ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 52/1980 - Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος του 1980
Ν. 9/1965 - Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965
ΚΕΦ.189 - Administration of Estates Law
ΚΕΦ.219 - Department of Lands and Surveys (Fees and Charges) Law
ΚΕΦ.224 - Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:D202
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2020)
24 Ιουνίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 18/02/2020 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡ. 445/2002.
_ _ _ _ _ _
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.5.2020
Μ. Τσαγκάρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τον Αιτητή.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Μαριλένα Μάρκου, Θεόδωρο
Μάρκου και Γεώργιο Μάρκου (Καθ΄ων η Αίτηση 1-3).
Α. Θέμης για Γ.Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον
P & P ICE CREAM PROPERTIES LTD (Καθ΄ης η Αίτηση 4).
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 18.2.2020 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σε αίτηση που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Διαχείρισης υπ΄ αρ. 445/2002, διάταγμα που επέτρεπε τη μεταβίβαση τεσσάρων ακινήτων επ΄ ονόματι της Εταιρείας P & P ICE CREAM PROPERTIES LTD «σε πλήρη ικανοποίηση της Πρωτόδικης απόφασης στην Αγωγή Αρ. 9644/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που επικυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2010, εναντίον των Διαχειριστών Γ. Μάρκου, Μ. Μάρκου και Θ. Μάρκου, της περιουσίας της αποβιωσάσης Χρυσάνθης Μάρκου, χωρίς την καταβολή οιασδήποτε μορφής φόρων και/ή τελών και/ή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και/ή μεταβιβαστικών τελών, προς τις αρμόδιες Αρχές και/ή τα αρμόδια Τμήματα.» (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου).
Στις 5.5.2020 δόθηκε άδεια στο Γενικό Εισαγγελέα να καταχωρήσει αίτηση certiorari προς ακύρωση του εν λόγω διατάγματος και prohibition που να εμποδίζει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από το να συνεχίσει την εκδίκαση της εν λόγω Αίτησης Διαχείρισης και να αποφασίσει επί της συμμόρφωσης του εκδοθέντος διατάγματος. Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία επιδόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση 1 - 4.
Στην ένορκη δήλωση του xxx Σιαλή, λειτουργού εσωτερικών προσόδων στο Τμήμα Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, γίνεται αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο αναφέρθηκε και στην αίτηση για άδεια και το επαναλαμβάνω για σκοπούς της παρούσας:
«. τα ακίνητα στα οποία αφορά το επίδικο διάταγμα ανήκαν στην αποβιώσασα Χρυσάνθη Χρυσοστόμου Μάρκου και έχουν εγγραφεί στο όνομα των Μ. Μάρκου και Θ. Μάρκου. Στα πλαίσια την Πολιτικής Έφεσης υπ΄ αριθμό 219/2010 το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, αποφάσισε ότι το Ταμείο Προνοίας του τακτικού προσωπικού των Εταιρειών Πατισερί Παναγιώτης και Παπαφιλίππου Λτδ και Παγωτά Παπαφιλίππου και Πατισερί Παναγιώτης Λτδ ορθά αξιώνει την εξόφληση από τους διαχειριστές της περιουσίας της αποβιωσάσης του χρέους της προς το Ταμείο.
