ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A170
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 295/2013)
1 Ιουνίου, 2020
[M.M. NIKOΛΑΤΟΣ, Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. VOURNA LIMITED,
2. «EPECTASIS» CONSTRUCTION LTD,
3. «NIMFI» TOURIST ENTERPISES LTD,
4. «ORITIS» DEVELOPING LTD,
5. «RAFSA» LIMITED,
6. «SYNTHESIS» DEVELOPING LTD,
7. CH. G. «ALONI» DEVELOPMENT LTD,
8. CH. G. (VRYSADHIA) DEVELOPMENT LTD,
9. KREOPAS DEVELOPING LTD,
10. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΗΡΑ ΛΤΔ,
11. PAPHOS SANDY HILL ESTATES LTD,
12. R.S. TOURIST ENTERPRISES LTD,
13. R.S. HOLDING LIMITED,
14. RAFTIS & RAFTIS LIMITED,
15. RAFTIS xxx,
16. S. RAFTIS HOTELS HOLDING LTD,
17. S.S.R. DEVELOPMENTS LTD,
18. S. RAFTIS COMPANY LTD,
19. TIETHEKNOT HOLDINGS LTD,
20. Xxx ΣΑΒΒΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
- - - - - -
Α. Χρ. Δημητριάδης, για τους εφεσείοντες 1-19.
Α. Χρ. Δημητριάδης για Λ. Λουκαϊδου-Θεοφάνους (κα), για την εφεσείουσα 20.
Κλ. Παπή (κα) για Ν. Χρ. Αναστασιάδης και Συνεταίρους, για την εφεσίβλητη.
---------------------
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
AΠ Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση πάνω σε δύο βάσεις. Αφενός, υποβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε ενδιάμεση αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 22.4.2013 για τροποποίηση της υπεράσπισης τους και έγερση ανταπαίτησης και ότι τέτοια απόρριψη δεν είναι συμβατή με το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ, συνιστώντας δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τη μικρή καθυστέρηση που θα προέκυπτε από την έγκριση της ζητούμενης τροποποίησης. Αφετέρου, εγείρεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη απέδειξε το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού.
Η απαίτηση της ενάγουσας ήταν δυνάμει γραπτών συμφωνιών δανείων εξασφαλισμένων με υποθήκες, εγγυήσεις, δεσμεύσεις λογαριασμών.
Με την υπεράσπιση οι εφεσείοντες προέβαλαν τη θέση ότι το δάνειο, οι υποθήκες και οποιεσδήποτε άλλες συμφωνίες και διευθετήσεις που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης είναι άκυρες και μη εφαρμόσιμες συναλλαγές, γιατί παραβιάζουν τον περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο του 2008 και/ή τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 και/ή γιατί πρόκειται για καταχρηστικές, επαχθείς, παράλογες και άδικες συναλλαγές. Η άλλη πτυχή της υπεράσπισης συνίστατο σε άρνηση των χρεώσεων και οφειλών ή διαζευκτικά σε ισχυρισμό για υπερχρεώσεις με ποσά που οι συμφωνίες δεν προνοούσαν.
Η αγωγή είχε καταχωριστεί με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο στις 28.5.2010 και η ακρόαση άρχισε στις 14.6.2012. Η επίμαχη αίτηση για τροποποίηση καταχωρίστηκε στις 22.4.2013, ενόσω η εφεσίβλητη είχε περατώσει τη μαρτυρία της και είχε ακουστεί και η μαρτυρία του ενός εκ των τριών μαρτύρων που θα προσέφεραν οι εφεσείοντες. Είχε στο μεταξύ αποσυρθεί ο προηγούμενος δικηγόρος τους και ανέλαβε ο δικηγόρος ο οποίος καταχώρισε την αίτηση για τροποποίηση.
