ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Mαρκουλίδης Πάρης ν. Aντώνη Π. Mαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1386
Δημητρίου Δημήτρης ν. Έμιλυς Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418
Xαραλάμπους Χριστίνα ν. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.30
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:DOD:2020:31
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 15/2019)
28 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΓΙΑΓΚΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
xxx ΛΑΜΠΡΟΥ (ΓΙΑΓΚΟΥ)
ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟ ΑΝΗΛΙΚΟ ΤΕΚΝΟ ΤΩΝ Ο. ΓΙΑΓΚΟΥ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Δ. Διομήδους για κ.κ. Καλλή και Καλλή ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσείοντα.
Ρ. Σχίζας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 17.9.1994. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Δ., ο οποίος γεννήθηκε στις 2.6.1997 και είναι ενήλικας και τον Ο., ο οποίος γεννήθηκε στις 31.8.2007 και είναι ανήλικος. Τον Ιούνιο του 2016 επήλθε διάσταση των διαδίκων και, έκτοτε, η εφεσίβλητη παρέμεινε στο συζυγικό οίκο με τον ανήλικο. Ο εφεσείων της κατέβαλλε το ποσό των €300 μηνιαίως για διατροφή του ανήλικου, ποσό το οποίο η ίδια δεν θεώρησε αρκετό, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει αίτηση, με την οποία αξίωσε το ποσό των €850 μηνιαίως, ήτοι €500 για τον ανήλικο και €350 για την ίδια.
Η αίτηση υπήρξε επιτυχής, ως προς το μέρος που αφορούσε τον ανήλικο, με αποτέλεσμα να εκδοθούν τα ακόλουθα διατάγματα:
«Α. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Καθ΄ου η αίτηση να καταβάλλει στην Αιτήτρια το ποσό των €427 τον μήνα, για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Ο..
Το διάταγμα θα αρχίσει να ισχύει από την 1/4/17 (η αίτηση στον Καθ΄ου η αίτηση στις 13/3/2017) και θα καταβάλλεται την πρώτη ημέρα κάθε μήνα. Από τη στιγμή που αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο Καθ΄ου η αίτηση καταβάλλει από τη διάσταση των διαδίκων το ποσό των €300 τον μήνα, το αναδρομικό ποσό που οφείλει ο Καθ΄ου η αίτηση από 1/4/2017, θα το καταβάλει σε δόσεις εκ €100 εκάστη, της πρώτης αρχομένης την 1/4/2019.
Β. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ο Καθ΄ου η αίτηση διατάσσεται να καλύπτει όλα τα ιατρικά έξοδα του ανηλίκου.
Γ. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Καθ΄ου η αίτηση να καταβάλλει την 31η ημέρα εκάστου έτους το ποσό των €427 ως 13η διατροφή, ως ο νόμος προνοεί, αρχομένης την 31/12/2019.
Δ. Ενόψει της μη επιτυχίας της αίτησης αναφορικά με τη διατροφή της Αιτήτριας, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως ο Καθ΄ου η αίτηση καταδικαστεί, όπως και καταδικάζεται, στην καταβολή των ¾ των εξόδων όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Η αίτηση της εφεσίβλητης για διατροφή προς την ίδια απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Η παρούσα έφεση αφορά την απόφαση ως προς τη διατροφή του ανηλίκου, για την οποία ο εφεσείων παραπονείται ότι είναι εσφαλμένη, αναιτιολόγητη και αντιφατική. Λανθασμένα και με πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας το Δικαστήριο θεώρησε ότι ολόκληρο το ποσό των εξόδων του ανηλίκου θα έπρεπε να το επωμισθεί ο εφεσείων. Ως προς τη διαδικασία, παραπονείται ότι εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε η Δ.30 θ.7(α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και δεν ενέκρινε αυτεπάγγελτα την αντεξέταση της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετατόπισε το βάρος απόδειξης στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη είχε άλλα εισοδήματα και, επίσης, προέβη σε λανθασμένη επιδίκαση εξόδων.
Σύμφωνα με το άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), όπως τροποποιήθηκε, οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Το μέτρο και περιεχόμενο της διατροφής προνοείται στο άρθρο 37 του Νόμου ως ακολούθως:
«37.-(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.
(3) Σε περίπτωση που ο γονέας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό ή το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής δυνατόν να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη 13η ή και 14η καταβολή, ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.»
Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για διατροφή, οφείλει να ενεργεί στη βάση των στοιχείων που τίθενται ενώπιόν του και υπάρχει ευθύνη του υπόχρεου να προβεί σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη των οικονομικών του πόρων και δυνατοτήτων, ώστε να καθοριστεί η υποχρέωσή του σύμφωνα με το Νόμο (Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1386). Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί διατροφή δεν μπορεί να αποτιμάται σε απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με σχολαστικότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου προσώπων (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951). Στην υπόθεση Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418, τονίστηκε η υποχρέωση των γονέων να προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Σε υποθέσεις διατροφής ανηλίκων η οικονομική δυνατότητα του κάθε ενός από τους γονείς είναι θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς των αντίστοιχων εισοδημάτων τους με το Δικαστήριο να προβαίνει σε πλήρη έρευνα των στοιχείων αυτών.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα αναλύονται με περισσή λεπτομέρεια οι λόγοι έφεσης και γίνεται εκτενής ανάλυση της νομολογίας που διέπει τα επίδικα θέματα. Παραπονείται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως ολόκληρο το ποσό των €427, που διαπίστωσε για τις ανάγκες του ανηλίκου, καταβάλλεται από τον εφεσείοντα. Πουθενά στην απόφαση δεν αναφέρεται η εισοδηματική ικανότητα της εφεσίβλητης, ούτε προσδιορίστηκε η οικονομική της δυνατότητα με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Ενώ, δε, κατέληξε ότι το Κράτος διαθέτει μονογονεϊκό επίδομα και επίδομα τέκνου για κάλυψη των αναγκών του ανηλίκου και η εφεσίβλητη λάμβανε τέτοια επιδόματα, δεν προσμέτρησε αυτά προς όφελος των εξόδων του ανηλίκου.
Ως προς την εισοδηματική της ικανότητα ο εφεσείων παραπέμπει στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ότι (α) η εφεσίβλητη, ενώ επικαλείται παντελή ανικανότητα για εργασία, λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, τα πιστοποιητικά που επισύναψε στην ένορκή της δήλωσης δεν τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό, (β) δεν αντικρούστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και, συνεπώς, γίνεται αποδεκτή η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη, παρόλο που το πρόβλημά της παρουσιάστηκε περί το 2003-2004 η ίδια εργαζόταν κανονικά μέχρι το 2012, (γ) ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι είναι πτυχιούχος γραμματειακών σπουδών, δεν αμφισβητήθηκε και, συνεπώς, διαθέτει προσόντα για να εργοδοτηθεί και δεν πρόκειται περί ανειδίκευτου προσώπου, (δ) η εφεσίβλητη παρέλειψε να πληροφορήσει το Δικαστήριο για οποιεσδήποτε προσπάθειες κατέβαλε για εξεύρεση εργασίας μετά τη διάσταση, παρόλο που έχει επισυνάψει στην ένορκή της δήλωση βεβαίωση ότι είναι άνεργη, (ε) η εφεσίβλητη αναφέρει στην ένορκή της δήλωση ότι δεν μπορεί να εργαστεί «σε χειρωνακτική εργασία», όμως υπάρχουν πολλές άλλες εργασίες που θα μπορούσε να εργαστεί, και, (στ) η εφεσίβλητη συνδέει τη μη εργοδότησή της με τη φροντίδα του ανήλικου και την ανάγκη για χορήγηση ενέσιμης ινσουλίνης, χωρίς όμως αυτό να αναφέρεται στην αίτησή της.
Η όλη διαδικασία εξελίχθηκε σύμφωνα με τη νέα Δ.30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και οι δύο πλευρές περιορίστηκαν στην κατάθεση ένορκης έγγραφης μαρτυρίας, χωρίς να ασκήσουν το δικαίωμά τους για την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Σύμφωνα με την εισήγηση, τα όσα υποστήριξε ο εφεσείων στην ένορκή του δήλωση ως προς την εισοδηματική ικανότητα και κατάσταση της εφεσίβλητης, καθώς και το είδος της ζωής που διάγει, παρέμειναν ουσιαστικά αναντίλεκτα και εσφαλμένα παραγνωρίστηκαν από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσείων έχει τακτική επικοινωνία με τον ανήλικο, ήτοι 12 μέρες το μήνα, δυνάμει σχετικού διατάγματος, και, επίσης, παραγνώρισε πλήρως τα διάφορα επιπλέον έξοδα που καταβάλλει τόσο για τον ανήλικο όσο και τον ενήλικο υιό των διαδίκων.
