίσης έκδηλο ότι τα πιο πάνω συνέβαιναν στην προσπάθεια των Καθ΄ ων η Αίτηση αρ. 2 και 3 να αντιληφθούν τι ήθελε να πει ο κ. Όθωνος. Εξάλλου προκύπτει ότι παρά τις οποιεσδήποτε διακοπές ολοκλήρωνε μετά τη διακοπή την απάντηση του.
- Διαπιστώνεται επίσης ότι στο συγκεκριμένο απόσπασμα σε κάποιες περιπτώσεις η συμπεριφορά και το ύφος της Καθ΄ ης η Αίτηση αρ. 2 δεν ήταν ορθή προς τον κ. Όθωνος και μάλιστα πράγματι ακούγεται να λέει τις εξής φράσεις στο συγκεκριμένο απόσπασμα: "Πως τα έφερες έτσι χάλι", και σε άλλο σημείο "Τούτον ήταν το πρόβλημα σας".
- Επιπρόσθετα στη δικάσιμο ημερ. 31.5.2010 και ιδιαίτερα όταν αρχίζει να γίνεται συζήτηση για το σκριτ διαπιστώνονται κάποιες διακοπές του κ. Όθωνος από τον κ. Δημητρίου και ενστάσεις από τον κ. Γεωργιάδη ενώ απουσιάζει η απάντηση των Διαιτητών».
Παρακάτω, δίδονται κάποια αποσπάσματα της διαδικασίας. Το Δικαστήριο καταλήγει πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου 3 δεν περιείχε κανένα ψήγμα μεμπτότητας και περιορίστηκε σε καθαρά διευκρινιστικές ερωτήσεις.
Εν αντιθέσει, για την εφεσίβλητη 2 κρίθηκε ότι τα πιο πάνω σχόλια και το ύφος της προς το μάρτυρα, ενώ κατ΄ αρχήν θα ενέπιπταν στην έννοια της ανάρμοστης συμπεριφοράς, οι εφεσείοντες εμποδίζονται να το εγείρουν, ενόψει του διαρρεύσαντος χρόνου από τις 31.5.2010 μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, ένα χρόνο μετά.
΄Εχουμε εξετάσει την πρωτόδικη κρίση και παρατηρούμε ότι όντως ο μεγαλύτερος όγκος των ερωτήσεων που έγιναν προς το μάρτυρα ήταν διευκρινιστικός και η διακοπή που έγινε σε συγκεκριμένες απαντήσεις δεν οδήγησε τελικά και ουσιαστικά σε μη ολοκλήρωση των θέσεων του μάρτυρα.
Επί δε του αποφασισθέντος θέματος της παραίτησης κατ΄αρχάς θα διαφωνήσουμε με τον κ.Γεωργιάδη ότι δεν υπήρξε δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων επ΄αυτής της πτυχής. Αντιθέτως, ευθύς εξ αρχής όλοι είχαν εγείρει ευρύτερο θέμα παραίτησης στις καταχωρηθείσες ενστάσεις τους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επιχείρησε να συνδέσει τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης 2 με τις μεταγενέστερες πράξεις ή παραλείψεις των εφεσειόντων, όπως οι τελευταίοι τις τροχιοδρομούν στην αίτηση τους για να πείσει πως δεν υπήρξε παραίτηση. Ωστόσο, η σχετική πρωτόδικη κρίση επί μεταγενεστέρων ενεργειών - η οποία θεωρήθηκε ορθή - δεν οδήγησε σε στοιχειοθέτηση ανάρμοστης συμπεριφοράς. Συνεπώς, η διαδικασία στις 31.5.2010 δεν μπορεί να συσχετιστεί με κατ΄ισχυρισμόν επακόλουθες, επιλήψιμες συμπεριφορές, αφού κάτι τέτοιο δεν ισχύει. ΄Εχοντας δε υπόψη το χρόνο που έχει παρέλθει, δεν έχει οποιαδήποτε σημασία το γεγονός ότι η διαιτητική διαδικασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Στο Σύγγραμμα Russell on Arbitration, ως άνω, στη σελ.426 παρα.7-132 καταγράφονται τα εξής σε σχέση με το θέμα της παραίτησης:
"7-132. loss of right to object. A party wishing to remove an arbitrator should apply to the court as soon as he becomes aware that there are grounds for removal or within such time as the arbitration agreement provides. He may lose his right to object if he delays. Section 73(1) of the Arbitration Act 1996 provides that the applicant may not raise an objection before the court or tribunal if he continued to take part in the arbitral proceedings without objecting "forthwith or within such time as is allowed by the arbitration agreement" unless he shows that, at the time he took part in the proceedings, "he did not know and could not