Με την εκτεταμένη αίτηση, όπως αυτή συνοψίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, εσκοπείτο η επέκταση της υπεράσπισης σε νέα θέματα όπως ότι η επίδικη δοσοληψία δεν ήταν η μοναδική μεταξύ των διαδίκων αλλά σχετιζόταν και με αγωγές που εκκρεμούσαν και επρόκειτο να ζητηθεί η συνένωση τους. Επιχειρείτο επίσης η εισαγωγή ισχυρισμών περί αμέλειας και παράβασης θεσμίων καθηκόντων και περί ψευδών παραστάσεων και περί σύγκρουσης συμφερόντων, με μεγάλο αριθμό λεπτομερειών. Επιχειρείτο περαιτέρω η προβολή της θέσης ότι, με τις παράνομες ενέργειες της εφεσίβλητης σε βάρος των εφεσειόντων οι πιστωτικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στους εφεσείοντες καθίστανται άκυρες και ή ακυρώσιμες, δεν είναι δεσμευτικές και συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες κατά παράβαση του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996. Επιχειρήθηκε περαιτέρω να εισαχθεί ότι η εφεσίβλητη συμβούλευσε τους εφεσείοντες να αποδεχθούν τους όρους των συμβάσεων οι οποίοι είχαν συνταχθεί εκ των προτέρων κατά τρόπο που οι εφεσείοντες να μην ήταν σε θέση να επηρεάσουν το περιεχόμενο τους κ.α. Περαιτέρω επιχειρήθηκε η εισαγωγή ισχυρισμών περί παράλληλων παραστάσεων και/ή διαβεβαιώσεων και/ή συμβουλών και η εισαγωγή λεπτομερειών περί ψευδών παραστάσεων, αθέμιτης επιρροής και παράλειψης πληροφόρησης για τους κινδύνους. Επιχειρήθηκε συναφώς η εισαγωγή, μεταξύ άλλων, ισχυρισμών περί της ύπαρξης τέτοιας σχέσης μεταξύ των διαδίκων ώστε η εφεσίβλητη να αποκτά επιπρόσθετα καθήκοντα και υποχρεώσεις έναντι των εφεσειόντων, ότι οι συναλλαγές περιείχαν κινδύνους μη κατανοητούς στους εφεσείοντες, περί σύγκρουσης συμφερόντων της εφεσίβλητης ως τραπεζίτη και ταυτόχρονα συμβούλου ή εμπειρογνώμονα κ.α. Επιπρόσθετα με την τροποποίηση επιζητείτο και η προσθήκη ανταπαίτησης για 17 και πλέον εκατομμύρια ευρώ ως ζημία που έχουν υποστεί οι εφεσείοντες συνεπεία των πιο πάνω συναλλαγών, πράξεων και/ή παραλείψεων και δήλωση του δικαστηρίου ότι οι επίδικες συμφωνίες είναι άκυρες, ανύπαρκτες και χωρίς αποτέλεσμα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο συνόψισε ορθά τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας προκειμένου για τροποποίηση δικογράφων υπό το φως της Δ.25 κ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Αναφέρθηκε στη σύγχρονη τάση ότι τα δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις ακόμα και στην περίπτωση που αυτές είναι το αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά που να μην μπορεί να αποζημιωθεί σε χρήμα (Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934). Παρέθεσε δε εκτεταμένο πλην πολύ περιεκτικό απόσπασμα από την Βουνιώτη ν. Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1Ε ΑΑΔ 33, 36-37:
«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:
(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30. 2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.
(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για τη αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.
(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από τη προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave ν. Case, 28 Ch. D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»
Αναφέρθηκε περαιτέρω στα λεχθέντα στην υπόθεση Γραμμές Στρίντζη ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 ΑΑΔ 607, 611 ότι «η αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν παρέχει αφ΄ εαυτής λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος.»
