ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Αχ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα. Αρ. Κορακίδου (κα), για την Εφεσίβλητη 1. Αντ. Μελάς, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-06-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α. v. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2013), 24/6/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A200

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2013)

 

24 Ιουνίου, 2020

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΔΙΑΚΑΤΟΧΗ ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ) ΝΟΜΟ, ΑΡΘΡΑ 61 ΚΑΙ 80 ΤΟΥ ΚΕΦ. 224

 

xxx xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Καθ΄ης η Αίτηση Αρ. 1,

 

ΚΑΙ

 

1.   xxx ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια,

 

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητος/Καθ΄ου η Αίτηση Αρ. 2.

 

_ _ _ _ _ _

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα.

Αρ. Κορακίδου (κα), για την Εφεσίβλητη 1.

Αντ. Μελάς, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον

 Εφεσίβλητο 2.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αίτηση - έφεση η εφεσίβλητη αξίωσε και τελικά πέτυχε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 11.11.2008 και 18.3.2009, αντίστοιχα, για ισχυριζόμενη διόρθωση λάθους του επίσημου εν χρήσει σχεδίου.

 

Συγκεκριμένα, ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας-εφεσίβλητος 2 απέστειλε στις 11.11.2008 ειδοποίηση στην εφεσίβλητη 1, σύμφωνα με το άρθρο 61(3) του Κεφ. 224, με την οποία την πληροφορούσε τα ακόλουθα:

 

«Επειδή το κτήμα με αριθμό τεμαχίου 330, του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου 4x/x0 χωρ., κλίμακα 1:1250, είναι εγγεγραμμένο στο όνομα σας με αριθμό εγγραφής 8xx6 με ημερομηνία 05.01.2000 στα όρια της Κοινότητας Λετύμπου για το όλο μερίδιο.

 

Και επειδή ύστερα από λανθασμένο σχεδίασμα, τοποθετήθηκαν εκ παραδρομής τα δύο συνδετικά σημεία που παρουσιάζονται στο τεμάχιο 330, στο συνημμένο σχέδιο Α, με αποτέλεσμα να φαίνεται λανθασμένα ότι μέρος του δημόσιου αδιεξόδου που φαίνεται στο εν χρήσει σχέδιο με κίτρινο χρώμα, αποτελεί μέρος του κτήματος σας και ότι το σύνορο του κτήματος σας συμπίπτει με την μαύρη γραμμή με στοιχεία Δ-Ε-Ζ στο σχέδιο.

 

Και επειδή η ορθή θέση των συνόρων του τεμαχίου 330 φαίνεται με μαύρο χρώμα και στοιχεία Α-Β-Γ στο σχέδιο, με την διαγραφή των εν λόγω συνδετικών σημείων που φαίνονται με κόκκινο χρώμα στο σχέδιο.

 

Και επειδή η πιο πάνω εγγραφή 8xx6 έχει προκύψει από συγχώνευση των τεμ. 457/1 του Φ/Σχ. 4x/x0, στην κλίμακα 1:5000 που δείχνεται με μπλέ χρώμα στο συνημμένο σχέδιο Β και του τεμ. 192 του Φ/Σχ. 4x/x0 που δείχνεται με κίτρινο χρώμα στο συνημμένο σχέδιο Α στην κλίμακα 1:1250 και επειδή θα πρέπει να υιοθετηθεί σαν εν χρήσει σχέδιο για ολόκληρο το κτήμα το σχέδιο «Α», στην κλίμακα 1:1250.

 

Και επειδή υπάρχει ζήτημα λάθους όπως προνοείται στο άρθρο 61 των Νόμων που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Γι΄ αυτό, ασκώντας τις εξουσίες που μου χορηγεί το άρθρο 61(3) των Νόμων που αναφέρονται πιο πάνω, σας δίνω ειδοποίηση ότι προτίθεμαι να διορθώσω το λάθος αυτό (α) αντικαθιστώντας το σύνορο που φαίνεται με στοιχεία Δ-Ε-Ζ, με το σύνορο που φαίνεται με στοιχεία Α-Β-Γ, με την διαγραφή των δύο συνδετικών σημείων που φαίνονται στο εν λόγω σχέδιο και την εγγραφή του μέρους που φαίνεται με πράσινο χρώμα στο σχέδιο σαν δημόσιο αδιέξοδο. Σημειώνεται ότι το εμβαδό του ακινήτου σας θα παραμείνει το ίδιο, όπως αναγράφεται στο τίτλο σας, δηλαδή 849 τ.μ., και (β) με την ενοποίηση των δύο τεμαχίων 457/1 και 192, σε ένα τεμάχιο (νέο 330), το οποίο να εμπίπτει στην κλίμακα 1:1250, όπως φαίνεται με κίτρινο και μπλέ χρώμα στο σχέδιο Α.»

