ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:23
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/2019
10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
A.M.
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ
ΚΑΙ
C.M.E.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ
--------------------
Σ. Ζαχαρίου (κα) για Λίζα Λουκαΐδου Θεοφάνους, για την Εφεσείουσα
Λ. Χατζηλοΐζου (κα) για Χρ. Χατζηλοΐζου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο
-------------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Στις 2.3.18 το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου, εξέδωσε Προσωρινό Διάταγμα το οποίο ρυθμίζει την επικοινωνία του Εφεσίβλητου με τα τρία ανήλικα τέκνα του τα οποία απέκτησε με την Εφεσείουσα. Ειδικότερα με αυτό, μεταξύ άλλων, διετάσσετο η Εφεσείουσα όπως "μεταφέρει τα ανήλικα τέκνα της στους καθορισθέντες χώρους επικοινωνίας και παραδίδει αυτά στον Εφεσίβλητο στην είσοδο των πιο πάνω χώρων για να καταστεί εφικτή η επικοινωνία με τον Εφεσίβλητο στις καθορισμένες ώρες και ημέρες επικοινωνίας".
Στις 3.4.2018 ο Εφεσίβλητος καταχώρησε εναντίον της Εφεσείουσας αίτηση για τιμωρία της λόγω παρακοής του πιο πάνω Διατάγματος σε δύο περιπτώσεις ως ακολούθως:
(α) Στις 28.3.2018 παρέλειψε να μεταφέρει τα τρία ανήλικα στο εμπορικό κέντρο Kings Avenue Mall στην Πάφο και να τα παραδώσει στον ίδιο στην είσοδο του πιο πάνω χώρου ώστε να καταστεί εφικτή η επικοινωνία.
(β) Στις 31.3.2018 και ώρα 1 μ.μ παρέλειψε να μεταφέρει τα τρία ανήλικα στο Δημοτικό Πάρκο "Δασούδι" που βρίσκεται απέναντι από τη υπεραγορά Σκλαβενίτης, στην Πάφο και να τα παραδώσει στον Εφεσίβλητο στην είσοδο του πιο πάνω χώρου για να καταστεί εφικτή η επικοινωνία τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία έκρινε την Εφεσείουσα ένοχη ηθελημένης παρακοής του Διατάγματος ημερ. 2.3.2018 σε αμφότερες τις ημερομηνίες. Εν συνεχεία επέβαλε σ' αυτήν ποινή φυλάκισης 30 ημερών την οποία ανέστειλε για τρία έτη.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση καταδίκης της όπως και αυτήν της ποινής ως εσφαλμένες. Προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα κατέληξε στο συμπέρασμα ηθελημένης παρακοής εκ μέρους της καθότι η μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε και/ή δεν αποδείκνυε κάτι τέτοιο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Προβάλλεται, επίσης, ότι η ακολουθηθείσα διαδικασία ακρόασης της αίτησης ήτο εσφαλμένη καθότι διεξήχθη επί τη βάσει των ενόρκων δηλώσεων και αντεξέτασης επί ορισμένων παραγράφων τους από αμφότερους τους διαδίκους κατά παράβαση του Άρθρου 12(Ι)(δ) του Συντάγματος. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα επεβλήθη στην Εφεσείουσα ποινή φυλάκισης καθότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στις 13.3.2019 η Εφεσείουσα συμμορφώθηκε στο Διάταγμα παρά την θέληση των ανηλίκων. Επίσης, είναι η εισήγηση της ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική και/ή αδικαιολόγητη. Τέλος, προβάλλεται ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι αδικαιολόγητα καταδίκασε την Εφεσείουσα στα έξοδα.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα τον δεύτερο λόγο, λόγω της αυτόδηλης σημασίας που ενέχει.
Παραπονείται η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένη διαδικασία για εκδίκαση της επίδικης αίτησης παρακοής ήτοι επί τη βάσει των ενόρκων δηλώσεων και αντεξέτασης των ενόρκως δηλούντων επί ορισμένων παραγράφων των ενόρκων δηλώσεων τους κατά παράβαση του Άρθρου 12(Ι)(δ) (το ορθό είναι 12.5(δ))του Συντάγματος). Με αυτόν τον τρόπο στερήθηκε η Εφεσείουσα, σύμφωνα με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της, της ευκαιρίας και δικαιώματος να αντεξετάσει τον Εφεσίβλητο/Αιτητή άνευ περιορισμού και να καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπιση των θέσεων της.