Καθοδηγούμενο από αυτές τις νομικές αρχές το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε καταρχάς τα δεδομένα της πορείας της υπόθεσης και της ακρόασης και σε ότι αφορά την ουσία της σκοπούμενης τροποποίησης σημείωσε ότι με την τροποποίηση επιζητείτο η διαγραφή όλων των παραγράφων της αρχικής υπεράσπισης πλην της πρώτης και η αντικατάσταση τους με νέους ισχυρισμούς τέτοιας φύσης ώστε να είναι απόλυτα σαφές ότι εισάγονται νέες βάσεις υπεράσπισης. Μέχρι σήμερα, σημείωσε το δικαστήριο, η ακρόαση διεξήγετο στη βάση υπεράσπισης περί άκυρων και ή μη εφαρμόσιμων συναλλαγών λόγω παραβίασης του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμου, ενώ με την αίτηση επιχειρήθηκε η εισαγωγή σωρείας άλλων νομικών βάσεων ώστε η δίκη ουσιαστικά «να ξεκινήσει από το μηδέν στη βάση νέων εντελώς δεδομένων», όπως χαρακτηριστικά σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Όλα δε αυτά μετά την περάτωση της υπόθεσης της εφεσίβλητης και συνεπώς χωρίς δυνατότητα να τεθούν οι οποιοιδήποτε νέοι ισχυρισμοί, ειδικά η σωρεία ισχυρισμών για τους οποίους θα απαιτείτο η προσαγωγή μαρτυρίας επί γεγονότων, στην άλλη πλευρά. Το δικαστήριο έλαβε υπόψιν τον εκτροχιασμό της δίκης, σε εκείνο πλέον το στάδιο, μέσα από τόσο διευρυμένη τροποποίηση η οποία δεν συνιστούσε απλώς διεύρυνση των υφισταμένων νομικών λόγων αλλά μια ριζική μετατροπή της φύσης της υπεράσπισης (Αstor Manufacturing v. Leventis Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 726).
Δεν αμφισβητείται η γενική αρχή ότι η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται με ευχέρεια όταν η ζημία στην άλλη πλευρά δεν είναι ανεπανόρθωτη και μπορεί να αποκατασταθεί με την κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα. Εξίσου όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται η αναγκαία εξισορρόπηση με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του αντιδίκου, ούτε και οι αναπόφευκτες συνέπειες που μπορεί να έχει μια δραστική τροποποίηση σε προχωρημένο μάλιστα στάδιο της δίκης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξισορρόπησε τους αντίρροπους αυτούς παράγοντες ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια του. Κατά πάγια νομολογία:
«. όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δυο μόνο περιπτώσεις:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο.»
(Βλ. Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984)
(βλ. επίσης Ανδρονίκου κ.α. ν. Ταμείου Συντάξεων ΑΗΚ, Πολ. Έφ. Αρ. 168/10, ημερ. 24.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D117)
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα θεμιτά πλαίσια χωρίς να παρέχεται περιθώριο επέμβασης από το Εφετείο. Ούτε εξωγενείς παράγοντες υπεισήλθαν και τέτοια εισήγηση δεν έγινε καν, ούτε προκλήθηκε πασιφανής αδικία που δεν θα μπορούσε κανένα δικαστήριο να προκαλέσει. Αντίθετα επρόκειτο για εύλογη εξισορρόπηση των παραγόντων εκείνων που όφειλε το δικαστήριο να λάβει υπόψιν και να εξισορροπήσει.
Ως εκ τούτου η λόγοι έφεσης που αφορούν την απόρριψη του αιτήματος για τροποποίηση απορρίπτονται.