with reasonable diligence have discovered the grounds for the objection". To be caught under this section the applicant must have had knowledge of the essential facts constituting the irregularity or had grounds to believe that there was an irregularity. The section does not therefore operate to catch a party who in a general sense had vague grounds to believe that some irregularity may have occurred, unless the circumstances were such as to put that party on a duty of further enquiry. A leading example of failing to act promptly can be found in ASM Shipping Ltd of India v. TTMI Ltd of England. Although apparent bias was made out the award was not set aside because the applicant delayed in making its challenge until the award was delivered and accordingly had fallen foul of s.73. What is striking about this case is that an objection to the arbitrator and an attempted reservation of rights was made as soon as the facts came to light at a hearing. However, once the arbitrator had declined to recuse himself the court found that a s.24 challenge should have been made promptly; it was not acceptable to continue the objection in correspondence and wait until the outcome of the award was known. "A `heads we win, tails you lose' position is not permissible in law as s.73 makes clear". In a related decision in the same litigation, the court reinforced this conclusion, noting that it was not sufficient to put down a marker. "An objection under s.73 must be stated in properly specific terms". The ASM Shipping decisions serve as a salutary lesson to anyone who thinks that its position will be fully protected simply by reserving its rights. In Sierra Fishing Company v Fart-an, no waiver of the right to challenge an arbitrator under s.24 arose even though the applicant did not apply to do so as soon as the apparent impartiality had come to light. The decision is based on the fact that the applicant did not subsequently invoke the jurisdiction of the tribunal as the proceedings were suspended. Once the proceedings had been re-activated and the first hearing was held, the objection was made and the challenge was pursued. The loss of the right to object applies only to someone who takes part in the arbitral proceedings. If he does not take part in those proceedings that section does not apply to him".
Το θέμα της παραίτησης δεν μπορεί να αποσυνδεθεί με τις περιστάσεις της υπόθεσης. (Βλ. A.N. Stasis Estates Co Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 AAΔ 2006).
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο λόγος έφεσης 1 πρέπει να αποτύχει και απορρίπτεται. Το ίδιο και ο λόγος 3 που αφορά το μη αιτιολογημένο της κρίσης, αφού η συναφής αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίθηκε, ως πιο πάνω, βάσιμη και έγκυρη. Συμπαρασύρεται δε στην απόρριψη και ο λόγος έφεσης 4 που αφορά την καταδίκη των εφεσειόντων στα έξοδα, αφού, κατά την πάγια πρακτική, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Ο δε λόγος έφεσης 2 θα είχε αντικείμενο εάν η πρωτόδικη κρίση επί της μη παύσης των διαιτητών παραμερίζετο και εν γένει αν ακολουθείτο η εκδοχή και η θέση των εφεσειόντων. Εφόσον, η πρωτόδικη κρίση επικυρώνεται, δεν παρέχεται πεδίον εξέτασης του λόγου αυτού.
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων 1 εκ ποσού €1,500 πλέον ΦΠΑ και των εφεσιβλήτων 2 και 3 (ένα σετ εξόδων) εκ ποσού €2,000, πλέον ΦΠΑ.
NAΘΑΝΑΗΛ, Π.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.