Ακολούθως, το Ταμείο Προνοίας Υπαλλήλων P&P ICE-CREAM GROUP (πρώην Ταμείο Προνοίας του τακτικού προσωπικού των Εταιρειών Πατισερί Παναγιώτης και Παπαφιλίππου Λτδ και Παγωτά Παπαφιλίππου και Πατισερί Παναγιώτης Λτδ) με γραπτή συμφωνία εκχώρησε τα δικαιώματα που προέκυψαν από την πιο πάνω απόφαση στην εταιρεία P&P ICE-CREAM PROPERTIES LTD. Στις 28.6.2018 οι Θ. Μάρκου και Μ. Μάρκου, οι οποίοι ήταν ήδη ιδιοκτήτες των ακινήτων που αναφέρονται στο διάταγμα, συνήψαν συμφωνία με την πιο πάνω εταιρεία, με την οποία συμφώνησαν να τους μεταβιβάσουν τα εν λόγω ακίνητα προς πλήρη εξόφληση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις 18.6.2019 οι Θ. Μάρκου και Μ. Μάρκου υπέβαλαν στο Τμήμα Φορολογίας, ο καθένας ξεχωριστά, υπογραμμένες δηλώσεις διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα, προκειμένου να υλοποιήσουν τη συμφωνία ημερομηνίας 28.6.2018. Από τη δήλωση διάθεσης προκύπτει φόρος ύψους €13.735,80 και €3.967 αντίστοιχα για τα δύο πιο πάνω πρόσωπα. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη σχετική Νομοθεσία, με τη δήλωση διάθεσης αναγνωρίστηκε η διάθεση ιδιοκτησίας και κατ΄ επέκταση από αυτή τη διάθεση προκύπτει κεφαλαιουχικό κέρδος επί του οποίου επιβάλλεται φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών. Σύμφωνα με το άρθρο 17(2) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν.52/1980) ο φόρος περί κεφαλαιουχικών κερδών καταβάλλεται ανεξαρτήτως οποιασδήποτε ενστάσεως ή προσφυγής πριν τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας, εκτός εάν ο Διευθυντής διατάξει αναστολή της πληρωμής του φόρου ή μέρους αυτού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, ο Έφορος Φορολογίας διατάσσεται να επιτρέψει τη μεταβίβαση ακίνητης διατεθείσας περιουσίας πριν την καταβολή του εν λόγω φόρου και παρά το γεγονός ότι δεν διατάχθηκε από τον Έφορο Φορολογίας η αναστολή είσπραξης του φόρου αυτού.»
Αναφορικά με τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση, επίσης καταγράφονται στην απόφαση για άδεια και τα επαναλαμβάνω για σκοπούς της παρούσας:
«Το εν λόγω διάταγμα παραλήφθηκε από το Τμήμα Φορολογίας στις 10.3.2020, χωρίς να έχει από προηγουμένως οποιαδήποτε γνώση περί της υπόθεσης ή της έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Αποτελεί θέση του Αιτητή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, στα πλαίσια αίτησης διαχείρισης, δεν έχει δικαιοδοσία να απαλλάσσει οποιοδήποτε διοικούμενο από την υποχρέωση καταβολής τελών που επιβάλλονται βάσει Νόμου ή Κανονισμού, ούτε να αποφαίνεται εάν η περίπτωση εμπίπτει σε εξαιρέσεις δυνάμει του Νόμου. Τέτοια θέματα αποτελούν αρμοδιότητα του Εφόρου Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών και του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών. Το Δικαστήριο ενήργησε αναρμοδίως, με έλλειψη δικαιοδοσίας, καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, εκτός των πλαισίων του Νόμου, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.»
Οι καθ΄ ων η αίτηση 1 - 3 δεν καταχώρησαν ένσταση και κατά την ακρόαση της αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορός τους δήλωσε πως το Δικαστήριο νομιμοποιείται να ακυρώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα σε όση έκταση αφορά τη μη καταβολή φόρων και/ή τελών και/ή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και/ή μεταβιβαστικών τελών προς τις αρμόδιες Αρχές και ή τα αρμόδια Τμήματα.
Η καθ΄ ης η αίτηση 4 καταχώρησε ένσταση, η οποία βασίζεται σε αρκετούς λόγους, τους οποίους συνοψίζω:
· Η αίτηση για άδεια (44/2020) και η υπό κρίση αίτηση (50/2020) είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες.
· Υπάρχουν εναλλακτικά μέσα για την προσβολή του επίδικου διατάγματος.
· Οι αιτήσεις 44/2020 και 50/2020 είναι εκπρόθεσμες.
· Η αίτηση 44/2020 και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει είναι άκυρες, εφόσον στον τίτλο της αίτησης δεν συμπεριλήφθηκε ο αριθμός της αίτησης.
· Δεν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων ενταλμάτων.
