ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A198
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 113/2020
23 Ιουνίου, 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ., Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ., Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
-ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018, (5/2018)
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY HAGOP G. BOHDJELIAN & SONS LTD ΠΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI Ή/ΚΑΙ PROHIBITION
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 28/04/2020 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. Κ16/2018 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ELDARY HOLDINGS LTD, ΑΙΤΗΤΩΝ ΚΑΙ HAGOP G. BOHDJELIAN & SONS LTD, ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
Δρ. Α. Ποιητής, για τους εφεσείοντες
........
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι θέσμιοι ενοικιαστές δύο (2) καταστημάτων στη Λάρνακα, η ιδιοκτήτρια των οποίων απευθύνθηκε με αίτηση (την Κ16/2018) στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας-Αμμοχώστου για αύξηση του καταβαλλόμενου ενοικίου.
Με τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού νομικού σημείου προβάλλοντας ότι δυνάμει του άρθρου 8(4)(α)[1] του περί Ενοικιοστασίου Νόμου (στο εξής ο Νόμος) και της ισχύουσας Κ.Δ.Π. 88/2017[2] δεν υπήρχε δυνατότητα αύξησης του ενοικίου εφόσον τα επίδικα καταστήματα ήταν ενοικιοστασιακά και μεταξύ των διαδίκων δεν είχε συμφωνηθεί αύξηση ενοικίου. Χωρίς όμως επιτυχία καθότι το κατώτερο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 28.4.2020, έκρινε πως, ερμηνευτικά, το άρθρο 8 σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στην Κ.Δ.Π. 88/2017 του παρείχαν τη δυνατότητα αναπροσαρμογής του ενοικίου.
Η αντίδραση των εφεσειόντων στην απόρριψη της προδικαστικής τους ένστασης, εκδηλώθηκε με την καταχώριση αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο (της υπ΄ αρ. 47/2020) για άδεια καταχώρισης αίτησης για Prohibition και/ή Certiorari προς ακύρωση της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Χωρίς και πάλι επιτυχία καθότι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή σύνθεση (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) απέρριψε την αίτηση για άδεια, κρίνοντας ότι οι εφεσείοντες δεν αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση εφόσον το ζήτημα αφορούσε ερμηνεία Νόμου. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Είναι φανερό ότι επιδιώκεται δια της παρούσης, με το μανδύα της αίτησης για παροχή αδείας, να υποβληθεί στην ουσία «έφεση» επί της ορθότητας της απόφασης και όχι επί της νομιμότητας αυτής. Όπως είναι νομολογημένο, ακόμη και λανθασμένη ερμηνεία νόμου δεν παρέχει το βάθρο παροχής τέτοιας αδείας. (Βλ. Λειβαδιώτου πολ.αίτηση 128/19, ημερ. 22.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:D338).
Τυχόν λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς το Νόμο ή την ερμηνεία δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα διότι η δικαιοδοσία αυτή εφαρμόζεται μόνο επί της νομιμότητας και όχι επί της ορθότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης & Υιός Ατδ (αρ.2) (1996)1 Α.Α.Δ. 822 και Γεν. Εισαγγελέα, πολ.αίτηση 24/20 ημ. 10.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:D96).»
Επιπρόσθετα, όπως επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ακόμη και αν δεν χωρεί έφεση επί ενδιάμεσης απόφασης, όπως εν προκειμένω, είναι μέσα στη φαρέτρα των αιτητών η δυνατότητα να πλήξουν την επίδικη απόφαση, μετά την τελική τυχόν εναντίον τους απόφαση του Δικαστηρίου, εάν το επιθυμούν. Το ότι οι εφεσείοντες θα υποστούν μια «μακρά διαδικασία αχρείαστα», όπως ανέφερε ο κ. Ποιητής, με όλο το σεβασμό, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει «εξαιρετική περίσταση», ως επιτάσσει η νομολογία.»
Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση τους για άδεια, υπέπεσε σε τέσσερα (4) σφάλματα. Το πρώτο, γιατί εξέτασε μόνο την περίπτωση Certiorari ενώ η αίτηση αφορούσε και Prohibition (Λόγος Έφεσης 1). Το δεύτερο, δεν εξέτασε καθόλου «εάν επιτρέπεται η αύξηση ενοικίου σε ενοικιοστασιακό υποστατικό, απλώς και μόνο διότι υπάρχει μικρή περιοχή» (Λόγος Έφεσης 2). Το τρίτο γιατί θεώρησε πως δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις (Λόγος Έφεσης 3) και, το τέταρτο, δεν εξέτασε την ουσία της προσβαλλόμενης απόφασης και την υπέρβαση εξουσίας (Λόγος Έφεσης 4).