 

Η εφεσίβλητη 1, με επιστολή της ημερομηνίας 2.12.2008, υπέβαλε ένσταση και ο Διευθυντής, με επιστολή του ημερομηνίας 18.3.2009, την απέρριψε, ειδοποιώντας την παράλληλα ότι αποφάσισε να προβεί στη διόρθωση του λάθους, σύμφωνα με την επιστολή του ημερομηνίας 11.11.2008. Σε περίπτωση διαφωνίας της θα μπορούσε να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο, κάτι το οποίο έπραξε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε, όπως την αξιολόγησε, κατέληξε ότι η θέση του Διευθυντή όπως εκφράστηκε στην απόφασή του δεν αποτελεί διόρθωση λάθους ή αφαίρεση «κλειδιών» από το εν χρήσει σχέδιο και συνεπώς δεν μπορούσε να διορθωθεί με βάσει το άρθρο 61(1) του Κεφ. 224.

 

Με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα για να εκδικάσει την αίτηση/έφεση.

 

Το ζήτημα της καθ΄ ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εγέρθηκε και πρωτοδίκως κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Στην αγόρευση της η ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ΄ης η αίτηση 1 εγείρει θέμα καθ΄ύλη  αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, φυσικά δεν το εγείρει στην ένσταση της, όμως ως θέμα που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, θα προχωρήσω να το εξετάσω (βλ. xxx Γεωργίου ν. xxx Γεωργίου (2001) 1 ΑΑΔ σελ. 1592. 

 

Αποτελεί γεγονός ότι στην αίτηση δεν υπάρχει μνεία για την αξία της επίδικης διαφοράς και δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να καθορίζει την αξία της επίδικης διαφοράς.  Το Πρωτοκολλητείο με βάση τα χαρτόσημα που επισύναψε στην αίτηση της η Αιτήτρια έθεσε την υπόθεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή.  Η διαδικασία προχώρησε με βάση το άρθρο 61 του Κεφ. 224 και εφεσιβλήθηκε η θέση των Διευθυντή ότι θα προχωρήσει σε διόρθωση λάθους. Συνεπώς εδώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε πράξη αφαίρεσης αξίας γης (βλ. Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. xxx Αγρότη κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ σελ. 320).  Ως εκ τούτου η εκδίκαση της αίτησης ορθά τέθηκε ενώπιον επαρχιακού Δικαστή.»

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας πως η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην αίτηση-έφεση ως προς την αξία της επίδικης διαφοράς και η μη προσκόμιση μαρτυρίας ως προς αυτή, κάτι που αναγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθιστούσε αδύνατο τον καθορισμό της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Τα χαρτόσημα που επισυνάφθηκαν στην αίτηση δεν αποτελούν αποδεκτό τρόπο καθορισμού της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας ή της αξίας της διαφοράς. Το δε συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε πράξη αφαίρεσης γης έρχεται σε αντίθεση με το άλλο συμπέρασμά του, στο οποίο θεωρεί ότι η διαφορά είναι θέμα διαφοράς ως προς την ιδιοκτησία και όχι διόρθωσης λάθους. Προς υποστήριξη των θέσεών της η εφεσείουσα παρέπεμψε στην υπόθεση Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. xxx xxx Αγρότη κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ 320.

 

Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης προβάλλει πως, εφόσον δεν τέθηκε η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως λόγος ένστασης, δεν έπρεπε να εξεταστεί. Παρά ταύτα, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση προσθέτοντας πως αντικείμενο της αίτησης-έφεσης ήταν η κοινοποιηθείσα απόφαση του Διευθυντή, με την οποία ο ίδιος ισχυριζόταν ότι καμία μείωση δεν θα γινόταν στην έκταση του τεμαχίου της εφεσίβλητης. Επιπρόσθετα, το τεμάχιο 330 σε καμία περίπτωση δεν αξίζει περισσότερο από €100.000, ως διαφάνηκε από τον τίτλο ιδιοκτησίας, ο οποίος κατατέθηκε και αναγράφει ως αγοραία αξία ολοκλήρου του τεμαχίου κατά το 1980 το ποσό των ΛΚ3.000 και δεν υπήρχαν κτήρια στην έκταση την οποία ο Διευθυντής καθόρισε ως πέρασμα. Δεν υπάρχει, επίσης, μαρτυρία στα έγγραφα του Κτηματολογίου ως προς την ακριβή έκταση που καταλαμβάνει το φερόμενο ως πέρασμα.

 

Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών. Κρίνεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της δικαιοδοσίας υπό τις περιστάσεις. Η δικαιοδοσία, αν και εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, πρέπει να εγείρεται στη δικογραφία όταν αυτή τελεί υπό την αίρεση γεγονότων που πρέπει να αποδειχθούν. Το βάρος το επωμίζεται ο διάδικος που εγείρει την έλλειψη δικαιοδοσίας. Εκτός και αν τα γεγονότα που την υποστηρίζουν είναι διαυγή και σαφή, ο εγείρων το ζήτημα οφείλει και να παραθέσει τα στοιχεία εκείνα που καθιστούσαν το Δικαστήριο αναρμόδιο να επιληφθεί συγκεκριμένης υπόθεσης. Εξ' ού και η Δ.27 θ.1 προνοεί την έγερση νομικού σημείου δια της δικογραφίας, το οποίο ενδεχομένως να κρίνει και την όλη υπόθεση εξαρχής, κατά τη θ.2 της ίδιας Διαταγής. Παρόμοια και η Δ.19 θ.13, προδιαγράφει την αναγκαιότητα έγερσης όλων εκείνων των θεμάτων που καθιστούν την αγωγή, μεταξύ άλλων, μη διατηρήσιμη.