Ενόψει του ότι η όλη διαδικασία διεξήχθη με βάση τη νέα Δ.30, ο εφεσείων επικαλείται τη μη εφαρμογή της Δ.30 7(α) με βάση την οποία το Δικαστήριο δύναται αυτεπάγγελτα να κρίνει ότι επιβάλλεται η εξέταση ή αντεξέταση του διαδίκου ή του μάρτυρα. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει αυτεπάγγελτα την εν λόγω διάταξη τουλάχιστον καθ΄ όσον αφορούσε το θέμα των επιδομάτων για το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη τήρησε σιγή ιχθύος. Την ίδια δικαιοδοτική βάση θα έπρεπε να εφαρμόσει και για άλλα στοιχεία τα οποία θα το υποβοηθούσαν να μορφώσει άποψη επί της εισοδηματικής της ικανότητας.
Παραπονείται, περαιτέρω, ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους του ιδίου να αποδείξει τα εισοδήματα της εφεσίβλητης.
Η εφεσίβλητη από την άλλη αντικρούει όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση.
Στην αγόρευση γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά στη θέση του εφεσείοντα ότι εφόσον δηλώθηκε από την εφεσίβλητη ότι τα έξοδα του ανήλικου ανέρχονταν σε €760 και αξίωσε συνεισφορά ύψους €500, το ποσό των €260 που είναι η διαφορά καλύπτεται από τη συνεισφορά της και συνεπώς διαθέτει εισοδήματα. Η θέση που προβάλλεται είναι ότι δεν μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα καθότι η εφεσίβλητη εξ όσων φαίνεται από τις δηλώσεις των δύο δικηγόρων λαμβάνει δύο επιδόματα, ήτοι μονογονεϊκό και επίδομα τέκνου που καλύπτει το ποσό των €260. Πέραν τούτου, εφόσον αξιώνετο και ποσό €350 για δική της διατροφή περιόρισε την αξίωση για το ανήλικο στα €500. Επικαλείται επίσης το σύνολο της μαρτυρίας που δόθηκε από το οποίο προκύπτει ότι η ίδια δεν εργάζεται, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και το Φόρο Εισοδήματος καθώς επίσης και από το γεγονός ότι της έχει χορηγηθεί ταυτότητα ότι πάσχει από ρευματοπάθεια κατόπιν εξετάσεως από ιατρικό συμβούλιο. Παρέπεμψε επίσης στην ανάγκη συνεχούς φροντίδας του ανήλικου.
Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της μαρτυρίας, της νομοθεσίας και της νομολογίας που διέπει το θέμα.
Δεν αμφισβητούνται με την έφεση τα διάφορα κονδύλια στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τα έξοδα του ανήλικου. Τα εισοδήματα του εφεσείοντα καθορίστηκαν σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε στο ποσό των €2.291,24 καθαρά πλέον 13ο μισθό και, ως φιλοδώρημα, ποσό μεταξύ €800 - €1.150 ετησίως. Δεν υπάρχει επίσης διαφωνία ως προς την κατάσταση της υγείας του ανήλικου και την ανάγκη για χορήγηση ινσουλίνης τέσσερεις φορές την ημέρα, καθώς και ανάγκη για ειδική διατροφή χωρίς ζάχαρη, παρά το ότι αυτό δεν καλύπτεται από τη δικογραφία. Ούτε αμφισβητείται το μέρος του διατάγματος με το οποίο εναποτέθηκε στον εφεσείοντα η κάλυψη των ιατρικών εξόδων του ανήλικου.
Εκεί όπου εστιάζονται οι διαφωνίες είναι ως προς την εισοδηματική ικανότητα της εφεσίβλητης και το κατά πόσο τα επιδόματα που λαμβάνει θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα έξοδα του ανήλικου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την εισοδηματική ικανότητα της εφεσίβλητης, παρατήρησε τα ακόλουθα σε βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία:
«- Η Αιτήτρια επικαλείται παντελή ανικανότητα για εργασία λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει. Τα πιστοποιητικά που έχει επισυνάψει στην ένορκη δήλωσή της (τεκμ. 10 και 11) δεν αναφέρουν πουθενά περί παντελούς αδυναμίας της για εργασία. Δικαιολογημένα ο Καθ΄ου η αίτηση υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ιατρική γνωμάτευση που να επιβεβαιώνει αυτό τον ισχυρισμό της Αιτήτριας.
- Είναι η θέση του Καθ΄ου η αίτηση ότι η Αιτήτρια παρόλο που το πρόβλημά της παρουσιάστηκε περί το 2003-2004, η ίδια εργαζόταν κανονικά μέχρι και το 2012. Αυτή η θέση του Καθ΄ου η αίτηση δεν αμφισβητήθηκε ή αντικρούστηκε με οποιονδήποτε τρόπο, και συνεπώς γίνεται αποδεκτή.