Αντίθετη, βέβαια είναι η εισήγηση της άλλης πλευράς η οποία υποστηρίζει την πρωτόδικη διαδικασία ως ορθή.
Εξετάσαμε τα όσα τέθησαν ενώπιον μας και ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Το Άρθρο 42 του Ν.14/60 προσδιορίζει την δικαιοδοσία για την τιμωρία προσώπων, είτε φυσικών είτε νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων. Καθορίζει περαιτέρω τα μέσα για εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τα διατάγματα με την ανάλογη ποινή. (βλ. Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) (Ε) 1 Α.Α.Δ. 750-759.)
Η Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας πραγματεύεται τη διαδικασία για την αναφορά παρακοής διατάγματος στο Δικαστήριο. Συνεπώς το Άρθρο 42 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για χορήγηση θεραπείας και η Δ.42Α το δικονομικά δίκαιο.
Στην παρούσα υπόθεση η αίτηση παρακοής καταχωρήθηκε υπό του Εφεσίβλητου και θεμελιούτο επί ενόρκου δηλώσεως του, όπως ακριβώς προβλέπεται από την Δ.42Α.3(2).
Η Εφεσείουσα, επίσης, πολύ ορθά καταχώρησε την ένσταση της η οποία συνοδεύετο από Ένορκη Δήλωση της συμφώνως της Δ.48 θ.4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως - και κατόπιν γραπτού αιτήματος των διαδίκων - στις 27.11.2018 εξέδωσε Διατάγματα αντεξέτασης αμφοτέρων των διαδίκων επί των διαλαμβανομένων ισχυρισμών τους στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους. Σημειώνεται ότι ειδικά για τον Εφεσίβλητο διετάχθη η αντεξέταση του ουσιαστικά επί όλων των ισχυρισμών του.
Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085 λέχθηκε:
"Η διαδικασία για την διαπίστωση της ευθύνης ατόμου για παρακοή διατάγματος δικαστηρίου είναι ιδιόμορφη. Ενώ η διαδικασία εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η στοιχειοθέτηση και απόδειξη της κατηγορίας συναρτώνται με τα θέσμια και τους κανόνες της ποινικής δίκης. Αυτό επιβάλλεται από τις συνέπειες που συνεπάγεται η καταδίκη του καθ' ου η αίτηση, που ταυτίζονται με τις κυρώσεις ποινικού δικαστηρίου."
(η υπογράμμιση είναι δική μας)
Η Εφεσείουσα έλαβε μέρος στην ακροαματική διαδικασία και δεν ήγειρε σε οποιοδήποτε στάδιο θέμα παρατυπίας, ακυρότητας της διαδικασίας ή προσβολή των δικαιωμάτων της, Συνταγματικών ή άλλων. Με δεδομένο ότι η διαδικασία της αίτησης παρακοής εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας, κρίνουμε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν απόλυτα ορθή. Η Εφεσείουσα δεν στερήθηκε από κανένα δικαίωμα της. Παρενθετικά παρατηρούμε από τα πρακτικά ότι μετά το πέρας της αντεξέτασης της δε ζητήθηκε η κλήτευση οποιουδήποτε μάρτυρα γι' αυτή αλλά ούτε και έγινε οιονδήποτε αίτημα προς την κατεύθυνση αυτή. Ούτε και είναι δικαίωμα οποιουδήποτε διαδίκου να αντεξετάζει μάρτυρα χωρίς περιορισμούς. Η αντεξέταση γίνεται υπό τον αυστηρό έλεγχο και οδηγίες του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται ότι ο χρόνος του Δικαστηρίου δεν ανήκει σε οποιοδήποτε διάδικο.
Με τους πρώτο και τέταρτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα ηθελημένα παράκουσε το Διάταγμα ημερ. 2.3.2018 καθότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε ηθελημένη ανυπακοή. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του δεν αναφέρει ποια γεγονότα επ' ακριβώς έλαβε υπόψιν του ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ηθελημένης παρακοής. Αιχμή της εισήγησης της είναι η εσφαλμένη κατ' αυτήν θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα παρά την άρνηση των παιδιών να συναντήσουν τον Εφεσίβλητο/πατέρα τους θα έπρεπε εκείνη να τα εξαναγκάζει δια της βίας και υπό πίεση να τα βάζει στο αυτοκίνητο και να τα μεταφέρει στο χώρο επικοινωνίας. Περαιτέρω, θεωρεί ως εσφαλμένη την κρίση του ότι η ίδια δεν προέβη σε οποιαδήποτε θετική ενέργεια ή προσπάθεια να παροτρύνει και/ή ενθαρρύνει τα παιδιά να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους.