 

Εδώ η εφεσείουσα έπρεπε να εγείρει το σημείο της δικαιοδοσίας προσφέροντας ταυτόχρονα μαρτυρία απτή ως προς την αξία του επίδικου κτήματος, ώστε να υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του επαρχιακού Δικαστή. Δεν το έπραξε, όμως, ενώ το εγερθέν σημείο δικαιοδοσίας, εφόσον αφορούσε την κλίμακα της αγωγής, ήταν αδύνατο να αποφασιστεί χωρίς γεγονότα.

 

Η υπόθεση Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. xxx xxx Αγρότη κ.ά. (πιο πάνω), στην οποία παρέπεμψε τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και ο εφεσείων, επίσης αφορούσε διόρθωση λάθους στο κτηματολογικό μητρώο, δυνάμει του άρθρου 61, του Κεφ. 224. Διαφοροποιείται, όμως, ως προς τα γεγονότα με την παρούσα. Σε εκείνη την υπόθεση είχε προκύψει αναντίλεκτη μαρτυρία ως προς την αξία της γης που αφαιρείτο με την κρινόμενη απόφαση του Διευθυντή. Στη βάση αυτής της μαρτυρίας η υπόθεση θα έπρεπε να εκδικαστεί από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο (ως υφίστατο τότε) που είχε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου και όχι ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή. Ως αποτέλεσμα, διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Εν προκειμένω, δεν υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα που να υποδηλώνουν ότι η αξία της γης που επηρεάζεται από την απόφαση του Διευθυντή υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαφορά δεν ενέπιπτε εντός της δικαιοδοσίας του Διευθυντή του Κτηματολογίου δυνάμει του άρθρου 61 του Κεφ. 224, η οποία να αφορούσε σε διόρθωση λάθους και ότι, αντιθέτως, συνιστούσε θέμα διαφοράς ως προς την ιδιοκτησία, κάτι το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Με αναφορά στην υπόθεση Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. Σταύρου κ.ά., Πολ. Έφ. 156/2010, ημερομηνίας 24.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A211, και στη βάση της έκθεσης γεγονότων που κατατέθηκε εκ μέρους του Διευθυντή του Κτηματολογίου και της μαρτυρίας του Γ. Π., προκύπτει πως η απόφαση του Διευθυντή βασίζεται σε παράλειψη ενεργειών που φαίνονται ξεκάθαρα μέσα από τα έγγραφα, σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου και δεν χρειαζόταν επί τούτου εξωγενής έρευνα. Σημειώνεται, περαιτέρω, πως το εμβαδόν του ακινήτου της εφεσίβλητης παρέμεινε το ίδιο, ενώ η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε επαρκή μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών της. Συνακόλουθα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται από την υπάρχουσα μαρτυρία.

 

Από την άλλη, η εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση παραπέμποντας σε νομολογία και σε αποσπάσματα από την απόφαση και από τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί. Η κα Κορακίδου τόνισε πως στα έγγραφα του Κτηματολογίου δεν υπήρχε πέρασμα προς όφελος του Τεμαχίου 457/2 και εις βάρος των Τεμαχίων 457/1 και 192 που ανήκουν στην εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακόμη και μετά την αντεξέταση των μαρτύρων, δεν μπορούσε να καταλήξει στην ύπαρξη του ισχυριζόμενου λάθους και να εκφράσει με βεβαιότητα τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, συνηγορεί και αποτελεί ένδειξη της πολυπλοκότητας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των ιδιοκτητών των εμπλεκομένων ακινήτων και της ανάγκης για περαιτέρω εξακρίβωση του περάσματος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Π., υπήρχε και δυτικά του Τεμαχίου 152 πέρασμα και δε φάνηκε από τη μαρτυρία σε ποιο πέρασμα αναφέρονταν τα Τεκμήρια ΙΒ, Δ και Ε. Επιπλέον, στα σχεδιαγράμματα της Αίτησης 223/66 δεν υπήρχαν συνδετικά κλειδιά, στο Τεκμήριο 6 δεν αναγραφόταν «passage», το  Τεκμήριο Ζ δεν αναφερόταν σε πέρασμα, τα Τεκμήρια Ε, ΣΤ και ΙΒ ήταν αντιφατικά και η ιδιοκτήτρια του Τεμαχίου 457/1 και 192 δεν υπέγραψε την Αίτηση, Τεκμήριο ΙΔ. Συνεπώς, τα έγγραφα του Κτηματολογίου ήταν αντιφατικά και ελλιπή και το Δικαστήριο δεν προέβη σε κατάληξη ευρημάτων ως προς το πέρασμα διότι χρειαζόταν περαιτέρω μαρτυρία.