· Δεν χωρεί εφαρμογή των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από την Δ.48 Θ.5 και η μη παροχή οδηγίας για επίδοση σε κάποιο πρόσωπο αποτελεί άσκηση διακριτικής εξουσίας και δεν μπορεί να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα.
· Η έκδοση του επίδικου διατάγματος έγινε εκτός των εξουσιών που παρέχονται από τον περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμο, Κεφ. 189, και/ή τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/1960) και/ή τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980 (Ν.52/1980) και/ή τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965 (Ν.9/1965) και/ή τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ. 224 και/ή τον περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο, Κεφ. 219, και/ή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
· Δεν παρουσιάστηκαν όλα τα στοιχεία για να ελεγχθεί η νομιμότητα του επίδικου διατάγματος.
· Δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Περαιτέρω, στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε από τη Μ. Παπαφιλίππου, Διευθύντρια της καθ΄ης η αίτηση 4, υποστηρίζονται οι λόγοι ένστασης και, γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων και σε γεγονότα που αφορούν το ιστορικό της υπόθεσης. Επιγραμματικά, αναφέρεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση 1-3 είχαν διορίσει δικολάβο για να προχωρήσει στις απαραίτητες διευθετήσεις και η καθ΄ης η αίτηση 4 υπέγραψε όλα τα έγγραφα που της ζητήθηκαν με στόχο τη μεταβίβαση. Η διαδικασία αυτή έγινε μετά από συνεννόηση του δικολάβου με το Τμήμα Φορολογίας. Στην πορεία, ο δικολάβος απεβίωσε και η διαδικασία δεν προχώρησε, με αποτέλεσμα να επέλθει καθυστέρηση και αναμένεται περαιτέρω καθυστέρηση σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών καταχώρησαν γραπτές εμπεριστατωμένες αγορεύσεις προς υποστήριξη των θέσεών τους, τις οποίες εξέτασα και θα αναφερθώ εκεί όπου χρειάζεται στα πλαίσια της παρούσας απόφασης.
Θα εξετάσω πρώτα την προβαλλόμενη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για άδεια. Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 18.2.2020, ενώ η αίτηση για άδεια στις 23.4.2020, μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 45 ημερών που προνοείται από τον Καν. 5 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018[1]. Ο αιτητής δεν υπήρξε διάδικος στην υπόθεση και, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου, μόλις στις 10.3.2010 έλαβε γνώση του διατάγματος το Τμήμα Φορολογίας. Πέραν τούτου, σύμφωνα με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) (Τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2020, οι χρονικές προθεσμίες για την καταχώρηση «οποιουδήποτε δικογράφου ή άλλου εγγράφου ή αιτήσεως, ή γενικά για την τέλεση ή την διεκπεραίωση οποιουδήποτε δικονομικού βήματος, αυτές αναστέλλονται λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού», με ισχύ από τις 16.3.2020.
Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος ένστασης δεν ευσταθεί.
Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι ο αριθμός της αίτησης δεν συμπεριελήφθη στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για άδεια. Ούτε αυτός ο λόγος ένστασης ευσταθεί. Στην ένορκη δήλωση η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση αναγράφεται ο τίτλος της υπόθεσης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για την ένορκη δήλωση που αφορούσε τη συγκεκριμένη αίτηση και η παράλειψη αναφοράς του Αρ. Αίτησης ουδεμία ακυρότητα μπορεί να επιφέρει.