Στο σημείο αυτό αναφέρεται παρενθετικά ότι η αιτιολογία λόγου έφεσης είναι συναρτημένη προς αυτόν και δεν είναι ορθό να γίνεται μέσω συγκεκαλυμμένης αιτιολογίας εισαγωγή νέου λόγου έφεσης όπως γίνεται και στην παρούσα περίπτωση.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα τέθησαν από πλευράς Εφεσείουσας, πάντα εντός των λόγων έφεσης, και καταλήγουμε ότι αμφότεροι οι λόγοι θα πρέπει να απορριφθούν.
Σε αιτήσεις όπως η παρούσα, λόγω της φύσης της, ως οιονεί ποινικής, θα πρέπει να ικανοποιούνται πλην των τυπικών προϋποθέσεων που είναι (α) Διάταγμα εν ισχύ, (β) η αναγραφή στο Διάταγμα της αναγκαίας οπισθογράφησης, (γ) η προσωπική επίδοση του Διατάγματος, (δ) η προσωπική επίδοση της αίτησης παρακοής και τα ουσιώδη στοιχεία που είναι (Α) η αντικειμενική υπόσταση ("actus reus") και (Β) η υποκειμενική υπόσταση ("mens rea") του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως αυτό ορίζεται στο Άρθρο 42 του Νόμου 14/60. (βλ. Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309).
Στην Gordon v. Gordon (1946) 1 All E.R. 247, σελ. 251 λέχθηκε ότι η διαδικασία εφαρμογής Διατάγματος στο Αστικό Δίκαιο η οποία γίνεται προς όφελος του ενός διαδίκου εναντίον του άλλου διαδίκου διά της φυλακίσεως ή κατάσχεσης περιουσίας, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μορφή εκτέλεσης. Είναι εκείνη η μορφή εκτελέσεως με την οποία ο επιτυχών διάδικος εφαρμόζει το δικαίωμα του εναντίον του αποτυχόντα διαδίκου. Εάν αποτύχει να συμμορφωθεί με τους αυστηρούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία εκείνος είναι που υποφέρει, διότι απέτυχε στην προστασία του δικαιώματος του με αυτήν την αποτελεσματική διαδικασία. Όταν όμως πρόκειται για διαδικασία που αφορά ανήλικο η κατάσταση είναι ουσιωδώς διαφορετική καθότι Διατάγματα που αφορούν ανήλικους δεν γίνονται για το όφελος του διαδίκου. Γίνονται για το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανηλίκων. Αυτά πρέπει να έχουν υπόψιν τους οι διάδικοι, συνήθως γονείς, σε τέτοιες διαδικασίες.
Στην παρούσα υπόθεση η ικανοποίηση των τυπικών προϋποθέσεων όπως και η αντικειμενική υπόσταση ("actus reus") δεν αμφισβητείται. Εκείνο το οποίο αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως και κατ' έφεση είναι ότι δεν αποδείχθηκε ηθελημένη παρακοή ("mens rea") εκ μέρους της Εφεσείουσας. Υπενθυμίζεται ότι όταν διάδικος σε διαδικασία παρακοής εγείρει την υπεράσπιση της αδυναμίας συμμόρφωσης του με Διάταγμα τότε έχει και το βάρος απόδειξης της αδυναμίας αυτής (βλ. Μ. ν. P. (2011) 1 Α.Α.Δ. 356)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
Τόσο από την ένορκη δήλωσή της όσο και από την αντεξέτασή της, η Καθ' ης η αίτηση δεν έπεισε με τις τοποθετήσεις της. Ειδικότερα, η θέση της ότι δεν δύναται να συμμορφωθεί με το διάταγμα λόγω της άρνησης των ανηλίκων να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους δε γίνεται πιστευτή, ενώ από το σύνολο της μαρτυρίας της διαφαίνονται αλληλοσυγκρουόμενα γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ αρχικά προσπάθησε να πείσει ότι τα ανήλικα αρνούνται να δουν τον πατέρα τους λόγω φόβου που τους προκλήθηκε εξαιτίας της απρεπούς συμπεριφοράς του, στη συνέχεια ανέφερε ότι αυτά δυσαρεστήθηκαν με το εκδοθέν διάταγμα λόγω της συχνότητας και της διάρκειας της προβλεπόμενης σε αυτό επικοινωνίας. Ομοίως, παρόλο που σε όλη τη μαρτυρία της διατείνετο ότι προέβηκε σε κάθε δέουσα ενέργεια για να συμμορφωθεί με το διάταγμα, εντούτοις ουδέν ουσιαστικά έπραξε από μέρους της προς αυτή την κατεύθυνση. Τόσο με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση όσο και μέσα από την αντεξέτασή της, περιορίστηκε απλά να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους τα ανήλικα αρνούνται να επικοινωνήσουν με τον Αιτητή, χωρίς να παραθέσει τις ουσιαστικές ενέργειες στις οποίες η ίδια προέβη προς συμμόρφωση με το επίδικο διάταγμα. Στην απόφαση Μ. ν. Ξ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 293 τονίστηκαν τα ακόλουθα:
«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «η παράδοση» δεν έπρεπε να αντικρίζεται από την εφεσείουσα ως μηχανιστική ενέργεια, αλλά, ως υποχρέωση θετικής ενέργειας, που αντίκριση της οποίας επέβαλλε όχι μόνο τη φυσική της παρουσία, που στην προκείμενη περίπτωση δεν υλοποιήθηκε, αλλά και στη δική της ενθάρρυνση και προτροπή, που ούτε αυτό υπήρχε, έτσι ώστε να υλοποιήσει την αναληφθείσα εκ συμφώνου υποχρέωση με το Διάταγμα «για παράδοση».»