 

Το άρθρο 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 προνοεί τα ακόλουθα:

«61.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, και κάθε τέτοιο Μητρώο, βιβλίο, σχέδιο ή πιστοποιητικό εγγραφής που διορθώθηκε με τον τρόπο αυτό έχει την ίδια εγκυρότητα και ισχύ όπως αν το λάθος αυτό ή η παράλειψη αυτή να μην είχε γίνει.

(2) Όταν λόγω λάθους, παράλειψης, ψευδούς βεβαίωσης ή ψευδούς παράστασης που έγινε καλή τη πίστει ή δόλια, διενεργηθεί οποιαδήποτε εγγραφή σε οποιοδήποτε βιβλίο Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ο Διευθυντής δύναται, μετά την διαπίστωση των αληθινών γεγονότων, να προβεί σε ακύρωση της εγγραφής αυτής καθώς και κάθε πιστοποιητικού που σχετίζεται με την εγγραφή αυτή.

(3) Καμιά τροποποίηση, διόρθωση ή ακύρωση δεν διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή (2) εκτός αν δοθεί από το Διευθυντή προηγούμενη ειδοποίηση τριάντα ημερών σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεάζεται από αυτή, και οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται, εντός της περιόδου των τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η ειδοποίηση αυτή, να καταχωρήσει ένσταση στο Διευθυντή ο οποίος για τούτο εξετάζει αυτή και δίνει ειδοποίηση για την απόφαση του επί αυτής στον ενιστάμενο.»

 

Με το άρθρο 80 του Κεφ. 224 δίδεται η δυνατότητα σε πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από την απόφαση του Διευθυντή να προσφύγει με έφεση στο Δικαστήριο, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.

 

Στην υπόθεση Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. Σταύρου κ.ά. (πιο πάνω) αναλύονται οι αρχές που διέπουν το θέμα μέσα από την παρατεθείσα νομολογία ως ακολούθως:

 

«Στην υπόθεση Papaloizou vThemistokleous 22 CLR 177, κρίθηκε ότι το άρθρο 59 του παλαιού Νόμου, που αντιστοιχεί στο σημερινό άρθρο 61 του Κεφ. 224, προσφέρεται όπου υπάρχει ισχυρισμός για λάθη στα βιβλία ή σχέδια του Κτηματολογίου.  Όπως εξηγήθηκε περαιτέρω στη Λοΐζου ν. Πολεμίτη (1998) 1Γ ΑΑΔ 1349, ένα τέτοιο θέμα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Διευθυντή στον οποίο και θα πρέπει να παραπέμπεται και «μόνο αφού αυτός αποφασίσει μπορεί το θέμα να αχθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με Έφεση».

 

Όμως σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ περιουσιακής διαφοράς και παράλειψης ή λάθους του Κτηματολογίου, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί αρκετή νομολογία επί του θέματος.  Στη Hassidoff vSanti and others (1970) 1 CLR 220, η οποία αφορούσε διπλή εγγραφή, κρίθηκε ότι η περίπτωση ήταν προφανώς περίπτωση που τα δικαιώματα των διαδίκων θα έπρεπε να αποφασιστούν από δικαστήριο στα πλαίσια αγωγής.  Θεωρήθηκε ότι δεν θα ήταν ασφαλές υπό τις συνθήκες της υπόθεσης εκείνης, που απαιτείτο η λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας και μάλιστα μη αποδεκτής κατά το δίκαιο της απόδειξης, να αφεθεί το θέμα για να αποφασιστεί από το Διευθυντή με απλή σύγκριση στοιχείων που υπήρχαν στους φακέλους του Κτηματολογίου.  Τα νομολογηθέντα στη Hassidoff, επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια στη Socratous vMezou (1975) 1 CLR 62, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής, σε ελεύθερη μετάφραση: -

 

«Έχοντας εξετάσει τις υποθέσεις εκείνες, έχουμε την εντύπωση ότι η τάση που προκύπτει από τις πρόσφατες αυθεντίες είναι ότι όταν χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία από το διευθυντή αναφορικά με νομικά δικαιώματα σε γη, για να είναι σε θέση να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματολογικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, ο μηχανισμός που προβλέπεται από το α.61 δεν πρέπει να ενεργοποιείται, γιατί η θεραπεία επαφίεται στα Πολιτικά Δικαστήρια με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες που αφορούν ένορκη μαρτυρία, αποδεκτότητα μαρτυρίας και γενικά τους βασικούς κανόνες απονομής της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο αυτό δεν έχει αμφιβολία ότι, τόσο ως θέμα αρχής και αυθεντίας, οι δηλώσεις που αναφέρονται από πρόσφατη νομολογία είναι ορθές, και τις υιοθετεί.»