Προχωρούμε στην εξέταση του λόγου έφεσης που αφορά στην απόδειξη του υπολοίπου. Η σχετική επιχειρηματολογία των εφεσειόντων επικεντρώθηκε στα τεκμήρια 42 και 43. Το τεκμήριο 42 είναι καταστάσεις του λογαριασμού του επίδικου δανείου που κατατέθηκαν μαζί με το προνοούμενο από το άρθρο 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, πιστοποιητικό. Το τεκμήριο 43 είναι οι καταστάσεις λογαριασμού που αποστέλλονταν ταχυδρομικώς στην εφεσείουσα 1. Μεταξύ τους υπάρχει μια μικρή διαφορά, εφόσον το υπόλοιπο στο τεκμήριο 42 είναι €5.064.163,33 ενώ στο τεκμήριο 43 είναι €5.064.646,24. Λόγω της διαφοράς αυτής, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, τα τεκμήρια 42 και 43 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου («τραπεζικά βιβλία») γιατί δεν συμφωνούν με την αρχική καταχώριση και αποκλίνουν μεταξύ τους χωρίς να ήταν σε θέση η μάρτυρας που τα παρουσίασε (ΜΕ1) να επεξηγήσει με μαθηματικό τρόπο τη διαφορά. Περιπλέον το τεκμήριο 42 δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου («αρχεία»). Η ΜΕ1 δεν είχε προσωπική γνώση των δοσοληψιών που εμφανίζονται στα εν λόγω τεκμήρια και η εφεσίβλητη δεν απέδειξε με αποδεκτή μαρτυρία το υπόλοιπο του λογαριασμού.
Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να διευκρινιστεί ότι η εφεσίβλητη για να αποδείξει το υπόλοιπο παρουσίασε τις καταστάσεις, τεκμήριο 42. Οι καταστάσεις τεκμήριο 43 κατατέθηκαν ως οι καταστάσεις που αποστέλλονταν στην εφεσείουσα 1. Από τη μαρτυρία της ΜΕ1 στοιχειοθετείται ότι οι καταστάσεις του τεκμηρίου 42 αποτελούν αντίγραφα καταχωρίσεων σε συνήθη τραπεζικά βιβλία που τηρεί η εφεσίβλητη σε ηλεκτρονική μορφή, οι οποίες καταχωρίσεις γίνονταν κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών της εφεσίβλητης. Υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου και η διαβεβαίωση της ΜΕ1 ότι οι καταστάσεις αυτές παρήχθησαν από το αρχείο της Τράπεζας και ελέγχθηκαν από την ίδια και είναι σύμφωνες με τα στοιχεία, όπως αυτά αναγράφονται στο ηλεκτρονικό αρχείο. Επί τη βάσει αυτών των στοιχείων το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι οι καταστάσεις του τεκμηρίου 42 αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία. Σημείωσε περαιτέρω ότι η ΜΕ1 δεν αντεξετάστηκε επί του μέρους αυτού της μαρτυρίας της. Συνεπακόλουθα απέρριψε την εισήγηση εκ μέρους των εφεσειόντων ότι οι καταστάσεις λογαριασμού, τεκμήριο 42, δεν ήταν σύμφωνες με τις πρόνοιες του άρθρου 22 και 35 του περί Αποδείξεως Νόμου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω η ειδική, επί τούτου, πρόνοια είναι εκείνη του άρθρου 22 η οποία ειδικώς αναφέρεται σε τραπεζικά βιβλία.
Η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 22 οδηγούσε, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο σε εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων. Παρέπεμψε σε σχετικό απόσπασμα από τη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 479, 493. Μας ελέχθη εκ μέρους των εφεσειόντων ότι θα πρέπει η παρούσα να διαφοροποιηθεί από την υπόθεση εκείνη εφόσον σε εκείνη τα έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά. Τούτο όμως δεν έχει σημασία, εφόσον είναι εκ του Νόμου που προβλέπεται ότι, τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 22, το αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίνεται αποδεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιας καταχώρισης. Η εκ συμφώνου κατάθεση των εγγράφων δεν αποτελεί προϋπόθεση. Όπως εξηγήθηκε πρόσφατα, με αναφορά στην Χαριλάου και στην Ιωαννίδης κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας (2014) 1 ΑΑΔ 1491, ECLI:CY:AD:2014:A484, στην Τράπεζα Κύπρου ν. Εφόρου Εταιρειών κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 246/2013, ημερ. 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523, ΕCLI:CY:AD:2019:A523:«Τα υπό αναφορά έγγραφα, στην απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησης τους, συνιστούσαν ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας.»
