ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A201
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 342/13)
24 Ιουνίου, 2020
[A.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
MELIADOR HOLDINGS LIMITED,
Εφεσείοντες,
και
D.E. WAFERS DISTRIBUTOR LIMITED,
Εφεσίβλητοι.
― ― ― ― ―
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους εφεσείοντες.
Στ. Στυλιανού, για τους εφεσίβλητους.
------------------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι, που είναι συνεταιρισμός ο οποίος ασχολείται με την παραγωγή και πώληση χωνακιών παγωτού, συμφώνησαν με τους εφεσείοντες, που διατηρούσαν εργοστάσιο παραγωγής παγωτού, όπως τους προμηθεύουν χωνάκια παγωτού στο εργοστάσιο τους. Η συμφωνία έγινε από τηλεφώνου μεταξύ των διευθυντών των διαδίκων μερών, ΜΕ1 και ΜΥ1 αντίστοιχα. Η συμφωνία λειτούργησε από το Μάρτιο του 2007 μέχρι τον Αύγουστο του 2007, περίοδο κατά την οποία οι εφεσίβλητοι παρέδιδαν χωνάκια στους εφεσείοντες και οι τελευταίοι πλήρωναν τα σχετικά τιμολόγια. Με βάση τις παραδόσεις και τις πληρωμές που έγιναν στο τέλος της περιόδου οι εφεσείοντες εξακολουθούσαν να οφείλουν το ποσό των €514,29. Το Σεπτέμβρη του 2007 ο ΜΕ1 παρέδωσε στον ΜΥ1 τη σχετική κατάσταση λογαριασμού και ζήτησε εξόφληση του υπολοίπου. Οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν και την τελευταία φορά που μίλησαν σχετικά ο ΜΥ1 ανέφερε στον ΜΕ1 να του στείλει γράμμα με δικηγόρο και θα το κανονίσει. Ούτε όμως και τότε υπήρξε συμμόρφωση. Προέκυψε η αγωγή που οδήγησε στην υπό εξέταση τώρα έφεση.
Στα πλαίσια της αγωγής μαρτυρία έδωσαν μόνο τα δύο εν λόγω πρόσωπα. Το δικαστήριο παρέθεσε τη μαρτυρία και έδωσε πλήρη εξήγηση γιατί θεώρησε αξιόπιστο τον ΜΕ1 και καθόλου αξιόπιστο τον ΜΥ1, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του στο σύνολο της.
Η παρούσα έφεση προσβάλλει την αξιολόγηση τόσο ευθέως, όσο και κατά τρόπο συγκαλυμμένο με ανάπτυξη λόγων και επιχειρημάτων οι οποίοι στην πραγματικότητα απολήγουν σε αμφισβήτηση του έργου της αξιολόγησης και της διατύπωσης ευρημάτων. Ακόμα περαιτέρω με την προφορική επιχειρηματολογία ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων επεξέτεινε το πλαίσιο της έφεσης εγείροντας και ζητήματα που δεν τέθηκαν στους λόγους έφεσης, ιδιαίτερα μάλιστα το ζήτημα της μη δίκαιης δίκης.
Σε ότι αφορά την προσπάθεια ανατροπής της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι γνωστή και παγιωμένη η νομολογία. Κατ΄ εξοχήν αρμόδιο για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων και να καταλήξει σε ευρήματα είναι το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Το Εφετείο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όταν τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).
Σε ότι αφορά τις άλλες πτυχές που τέθηκαν, αν και επαναλαμβάνουμε ότι δεν ήταν παρά συγκαλυμμένη προσπάθεια προσβολής της αξιολόγησης και της διατύπωσης ευρημάτων, δεν βρίσκουμε να έχει, εν πάση περιπτώσει, σημασία το γεγονός που τονίστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι δεν κάλεσαν ως μάρτυρα τον Κ.Ν. ο οποίος ήταν ο διανομέας τους που κατ΄ ισχυρισμόν παρέδιδε τα χωνάκια στο εργοστάσιο των εφεσειόντων. Αυτή θα ήταν η «καλύτερη μαρτυρία», εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους, ενώ η μαρτυρία που προσέφερε ο ΜΕ1 περί τούτου ήταν εξ ακοής. Ο Κ.Ν. ήταν «άνθρωπος κλειδί» και το γεγονός ότι δεν κλητεύθηκε είχε ως αποτέλεσμα να μην είχαν την ευκαιρία οι εφεσίβλητοι να τον αντεξετάσουν και ως εκ τούτου δεν έτυχαν δίκαιης δίκης.
Πέραν του ότι, ως άνω, λόγος έφεσης περί μη δίκαιης δίκης δεν υπάρχει, παρά μόνο έγινε αναφορά στο ότι δεν κλήθηκε ο Κ.Ν. στα πλαίσια αιτιολογίας άλλου λόγου έφεσης, η ουσία της υπόθεσης είναι ότι το δικαστήριο έκρινε, ως το αρμόδιο δικαστήριο και για πολύ καλούς λόγους, ως αξιόπιστο τον ΜΕ1, από τη μαρτυρία του οποίου ήταν αναπόφευκτα τα ευρήματα στα οποία κατέληξε. Όχι μόνο ήταν το πρόσωπο που συνήψε την επίδικη συμφωνία με τον ΜΥ1, αλλά αυτή η συμφωνία λειτούργησε, οι εφεσείοντες πλήρωναν έναντι και όταν παρέμεινε υπόλοιπο έλαβε χώρα και η συνάντηση με τον ΜΥ1, ο οποίος ουδόλως αμφισβήτησε την οφειλή, πολύ περισσότερο την ίδια την εμπορική σχέση, αλλά αντίθετα άφησε να νοηθεί ότι με την επιστολή του δικηγόρου θα διευθετείτο. Δεν υπήρχε ανάγκη άλλου μάρτυρα επί της εικασίας που προβλήθηκε στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 3 με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο «και γιατί να αποκλειστεί η πιθανότητα ο διανομέας των εναγόντων (να) ψεύδεται ότι αυτός μετέφερε τα εμπορεύματα στην Αραδίππου και ότι τα παρέδωσε σε κάποιον Σ. και ότι αυτός ο Σ. είναι υπάλληλος των εναγομένων και ότι οι υπογραφές επί των δελτίων ανήκουν στον εν λόγω Σ.»
Όχι μόνο δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, αλλά τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτελούσαν μονόδρομο λογικής και νομικής προσέγγισης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/φκ