 

Στην Παναγιώτου ν. Χ΄΄Κυριάκου (1991) 1 AAΔ 362, αναφέρθηκε ότι η διαδικασία του άρθρου 61 του Κεφ. 224 περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που το λάθος μπορεί εύκολα να βρεθεί και να διορθωθεί από στοιχεία εντός του Κτηματολογίου, χωρίς να παρίσταται ανάγκη για έρευνα εκτός του Κτηματολογίου και λήψη μαρτυρίας η οποία ενίοτε μπορεί να είναι και περίπλοκη (βλ. επίσης Φελλά κ.α. ν. Χ΄΄Σάββα (2002) 1Γ ΑΑΔ 2075).

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω, ότι οι περιουσιακές διαφορές π.χ. διπλή εγγραφή, αμφισβήτηση ιδιοκτησίας, αμφισβήτηση έκτασης γης κ.α., ξεφεύγουν των σκοπών του άρθρου 61, εφόσον η αγωγή είναι το καλύτερο μέσο με το οποίο μπορούν να επιλυθούν τέτοιου είδους ιδιοκτησιακές αντεκδικήσεις.»

 

 

Στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. ν. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (2003) 1 ΑΑΔ 1676 που παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποβληθεί στο Κτηματολόγιο αίτηση για διευθέτηση συνοριακής διαφοράς. Κατά την εξέταση της υπόθεσης, διαπιστώθηκε λάθος στο διαχωρισμό, με αποτέλεσμα το Κτηματολόγιο, θεωρώντας ότι έγινε λάθος κατά τη μεταφορά του σχεδίου που ετοιμάστηκε επί τόπου, προχώρησε στη βάση του άρθρου 61 του Κεφ. 224 να διορθώσει το λάθος. Η διόρθωση συνεπαγόταν και μείωση εμβαδού του κτήματος της εφεσίβλητης και αύξηση του εμβαδού της εφεσείουσας. Υπεβλήθη έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή. Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε πως η διαφορά των διαδίκων δεν αφορούσε στην εξουσία του Διευθυντή για διόρθωση λάθους, αλλά ήταν θέμα διαφοράς ως προς την ιδιοκτησία, θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Μεταξύ άλλων, λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ότι με τη διόρθωση του λάθους όπως το αντιλήφθηκε το Κτηματολόγιο, επερχόταν ουσιώδης αλλαγή στην επί τόπου κατάσταση συνεπεία της μετατόπισης συνόρων έχοντας αντίκτυπο στην έκταση εκάστου εκ των διαχωρισθέντων ακινήτων.

 

Εξετάσαμε την υπόθεση υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας και της νομολογίας.

 

Κύριος μάρτυρας στην υπόθεση υπήρξε ο Γ. Π., Κτηματολόγος στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου ο οποίος προέβη και στην επιτόπια εξέταση. Κατέθεσε έκθεση γεγονότων ως ακολούθως:

 

«Η εφεσείουσα είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 8xx6 ημερομηνίας 5.1.2000 Φ/Σχ.4x/x0 χωριό και αριθμό τεμαχίου 330 [πρώην 192 και 457 (1)] σε κλίμακα 1:1250 στη κοινότητα Λετύμπου και έχει εμβαδό 849τ.μ..  Τούτο είναι εγγεγραμμένο ως ισόγεια κατοικία και αυλή με δένδρα και φαίνεται με κίτρινο χρώμα στο σχέδιο με στοιχείο Α.

 

Το πιο πάνω τεμάχιο προήλθε από το διαχωρισμό του τεμαχίου 457 του Φ/Σχ 4x/x0 και τη συγχώνευση του με το τεμάχιο 192 του Φ/Σχ 45/30 χωριό.  Ο διαχωρισμός έγινε με το φάκελο Α223/66 και εκδόθηκε η εγγραφή 8xx6 με το φάκελο Α917/66 στο όνομα της xxx xxx Μιχαήλ η οποία με τη Δ.4825/89 δώρισε το πιο πάνω ακίνητο στην εγγονή της xxx Βλαδιμήρου που είναι και εφεσείουσα.

 

Η εφεσίβλητη αρ. 1 xxx xxx Νικολάου είναι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 8xx7 Φ/Σχ 4x/x0 με αριθμό τεμαχίου 1184 (πρώην 457/2) σε κλίμακα 1:5000 το οποίο είναι εγγεγραμμένο χωράφι με δένδρα και έχει εμβαδό 377τ.μ.  Τούτο φαίνεται με μπλε χρώμα το σχέδιο με στοιχείο Β.

 

Το πιο πάνω τεμάχιο προήλθε από το διαχωρισμό του τεμαχίου 457 του Φ/Σχ. 4x/x0.  Ο διαχωρισμός έγινε με τον φάκελο Α223/66 και εκδόθηκε η εγγραφή 8xx7 με τον Α917/66 στο όνομα της Ε., Α., Π., Ν., Σ. και Γ. xxx Μαραθεύτη οι πιο πάνω ιδιοκτήτες με την Δ.361/67 δώρισαν το πιο πάνω ακίνητο στην xxx xxx Μαραθεύτη και η οποία με την Δ.1660/80 δώρισε το ακίνητο της στην xxx xxx Πάπουτου που είναι η εφεσίβλητος αριθμός 1.