Όπως δε διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί, οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων περί παρανόμων χρεώσεων, εκτός της περίπτωσης τόκου υπερημερίας που το δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα υπέρ τους, τέθηκαν αόριστα και δεν παρουσιάστηκε καμιά μαρτυρία που να τεκμηριώσει τέτοια εισήγηση. Άλλωστε, σημειώνει περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο, οι ισχυρισμοί περί αυθαίρετων και παράνομων συναλλαγών και αυθαίρετων χρεώσεων και εξόδων παρέμειναν απλώς ισχυρισμοί στην υπεράσπιση χωρίς τη στοιχειώδη έστω εξειδίκευση. Εν πάση περιπτώσει, ως προς το ζήτημα στο οποίο δόθηκε κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 έμφαση από μέρους των εφεσειόντων, που ήταν η μεταφορά λογαριασμών ώστε να καταδειχθεί το κατ΄ ισχυρισμόν τους λανθασμένο των ενεργειών της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι οι μεταφορές έγιναν στα πλαίσια εντολών συμψηφισμού που η ίδια η εφεσείουσα 1 έδωσε στην εφεσίβλητη, η οποία για όλες τις περιπτώσεις των δεσμευμένων λογαριασμών ενημέρωνε για την πρόθεση της για άμεσο συμψηφισμό, ως είχε με τη συμφωνία δανείου δικαίωμα, εκ των προτέρων.
Ως προς τη μικρή διαφορά μεταξύ του τεκμηρίου 42 και του τεκμηρίου 43 το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εξήγηση της ΜΕ1 ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στο διαφορετικό τρόπο υπολογισμού και είναι καθαρά τεχνικό θέμα και ότι παρουσιάστηκε το χρεωστικό υπόλοιπο ως τεκμήριο 42 προς όφελος των εφεσειόντων. Το δικαστήριο θεώρησε ότι το τεκμήριο 42 αποτελούσε αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού που παρουσιάζουν την ακριβή εικόνα της κίνησης του λογαριασμού, χωρίς να δημιουργείται οποιοδήποτε πρόβλημα.
Ως προς το ζήτημα αυτό υποβλήθηκε ενώπιον μας η εισήγηση εκ μέρους των εφεσειόντων ότι δεν έχει σημασία ότι το λάθος είναι «μικρό», αλλά το γεγονός ότι εξ αυτού προκύπτει ότι το τεκμήριο 43 δεν είναι αντίγραφο των αρχείων της εφεσίβλητης. Καταρχάς είναι, ως άνω, οι καταστάσεις του τεκμηρίου 42 που κατατέθηκαν προς απόδειξη του υπολοίπου. Εν πάση περιπτώσει η διαφορά, όπως εξηγήθηκε, δεν επηρεάζει την ουσία, εφόσον δεν άπτεται της γνησιότητας των καταχωρίσεων, την οποία και οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Νόμου έχουν σκοπό να διασφαλίσουν. Στο δικαστήριο κατατέθηκαν οι καταχωρίσεις στα τραπεζικά βιβλία, υπό την έννοια του άρθρου 22, με διορθωμένη την κατάσταση του λογαριασμού, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην τίθεται ζήτημα ότι δεν πρόκειται για τα αντίγραφα των συγκεκριμένων καταχωρίσεων. Εναπόκειτο πλέον στους εφεσείοντες να αποδείξουν τη μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και /ή την καταχώριση εσφαλμένων καταχωρίσεων, βλ. Τράπεζα Κύπρου ν. Έφορος Εταιρειών (ανωτέρω), κάτι που παρέλειψαν να πράξουν.
Δεν διαπιστώνουμε ούτε προς αυτή την πτυχή σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ. Μ. Νικολάτος, Π.
Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