Αναπτύσσοντας τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων διατύπωσε βασικά δύο θέσεις, οι οποίες αποτελούν και την πεμπτουσία της επιχειρηματολογίας του. Η πρώτη, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν καταδείχθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις εφόσον, ως αποτέλεσμα της απόφασης του, θα κατακλυστούν τα Δικαστήρια με μεγάλο αριθμό υποθέσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εν πάση περιπτώσει, υποστήριξε, η κατάδειξη εξαιρετικών περιστάσεων δεν υπεισέρχεται στο ένταλμα Prohibition και το αίτημα για άδεια καταχώρισης τέτοιου εντάλματος απορρίφθηκε χωρίς καν να εξεταστεί. Η δεύτερη, ότι η ερμηνεία που δόθηκε στις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 8(4)(α) του Νόμου και της Κ.Δ.Π. 120/2019 είναι έκδηλα εσφαλμένη καθότι η υπό αναφορά Κ.Δ.Π. δεν ξεχωρίζει αυξήσεις παρεχόμενες και βασιζόμενες στην μικρή περιοχή από άλλες περιοχές και ως εκ τούτου το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία ή αρμοδιότητα να επιληφθεί της αίτησης για αύξηση ενοικίου, ζήτημα το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα.
Μελετήσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων και να υπενθυμίσουμε κατ΄ αρχάς ότι κατά πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει άδεια της εξεταζόμενης φύσεως όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν διαφαίνεται από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Περέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Παραπέμπουμε επίσης στη Νεοφύτου, Πολ. Έφ. 370/2018, ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A440, όπου - με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες - επανατονίστηκε πως η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, αλλά στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης. Ούτε συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης, εκτός στην περίπτωση που συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και νοουμένου ότι αυτός που καταφεύγει στο εξαιρετικό μέτρο του προνομιακού εντάλματος τεκμηριώνει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση η οποία δεν τεκμηριώνεται στη βάση ισχυρισμού ότι το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα το Νόμο. Κι αυτό καθότι η λανθασμένη αντίληψη του κατώτερου Δικαστηρίου διορθώνεται κατ΄ έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα.
Έχοντας υπόψιν τις πιο πάνω (βασικές) αρχές θεωρούμε πως το πρώτο εμπόδιο που θα πρέπει να υπερπηδήσουν οι εφεσείοντες, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για εξέταση των λόγων Έφεσης, είναι κατά πόσο όντως με όσα έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η απάντηση κατά την άποψη μας είναι σαφώς αρνητική. Συμφωνώντας επί τούτου με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θεωρούμε πως - όπως και να εξεταστεί το παράπονο των εφεσειόντων - η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν προϊόν συνδυασμένης ερμηνείας του άρθρου 8(4)(α) του Νόμου και της ισχύουσας κατά τον επίδικο χρόνο Κ.Δ.Π. 88/2017 και ορθώς επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι με όσα οι εφεσείοντες έθεσαν ενώπιον του, δεν εγειρόταν θέμα νομιμότητας αλλά ορθότητας της εν λόγω απόφασης. Ειδικά, σ΄ ό,τι αφορά τη θέση του κ. Ποιητή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και το αίτημα για Prohibition, είναι αρκετό να επισημάνουμε πως η θέση αυτή παραβλέπει πως το υπό αναφορά ένταλμα δεν εκδίδεται αυτοδικαίως ("as of right"), όποτε ο αιτητής διατυπώνει τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με έλλειψη δικαιοδοσίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει εμφανέστατη έλλειψη δικαιοδοσίας (βλ. Dunnes Stores, Πολ. Αιτ. 84/2014 ημερ. 29.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D354, το δικαστικό λόγο της οποίας υιοθετούμε και επί του προκειμένου) ζήτημα το οποίο, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν έχει τεκμηριωθεί.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή και στα δύο της σκέλη και ως εκ τούτου η ενασχόληση με τους Λόγους Έφεσης θα ήταν ματαιοπονία εφόσον οι εφεσείοντες απέτυχαν να τεκμηριώσουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.
Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 8(4)(α) Το ανώτατον όριον του υπό του Δικαστηρίου καθοριζομένου δικαίου ενοικίου δεν θα υπερβαίνη ποσοστόν 14 τοις εκατόν διά τα πρώτα δύο έτη από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου, μετά το πέρας της οποίας περιόδου το ποσοστόν θα καθορίζεται ανά διετίαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου τη συστάσει του Υπουργού διά διατάγματος δημοσιευομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Νοείται ότι, αν η πρώτη αίτηση που υποβάλλεται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 για αύξηση του ενοικίου βάσει του επιτρεπόμενου ποσοστού, που δεν υπερβαίνει τώρα το 14%, οδηγεί στον καθορισμό ενοικίου χαμηλότερου από το 40% του εκάστοτε μέσου όρου των ενοικίων της μικρής περιοχής, τότε καθορίζεται ενοίκιο ίσο προς το 40% του μέσου αυτού όρου. Το ποσοστό 40% ως ανωτέρω, για την πρώτη ή τις επόμενες αιτήσεις αυξάνεται από 1.1.1997 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ανά διετία, μέχρις ότου ανέλθει στο 90% του εκάστοτε μέσου όρου των ενοικίων της μικρής περιοχής.
[2] Κ.Δ.Π. 88/2017. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται από την παράγραφο (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 8 των περί Ενοικιοστασίου Νόμων του 1983 μέχρι 2013, μετά από σύσταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, καθορίζει, για τους σκοπούς του προαναφερόμενου άρθρου, το ποσοστό του 0 τοις εκατόν, ως το ανώτατο όριο αυξήσεως ενοικίων για τη διετία που αρχίζει από τις 22 Απριλίου 2017 μέχρι και τις 21 Απριλίου 2019.