Ως προς την ουσία, αποτελεί θέση του αιτητή πως, στα πλαίσια των διαδικασιών διαχείρισης κληρονομιών, ο ρόλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι περισσότερο επικουρικός, με την έννοια ότι ελέγχει, όπου απαιτείται, κατά πόσο η διαδικασία της διαχείρισης ακολουθείται. Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε μετά από ενδιάμεση αίτηση που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της αίτησης διαχείρισης και όχι στο πλαίσιο εναρκτήριας αίτησης. Ο περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Αποβιωσάντων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1995 δεν παραπέμπει στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
Σύμφωνα με τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980 (Ν.52/1980), επιβάλλεται η καταβολή φόρου επί κέρδους, λόγω διάθεσης ιδιοκτησίας, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου και ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του Νόμου. Ο Διευθυντής προβαίνει σε βεβαίωση του πληρωτέου φόρου και, σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ως προς τον πληρωτέο φόρο, τότε υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης ένστασης και προσφυγής. Το ίδιο και με βάση τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο του 1965 (Ν.9/1965), όπου δίδεται εξουσία στον Διευθυντή να καθορίζει τα τέλη και τα δικαιώματα τα οποία πρέπει να καταβληθούν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο για να μπορεί να γίνει αποδεκτή η δήλωση μεταβίβασης. Τόσο ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, όσο και ο Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ασκούν διοικητική λειτουργία και παράγουν διοικητικές αποφάσεις οι οποίες, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Διοικητικό Δικαστήριο. Συνεπώς, στερείτο εξουσίας το Επαρχιακό Δικαστήριο να αποφασίσει σε σχέση με τη μη καταβολή οποιασδήποτε μορφής φόρων ή τελών προς τις αρμόδιες Αρχές για τη μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων και, ως εκ τούτου, το εκδοθέν από το Επαρχιακό Δικαστήριο διάταγμα παραβαίνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επιπλέον, εφόσον δεν δόθηκε η ευκαιρία στα αρμόδια Τμήματα να ακουστούν, προτού αποφασιστεί η μη καταβολή των φόρων και τελών, υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση 4, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει εμφανής πλάνη νόμου από το κείμενο του επίδικου διατάγματος, επισημαίνοντας πως υπάρχει μεγάλος αριθμός εξαιρέσεων στην υποχρέωση καταβολής του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, καθώς επίσης και αρκετές εξαιρέσεις στην υποχρέωση καταβολής μεταβιβαστικών τελών στον Πίνακα του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, Κεφ. 219. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, είχε τη δυνατότητα να κρίνει κατά πόσο η παρούσα περίπτωση ενέπιπτε στην υποχρέωση καταβολής φόρου, ενώ το παρόν Δικαστήριο δεν έχει τέτοια δυνατότητα στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, προβάλλει πως η δικαστική εξουσία έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να ερμηνεύει τη νομοθεσία. Συνεπώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε κάθε δικαίωμα να ερμηνεύσει τις πρόνοιες των σχετικών νομοθεσιών και να κρίνει κατά πόσο θα έπρεπε να καταβληθεί κάποιος φόρος. Προς τούτο παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 33 του Κεφ. 189, στον Πίνακα του Κεφ. 219, στο άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) και ως προς την ευρύτατη εξουσία έκδοσης διαταγμάτων, ενδιάμεσων και τελικών, παρέπεμψε στο άρθρο 32 του Ν.14/1960. Κατέληξε, συναφώς, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα, ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του και χωρίς να διαφαίνεται οποιαδήποτε έκδηλη νομική πλάνη.
Η άδεια δόθηκε γιατί κρίθηκε πως είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση υπέρβασης δικαιοδοσίας και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, καθώς επίσης και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον τα αρμόδια Τμήματα δεν έλαβαν γνώση της διαδικασίας. Περαιτέρω, κρίθηκε πως δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία και, εν πάση περιπτώσει, εφόσον είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως έλλειψη δικαιοδοσίας, υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την παραχώρηση προνομιακής θεραπείας.
Ένταλμα certiorari εκδίδεται είτε εκεί όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή την υπερέβη είτε όπου εντοπίζεται προφανές νομικό σφάλμα στο «πρακτικό» της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου (Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Περαιτέρω, ένταλμα certiorari εκδίδεται εκεί όπου εντοπίζεται έκδηλη πλάνη περί το νόμο, ή προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας (Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Β ΑΑΔ 1010). Σε κάθε περίπτωση, με το ένταλμα certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της απόφασης και όχι η ορθότητά της.