- Ο ισχυρισμός του Καθ΄ου η αίτηση είναι ότι η Αιτήτρια είναι πτυχιούχος γραμματειακών σπουδών, χωρίς να αμφισβητηθεί ή να αντικρουστεί αυτός ο ισχυρισμός. Διαθέτει, συνεπώς, προσόντα για να εργοδοτηθεί και δεν πρόκειται περί ανειδίκευτου προσώπου.
- Η Αιτήτρια παράλειψε να πληροφορήσει το Δικαστήριο για τις οποιεσδήποτε προσπάθειες κατέβαλε για εξεύρεση εργασίας μετά τη διάσταση, παρόλο που έχει επισυνάψει στην ένορκη δήλωσή της, ως τεκμ. 12, βεβαίωση ότι είναι άνεργη.
- Η Αίτητρια στην παράγρ. 16(β) της ένορκης δήλωσής της αναφέρει ότι δεν μπορεί να εργαστεί σε «χειρονακτική [sic] εργασία» αλλά υπάρχουν τόσες άλλες εργασίες που θα μπορούσε να εργαστεί.
- Στην παράγρ. 17 της ένορκης δήλωσής της, η Αιτήτρια φαίνεται να συνδέει τη μη εργοδότησή της και με τη φροντίδα του ανηλίκου και την ανάγκη για χορήγηση ενέσιμης ινσουλίνης. Αυτό όμως δεν φαίνεται να το αναφέρει στην αίτησή της.»
Περαιτέρω, έκρινε ότι το εύρημα επί της εισοδηματικής της ικανότητας συναρτάται με το εύρημα επί του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι αυτή λαμβάνει επιδόματα. Όπως ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο, η εφεσίβλητη δεν αναφέρθηκε σε επιδόματα, ούτε δικογραφικά, ούτε στην ένορκή της δήλωση, παρά το ότι κλήθηκε από την υπεράσπιση να αποδείξει τα επιδόματα που λαμβάνει. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, όταν ζητήθηκε από το Δικαστήριο διευκρίνιση κατά πόσο η εφεσίβλητη λαμβάνει οποιοδήποτε επίδομα ως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα, έγινε αναφορά, χωρίς να δοθούν λεπτομέρειες, στη λήψη επιδομάτων.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη λαμβάνει επίδομα μονογονιού καθώς και επίδομα τέκνου με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:
«Η θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι λαμβάνει επίδομα μονογονιού, αλλά και η Δικαστική γνώση επί του θέματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια λαμβάνει επίδομα μονογονιού καθώς επίσης επίδομα τέκνου. Το συμπεράσμα αυτό δεν είναι αυθαίρετο αλλά εδράζεται στα στοιχεία που παρέχονται από τις Κρατικές Υπηρεσίες οι οποίες χορηγούν αυτά τα επιδόματα.»
Τελικά το ποσό των επιδομάτων κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι «αντί να αφαιρεθεί από τα συνολικά έξοδα του ανήλικου, να πιστωθεί στην εισοδηματική ικανότητα της Αιτήτριας. Εξάλλου, είναι στο δικό της λογαριασμό που, προφανώς, κατατίθενται».
Περαιτέρω, ανέφερε πως, παρόλο που η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι τα έξοδα του ανηλίκου ανέρχονται στα €760, εν τούτοις, στην αιτούμενη θεραπεία αξίωσε €500, κατά τρόπο που φαίνεται ότι η ίδια θα καλύπτει το υπόλοιπο ποσό των €260 το μήνα.
Το αίτημά της για διατροφή κρίθηκε ότι θα έπρεπε να απορριφθεί και το Δικαστήριο δεν εξέτασε την εισοδηματική της ικανότητα, καθότι δεν υπήρξε ικανοποιητική μαρτυρία προς τεκμηρίωσή της.
Το Δικαστήριο κατέληξε πως, ενόψει της ιδιαιτερότητας της κατάστασης της υγείας του ανήλικου και της ανάγκης για συνεχή φροντίδα και παρακολούθησή του, «δεν υπάρχει λόγος το Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα αναφορικά με τον λόγο.».
Ο εφεσείων δεν έδωσε οποιαδήποτε στοιχεία μαρτυρίας επί των οποίων το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει σε εύρημα ως προς το κατά πόσο η εφεσίβλητη εργαζόταν, όπως αυτός ισχυρίστηκε στην ένορκη του μαρτυρία. Ο ισχυρισμός παρέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και της θεωρίας, χωρίς τεκμηρίωση, και ορθά δεν έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο.
Από την άλλη, θεωρούμε ότι το Δικαστήριο έσφαλε όταν της πίστωσε τα ποσά που λαμβάνει από τα επιδόματα, αντί να αφαιρεθούν από τα έξοδα του παιδιού, για το οποίο δίδονται αυτά τα ποσά. Απουσιάζει μαρτυρία ως προς το ακριβές ποσό των επιδομάτων και από πότε άρχισε να εισπράττει τα επιδόματα η εφεσίβλητη, παρόλο που στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσίβλητης, γίνεται αναφορά σε είσπραξη επιδομάτων. Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης στην αγόρευσή του ουσιαστικά δέχεται ότι η εφεσίβλητη εισπράττει δύο επιδόματα, με τα οποία καλύπτει το ποσό των €260.
Στην απουσία μαρτυρίας ως προς το χρόνο που η εφεσίβλητη άρχισε να εισπράττει τα επιδόματα, καθώς και το ακριβές ποσό αυτών, κρίνουμε ότι θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τα έξοδα του ανήλικου αυτό το ποσό, τουλάχιστον από την ημερομηνία της απόφασης. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων αποδέχεται να καταβάλλει €300 μηνιαίως, ως συνεισφορά για τη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου, πλέον τα ιατρικά του έξοδα, κρίνουμε ότι αυτό είναι το ποσό που θα έπρεπε να επιδικαστεί από την ημερομηνία της απόφασης.
Ως προς την εισήγηση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε, στη βάση της Δ.30 Θ.7(α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να κλητεύσει αυτεπαγγέλτως την εφεσίβλητη για αντεξέταση, δεν κρίνουμε ότι ευσταθεί.
Η Δ.30 θ.7(α) προνοεί τα ακόλουθα:
« 7. Το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει για τις υποθέσεις που καλύπτονται από την παρ. 6 ανωτέρω, κατ' εξαίρεση και μόνο, διαταγή ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από διάδικο ή μάρτυρα που ήδη κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του ή στην περίπτωση της υποπαραγράφου (γ) κατωτέρω ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από μάρτυρα που δεν κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όπου το Δικαστήριο κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι επιβάλλεται η εξέταση ή αντεξέταση του διαδίκου ή του μάρτυρα.»
Όπως σαφώς προκύπτει από τον πιο πάνω κανονισμό, αυτός εφαρμόζεται κατ΄ εξαίρεση και μόνο. Ειδικότερα, στην περίπτωση όπου το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ενεργεί, θα πρέπει να υφίστανται τέτοιες περιστάσεις που να επιβάλλεται η άσκηση της εξουσίας που προνοείται στον Καν. 7(α). Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε διακριτική ευχέρεια όπως και εδικαιούτο και δεν κρίνουμε ότι οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που επιβάλλετο στο Δικαστήριο να εκδώσει οδηγίες αντεξέτασης της εφεσίβλητης. Σε καμία περίπτωση ο συνδυασμός των παραγράφων 6 και 7(α) δεν προνοεί αντεξέταση μάρτυρα από το Δικαστήριο ως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον εφεσείοντα.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα έξοδα. Ενόψει της επιτυχίας των λόγων έφεσης που αφορούν το ποσό που επιδικάστηκε ως συνεισφορά του εφεσείοντα δεν απαιτείται η εξέταση αυτού του λόγου.
Προτού τελειώσουμε θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε αυτό που σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της διαπίστωσής του ότι και οι δύο γονείς αγαπούν και ενδιαφέρονται για τον ανήλικο. Οι γονείς θα πρέπει να συνεργαστούν και να προσφέρουν στο παιδί τους κάθε δυνατή υποστήριξη, κυρίως ψυχολογική. Ένα παιδί που σε αυτή την κρίσιμη ηλικία που μπαίνει στην εφηβεία, αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, το οποίο απαιτεί καθημερινή θεραπεία, χρειάζεται όλη την αγάπη, φροντίδα και υποστήριξη των γονέων του.
Η έφεση επιτυγχάνει. Τα πρωτοδίκως εκδοθέντα διατάγματα τροποποιούνται, έτσι ώστε, από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, το ποσό που οφείλει να καταβάλλει ο εφεσείων για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του να ανέρχεται στο ποσό των €300 τον μήνα. Οι σχετικές αναφορές στα διατακτικά Α και Γ στο ποσό των €427 τροποποιούνται ανάλογα, ώστε το ποσό να ανέρχεται σε €300 από τις 8.3.2019. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της εφεσίβλητης.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