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καταδεικνύουν ότι η Καθ' ης η αίτηση, όχι μόνο δεν προέβη σε οποιαδήποτε Θετική ενέργεια ενθαρρύνοντας ή προτρέποντας τα ανήλικα, ως γονέας που έχει τη φύλαξη και φροντίδα τους, ώστε να συμμορφωθεί με το επίδικο διάταγμα, αλλά ούτε και μερίμνησε ώστε να τα μεταφέρει στο καθορισμένο μέρος, κατά τις προβλεπόμενες μέρες και ώρες, όπου Θα διεξάγετο, στην παρουσία της, η επικοινωνία του πατέρα με αυτά.
Υπενθυμίζω εδώ ότι εναντίον της Καθ' ης η αίτηση εκδόθηκε ένα προστακτικό διάταγμα το οποίο επιβάλλει στην ίδια την υποχρέωση όπως προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, οι οποίες καθορίζονται σε αυτό με περισσή σαφήνεια. Σκοπός του εν λόγω διατάγματος είναι η διαφύλαξη του νομοθετικά και συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του Αιτητή για επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του. Η γενική επίκληση από μέρους της Καθ' ης αίτηση της άρνησης των ανηλίκων να συναντηθούν με τον πατέρα τους για την πραγματοποίηση της προβλεπόμενης επικοινωνίας, δεν εξουδετερώνει την υποχρέωση της πρώτης να προβεί στις συγκεκριμένες ενέργειες προς εκτέλεση του διατάγματος, αλλά ούτε και αποτελούν επαρκή στοιχειοθέτηση του μη ηθελημένου της παρακοής. Οι μη πειστικές εξηγήσεις της Καθ' η αίτηση δε δύνανται να αποσείσουν το βάρος που έχει για να καταδείξει τις θετικές ενέργειες στις οποίες προέβηκε. Διαφορετική προσέγγιση επί του προκειμένου Θα εξουδετέρωνε τη φύση και το σκοπό του διατάγματος. Σημειώνεται ότι το επίδικο διάταγμα έθεσε ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες δύνανται να διασκεδάσουν οποιαδήποτε ανησυχία έχει εκφραστεί από μέρους της Καθ' ης η αίτηση ως προς τον αντίκτυπο που έχει η τήρηση τέτοιου διατάγματος στο καλώς νοούμενο συμφέρον των τέκνων, αφού πρόκειται για επιβλεπόμενη από αυτήν επικοινωνία.
Από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης καταλήγω ότι η Καθ' ης η αίτηση ηθελημένα δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια ώστε να συμμορφωθεί με το διάταγμα."