 

Με την αίτηση Α223/66 ετοιμάσθηκε σχέδιο και σχεδιάγραμμα στα οποία φαίνεται το πέρασμα με κόκκινο χρώμα με στοιχεία Γ και Δ αντίστοιχα.  Στα σύνορα των εγγραφών 8xx6 και 8xx7 που εκδόθησαν αρχικά με την αίτηση Α917/66 αναφέρεται πέρασμα. Επίσης όταν εκδόθησαν οι πιο πάνω εγγραφές το εμβαδό του περάσματος δεν συμπεριελήφθη στους τίτλους.  Oι αρχικοί ιδιοκτήτες υπέγραψαν τύπο Ν3Α.

 

Μετά από οδηγίες του Επαρχιακού κτηματολογικού Λειτουργού Πάφου ανοίχτηκε ο φάκελος ΑΔΛ3/04 για διόρθωση λάθους. 

Έγινε επιτόπια έρευνα στις 9.09.2005 από τον κτηματολόγο Γ.Π. στην παρουσία της xxx Πάπουστου της xxx xxx Μαραθεύτη και του προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου κ. Χριστοφή Αρέστη. 

 

Κατά την επιτόπια έρευνα ετοιμάστηκε γραπτή συγκατάθεση για διόρθωση του λάθους και δόθηκε στην xxx xxx Μαραθεύτη μητέρα της xxx Φρίξου αλλά η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 330 αρνήθηκε να υπογράψει.

 

Η απόφαση του Διευθυντή είναι καθόλα νόμιμη και όσον αφορά την έκταση που περικλείεται στα σημεία ΑΒΓΔΕΖ γιατί αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται στην έκταση του τεμαχίου 330 του Φ/Σχ 4x/x0 και γιατί βασίζεται στα βιβλία και τα έγγραφα του Κτηματολογίου. 

 

Στο πιστοποιητικό που ετοιμάσθηκε με την ΑΔΠ3/04 από τον πρόεδρο του κοινοτικού συμβουλίου αναφέρονται σαφώς η ύπαρξη του περάσματος.  Τούτο φαίνεται καταχωρημένο με στοιχείο Ε.»

 

 

Καταχώρησε επίσης συμπληρωματική έκθεση γεγονότων όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«1.  Κατά τη σχεδιαγράφηση του διαχωρισμού του τεμαχίου 457 του Φ/Σχ 4x/x0 χωριό με την αίτηση Α223/66 κατά λάθος τοποθετήθηκε από τον Κλάδο Χαρτογραφίας το συνδετικό σημείο στα εν χρήσει σχέδια το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα, αφού κατά την αρχική ετοιμασία του σχεδίου και του σχεδιαγράμματος δεν υπήρχε συνδετικό σημείο που να ενώνει το αδιέξοδο με το τεμάχιο 457/1 και 192 του φύλλου σχεδίου 4x/x0 χωριό.

 

2.                Στη παράγραφο 4 που αναφέρεται το όνομα Ε. Πάπουτου να γίνει Ε. Σ. Πάπουτσου η Ε. Σ. Νικολάου που φαίνεται από τους φακέλους ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Στη παράγραφο 8 να διαγραφεί το όνομα E.Γ. Μαραθεύτη και στη παράγραφο 10 εκεί που αναφέρεται η αίτηση ΑΔΠ3/04 να γίνει ΑΔΛ3/84».

 

 

 

Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση και προκύπτει από τα πρακτικά, ο Π. στη μαρτυρία του ανέφερε ότι «η αίτηση Α223/66 αφορούσε την αίτηση της χχχ Σοφόκλη να εγγραφούν  επ΄ ονόματι της 4 τεμάχια ενώ η αίτηση Α917/66 αφορούσε την αίτηση της Ε. Μαραθεύτη να εγγραφεί πέρασμα.   Εξήγησε ότι το τεμάχιο 457 διαχωρίστηκε με την αίτηση Α223/66 και ότι είναι ο Επαρχιακός Λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογίου Πάφου το 2004 που ανακάλυψε ότι δεν αφαιρέθηκαν τα κλειδιά από το χωρομετρικό σχέδιο αναφορικά με το τεμάχιο 192 και 457/1 εφόσον οι ιδιοκτήτες με τους φακέλους του 66 υπέγραψαν και αφαιρέθηκε το εμβαδόν του περάσματος από τους τίτλους.  Δεν γνώριζε το εμβαδό το οποίο σημειώνεται με κόκκινο χρώμα στα Τεκμήρια Γ και Δ που συνοδεύει την ένορκη του δήλωση.   Παραδέχθηκε ότι το σημειούμενο ως πέρασμα στα Τεκμήρια Γ και Δ της ένορκης του δήλωσης δεν έχει έξοδο προς δημόσιο δρόμο.  Αρχικά ανέφερε ότι το μονοπάτι που αναφέρεται στο έντυπο Ν.3Α της συμπληρωματικής έκθεσης γεγονότων είναι αυτό που φαίνεται στο Τεκμήριο Δ της έκθεσης γεγονότων στο σημείο που αναφέρεται «strong room» ενώ αργότερα ανέφερε ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Κτηματολογικός Λειτουργός είναι αυτό που εννοούσε και περαιτέρω ανέφερε ότι το μονοπάτι κατά πάσα πιθανότητα είναι προς όφελος του 456 και όχι του γενόμενου διαχωρισμού του 457/1 και 457/2.  Ο μάρτυρας παραδέχθηκε ότι στους τίτλους των τεμαχίων 457/1, 192, 331, 457/2 δεν αναφέρεται κανένα πέρασμα.  Επίσης παραδέχθηκε ότι την βεβαίωση του Κοινοτάρχη (Τεκμήριο Ε της έκθεσης γεγονότων και ΙΓ Δικαστηρίου) το ετοίμασε ο ίδιος και το υπέγραψε ο Κοινοτάρχης Λετύμπου.» 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Στην παρούσα υπόθεση στο Τεκμήριο 1Α που αφορά την αίτηση για εγγραφή Α917/66 αναφέρεται πέρασμα (Passage) στα σύνορα των ακινήτων 192 και 457/1. Το ίδιο αναφέρεται και στο Τεκμήριο 1Β που αφορά την αίτηση για διαχωρισμό Α223/66. Ενώπιον του Δικαστηρίου με την μαρτυρία του Γ.Π., η οποία βασίστηκε στις πιο πάνω αιτήσεις, δεν ξεκαθάρισε τελικά σε πιο σύνορο των τεμαχίων 192 και 457/1 βρίσκεται το πέρασμα και συγκεκριμένα αν αυτό είναι αυτό που σημειώνεται στο σχέδιο Α ή αυτό στα δυτικά των τεμαχίων. Περαιτέρω στο Τεκμήριο Στ το οποίο, είναι φωτοαντίγραφο της Ένορκης δήλωσης του Γ.Π. ημερομηνίας 14.12.09, η οποία συνοδεύει την ένσταση του Καθ΄ου η αίτηση 2, και αφορά την αίτηση Α917/66 για το ακίνητο 457/2 της Καθ΄ης η αίτηση 1 το πέρασμα «Passage» που αναφέρεται σ΄αυτή ως σύνορο αποτελεί πρόσθεση.

 

Με βάση το Τεκμήριο 1Δ την 1/7/66 δικηγόρος ενεργώντας  εκ μέρους της πελάτιδος του χχχ Γεωργίου, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια πριν την Καθ΄ης η αίτηση 1, ζητούσε  επανεξέταση από το Κτηματολόγιο Πάφου με βάση την αίτηση Α223/66, για να περασθεί το υφιστάμενο πέρασμα κατά μήκος των κτημάτων της με αριθμούς τεμαχίων 457/2, 45/30 και 457/1 το οποίο, ως ισχυρίζεται, φαίνεται επί τόπου.  Το δε τεκμήριο 1Ε αποτελεί πιστοποιητικό της τότε χωρητικής αρχής Λετύμπου ημερ. 5.11.66 με το οποίο πιστοποιείται ότι το πέρασμα κατασκευάσθηκε προ 40 ετών. Φυσικά ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ετέθη οτιδήποτε ότι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων 457/1 και 192 συμφωνούσαν με αυτή την διόρθωση από το 1966. 

 

Όλα τα πιο πάνω προβληματίζουν ιδιαίτερα το Δικαστήριο, εάν αυτό που ζητά ο Διευθυντής του Κτηματολογίου για διόρθωση είναι λάθος εντός της έννοιας του άρθρου 61 του Κεφ. 224. 

 

Με την απόφαση του ο Διευθυντής του Τμήματος  Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 18.3.09 θεωρεί δεδομένο ότι τα δύο συνδετικά σημεία που παρουσιάζονται στο τεμάχιο 330  και φαίνονται στο σχέδιο Α που συνοδεύει την απόφαση του Διευθυντή τοποθετήθηκαν εκ παραδρομής ύστερα από λανθασμένο σχεδιασμό και ότι λανθασμένα στο εν χρήσει σχέδιο του δημοσίου αδιεξόδου φαίνεται ότι αποτελεί μέρος του κτήματος της Αιτήτριας.  Με βάση την έκθεση γεγονότων που συντάχθηκε από τον Γ.Σ. η θέση αυτή του Διευθυντή στηρίζεται στο ότι στα σύνορα των εγγράφων 8χχ6 και 8χχ7 που εκδόθηκαν αρχικά με την αίτηση Α917/66 αναφέρεται πέρασμα και στο ότι οι αρχικοί ιδιοκτήτες υπέγραψαν τύπο Ν3Α.  Οι τύποι Ν3Α δεν παρουσιάσθηκαν για όλους τους ιδιοκτήτες και συγκεκριμένα δεν ετέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι ιδιοκτήτες της εγγραφής 8χχ6 των τεμαχίων 192 και 457/1, τώρα 330, υπέγραψαν συγκατάθεση.