Εν προκειμένω, το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια αίτησης που καταχωρήθηκε σε διαδικασία διαχείρισης περιουσίας, όπου, όπως ορθά υποδείχθηκε από την κα Τσαγκάρη, ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι κυρίως να ελέγχει κατά πόσο η διαδικασία της διαχείρισης ακολουθείται σύμφωνα με το νόμο και εντός των χρονικών περιορισμών. Περαιτέρω, το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει, στα πλαίσια διαχείρισης, την εξουσία να διατάξει, μεταξύ άλλων, πώληση ή διάθεση οποιουδήποτε μέρους της κληρονομιάς.
Όμως, αναφορικά με το κατά πόσο για οποιαδήποτε διάθεση περιουσίας απαιτείται η καταβολή οποιουδήποτε φόρου σύμφωνα με τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980 (Ν.52/1980), αρμόδιος είναι ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Η δε απόφαση του αποτελεί διοικητική απόφαση η οποία υπόκειται σε αναθεώρηση από το Διοικητικό Δικαστήριο. Το ίδιο συμβαίνει και με την υποχρέωση καταβολής τελών ή άλλων δικαιωμάτων στο Κτηματολόγιο για να γίνει αποδεκτή η δήλωση μεταβίβασης ακινήτου περιουσίας σύμφωνα με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο του 1965 (Ν.9/1965). Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο οποίος ασκεί διοικητική λειτουργία, είναι υπεύθυνος να καθορίζει τα τέλη και τα δικαιώματα τα οποία πρέπει να καταβληθούν στο Κτηματολόγιο σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι δε αποφάσεις του υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Διοικητικό Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος.
Η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση 4 ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το Νόμο και πως υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις στους αντίστοιχους Νόμους που προνοούν τόσο για την καταβολή κεφαλαιουχικών κερδών όσο και για την καταβολή τελών, δεν ευσταθεί. Το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί του κατά πόσον απαιτείται η καταβολή φόρου ή τελών ή άλλων δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εξουσία δυνάμει του άρθρου 33 του Κεφ. 189 να διατάξει, μεταξύ άλλων, την πώληση ή τη διάθεση περιουσίας και να υποβάλει προς τούτο όρους, δεν σημαίνει ότι του παρέχεται και η εξουσία να αποφασίζει για τους φόρους περί κεφαλαιουχικών κερδών ή τέλη ή άλλα δικαιώματα που, με βάση τους νόμους που προανέφερε, εξουσία έχουν για τον καθορισμό τους οι Διευθυντές των αντίστοιχων τμημάτων. Σε περίπτωση δε αμφισβήτησης της επιβολής τέτοιων φόρων ή τελών μόνο το Διοικητικό Δικαστήριο έχει εξουσία να αναθεωρήσει την απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει διάταγμα απαλλαγής καταβολής φόρων και/ή τελών και/ή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και/ή μεταβιβαστικών τελών προς τις αρμόδιες Αρχές και/ή τα αρμόδια Τμήματα. Με αυτά τα δεδομένα, η περίπτωση θεωρείται εξαιρετική από μόνη της και καθιστά δυνατή την έκδοση προνομιακού διατάγματος ανεξάρτητα αν υφίσταται άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο (Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257, Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα», σελίδες 166-167). Δεν απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου εγερθέντος ζητήματος.
Για τους πιο πάνω λόγους, εκδίδεται ένταλμα τύπου Certiorari και ακυρώνεται το μέρος του επίδικου διατάγματος με το οποίο δίδεται απαλλαγή καταβολής φόρων και/ή τελών και/ή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και/ή μεταβιβαστικών τελών προς τις αρμόδιες Αρχές και/ή τα αρμόδια Τμήματα. Ενόψει της έκδοσης του πιο πάνω εντάλματος, δεν απαιτείται η έκδοση εντάλματος τύπου Prohibition.
Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Νοείται ότι δε θα επιδικαστούν έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση 1-3 για την ακρόαση της αιτήσεως.
Κ. Σταματίου,
/ΧΤΘ Δ.
[1] 5.(1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.