Συμφωνούμε πλήρως με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Λαμβανομένου υπόψιν ότι με την έφεση δεν προσβάλλονται η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρέμεινε η άνω προσέγγιση και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόλυτα ορθή. Η προβολή εκ μέρους της Εφεσείουσας της Υπεράσπισης της αδυναμίας συμμόρφωσης παρέμεινε κενό γράμμα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και νομικά ορθή στα γεγονότα της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 30.5.2019 επέβαλε στην Εφεσείουσα ποινή φυλάκισης 30 ημερών την οποία όμως ανέστειλε για τρία έτη συμφώνως των προνοιών του Περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/1972 ως έχει τροποποιηθεί. Η Εφεσείουσα προσβάλλει την ποινή αυτή ως εσφαλμένη καθότι επιβλήθηκε λανθασμένα και αδικαιολόγητα ενόψει του γεγονότος ότι αυτή μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης στις 13.3.2019 συνεμορφώθη προς τις πρόνοιες του επίδικου Διατάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας την ποινή έλαβε υπόψιν τα ακόλουθα:
"..λαμβάνω υπόψιν τα όσα τέθηκαν για σκοπούς μετριασμού της ποινής, τόσο με την Έκθεση το Γραφείου Ευημερίας όσο και με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση, ήτοι τη μεταμέλεια της, την ηλικία της, το γεγονός ότι έχει υπό τη φύλαξη και φροντίδα της τα τρία ανήλικα τέκνα των διαδίκων, καθώς και το γεγονός ότι μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης ημερομηνίας 13.3.2019 μεταφέρει τα ανήλικα στους προκαθορισμένους από το διάταγμα χώρους για σκοπούς πραγματοποίησης της επικοινωνίας του Αιτητή με αυτά. Παρόλα αυτά, η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος είναι τέτοια που, σε συνδυασμό με τις συνθήκες διάπραξης του, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής που θα επιβληθεί.
Κρίνω, επομένως, ενόψει όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, της σοβαρότητας της παρακοής και της ανάγκης για αποτροπή, ότι η ενδεδειγμένη ποινή, είναι η ποινή φυλάκισης, αφού καμία άλλη ποινή θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος, από μέρους της Καθ' ης η Αίτηση, αδικήματος."
Από τον συνδυασμό των Άρθρων 42 και 24 του Ν.14/60 φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία τιμωρίας της Εφεσείουσας σε φυλάκιση μέχρι 5 έτη ή με πρόστιμο ύψους μέχρι €50.000 ή αμφότερες τις ποινές. Λαμβάνοντας υπόψιν την επιβληθείσα ποινή δεν εντοπίζουμε οιονδήποτε λάθος στην πρωτόδικη απόφαση.
Στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Nicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία (Philippou v Republic (ανωτέρω), Βλ. επίσης μεταξύ άλλων Demetriou v Republic (1988) 2 C.L.R., 175, Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, και Φιλίππου άλλως "Φαλκονέτι" ν Αστυνομίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 245). Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-
(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείρηση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι η μετά την καταδίκη της Εφεσείουσας συμμόρφωση της με το Διάταγμα του Δικαστηρίου αφορούσε άλλες ημερομηνίες από αυτές για τις οποίες καταδικάστηκε. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα συμμόρφωσης της αναφορικά με τις δύο ημερομηνίες (28.3.2018 και 31.3.2018) στις οποίες βρέθηκε ότι ευρίσκετο σε παρακοή. Όσον αφορά την μετά την καταδίκη της συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Διατάγματος ημερ. 2.3.2018 παρατηρούμε ότι αυτό λήφθηκε υπόψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δόθηκε σ' αυτό το στοιχείο η ανάλογη βαρύτητα. Το Άρθρο 162 του Συντάγματος το οποίο επικαλείται η Ενάγουσα, με όλο το σεβασμό, ουδεμία σχέση έχει με το εξεταζόμενο θέμα της ποινής μετά από καταδίκη βάσει του Άρθρου 42 του Ν.14/60. Το Άρθρο 162 του Συντάγματος ρυθμίζει άλλες καταστάσεις άσχετες με το υπό εξέταση θέμα.
Έχοντας εξετάσει την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, έχοντας υπόψιν όλα όσα ανάφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας όπως και κάθε σχετικό παράγοντα, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε ορθά κάθε σχετικό παράγοντα και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του. Κρίνουμε υπό τις περιστάσεις ότι η επιβληθείσα ποινή είναι ορθή. Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται για την επιδίκαση εξόδων εις βάρος της. Παρατηρούμε όμως τόσο από την αιτιολογία του λόγου αλλά και από το περίγραμμα του Εφεσείοντα ότι ουδόλως δικαιολογείται ο λόγος αυτός.
Θα λέγαμε ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η αστική υφή της και συνεπώς η επιδίκαση εξόδων είναι καθ΄ όλα επιτρεπτή. Λαμβάνοντας, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε το γενικό κανόνα ότι ο αποτυχών διάδικος επιβαρύνεται με τα έξοδα, δεν κρίνουμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας. Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