 

Από τη μαρτυρία του Γ.Π., κτηματολογικού λειτουργού ο οποίος διενήργησε την επιτόπια έρευνα στις 9.09.2035 για διόρθωση του λάθους και με βάση τα τεκμήρια που κατέθεσε πέραν των όσων κατάθεσε στην ένορκη του δήλωση διεφάνη ότι η μόνη συγκατάθεση που υπάρχει είναι των ιδιοκτητών που κατείχαν το τεμάχιο 457/2 πριν από την Καθ΄ης η αίτηση 1.  Για δε πέρασμα που αναφέρεται στην Αίτηση Α917/66 δεν ήταν βέβαιος στο τέλος αν αυτό αφορά το πέρασμα στην δυτική πλευρά των τεμαχίων 457/1 και 192.

 

Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η θέση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία εκφράστηκε με τις επιστολές ημερομηνίας 11.11.08 και 18.03.09, δεν με βρίσκει σύμφωνο καθότι διαπιστώνω ότι δεν αποτελεί διόρθωση λάθους η αφαίρεση των κλειδιών από το εν χρήσει σχέδιο  (βλ. Θ. Νεοφύτου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος και Άλλης (1995) 1 ΑΑΔ 842. Συνακόλουθα δεν μπορεί να διορθωθεί με βάση το 61 (1) του Κεφ. 224 αλλά αποτελεί θέμα διαφοράς ως προς της ιδιοκτησία, θέμα το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.»

 

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία. Σημειώνουμε πως η μη προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση, όπως αυτή εισηγείται. Το Δικαστήριο κρίνει την υπόθεση στη βάση του συνόλου της προσαχθείσας μαρτυρίας από όποια πλευρά και εάν προέρχεται. Ιδιαίτερα, θα λέγαμε, σε υποθέσεις όπως η παρούσα, η ουσιαστικότερη μαρτυρία είναι αυτή του Κτηματολόγου ο οποίος προέβη στην επιτόπια εξέταση, στη βάση των ευρημάτων του οποίου στηρίχθηκε η απόφαση του Διευθυντή.

 

Εν προκειμένω, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ασάφειας και ερωτηματικών που γεννώνται από τη μαρτυρία του είναι δικαιολογημένες. Σε τέτοιου είδους υποθέσεις θα πρέπει οι παραλείψεις ή τα λάθη να φαίνονται ξεκάθαρα μέσα από τα έγγραφα του Κτηματολογίου και να μην απαιτείται εξωγενής έρευνα. Ο κ. Π. στη μαρτυρία του δεν μπορούσε να καταθέσει με βεβαιότητα τη θέση του περάσματος, αναφέροντας για πέρασμα που υπήρχε στα δυτικά του τεμαχίου 192, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές το πέρασμα για το οποίο γινόταν αναφορά στα Τεκμήρια ΙΒ, Δ και Ε. Περαιτέρω, προέκυψε πως η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 457/1 και 192 δεν υπέγραψε την αίτηση Τεκμήριο ΙΔ. Ως εκ τούτου, υπήρξε αβεβαιότητα εκ μέρους του Κτηματολογικού Λειτουργού κατά πόσο το πέρασμα που αναφέρεται στην Α917/66 είναι το πέρασμα στη δυτική πλευρά των τεμαχίων 457/1 και 192, εφόσον δεν αναγραφόταν η λέξη «passage» σε όλα τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν. Η ασάφεια στη μαρτυρία του, η οποία προκάλεσε ερωτηματικά στο Δικαστήριο, δημιουργήθηκε από το σύνολο της μαρτυρίας του ως του πλέον αρμόδιου γι' αυτό το θέμα και δεν περιορίστηκε στην κατάθεση έκθεσης γεγονότων.

 

Στη βάση των πιο πάνω ασαφειών και ερωτηματικών, ορθά έκρινε το Δικαστήριο ότι η απόφαση του Διευθυντή, όπως εκφράστηκε με τις επιστολές ημερομηνίας 11.11.2018 και 18.3.2019, δεν αποτελεί διόρθωση λάθους με βάση το άρθρο 61(1) του Κεφ. 224.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, ιδιαίτερα, της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων Α.Κ. και Γ.Π.. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης απλά γίνεται αναφορά σε εσφαλμένη και ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, ενώ αυτή ήταν ανεξάρτητη και σαφής, χωρίς να παραθέτει οποιαδήποτε λεπτομέρεια. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και, συνεπώς, είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία τους. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν τα συμπεράσματά του είναι εξ αντικείμενου παράλογα ή αυθαίρετα.

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα συμπεράσματά του ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ειδικότερα αναφορικά με τον Κτηματολόγο Γ. Π. και παραθέτει τα στοιχεία τα οποία κατά την κρίση του δημιουργούν σοβαρά κενά τα οποία δεν έχουν απαντηθεί. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση που έγινε από το Δικαστήριο. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα,  πλέον ΦΠΑ, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης 1.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                                       ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο